– Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ξεκινήσω από τη σύσκεψη της περασμένης Τρίτης στο Μαξίμου, όπου πληροφορηθήκαμε ότι στο επίκεντρο βρέθηκε η υπόθεση της Novartis. Τι ακριβώς συζητήθηκε;
Αν δεν απασχολούσε την κυβέρνηση η υπόθεση Novartis, που αυτό τον καιρό βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, θα ήταν περίεργο. Όπως έχω δηλώσει, πολιτική βούληση της κυβέρνησης είναι να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε οι εισαγγελικές αρχές να επιτελέσουν το έργο τους κατά τρόπο γρήγορο και αποτελεσματικό. Αυτό που έχω να τονίσω είναι ότι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται καμία υπόθεση να καθυστερήσει, ούτε βεβαίως, όταν βρεθεί μπροστά σε πρόσωπα ευρύτερα γνωστά, να μην ολοκληρωθεί η έρευνα. Όλες οι υποθέσεις θα ελεγχθούν σε βάθος και οι εμπλεκόμενοι θα δώσουν λόγο στη Δικαιοσύνη.
– Ποια ήταν η διαδικασία για να ψαχτεί αυτή η υπόθεση; Θέλω να πω δεν μπορούσαν να γίνουν αυτεπάγγελτες κινήσεις τόσο καιρό;
Έγιναν αυτεπάγγελτες κινήσεις.
– Ναι, αλλά εσείς στείλατε τα στοιχεία στον εισαγγελέα, δεν κινήθηκε η εισαγγελική αρχή από μόνη της.
Έστειλα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, ακριβώς γιατί δουλειά του υπουργού Δικαιοσύνης δεν είναι να παρατηρεί απαθής αυτά που εντοπίζει -και αυτό θα πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση ως απολύτως θετική ενέργεια. Ότι δηλαδή εκτιμήσαμε από την αρχή πως πρόκειται για πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση που σχετίζεται με το δημόσιο χρήμα. Το ζήτημα είναι ότι από τις έρευνες που γίνονται στην Αμερική προκύπτει μια πρακτική των πολυεθνικών εταιρειών να μεταχειρίζονται πλάγια μέσα για να αυξάνουν τα κέρδη τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας τα κέρδη αυτά αυξάνονταν σε μια περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης όταν μάλιστα μια μερίδα συμπολιτών μας αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα πρόσβασης στο φάρμακο εξαιτίας της φτωχοποίησης της κοινωνίας. Πρέπει λοιπόν να δοθούν απαντήσεις. Και θα δοθούν.
– Υπάρχουν κολοσσιαίες υποθέσεις που βρίσκονται είτε στο στάδιο της δικαστικής διερεύνησης είτε της εκδίκασης, όπως η Siemens, η λίστα Λαγκάρντ, οι λίστες Μπόργιανς κ.ά. Παγιώνεται η αντίληψη στην κοινωνία ότι υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις με κίνδυνο παραγραφής. Τι γίνεται με αυτές τις υποθέσεις;
Αντιμετωπίζουμε τα παραπάνω προβλήματα που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Και μαζί μ’ αυτά μας κληροδότησαν διαλυμένους κατά κυριολεξία ελεγκτικούς μηχανισμούς. Εμείς από τη μεριά μας, εκτός από τον εντοπισμό όλων αυτών που αναφέρατε, κάνουμε μια εργώδη προσπάθεια, το υπουργείο Οικονομικών κυρίως, και η Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς να ελεγχθούν αυτές οι λίστες. Γιατί το δύσκολο δεν είναι να τις βρεις. Το δύσκολο είναι να ελεγχθούν και να διασταυρωθούν. Ξέρετε, οι διαδρομές του χρήματος που ακολουθούνται σήμερα και οι τρόποι που μηχανεύονται για να αποκρύπτονται τεράστια χρηματικά ποσά, ξεπερνάνε τη φαντασία του ανθρώπου. Επειδή είχα μια εμπειρία από την προανακριτική για την υπόθεση Παπακωνσταντίνου σχετικά με τη λίστα Λαγκάρντ, σας λέω ότι ειλικρινά τρόμαξα με το πόσο πολυδαίδαλη είναι αυτή η κατάσταση και πόσος κόπος χρειάζεται για να διασταυρωθούν στοιχεία και να έρθουν στο φως τεράστια χρηματικά ποσά που ορισμένοι αποκρύπτουν.
