Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου με μια αναφορά στο απαράδεκτο προχθεσινό περιστατικό στη Θεσσαλονίκη.
Η βάρβαρη επίθεση στον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης από ακροδεξιούς τραμπούκους, παραπέμπει σε παλιότερες εποχές δόξας της αιματηρής εθνικοφροσύνης και του παρακράτους.
Επικοινώνησα σήμερα το πρωί με τον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης και αφού του ευχήθηκα, βεβαίως, περαστικά και τον ενημέρωσα ότι ήδη έχουν γίνει τέσσερις συλλήψεις και οι συλληφθέντες θα προσαχθούν στη Δικαιοσύνη με τη διαδικασία του αυτόφωρου διότι συνελήφθησαν εντός της χρονικής διάρκειας που προβλέπεται από τον νόμο για την αυτόφωρη διαδικασία, του ζήτησα να μου δώσει κάποια εικόνα για το περιστατικό. Και λυπάμαι, αλλά έχω να ενημερώσω ότι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης καταγγέλλει στην ουσία ένα όχι αυθόρμητο, αλλά στημένο γεγονός. Μια ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του από περιθωριακά στοιχεία, αλλά και από ανθρώπους οι οποίοι έχουν πολιτική δράση και ονοματεπώνυμο και πολλές φορές δεν εντάσσονται μέσα σε αυτόν το περιθωριακό εσμό ακροδεξιών στοιχείων.
Τον διαβεβαίωσα ότι θα αντιμετωπιστούν οι συλληφθέντες αλλά και το περιστατικό αυτό καθεαυτό, με την πιο μεγάλη αυστηρότητα κινητοποιώντας, από πλευράς μας, όλους τους μηχανισμούς της Δημοκρατίας.
Θέλω όμως να αναρωτηθώ: Ποιοι χειροκρότησαν την επίθεση ενάντια στον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης; Ποιοι την προετοίμασαν με βίαιες λεκτικές επιθέσεις εναντίον του;
Ποιοι είναι αυτοί που εξαπολύουν διαρκώς, κάθε μέρα, ακραίες κατηγορίες για προδότες, και μειωμένης εθνικής συνειδήσεως Έλληνες;
Ποιοι είναι αυτοί που έχουν ανακηρύξει τον εαυτό τους εργολάβο του έθνους, και επικηρύσσουν εκείνους που σκέφτονται και πράττουν διαφορετικά;
Ποιοι, με δυο λόγια, με τον πιο επίσημο τρόπο, είναι αυτοί που ανοίγουν το δρόμο στη βία;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γνωρίζουμε όλοι ποιοι είναι.
Και δυστυχώς δεν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις –κάποιος δήμαρχος, νυν ή πρώην περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας της ΝΔ.
Εδώ πρόκειται για ένα συμπαγές, σκοτεινό, και ακραίο τμήμα, δυστυχώς, της αξιωματικής αντιπολίτευσης με έκφραση, το τελευταίο διάστημα, στα κορυφαία όργανά της.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν θέλω να πω τίποτε παραπάνω. Το μόνο που θα πω:
Να είναι βέβαιοι όλοι , όσοι στηρίζουν την ακραία μισαλλοδοξία και στρώνουν το χαλί στην άκρα Δεξιά και συναλλάσσονται με τη Χρυσή Αυγή και προκρίνουν τη βία ως μέσο επιβολής, ας είναι βέβαιοι ότι η Δημοκρατία θα προστατέψει τον εαυτό της και τους πολίτες.
Διότι η εποχή των Γκοτζαμάνηδων έχει παρέλθει οριστικά από αυτόν τον τόπο.
Και έρχομαι τώρα στο θέμα για το οποίο έχει συγκληθεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Που δεν είναι άλλο από την επιστροφή της Ελλάδας στη κανονικότητα, την επιστροφή της χώρας μετά από πολλά χρόνια σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα πια να σχεδιάσουμε με ασφάλεια τα βήματά μας στη μεταμνημονιακή εποχή.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι ένα από τα βασικά διακυβεύματα της περιόδου, είναι αυτό της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τελευταίου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Διότι αντιλαμβανόμαστε όλοι πως αυτός είναι ο κύριος στόχος αυτής της περιόδου.
