Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παίρνω το λόγο σήμερα νωρίτερα από ό,τι είχα προγραμματίσει. Ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός με αναγκάζει και ζητώ την κατανόηση όλων σας και κυρίως των Αρχηγών των Κομμάτων της Αντιπολίτευσης.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, με τη σημερινή συζήτηση και ψηφοφορία κλείνει ένας μεγάλος και δύσκολος κύκλος, γιατί ουσιαστικά ολοκληρώνεται το νομοθετικό μέρος των προαπαιτουμένων για την ολοκλήρωση και της τρίτης αξιολόγησης και όλοι γνωρίζουν ότι με την ολοκλήρωση και της τρίτης αξιολόγησης βρισκόμαστε πια μια ανάσα από το τέλος του προγράμματος και το οριστικό τέλος των μνημονίων.

Κατανοώ ότι αυτή η πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή δίνει κουράγιο και ελπίδα σε εκατομμύρια συμπολίτες μας, που έχουν υποστεί όλα αυτά τα χρόνια πολύ μεγάλες θυσίες και βλέπουν επιτέλους φως και διέξοδο, την ίδια στιγμή, λοιπόν, που δίνει φως, ελπίδα και κουράγιο σε εκατομμύρια συμπολίτες μας, γεννά εκνευρισμό και αμηχανία σε πολλούς.

Πρώτα απ’ όλα, στο παλιό πολιτικό σύστημα που χρεωκόπησε και λεηλάτησε τη χώρα, όχι μόνο γιατί τελειώνει οριστικά αυτός ο διακαής πόθος της καταστροφής, της παρένθεσης και της παλινόρθωσης του παλιού συστήματος, αλλά και γιατί οι εξελίξεις τείνουν να τους οδηγήσουν σε μια εκλογική αναμέτρηση στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, όπου τότε δεν θα υπάρχει ίχνος πειστικού αφηγήματος από την πλευρά τους προς τους πολίτες σε σχέση με όλα όσα έλεγαν καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας, αφού ακόμη και στον πιο φανατικό αντίπαλο της σημερινής Κυβέρνησης γίνεται φανερό ανεξάρτητα –επαναλαμβάνω- αν συμφωνεί ή διαφωνεί, -ακόμη και σε αυτόν που διαφωνεί- ότι εκεί που οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν ξανά και ξανά αυτή η Κυβέρνηση φαίνεται να πετυχαίνει.

Όμως, δεν είναι μόνο το παλιό πολιτικό σύστημα που διακατέχεται από εκνευρισμό και από αμηχανία. Είναι και όλοι όσοι είχαν πιστέψει ότι οι δύσκολες επιλογές που κάναμε το καλοκαίρι του 2015 -είχαν σχεδόν τη βεβαιότητα- ήταν επιλογές που δεν έβγαιναν, όσοι πίστευαν και συνεχίζουν να πιστεύουν και θέλουν η ζωή αυτή να τους το αποδείξει ότι η αριστερά δεν μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις σε μια πραγματικότητα σαν τη σημερινή.

Σε συσχετισμούς δύσκολους, σε συνθήκες χρεωκοπίας εντός μιας Ένωσης κρατών, που δεν έχει και το θετικότερο πρόσημο ιδεολογικό και πολιτικό σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των δυνάμεων της εργασίας- και ότι πρέπει, όταν παρ’ ελπίδα βρίσκεται μπροστά και της εμπιστεύεται ο λαός ελπίδες και ευθύνες σε δύσκολες στιγμές, να αποδρά και να παραδίδει τη διακυβέρνηση του τόπου στον αντίπαλο, στο παλιό πολιτικό σύστημα, να κρύβεται πίσω από την ασφάλεια της θεωρίας και από τη βεβαιότητα της νομοτέλειας που θα έρθει κάποια στιγμή, όχι επηρεάζοντας τις εξελίξεις, όχι δρώντας πρωταγωνιστικά, αλλά περιμένοντας κάποια στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, όπως κάνουν οι Χιλιαστές.

Εμείς, λοιπόν, πήραμε μια πολύ δύσκολη απόφαση το 2015, δύσκολη και ιστορική απόφαση. Και ειλικρινά μιλώντας χωρίς να γνωρίζουμε, χωρίς να έχουμε τη βεβαιότητα τι θα μας βγει, πήραμε την απόφαση να δώσουμε τη μάχη, να λερώσουμε τα χέρια μας αλλά να μην αποδράσουμε. Και σχεδόν όλοι τότε είχαν προεξοφλήσει ότι αυτή τη μάχη θα την χάσουμε.

Όμως, ξέχασαν ότι η ιστορία τελικά διαρκεί πολύ και ότι όλοι θα κριθούμε όχι με βάση τη συγκυρία, θα κριθούμε από την ιστορία, κυρίως συναρτήσει δύο παραγόντων: των εναλλακτικών επιλογών που είχαμε στη δεδομένη στιγμή μπροστά μας και που έχουμε κάθε στιγμή μπροστά μας, αλλά και του παραγόμενου αποτελέσματος που ως γνωστόν χρειάζεται χρόνο και για να παραχθεί αλλά και για να γίνει ορατό.