– Το υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση;
Το υπουργείο μπορεί να βοηθήσει στη διαδικασία της εκδίκασης αυτών των υποθέσεων, αλλά και στη φάση της ανάκρισης όταν προκύπτουν ποινικές ευθύνες, παρέχοντας τη δυνατότητα για γρήγορες και δίκαιες δίκες. Δεν σας κρύβω ότι ιδίως για τις μεγάλες δίκες, από την άποψη του αριθμού των κατηγορουμένων, υπάρχει μέχρι και πρόβλημα χώρου συνεδρίασης των δικαστηρίων. Θέλω να πω ότι η Δικαιοσύνη είχε αφεθεί από όλες τις απόψεις στο έλεος του καιρού. Όταν δεν υπάρχουν ούτε οι κατάλληλοι χώροι για να διεξαχθούν αυτές οι δίκες και υπάρχουν ζητήματα σοβαρά, είτε λήξη των 18μήνων είτε μεταφράσεις βουλευμάτων και αιτήσεις έκδοσης κατηγορουμένων, έχουμε να κάνουμε με μια γενικότερη αρρυθμία η οποία επηρεάζει και την ποιότητα της δικαιοσύνης, που είναι άμεσα συνυφασμένη με τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων.
– Πάντως, όσο και να υπερασπιζόμαστε την ανεξαρτησία της, είναι κοινή πεποίθηση ότι υπάρχει θέμα με τη δικαιοσύνη και πώς αυτή αποδίδεται. Εσείς συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Όχι. Διότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δικαστές είναι άνθρωποι υψηλού αισθήματος ευθύνης. Και μέσα σε συνθήκες αρκετά δύσκολες, όπως είναι οι παρούσες, προσπαθούν να ανταποκρίνονται -σε αντίξοες συνθήκες πολλές φορές- στα καθήκοντά τους. Επομένως αυτό που πρέπει πρώτα να δούμε είναι να διαμορφώσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις για λειτουργούν σ’ ένα περιβάλλον το οποίο είναι απολύτως αντίστοιχο με τη δουλειά που κάνουν και τα καθήκοντα που εκτελούν. Κι αφού κάνουμε όλα αυτά, μετά να ελέγξουμε και τα περαιτέρω. Αλλά σας λέω σε αυτόν τον τομέα οι ευθύνες που υπάρχουν και η εγκατάλειψη της Δικαιοσύνης τόσα χρόνια έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση για την οποία, όταν ανέλαβα, είχα δηλώσει ότι φτάνει στα όρια της αρνησιδικίας.
– Τι πρωτοβουλίες μπορείτε να πάρετε σε αυτή την κατεύθυνση;
Εμείς ήδη παίρνουμε πρωτοβουλίες όσον αφορά την επιτάχυνση των δικών, δηλαδή να μην εκκρεμούν υποθέσεις να δικαστούν επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο είναι εξωφρενικό για ένα πολιτισμένο κράτος. Θα πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά ο μηχανισμός της εξώδικης επίλυσης των διαφορών. Αυτό προχωράει και νομοθετικά. Και ο θεσμός της διαμεσολάβησης θα βοηθήσει αρκετά. Βασικό στοιχείο είναι η αναμόρφωση των κωδίκων, όπου επίσης θα εκσυγχρονιστεί το νομοθετικό πλαίσιο. Αντιλαμβάνεστε ότι είναι μια σειρά από ενέργειες που πρέπει να γίνουν και θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες. Εμείς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε και όπου βρίσκουμε πρόβλημα θα το επιλύουμε.
– Πώς σχολιάζετε τις διαμαρτυρίες των δικαστών για το πόθεν έσχες;
Νομίζω ότι οι διαμαρτυρίες υπήρξαν για την ηλεκτρονική υποβολή του, διότι ισχυρίζονται ότι μπορεί να υπάρχει κίνδυνος διαρροής. Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ότι, με βάση μια απόφαση που αφορούσε τους δικαστές για το πόθεν έσχες, ακολούθησαν οι καναλάρχες, οι οποίοι ζήτησαν για τους ίδιους λόγους να μην υποβάλουν ηλεκτρονικά το πόθεν έσχες. Εδώ λοιπόν οι δικαστές θα πρέπει να αντιληφθούν πως και αυτοί είναι πολίτες με υποχρεώσεις και, μάλιστα, θα πρέπει με μεγάλη προσοχή και φειδώ να αποφαίνονται για ζητήματα που τους αφορούν.