Η θετική κατάληξη, λοιπόν, που επισημοποιήθηκε και με την ανακοίνωση των θεσμών, το Σάββατο το βράδυ για την τεχνική συμφωνία ενόψει της 4ης αξιολόγησης , είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα.
Διότι η αξιολόγηση κλείνει εντός του χρονοδιαγράμματος, δίχως πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Και αυτό διότι και πάλι, όπως και στην τρίτη αξιολόγηση, δεν ακούσαμε ευτυχώς- διότι είχαμε αρνητική εμπειρία στο παρελθόν – παράλογες απαιτήσεις και αιτήματα για νέα μέτρα. Διότι όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει και με το παραπάνω τη δημοσιονομική προσαρμογή. Και πλέον το πραγματικό επίδικο είναι η περαιτέρω ενίσχυση της αναπτυξιακής μας πορείας και η περαιτέρω ενίσχυση της προσπάθειας για την παραγωγή νέου πλούτου.
Η τελευταία αξιολόγηση του τρίτου και τελευταίου ελληνικού προγράμματος, περιλαμβάνει μια σειρά από θετικές ρυθμίσεις, στις οποίες καταλήξαμε μέσα από μια επίμονη και στοχοπροσηλωμένη προσπάθεια:
Πρώτον, σε ότι αφορά τα δημοσιονομικά, υπήρξε σύμπτωση εκτιμήσεων από όλες τις πλευρές ότι η Ελλάδα θα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους και τα επόμενα έτη.
Και διαπιστώθηκε επίσης ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα δημοσιονομικό κενό για το 2018 και το 2019.
Αυτό είναι κάτι που εμείς γνωρίζαμε, δεδομένου ότι ήδη η Ελλάδα για τρία συναπτά έτη βρέθηκε όχι απλά εντός αλλά πολύ πάνω από τους προβλεπόμενους στόχους.
Έμενε όμως να το αποδεχθούν και οι θεσμοί και οι δανειστές, και μάλιστα έμενε να το αποδεχθούν και όλοι οι θεσμοί, κάτι που συνέβη τελικά αυτή τη φορά και είναι εξαιρετικά σημαντικό γεγονός.
Επίσης, συμφωνήθηκε ότι θα υπάρξει πλήρης εφαρμογή των θετικών μέτρων, για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους το 2019 και την ελάφρυνση της φορολογίας το 2020, μέτρα τα οποία έχουμε ήδη ψηφίσει.
Ενώ παράλληλα, πετύχαμε να υπάρξει η πρόβλεψη για επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί στοχευμένα για την περαιτέρω ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών και μείωση των φορολογικών βαρών.
Δεύτερον, όσον αφορά στον τομέα της ενέργειας, στον οποίο, παρά το όργιο της προπαγάνδας περί πλήρους διάλυσης και εκποίησης, από αυτούς που δεν μπορούν να χωνέψουν ότι διασώσαμε τελικά τη ΔΕΗ και δεν υλοποιήθηκε το σχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ». Στον τομέα της ενέργειας καταλήξαμε σε ρυθμίσεις που τελικά ενισχύουν το δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα των εταιριών της ενέργειας.
– Με τη μείωση των δημοπρατούμενων ποσοτήτων ΝΟΜΕ, που θα συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών δεδομένων της ΔΕΗ, ενώ παράλληλα βελτιώνει το επιχειρηματικό περιβάλλον για επενδύσεις στον ενεργειακό κλάδο.
– Με τη μείωση της χρέωσης προμηθευτή, που και αυτό συνεισφέρει στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΔΕΗ, ενώ την ίδια στιγμή διατηρούνται αμετάβλητα τα τιμολόγια της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
– Και τέλος, με τη διατήρηση των δικτύων και των διεθνών συμμετοχών της ΔΕΠΑ σε δημόσιο έλεγχο, με παράλληλη διατήρηση της παρουσίας του δημοσίου και στην εμπορική δραστηριότητα.