Σήμερα, όμως, αρχίζει σιγά-σιγά, δειλά-δειλά, να γίνεται ορατό. Το ερχόμενο καλοκαίρι αφήνουμε πίσω μας τη δυσκολότερη περίοδο που βίωσε η χώρα από το 1974 και μετά. Και αυτό είναι –επαναλαμβάνω- που κάποιους αντί να τους χαροποιεί, όπως πιστεύω την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τους δημιουργεί εκνευρισμό και αμηχανία.

Αφήνουμε πίσω μας μία περίοδο σκληρή, άδικη και πολλαπλώς επιζήμια –όχι μόνο οικονομικά- για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας και για την πατρίδα μας συνολικά, μία περίοδο που θα έχει διαρκέσει έως το τέλος της οκτώ ολόκληρα χρόνια. Και θα διαρκούσε πιστεύω πολύ περισσότερο εάν ο ελληνικός λαός δεν είχε κάνει τη θαρραλέα επιλογή να στείλει τα κόμματα που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία και λεηλάτησαν τις δυνατότητές της, στα Έδρανα της αντιπολίτευσης.

Κόμματα που από το 2010 και μετά κυβέρνησαν μονάχα με το φόβο και από το 2015 και μετά αντιπολιτεύονται μονάχα με την καταστροφολογία.

Από τη μέρα που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση, έχουν μονίμως ανοικτό το κουτί της Πανδώρας.

Σταχυολογώ –για να μην ξεχνιόμαστε, διότι μπαίνουμε, επαναλαμβάνω, σε μία χρονιά που πιστεύω ακράδαντα ότι θα έχει ιστορικό αποτύπωμα και καλό είναι αυτά να καταγράφονται- πώς από την πρώτη στιγμή αντιδρούσαν στην πολύ μεγάλη και δύσκολη προσπάθεια, σε αυτό το μεγάλο στοίχημα που αναλάβαμε τον Σεπτέμβρη του 2015.

Νομίζω, δεν υπάρχει άλλος αρχηγός της αντιπολίτευσης ιστορικά –ο κ. Μητσοτάκης σε αυτό πιστεύω ότι καταγράφει μία πρωτιά- που λίγους μόνο μήνες από την ανάληψη της ηγεσίας ζήτησε εκλογές στις αρχές του 2016 και προέβλεψε ότι η πρώτη αξιολόγηση δεν θα κλείσει.

Και όταν βρισκόμασταν σε δύσκολες διαπραγματεύσεις την άνοιξη του 2016, εξέπεμπε τη βεβαιότητα ότι η χώρα θα καταλήξει στα βράχια. Αργότερα, όταν έκλεισε η πρώτη αξιολόγηση, μας διαβεβαίωνε σχεδόν ότι δεν πρόκειται να πετύχουμε κανέναν από τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος και ότι αποτελεί νομοτέλεια ότι ο κόφτης –τον θυμάστε- θα ενεργοποιηθεί.

Παρά το ότι διαψεύστηκε παταγωδώς από τις εξελίξεις και στο τέλος του ίδιου χρόνου, τον Δεκέμβρη του ’16 αντί για κόφτης ήρθε μέρισμα, συνέχισε στο ίδιο βιολί και διαβεβαίωνε ότι αυτή τη φορά η δεύτερη αξιολόγηση δεν επρόκειτο να κλείσει και ότι πάλι η χώρα όδευε προς τα βράχια. Και όταν έκλεισε και η δεύτερη αξιολόγηση, παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες αυτής της αξιολόγησης και έκλεισε τότε με μηδενικό επιπλέον δημοσιονομικό ισοζύγιο, σε σχέση με αυτά που ζητούσαν τότε οι δανειστές, μας είπε «έκλεισε μεν, αλλά με αντάλλαγμα τέταρτο μνημόνιο».

Όταν αργότερα βγήκαμε δοκιμαστικά στις αγορές με ευνοϊκούς όρους, το αμφισβήτησε, συγκρίνοντας την τότε δική μας έξοδο, το καλοκαίρι που μας πέρασε, με την έξοδο της Κυβέρνησης Σαμαρά με επιτόκιο κοντά στο 5%.

Και αργότερα, όταν ξεκινούσε η τρίτη αξιολόγηση, διαβεβαίωνε και πάλι ότι η τρίτη αξιολόγηση θα καθυστερήσει τόσο πολύ που το πιθανότερο είναι να μην ολοκληρωθεί το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Και κάποια στελέχη της Νέας Δημοκρατίας ή στελέχη που κινούνται στο περιβάλλον της Νέας Δημοκρατίας ενημέρωναν επενδυτές ότι επίκειται μεγάλη κρίση πολιτική και οικονομική στη χώρα και δεν θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.

Και όταν φάνηκε ότι και η τρίτη αξιολόγηση κλείνει -και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ σε σχέση με όλες τις προηγούμενες- και ότι τα επιτόκια δανεισμού έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά, το τροπάρι πάλι άλλαξε, αλλά δεν άλλαξε ο χαβάς. Η τρίτη αξιολόγηση έκλεισε, μας λένε, αλλά δεν θα βγούμε από τα μνημόνια το 2018, γιατί θα έχουμε ειδικό καθεστώς ελέγχου έως το 2060, όπως άλλωστε όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώθηκαν σε προγράμματα και σε επίσημο δανεισμό.

Βεβαίως, όλα αυτά τα χρόνια, όλες αυτές τις πρωτοχρονιές δηλαδή, προβλέπατε διαρκώς τα ίδια και τα ίδια.

Την Πρωτοχρονιά του 2016 μας είπατε ότι είναι εκλογική χρονιά το 2016. Την Πρωτοχρονιά του 2017 μας είπατε ότι είναι εκλογική χρονιά το 2017. Και φυσικά, μόλις πρόσφατα, την Πρωτοχρονιά του 2018, μας ενημερώσατε ότι θα είναι εκλογική χρονιά και το 2018.

Δεν ξέρω, κύριε Μητσοτάκη, αν έχετε προσλάβει για σύμβουλο κάποιον αστρολόγο, κανέναν χειρομάντη ή κανένα μέντιουμ, αλλά να ξέρετε ότι αυτοί σας λένε αυτά που εσείς θέλετε να ακούσετε.

Σας συμβουλεύω να δείτε την πραγματικότητα και να αποδεχθείτε την πραγματικότητα. Γνωρίζω ότι αυτό σας είναι εξαιρετικό δύσκολο. Πιστεύω, όμως, ότι είναι αναγκαίο.

Θα κάνει καλό και σε σας και στην παράταξή σας και στο πολιτικό σύστημα, το να αποδεχθείτε ότι παρά τις όποιες προβλέψεις και τις όποιες προσδοκίες σας, η Ελλάδα έχει αλλάξει ρότα. Και το κάνει, έχοντας στο τιμόνι όχι τα κόμματα που την οδήγησαν πραγματικά στα βράχια, αλλά έχοντας αυτούς που εσείς είχατε προεξοφλήσει ότι θα την οδηγήσουν στα βράχια και τώρα την οδηγούν σε ξέφωτο.

Σήμερα η χώρα, ό,τι και να πείτε πια, όσο και να καταστροφολογήσετε, είναι μια χώρα που η οικονομία της επιτέλους ανακάμπτει, μια χώρα που πετυχαίνει πλέον πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη, εξαιρετικά σημαντικούς και, βεβαίως, ρυθμούς που εσείς δεν είχατε δει τα χρόνια της κρίσης όσο κυβερνούσατε ούτε στα όνειρά σας, κύριε Μητσοτάκη.

Έχει μειώσει –γιατί εγώ θεωρώ ότι είναι πιο σημαντικοί κάποιοι οικονομικοί δείκτες και δεν είναι μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης στο 1,7%- μέσα σε μια τριετία την ανεργία κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες περίπου, ενώ καταγράφεται ρεκόρ δεκαετίας στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων κοντά στα 4 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο 2017.

Επίσης, οι αποδόσεις των ομολόγων με δεκαετή διάρκεια βρίσκονται πολύ πιο κάτω από το 4%. Έφτασαν στο 3,6%, δηλαδή σε επίπεδα του 2006, τέσσερα χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση, τότε που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα έρθει.

Αυτά είναι τα επίπεδα στα οποία βρίσκονται σήμερα τα δεκαετή ομόλογα. Και αυτή η θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία αναμένουμε να επιβεβαιωθεί και το επόμενο διάστημα.

Αναμένουμε, βεβαίως και να αποκρυσταλλωθεί και στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας και στο κρίσιμο ζήτημα του χρέους. Και είναι στόχος μετά την τυπική ολοκλήρωση της συμφωνίας για την αξιολόγηση στο προσεχές Eurogroup, να προχωρήσει και η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των απαραίτητων μέτρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, που είναι κρίσιμο, ώστε να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας τόσο για το 2018, όσο όμως και για τα επόμενα χρόνια.

Είναι αλήθεια, την οποία εμείς ποτέ δεν κρύψαμε, ότι στο πλαίσιο στο οποίο βρισκόμαστε ακόμη σήμερα -δεν έχουμε βγει από το πρόγραμμα- κάθε διαπραγμάτευση καταλήγει και σε επιτυχίες και σε συμβιβασμούς, σε υποχωρήσεις.

Δεν το κρύψαμε ποτέ αυτό. Άλλωστε, αυτός είναι και ο βασικός λόγος που εργαζόμαστε, ώστε το καλοκαίρι του 2018 να φύγουμε τελείως απ’ αυτό το περιοριστικό πλαίσιο.

Όμως, ακόμα και σ’ αυτές τις συνθήκες προσερχόμαστε πάντα σε διαπραγματεύσεις με στόχο να αξιοποιήσουμε κάθε πιθανό περιθώριο, ώστε να διευρύνουμε τη δυνατότητα για τη λήψη μέτρων προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό το καταφέραμε σε πολύ μεγάλο βαθμό και στις τρεις αξιολογήσεις, παρά το γεγονός ότι και στις τρεις εμπεριέχονταν συμβιβασμοί που προφανώς ως συμβιβασμοί είχαν και υποχωρήσεις από την πλευρά μας.