Τρίτον, καταλήξαμε σε σημαντικές ρυθμίσεις προς όφελος κυρίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς συμφωνήθηκαν μέτρα μείωσης της γραφειοκρατίας στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, στον οποίο, επίσης, εντάσσονται οι βεβαιωμένες οφειλές και του 2017.
Όπως επίσης και το πλαίσιο που αφορά την περαιτέρω απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας σε αρκετούς κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα, στη μεταποίηση.
Τέλος, ένα σημαντικό μέρος της τέταρτης αξιολόγησης περιλαμβάνει μια σειρά θετικών διατάξεων, για την ενίσχυση της προσπάθειας μας στον τομέα του κοινωνικού κράτους.
– Αρχικά, με την περαιτέρω ενίσχυση της πρωτοβάθμιας βαθμίδας υγείας. Που αφορούν κυρίως την ενίσχυση του προϋπολογισμού για την Υγεία μέσω της αύξησης του επιπέδου, του claw back, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, που θα αποτυπωθεί και στο μεσοπρόθεσμο. Αλλά και με την ουσιαστική ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, με την επιδότηση μέρους του ενοικίου, αλλά και της δόσης στεγαστικού δανείου, συνολικού προϋπολογισμού 617 εκατ. ευρώ, από το 2019 και για κάθε έτος από εκεί και πέρα, που θα αφορά 1, 2 εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης είναι ένα ακόμη καθοριστικό βήμα προς τον στόχο για την οριστική έξοδο από τη μνημονιακή περίοδο. Δεν είναι όμως το μοναδικό. Απομένουν ακόμα ορισμένα βήματα στην τελική ευθεία που ήδη έχουμε μπει.
Το πρώτο είναι η συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για τη ρύθμιση του χρέους. Βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη οι σχετικές συζητήσεις, οι οποίες θα παράξουν το αποτέλεσμα, το οποίο θα έρθει για έγκριση στο Eurogroup, στο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Οι διαδικασίες αυτές, όμως, θα ήθελα να πω ότι δεν γίνονται εν κενώ, ούτε σε tabula rasa, σε λευκό χαρτί. Υπάρχει το πλαίσιο το οποίο έχει προσδιοριστεί από τη συνεδρίαση του Eurogroup τον περασμένο Ιούνη, το οποίο περιλαμβάνει τόσο το γενικό πλαίσιο ρυθμίσεων σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, όσο όμως και την πολύ σημαντική πρόβλεψη για το ανώτατο ποσό – το 15% του ΑΕΠ – που μπορεί να δεσμεύεται για την εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων της χώρας.
Επομένως, εργαζόμαστε εντατικά, ώστε να υπάρξει η βέλτιστη δυνατή λύση στο ήδη ευνοϊκό πλαίσιο που έχει ήδη αποφασιστεί. Έχει αποφασιστεί και έχει περιγραφεί. Και βεβαίως, αυτή είναι και η τελευταία προϋπόθεση, ώστε να απελευθερωθεί ένα μεγάλο μέρος της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας που ήδη καταγράφεται.
Το κομβικότερο ζήτημα όλων, όμως, θα έλεγα -και είναι και αυτό που θα συζητήσουμε σήμερα και θα παρουσιάσουμε και στο ελληνικό Κοινοβούλιο και στον ελληνικό λαό- είναι ο σχεδιασμός για την επόμενη μέρα. Και αν μέχρι σήμερα έχουμε αναφερθεί στο γενικό περίγραμμα και τις αρχές του σχεδίου που οραματιζόμαστε για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, πλέον έχει έρθει –πιστεύω- η ώρα αυτό να αποτυπωθεί συγκεκριμένα.
Έχουμε πια μια πλούσια εμπειρία μέσα από το κυβερνητικό έργο, αλλά και την καθημερινή δουλειά στα υπουργεία, εντοπίζοντας και τις αδυναμίες, αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Έχουμε, όμως, και την πλούσια εμπειρία των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων, που τον τελευταίο χρόνο, απ’ άκρη σε άκρη σε όλη την Ελλάδα, έχουν αφήσει πλούσια συμπεράσματα. Συμπεράσματα που δεν είναι γενικά, αλλά απτά. Καθώς προέκυψαν μέσα από τη διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, την αυτοδιοίκηση και τους παραγωγικούς φορείς, που γνωρίζουν καλύτερα από τον κάθε άλλο τις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε τόπου ξεχωριστά.
Αυτή η δουλειά που έχει γίνει, έμενε να αποτυπωθεί σε ένα Σχέδιο, με αρχή, μέση και τέλος, το οποίο καλείται σήμερα να συζητήσει και να εγκρίνει το Υπουργικό μας Συμβούλιο. Ένα σχέδιο που, βεβαίως, θα κοινοποιηθεί και σε όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου και θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και στο ερχόμενο Eurogroup, στο τέλος της εβδομάδας. Το κείμενο αποτελεί την αποτύπωση μιας συνολικής, μιας ολιστικού χαρακτήρα, στρατηγικής για τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας. Δεν είναι απλώς ένα σχέδιο, στο οποίο απαριθμούνται αναπτυξιακοί στόχοι. Είναι ένα συνολικό πλάνο το οποίο περιλαμβάνει, αφενός τους σκοπούς στους επιμέρους τομείς του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι και αφετέρου τις συγκεκριμένες ενέργειες για την επίτευξη αυτών των σκοπών.
Μιλάμε λοιπόν για μια συνεκτική στρατηγική, η οποία εκκινεί από τα πεπραγμένα της τρέχουσας περιόδου, κατά την οποία η χώρα ξεπερνά την ύφεση και την οικονομική καχεξία και εκτείνεται στο μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο διάστημα.
Το εγχείρημα, θα έλεγα, ότι είναι καινοφανές για μια χώρα, που πορεύθηκε για πάρα πολλά χρόνια με μια κοντόφθαλμη και απολύτως καταστροφική, όπως αποδείχθηκε, λογική.
Για πρώτη φορά, η Ελλάδα είναι σε θέση, όχι μόνο να οραματιστεί, σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά να θέσει μια σειρά από συλλογικούς εθνικούς και κοινωνικούς στόχους, για την επόμενή της μέρα, μετά από το τέλος μιας πολυετούς περιπέτειας και κρίσης.
Η Ελλάδα, ως μια κανονική χώρα, πλέον, ως μια χώρα του σύγχρονου δυτικού κόσμου στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να έχει πλάνο για το πού θέλει να βαδίσει και για το πώς θα το πετύχει αυτό.
Φυσικά, το κείμενο αυτό περιλαμβάνει και δεσμεύσεις. Μόνο που οι δεσμεύσεις αυτές είναι πρωτίστως έναντι του κοινωνικού συνόλου, έναντι των δυνάμεων της εργασίας και της παραγωγής. Των δυνάμεων, δηλαδή, εκείνων, οι οποίες καλούνται να παίξουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα εποχή και φυσικά να γίνουν και οι υλοποιητές αυτής της στρατηγικής, η οποία αποτυπώνεται στο σχέδιο.
Θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι αυτή η διαδικασία της εκπόνησης ενός μακρόπνοου σχεδίου αναπτυξιακής στρατηγικής, είναι μια διαδικασία που έχει ακολουθηθεί και από άλλες χώρες που βγήκαν από μνημόνια, με κυριότερα παραδείγματα αυτά της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Και στην πραγματικότητα, συνιστά –θα έλεγα- και μια πράξη σοβαρότητας και ευθύνης. Ευθύνης, πρώτα από όλα, απέναντι σε κάθε πολίτη της χώρας, που πρέπει να είναι και γνώστης, αλλά και συμμέτοχος στην υπόθεση της αναγέννησης της χώρας.
Θέλω, λοιπόν, να περιγράψω συνοπτικά το σχέδιο αυτό, ξεκινώντας από τα θεμέλιά του, από τη βάση αυτού του σχεδίου, που δεν είναι άλλη από τη δημοσιονομική σταθερότητα που έχουμε πλέον κατακτήσει και μας δίνει τη δυνατότητα αυτή η σταθερότητα να οργανώσουμε και να σχεδιάσουμε το μέλλον της χώρας.