Στην τρίτη δε αξιολόγηση –που θυμίζω ότι κάποιοι έσπευσαν τότε, μετά τη δεύτερη, να προεξοφλήσουν ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολη και πολύ πιο επώδυνη από τη δεύτερη και αποδείχθηκε ότι είχαν άδικο- και ειδικότερα στο παρόν νομοσχέδιο, οι θετικές ρυθμίσεις είναι αρκετά περισσότερες από τις όποιες αλλαγές γίνονται σ’ άλλη κατεύθυνση απ’ αυτήν που εμείς στη διαπραγμάτευση διεκδικήσαμε.

Ας ξεκινήσω, λοιπόν, από τις ρυθμίσεις που βρίσκονται στον πυρήνα της στρατηγικής μας, γιατί θέλω να θυμίσω ότι αυτή η Βουλή επί των ημερών μας δεν συνέρχεται μονάχα για να υλοποιήσει προαπαιτούμενα, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μνημονιακή περίοδο.

Μόνο στο εξάμηνο ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη αξιολόγηση η Κυβέρνηση έχει φέρει στη Βουλή και έχουν εγκριθεί εμβληματικά νομοσχέδια στην υγεία, την πρωτοβάθμια φροντίδα, στην ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, τα εργασιακά, τα κοινωνικά δικαιώματα.

Είναι στον πυρήνα της στρατηγικής μας, λοιπόν, να γίνει επιτέλους πράξη η αυτονόητη μεταρρύθμιση του Κτηματολογίου, καθώς και η έγκριση των δασικών χαρτών σ’ όλη τη χώρα. Είναι αδιανόητο εν έτει 2018 να μην υπάρχει επίσημη δημόσια αρχή αρμόδια για τα θέματα αυτά που είναι στοιχειώδη για τη χωροταξία και για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως ήταν επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ να υπάρχει αυτό το τεράστιο κενό τόσα χρόνια και να ζούμε στην εποχή των χρυσόβουλων και των φετφάδων της οθωμανικής περιόδου.

Αλήθεια, θέλω να αναρωτηθώ: Εσείς που αυτοαποκαλείστε δήθεν μεταρρυθμιστές, εκσυγχρονιστές, φιλελεύθεροι, ικανοί και άριστοι υπερασπιστές του νόμου και του κράτους δικαίου, γιατί μέσα σε σαράντα ολόκληρα χρόνια δεν καταφέρατε να προχωρήσετε σε μια τέτοια θεσμική τομή και είχατε κυρώσει μόνο το 0,8% του συνόλου των δασικών χαρτών; Τι άλλαξε τώρα κι εμείς μέσα σε δυόμισι χρόνια καταφέραμε μέχρι σήμερα και κυρώσαμε το 32%;

Εσείς μιλάτε για μεταρρυθμίσεις. Αυτοαναγορεύεστε σε μεγάλοι μεταρρυθμιστές, αλλά αυτό είναι και το μεγάλο σφάλμα, η μεγάλη ζημιά που έχετε επιφέρει –αν θέλετε- και στη δημόσια συζήτηση.

Διότι στη συλλογική συνείδηση των πολιτών, όταν ακούγεται η λέξη «μεταρρύθμιση» -εσείς φταίτε γι’ αυτό- ο νους πηγαίνει μονάχα σε κόψιμο συντάξεων, σε λιτότητα, σε αρνητικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η χώρα χρειάζεται δομικές μεταρρυθμίσεις που ποτέ σας δεν τολμήσατε. Για πρώτη φορά αυτές τις δομικές μεταρρυθμίσεις κάνουμε προσπάθεια να τις προωθήσουμε.

Ξεχωριστό παράδειγμα, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι παρά τη σθεναρή σας αντίθεση, καταφέραμε να βάλουμε μια τάξη και να θεσπίσουμε κανόνες στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια ανομίας. Όσο και αν πολεμήσατε και όσο και αν συνεχίζετε να πολεμάτε αυτήν την σημαντική προσπάθεια, η ανομία στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο πλέον τελειώνει.

Επανέρχομαι, όμως, στο νομοσχέδιο. Δεν είναι μόνο οι δασικοί χάρτες.

Είναι και μια σειρά από διατάξεις, όπως για παράδειγμα η σειρά κατάταξης των πιστωτών όπου δημιουργείται ένα θετικό προνόμιο υπέρ των εργαζομένων για δεδουλευμένα έναντι όλων των άλλων απαιτήσεων σε περίπτωση πτώχευσης εταιρείας ή για την περαιτέρω απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης για τις επιχειρήσεις όπου μια σειρά από επίπονα γραφειοκρατικά εμπόδια παρακάμπτονται. Αυτά, λοιπόν, είναι εκείνα τα οποία εσείς τόσα χρόνια δεν είχατε καταφέρει, παρά το γεγονός ότι αποκαλείστε ως μεταρρυθμιστές.