Η Ελλάδα από το 2015, υπεραποδίδει διαρκώς έναντι των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και το γεγονός αυτό είναι που την καθιστά επιτέλους αξιόπιστη.
Το πλαίσιο της επόμενης περιόδου, προφανώς προβλέπει τους ήδη συμφωνημένους στόχους για την επόμενη τετραετία, τόσο στο επίπεδο των πλεονασμάτων, όσο και σε αυτό της ανάπτυξης. Κρίσιμη παράμετρος, όμως, αποτελεί – όπως προείπα- και το ζήτημα της ρύθμισης του χρέους, που θα συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας η οποία, όμως, έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται.
Αν, λοιπόν, στα θεμέλια είναι η δημοσιονομική σταθερότητα, στη συνέχεια του Σχεδίου, βρίσκονται οι στόχοι. Ποιοι είναι οι στόχοι; Η στήριξη της παραγωγής και η επένδυση σε αυτό που ονομάζουμε «στρατηγικά πλεονεκτήματα», «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» της χώρας μας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πλήρωσε ακριβά τη δημιουργία και τη διόγκωση ενός άναρχου παραγωγικού μοντέλου. Χωρίς προσανατολισμό. Με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών σχεδίων μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής ελίτ. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το τέλος, λοιπόν, των μνημονίων συνιστά και το οριστικό τέλος αυτού του μοντέλου.
Στο Σχέδιο, λοιπόν, γίνεται ρητή αναφορά στους τομείς, στους οποίους εντοπίζονται δυνατότητες σημαντικής αναπτυξιακής προοπτικής και αναβάθμισης της χώρας στο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Πρόκειται για τους τομείς της μεταποίησης, της βιομηχανίας, τον αγροδιατροφικό τομέα, τον τουρισμό, τη ναυτιλία, το φάρμακο, τα logistics, την καινοτομία, τις start-ups, τις υποδομές βέβαια, και την ενέργεια.
Όλα τα παραπάνω, συνδέονται και με την ισχυροποίηση του τομέα των εξαγωγών, ο οποίος ήδη από το αδύναμο 19% του 2009 προ κρίσης, έχει φτάσει σήμερα στο 33%, με στόχο το 50% το 2025.
Στο κείμενο, παρουσιάζονται τα δεδομένα για κάθε κλάδο ξεχωριστά, καθώς και οι προοπτικές του, με τρόπο αναλυτικό και με συγκεκριμένη αναφορά στα βήματα για την ανάπτυξη του κάθε κλάδου, καθώς και τους μετρήσιμους στόχους για τον καθένα –επαναλαμβάνω- ξεχωριστά.
Έχουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά στα χρονικά του σύγχρονου ελληνικού κράτους, την αποτύπωση σε επίσημο κείμενο, υπό τη μορφή Σχεδίου για την επόμενη μέρα, των ισχυρών πλεονεκτημάτων, των ισχυρών χαρτιών της χώρας στον διεθνή ανταγωνισμό, αλλά και τα μέσα, ώστε αυτά να ενισχυθούν.
Και εδώ, λοιπόν, ερχόμαστε στη λέξη-κλειδί: Τα μέσα. Τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας και πρέπει να αξιοποιήσουμε. Διότι, ένα σχέδιο που περιλαμβάνει τους τομείς, στους οποίους ενδιαφέρεται να επενδύσει η χώρα, θα ήταν λειψό αν δεν περιελάμβανε τα μέσα για να επιτευχθεί αυτό.
Εδώ, το Σχέδιο αναφέρεται στις δύο καθοριστικές συνισταμένες.
– Τις θεσμικές αλλαγές.
– Και τα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Στο πρώτο σκέλος, βρίσκονται οι σημαντικές τομές που έχουν ήδη γίνει –και μένουν πολλές ακόμα να γίνουν- στο επίπεδο της νομοθεσίας, για τις επιχειρήσεις. Από τον Αναπτυξιακό Νόμο και τις ειδικές μέριμνές του για τη στήριξη του κυττάρου της ελληνικής οικονομίας, που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέχρι τις αλλαγές που διευκολύνουν την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, την καθιέρωση συγκεκριμένων αναπτυξιακών κινήτρων για τις νέες επιχειρήσεις, το νέο πλαίσιο για τις Στρατηγικές Επενδύσεις και βεβαίως την task force για τις Στρατηγικές Επενδύσεις στην οποία, όπως γνωρίζετε, προΐσταμαι προσωπικά, καθώς και συνολικά όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες που κινούνται γύρω από τον άξονα: Απλοποίηση – Διαφάνεια – Αποτελεσματικότητα – Επιτάχυνση Διαδικασιών.
Στο δεύτερο σκέλος, βρίσκεται το κρίσιμο ζήτημα των πόρων. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα τροφοδοτήσουν αυτή τη μεγάλη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της παραγωγής. Η χώρα έχει πλέον στη διάθεσή της όχι μόνο τους πόρους από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και το ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ, στο οποίο για τρία συναπτά έτη η χώρα μας παραμένει πρώτη με τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα πανευρωπαϊκά. Αλλά δεν έχει μόνον το ΕΣΠΑ και το ΠΔΕ στη διάθεσή της η χώρα, αλλά και το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ» με επενδύσεις αξίας 8 δις. Επίσης, έχει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με επενδύσεις που θα αποφέρουν, σύμφωνα με την τράπεζα, έως και 20 δις την επόμενη τριετία και επιπλέον 2,5 δις, σε πρώτη φάση, από την ΕBRD.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις επιμέρους πρωτοβουλίες και την ίδρυση των επιμέρους ταμείων για την ενίσχυση της καινοτομίας, των νεοφυών επιχειρήσεων, αλλά και τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συγκροτούν ένα συνεκτικό σχέδιο με χρηματοδοτικούς πόρους επαρκείς για την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλάι αυτών, έρχεται, βεβαίως, και η φιλόδοξη προσπάθεια για την Ίδρυση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, που θα ενισχύσει αυτή τη σημαντική προσπάθεια της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Όλα αυτά, φυσικά, σε ένα περιβάλλον όπου το κόστος του δανεισμού μειώνεται διαρκώς σε επίπεδα προ κρίσης και με τη χώρα να επιστρέφει ξανά στις αγορές χρήματος με επιτόκια τα οποία είναι ικανοποιητικά.
Το Σχέδιο, αφού ολοκληρώνει με το πλαίσιο για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής, περνά σε κάτι εξόχως κρίσιμο για την παρούσα κυβέρνηση. Ποιο είναι αυτό; Είναι η κοινωνική πραγματικότητα. Διότι εμάς, δεν μας αφορούν μόνον οι στόχοι, οι αριθμοί, τα μεγέθη της οικονομίας, μας αφορά και η κοινωνία. Και όταν αναφέρομαι στην πραγματικότητα, αναφέρομαι στη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό που ονομάζουμε εμείς διαρκώς όταν μιλάμε, και σωστά, ότι στόχος μας δεν είναι μόνον η ευημερία των δεικτών, αλλά να περάσουμε και από την ευημερία των δεικτών στην ευημερία των ανθρώπων. Γιατί αν το ένα πόδι της στρατηγικής για την επόμενη μέρα είναι η ενίσχυση της παραγωγής, το δεύτερο για να σταθούμε όρθιοι είναι αυτό που ονομάζουμε κοινωνική δικαιοσύνη.
Το Σχέδιο, λοιπόν, αναφέρεται στις πρωτοβουλίες στήριξης τόσο του Τομέα της Δημόσιας Υγείας, της Παιδείας, αλλά και της Κοινωνικής Ασφάλισης. Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως για μας, έχουν τα ζητήματα της εργασίας, η αποκατάσταση της νομιμότητας στην αγορά εργασίας, αλλά και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, πράγμα το οποίο τσακίστηκε ως λογική και ως διαδικασία, χτυπήθηκε στα χρόνια των μνημονίων.
Και επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω τα κύρια σημεία που υπηρετούν αυτή τη στρατηγική και περιλαμβάνονται στο κείμενο:
Είναι, πρώτον, το εθνικό σχέδιο με ορίζοντα τριετίας, για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, που ήδη έχει περιοριστεί μέσα σε μια τριετία από το 19% στο 13%, στους τομείς υψηλής παραβατικότητας και στόχος μας είναι να περιοριστεί στο 5% το 2021.