Θέλω ενδεικτικά μονάχα να αναφέρω κάποια από αυτά. Γιατί; Γιατί πιστεύω ότι αναδεικνύουν μια βασική διάκριση απέναντι σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα σε σχέση με ό,τι ίσχυε τα προηγούμενα χρόνια.

Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν έχουμε μονάχα σχέδιο και στόχο να βγάλουμε τη χώρα από αυτήν την πραγματικά αρνητική, δυσχερή θέση της χρεοκοπίας και από το καθεστώς των μνημονίων.

Αλλά έχουμε και όραμα η Ελλάδα σιγά-σιγά να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου που μεταξύ άλλων θα έχει στιβαρή και αποτελεσματική, ως προς τις ανάγκες του πολίτη, δημόσια διοίκηση, μια νομοθεσία που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονες ανάγκες του κράτους, των επιχειρήσεων και των πολιτών, χωρίς το χάος της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας που κάθε φορά ευνοεί ένα παραδίκτυο εκβιασμών, πελατειακών ρυθμίσεων και μίζας.

Το όραμά μας αυτό περνάει και μέσα από το τέλος μιας πρακτικής που εγκαθίδρυσαν και υπηρέτησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις για δεκαετίες, τις γκρίζες ζώνες στη νομοθεσία, τις ελλιπείς, τις αλληλοαναιρούμενες διατάξεις, τα νομοθετικά κενά ακόμα και σε προφανή ζητήματα. Όλα όσα λύνονταν τελικά με φωτογραφικές διατάξεις και υπουργικές αποφάσεις ώστε να διατηρείται ένα καθεστώς πελατείας των κυβερνήσεων και των κομμάτων τους απέναντι στους πολίτες.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ και σε δύο ακόμα ζητήματα του πολυνομοσχεδίου και που έγιναν αντικείμενο ακραίας στρέβλωσης που καταλήγει σε παραπλάνηση και εν τέλει σε υποκρισία.

Και εξηγούμαι:

Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα των οικογενειακών επιδομάτων, στον προηγούμενο προϋπολογισμό εγκρίναμε 260 εκατομμύρια ευρώ περισσότερα για το παιδί. Ο συνολικός προϋπολογισμός των οικογενειακών επιδομάτων φτάνει για το 2018 από τα 650 εκατομμύρια ευρώ στα 910 εκατομμύρια ευρώ. Αυτή η αύξηση συμβαδίζει και με μια προσπάθεια εξορθολογισμού στη διανομή των επιδομάτων.

Με αυτόν τον τρόπο επτακόσιες τριάντα χιλιάδες οικογένειας από τις οκτακόσιες χιλιάδες που λαμβάνουν οικογενειακά επιδόματα, θα δουν πολύ σημαντική αύξηση, ως και διπλασιασμό του επιδόματος που λαμβάνουν, με ενίσχυση ουσιαστική των επιδομάτων του πρώτου και του δεύτερου παιδιού.

Ποιο είναι το σκεπτικό αυτού του εξορθολογισμένου και κατά την άποψή μας δίκαιου συστήματος; Αυξάνουμε τα επιδόματα για το πρώτο και το δεύτερο παιδί και αλλάζουμε τους συντελεστές από το τρίτο και πάνω, ώστε οικογένειες με τρία παιδιά θα παίρνουν το επίδομα του πρώτου παιδιού όχι επί τρία, αλλά επί τέσσερα. Οι οικογένειες με τέσσερα παιδιά θα παίρνουν το επίδομα του πρώτου παιδιού όχι επί τέσσερα αλλά επί έξι. Οι οικογένειες με πέντε παιδιά θα παίρνουν το επίδομα του πρώτου παιδιού όχι επί πέντε αλλά επί οκτώ κ.ο.κ. Δεν χρειάζεται να κουράσω το Σώμα.

Αυτό αποκαθιστά μια μεγάλη αδικία έναντι των οικογενειών με ένα ή με δύο παιδιά που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών στη χώρα μας, γι’ αυτό και επτακόσιες τριάντα χιλιάδες οικογένειες ευνοούνται.

Και, βεβαίως, εξορθολογίζει ένα σύστημα που σκοπίμως ήταν στρεβλό και όχι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στη χώρας μας. Διότι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, πρέπει να επιδοτηθεί και το πρώτο και το δεύτερο παιδί. Χιλιάδες είναι αυτές οι οικογένειες και χιλιάδες είναι τα νέα ζευγάρια σήμερα που θέλουν να κάνουν πρώτο ή δεύτερο παιδί και δεν έχουν τη δυνατότητα.

Ήταν μια στρέβλωση την οποία εσείς είχατε δημιουργήσει στα πλαίσια μιας πάγιας αντίληψης, προκειμένου να ευνοείτε με πελατειακές ρυθμίσεις συγκεκριμένες κατηγορίες για ψηφοθηρικούς λόγους.

Και σας ρωτώ: Αν δεν είναι αυτό λαϊκισμός, τότε τι είναι λαϊκισμός, κύριε Μητσοτάκη;

Λαϊκισμός είναι για σας να προσπαθούμε να προασπίζουμε το δικαίωμα του εργαζόμενου; Λαϊκισμός είναι για σας που δώσαμε κοντά στο ενάμισι δισεκατομμύριο κοινωνικό μέρισμα σε αυτούς που το είχαν ανάγκη και όχι ειδικά στην κατηγορία εκείνη που το δώσατε εσείς για πελατειακή, ψηφοθηρική σκοπιμότητα το 2014;

Έρχομαι, όμως, τώρα και στους περίπου 100.000 τρίτεκνους και πολύτεκνους. Οι μισοί από αυτούς θα δουν, επίσης, αυξήσεις στα ποσά που θα λάβουν ως ενίσχυση.

Υπάρχει όντως μια μικρή αριθμητικά κατηγορία, η οποία θα υποστεί κάποιες μειώσεις. Είμαστε διατεθειμένοι -και τους επόμενους μήνες θα προβούμε σε σχετικές ανακοινώνεις, αφού εξετάσουμε λύσεις- αυτή η απώλεια σε ό, τι αφορά το έτος 2018 να καλυφθεί, ώστε να υπάρχει ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο η μετάβαση σε ένα δίκαιο και ορθολογικό σύστημα, δεν θα επιφέρει σημαντικές μειώσεις σε αυτούς οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια είχαν ωφεληθεί.

Δεν θα επιτρέψουμε, όμως, να συνεχιστεί αυτή η απίστευτη διαστρέβλωση σε έναν τομέα όπου έχουμε απόλυτη προτεραιότητα και κάθε χρόνο αυξάνουμε τον προϋπολογισμό -και φέτος τον αυξάνουμε κατά 260 εκατομμύρια ευρώ- σε συνθήκες κρίσης.

Υπάρχει, όμως, κι ένα ζήτημα για το οποίο, επίσης, η παραπλάνηση μπορεί να ωφελεί κάποιους πολιτικά, σίγουρα, όμως, δεν βοηθά κανέναν εργαζόμενο. Και αναφέρομαι στο ζήτημα της απαρτίας για την κήρυξη απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σύντομα σε ένα μικρό χρονικό της διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης αυτής κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, σε σχέση με τα εργασιακά.

Πάνω στο τραπέζι είχαμε τρία ζητήματα: Τις συλλογικές συμβάσεις, την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και τη θέσπιση της ανταπεργίας, του λεγόμενου lock out, από την πλευρά των εργοδοτών και τον συνδικαλιστικό νόμο, εκεί όπου, μάλιστα, υπήρχε η απαίτηση -σάς θυμίζω- για τη ρήτρα απόλυσης των συνδικαλιστών.

Τι πετύχαμε στη διαπραγμάτευση: Τότε -θυμίζω στο Σώμα- όταν δεν είδαμε καμία κινητοποίηση ή καμία εκδήλωση υποστήριξης στη στάση μας από τους τότε επίσημους φορείς του συνδικαλιστικού κινήματος και ειδικότερα από τη ΓΣΕΕ, που το καλοκαίρι του 2015 ήξερε να μιλάει, ήξερε να τοποθετείται και τοποθετήθηκε υπέρ του «ΝΑΙ» -η ΓΣΕΕ- στο δημοψήφισμα, στο «μένουμε Ευρώπη».

Αλλά όταν δίναμε τη μάχη για την επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν.

Όταν παλεύαμε για την επιστροφή της εργασιακής κανονικότητας στην Ελλάδα και δίναμε τη μάχη να ενταχθεί -και εντάχθηκε- σχετική αναφορά στη διακήρυξη της Ρώμης, σάς θυμίζω ότι είχαμε μαζί μας τότε μόνο τα ευρωπαϊκά συνδικάτα. Οι δικοί μας συνδικαλιστές στόμα είχαν, αλλά μιλιά δεν είχαν.

Τι πετύχαμε, λοιπόν;

Πετύχαμε την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτρέψαμε τις παράλογες και αντεργατικές απαιτήσεις στο δεύτερο και τρίτο πυλώνα, την ανταπεργία, την απελευθέρωση των απολύσεων και ό,τι άλλο εμπεριείχε το πακέτο. Και τι έμεινε; Η αλλαγή στην απαρτία στα πρωτοβάθμια σωματεία.

Τι λέει αυτή η διάταξη; Η διάταξη αυτή ορίζει ότι στα πρωτοβάθμια σωματεία, που δεν είναι ευρύτερης τοπικής εμβέλειας, όταν συγκαλείται γενική συνέλευση για να λάβει απόφαση για απεργία, θα πρέπει να παρίσταται το «50% συν 1» των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Προσέξτε, δεν λέει ότι θα πρέπει τα μισά μέλη του σωματείου να υπερψηφίσουν την απεργία. Δεν λέει το «50% συν 1» όλων των μελών του σωματείου να ψηφίσει υπέρ της απεργίας. Η ρύθμιση ορίζει ότι θα πρέπει απλώς να παρίστανται στη γενική συνέλευση, προκειμένου η γενική συνέλευση να έχει απαρτία.