Είναι, επίσης, η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Διότι η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Και τέλος, είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού. Γιατί πέρα από την ανάγκη να τελειώνουμε με το ανήθικο καθεστώς της υποαμειβόμενης εργασίας, η αύξηση του μισθού είναι βασικό στοιχείο, ώστε να αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση και να διευρυνθεί ο κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας.
Τα παραπάνω σημεία, έρχονται να συμπληρώσουν μια αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία στοχεύει, όχι απλά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και καλύτερων θέσεων εργασίας, με αξιοπρεπείς αμοιβές και αξιοπρεπείς συνθήκες.
Και στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή την προσπάθεια συνεκτικής, ελπίζω, παρουσίασης του Σχεδίου μας, με τους πρωταγωνιστές του σχεδίου. Το Σχέδιο, περιλαμβάνει τους στόχους, τα μέσα, αλλά και αυτούς που θα υλοποιήσουμε. Στο επίκεντρο, λοιπόν, αυτής της μεγάλης προσπάθειας είναι οι άνθρωποι αυτής της χώρας. Είναι ο κόσμος της εργασίας, του μόχθου, των επιστημών, του πολιτισμού. Αυτοί που πρέπει να κατέχουν τα κλειδιά της χώρας. Γιατί αυτοί πρέπει να κατέχουν τα κλειδιά και όχι οι κρατικοδίαιτες ελίτ και ο εσμός των διαπλεκόμενων ολιγαρχών.
Αυτός ο κόσμος επιδιώκουμε –ο κόσμος της εργασίας, του μόχθου, των επιστημών, του πολιτισμού- να είναι ο πρωταγωνιστής στη νέα εποχή της χώρας. Και ίσως περισσότερο απ’ όλους, η νέα γενιά. Οι νέοι και οι νέες που τα χρόνια της κρίσης, αντιμετωπίστηκαν ως πλεονάζον προσωπικό υπό εκκαθάριση. Σε αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, πρέπει να δώσουμε κίνητρα, δυνατότητες, ώστε να αφήσουν το αποτύπωμά τους, με τις ικανότητες και τη διάθεση τους για δημιουργία και προσφορά. Και για το λόγο αυτό, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στο Σχέδιο στις απαραίτητες πρωτοβουλίες, ώστε να διευκολυνθούν οι νέες και οι νέοι της χώρας. Πρώτα απ΄όλα, να σταματήσουν να φεύγουν έξω, να διευκολυνθούν να ζήσουν εδώ και να δημιουργήσουν εδώ. Και φυσικά, όσοι έφυγαν τα προηγούμενα χρόνια να βρουν ξανά κίνητρα για να επιστρέψουν.
Όμως, πέρα από τα όσα περιλαμβάνει το σχέδιο, η μέριμνά μας είναι διαρκής και αν θέλετε δεν αποτελεί υπόθεση του ενός ή του άλλου υπουργείου. Αποτελεί αρχή και προτεραιότητα αυτής της κυβέρνησης, να δοθεί επιτέλους προοπτική και όραμα στο πολυτιμότερο αγαθό αυτού του τόπου, που είναι οι άνθρωποί του. Όλοι αυτοί που συγκροτούν την Ελλάδα του μόχθου, την Ελλάδα της γνώσης, την Ελλάδα της δημιουργίας.
Γι’ αυτούς αγωνιζόμαστε να βγάλουμε επιτέλους τη χώρα από τα μνημόνια και τη σκληρή αυτή περίοδο που ζήσαμε.
Γι΄ αυτούς να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την Ελλάδα της παρακμής, της διαπλοκής και της χρεοκοπίας.
Γι’ αυτούς πασχίζουμε τώρα να σχεδιάσουμε με ευθύνη την επόμενη μέρα για την Ελλάδα της δίκαιης ανάπτυξης, για την Ελλάδα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η Ελλάδα, λοιπόν, επιστρέφει και επιστρέφει με σχέδιο, με ευθύνη και με σταθερά βήματα.
Σας ευχαριστώ θερμά.