Σημειωτέον, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στα σωματεία πανελλαδικής έκτασης, δηλαδή σε σωματεία εργαζομένων σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες, όπου εκεί, όπως προβλέπει ο ν.1264, την απόφαση τη λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο, δεν εφαρμόζεται στα σωματεία ευρύτερης έκτασης, όπως για παράδειγμα τα Σωματεία Αττικής. Εκεί την απόφαση τη λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο.

Η διάταξη αυτή, λοιπόν, δεν αλλάζει τον τρόπο λήψης απόφασης για απεργία, η οποία συνεχίζει να λαμβάνεται πάντοτε με τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων.

Δεν θέλω να μείνω άλλο στη στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, ούτε θέλω να καταγγείλω τη στάση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ. Σας μιλώ ειλικρινά.

Δεν θα την καταγγείλω, διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήταν υπερβολή να ζητάμε από το ΠΑΜΕ να κατανοήσει το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ή να μην διεκδικεί. Επίσης, το ΚΚΕ έχει μια άλλη άποψη, ξεχωριστή άποψη, καταγεγραμμένη, δημόσια για το ότι η χώρα πρέπει να βγει και από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλο αν διαφωνούμε, άλλο αν δεν μας έχει εξηγήσει ποτέ γιατί και πώς θα είναι καλύτερα εκεί για τις δυνάμεις. Όμως, έχει μια διακριτή άποψη.

Αυτό που θέλω, όμως, να καταγγείλω, ως απολύτως ψευδές, αλλά και ανήθικο, είναι η καμπάνια που διεξάγεται με το επιχείρημα ότι η ρύθμιση για την απαρτία στα πρωτοβάθμια αποτελεί κατάργηση συνολικά του δικαιώματος για την απεργία και ακόμα –τρισχειρότερα, το ασύστολο ψεύδος- ότι δήθεν η Κυβέρνηση αυτή υλοποιεί κατά γράμμα τις απαιτήσεις των δανειστών και του ΣΕΒ για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Δεν έχετε, λοιπόν, -τους ακούτε- παρά να ανατρέξετε σε αυτά που ζητάει το ΔΝΤ και ο ΣΕΒ, αλλά κυρίως -αν αυτό δεν σας ικανοποιεί- δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τον κ. Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, γνήσιους εκφραστές των απόψεων και του ΔΝΤ και του ΣΕΒ, να σας πουν τις θέσεις τους και την άποψή τους για τα εργασιακά και το τι ζητούσαν.

Τι ζητούσαν, λοιπόν, και τι ζητάει σήμερα η Νέα Δημοκρατία: Όχι απαρτία στα πρωτοβάθμια του «50% συν 1», αλλά πλειοψηφία για να παίρνει αποφάσεις «50% συν 1» και όχι μόνον στα πρωτοβάθμια.

Μην σκορπάτε, λοιπόν, την ηττοπάθεια στον κόσμο της εργασίας, ότι καταργείται το δικαίωμα στην απεργία. Το δικαίωμα στην απεργία είναι και συνεχίζει να αποτελεί ιερή κατάκτηση της εργατικής τάξης και ούτε καταργείται ούτε απειλείται από αυτήν εδώ την Κυβέρνηση.

Εμείς θέλουμε τα σωματεία και τα συνδικάτα να είναι μαζικά, μαχητικά και σε διαρκή δράση απέναντι σε φαινόμενα εργοδοτικού αυταρχισμού και παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας.

Έχουμε κάνει τεράστια προσπάθεια, μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Ρωτήστε και συγκρίνετε τα αποτελέσματα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας επί των προηγούμενων κυβερνήσεων και επί αυτής της Κυβέρνησης. Ρωτήστε και συγκρίνετε. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας από σφραγίδα έχει μετατραπεί σε πραγματικό όπλο για τους εργαζόμενους.

Δύο μόνο στοιχεία θα παραθέσω: Όταν ανέλαβε αυτή η Κυβέρνηση το 2015, η σχέση μερικής – πλήρους απασχόλησης ήταν 60 – 40 υπέρ της μερικής. Σήμερα η σχέση αυτή έχει αντιστραφεί. Χρειάζεται ακόμα προσπάθεια. Δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Όμως, το ότι έχει αντιστραφεί στο 60 – 40 υπέρ της πλήρους, είναι μια σημαντική κατάκτηση για τα δεδομένα της κρίσης που περνάμε. Και αυτή την τάση την αντιστρέψαμε με σκληρή δουλειά.

Και βεβαίως, σήμερα οι νέες θέσεις εργασίας είναι τριακόσιες είκοσι χιλιάδες περισσότερες. Και η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας είναι σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, εάν αυτό λέει κάτι.

Θα αναφέρω και ένα άλλο στοιχείο. Καταφέραμε να ρίξουμε το ποσοστό αδήλωτης εργασίας από το 19% στο 13%. Αυτή είναι η πραγματικά ουσιαστική υπηρεσία που προσφέρουμε στους εργαζόμενους, συγκεκριμένη και με απτά αποτελέσματα, χωρίς κραυγές και οδυρμούς για το κακό που μας βρήκε, αλλά με διαρκή προσπάθεια όχι να αποδράσουμε, αλλά να δώσουμε υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, ώστε όποια χαραμάδα υπάρχει να είναι υπέρ τους.

Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε τα τρία τελευταία χρόνια αν παρέμεναν αυτοί εδώ στις θέσεις διακυβέρνησης σε σχέση με τα εργασιακά. Σκεφτείτε τι θα γινόταν όταν και τώρα ακόμα υποστηρίζουν με θράσος τις απόψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομήχανων.

Με ρωτούν ποιοι είναι οι «αυτοί εδώ». Είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Είναι αυτοί που λεηλάτησαν το δημόσιο πλούτο. Είναι αυτοί που τα χρόνια της ανάπτυξης έπαιρναν μίζες και θαλασσοδάνεια. Είναι αυτοί οι οποίοι έχουν την μεγάλη ευθύνη για τη χρεοκοπία της χώρας και τώρα μας κουνάνε το δάκτυλο.

Μην ενοχλείστε. Σε λίγο θα μιλήσει ο κ. Μητσοτάκης και θα αναδείξει τις πραγματικές ιδεολογικές διαφορές, θα αναδείξει την πραγματική διαφορά απέναντι σε μια Κυβέρνηση που παλεύει προς όφελος των εργαζόμενων παρά τους δυσμενείς συσχετισμούς και σε κάποιους οι οποίοι το μόνο που επιδιώκουν είναι να ξαναγυρίσουν στις θέσεις εξουσίας για να συνεχίσουν τα καταστροφικό έργο που παρήγαγαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Αυτό, όμως, δεν θα σας το επιτρέψει ο ελληνικός λαός στο τέλος της ημέρας.

Κλείνω, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αναφερόμενος κυρίως στους συναδέλφους από την πλευρά των εδράνων που ο ομιλών βλέπει εξ αριστερών. Την επόμενη φορά που στελέχη σας και σωματεία σας θα επισκεφτούν το Υπουργείο Εργασίας, δεν χρειάζονται ούτε τα τηλεοπτικά συνεργεία, ούτε σπασμένες τζαμαρίες.

Διάλογος χρειάζεται, ενημέρωση χρειάζεται, επαγρύπνηση χρειάζεται αν όντως η πραγματική σας έγνοια είναι -και το πιστεύω ότι είναι- η βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης. Αυτό χρειάζεται. Επαγρύπνηση, διάλογος και να αντιληφθούμε όλοι μέσα σε ποια πραγματικότητα ζούμε, σε ποιους συσχετισμούς και μέσα σε ποιο πλαίσιο προσπαθούμε με κάθε δύναμη να κερδίσουμε έδαφος προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας.

Ολοκληρώνω, λέγοντας ότι η σημερινή ψηφοφορία θα είναι καθοριστική για την επιτάχυνση της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια σε επτά μήνες από τώρα. Και αυτό είναι που κάνει τόσο νευρικούς ορισμένους σήμερα στην Αίθουσα, οι οποίοι προσβάλλονται επειδή τους είπα «αυτοί εδώ», όταν εμάς μας λένε από αυτό εδώ το Βήμα «κλέφτες», απατεώνες», «ψεύτες». Ε, αυτοί εδώ είναι, αυτοί εδώ οι κύριοι που κυβέρνησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Προσβάλλονται. Όμως, ο εκνευρισμός είναι λογικός και πρέπει να τον κατανοήσουμε.

Τα δύσκολα είναι πλέον πίσω μας. Μπροστά μας έχουμε μια μεγάλη προσπάθεια, να επουλώσουμε σταδιακά τις πληγές της κρίσης και να φέρουμε τη χώρα εκεί που πιστεύουμε ότι πραγματικά της αξίζει. Έχουμε μπροστά μας ένα μεγάλο στοίχημα. Και αυτό το στοίχημα εμείς το έχουμε περιγράψει ως το στοίχημα της δίκαιης ανάπτυξης, το στοίχημα της αύξησης του παραγόμενου πλούτου και των μισθών, της ενίσχυσης της πραγματικής παραγωγής, των επενδύσεων και της καινοτομίας.

Και ξέρετε, αυτό το στοίχημα δεν θα κερδηθεί μόνο στο επίπεδο των αριθμών και των δεικτών. Θα κριθεί κυρίως στο πεδίο της πραγματικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, στην αύξηση των θέσεων πλήρους εργασίας, στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, στη περαιτέρω αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών υπηρεσιών, στην αποτελεσματικότερη λειτουργία, για να εξυπηρετεί πραγματικά τις ανάγκες του πολίτη, της Δημόσιας Διοίκησης.

Πιστεύω βαθιά ότι το 2018 θα είναι μια χρονιά ορόσημο για την τελική μετάβαση της χώρας σε μια νέα εποχή. Και είμαι πλέον βέβαιος, ότι αυτό όσο δύσκολο κι αν είναι, θα το καταφέρουμε. Και θα το καταφέρουμε σε πείσμα αυτών που σήμερα βρίσκονται και σε εκνευρισμό και σε αμηχανία και εκ δεξιών μας και εξ αριστερών μας.

Σας ευχαριστώ.