– Να περάσουμε στο θέμα της έκδοσης των Τούρκων αξιωματικών. Τι θα κάνει το υπουργείο;
Πρόκειται για ένα πάρα πολύ σύνθετο ζήτημα διότι οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, νομικοί και πραγματικοί, είναι κατ’ αρχάς βάσιμοι. Η κυβέρνηση έχει πει κι έχει τονίσει προς όλους, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ότι η Ελλάδα είναι ένα κράτος δικαίου και θα ακολουθηθούν οι νόμιμες διαδικασίες. Θα σεβαστούμε απολύτως τις αποφάσεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης και θα προσπαθήσουμε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο το δικαίωμα αυτών των ανθρώπων στη δίκαιη δίκη ενεργοποιώντας ακόμη και τις διπλωματικές διαδικασίες. Αυτονόητο είναι ότι, στην περίπτωση που οι Τούρκοι στρατιωτικοί, οι οποίοι εμφανίζονται κατά το κατηγορητήριο να έχουν εμπλακεί στο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου που στόχευε στην κατάλυση της δημοκρατίας στην Τουρκία και της συνταγματικής τάξης, αποφασίσουν οι ίδιοι την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η προσφυγή πρέπει να γίνει απρόσκοπτα, αφού αυτή προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου.
-Δηλαδή αν ο Άρειος Πάγος πει ναι στην έκδοση, εσείς θα υπογράψετε ως υπουργός;
Μένω σ’ αυτό που έχουν τονίσει η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ότι θα σεβαστούμε τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και θα πράξουμε χωρίς καμία παρέκκλιση σύμφωνα με το διατακτικό των αποφάσεων που θα εκδοθούν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Θέλω όμως να τονίσω ότι η κυβέρνηση δέχεται άθλιες, ψευδείς και συκοφαντικές επιθέσεις ότι δήθεν παρεμβαίνει στο έργο της Δικαιοσύνης. Αυτές οι κατηγορίες πλήττουν το κύρος της ίδιας της Δικαιοσύνης και αυτοί που τις εκτοξεύουν αντιλαμβάνονται τους δικαστές ως ενεργούμενα της εκτελεστικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση ουδέποτε διανοήθηκε να επηρεάσει τη Δικαιοσύνη προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση και αυτό ισχύει και για την υπόθεση των Τούρκων στρατιωτικών.
– Υπάρχει όμως κι ένα άλλο θέμα που άπτεται του υπουργού Δικαιοσύνης. Είναι οι γερμανικές αποζημιώσεις. Τι γίνεται με αυτό το θέμα;
Σ’ αυτό το θέμα έχει αναφερθεί ο πρωθυπουργός. Η κυβέρνησή μας έχει μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα μ’ ένα τρόπο κατηγορηματικό δηλώνοντας ότι πρόκειται για απαιτήσεις από τις οποίες δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθούμε και γνωρίζετε πολύ καλά ότι και στις διεθνείς και στις διμερείς επαφές με τη Γερμανία, πάντοτε αυτό το θέμα τίθεται από τον Έλληνα πρωθυπουργό ακριβώς διότι το θεωρούμε σοβαρότατο και δίκαιο να δοθεί λύση.
– Υπάρχουν όμως ήδη αποφάσεις δικαστηρίων που ενεργοποιούνται με μια υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης. Τι θα κάνετε γι’ αυτό;
Μένω στη δήλωση του προκατόχου μου Νίκου Παρασκευόπουλου, που είχε πει ότι αυτό το ζήτημα θα εξεταστεί σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο την κατάλληλη στιγμή και θα δοθούν λύσεις όποτε πρέπει.
– Έγινε μεγάλος θόρυβος τις τελευταίες ημέρες με την περίπτωση του εξάχρονου παιδιού των Ρούπα – Μαζιώτη. Τι απαντάτε;
Σ’ αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση λειτούργησε άμεσα στο πλαίσιο του νόμου. Οι εισαγγελείς ανηλίκων έπραξαν σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτό που έπρεπε και βεβαίως αντιμετωπίσαμε μια κατάσταση ακραίας τερατολογίας και ψευδών τοποθετήσεων όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα. Το να λέει κάποιος ότι συνελήφθη ένα παιδάκι εξίμισι ετών, ότι ανακρίνεται και κρατείται ήταν μια ακραία διαστρέβλωση της πραγματικότητας και μια ψευδολογία που δεν είχε προηγούμενο. Αν φτάσουμε στο σημείο να λέμε ότι ένα παιδάκι εξίμισι ετών συνελήφθη, ανακρίνεται και κρατείται, τότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Αντιθέτως αυτό το παιδί από την πρώτη στιγμή έτυχε της μέριμνας που έπρεπε, ετέθη υπό την προστασία της εισαγγελέως ανηλίκων και φιλοξενήθηκε σε μια κατάλληλη κρατική δομή για να γίνουν όλες οι εξετάσεις που έπρεπε να πραγματοποιηθούν. Τι να πει κάποιος όταν έχει να αντιπαρατεθεί σε τέτοια ψεύδη; Το γεγονός ότι κρατικοί λειτουργοί, εκτός από τους εισαγγελικούς, σε σύντομο χρονικό διάστημα και μέρες αργιών έκαναν το καθήκον τους κατά τρόπο υπεύθυνο αποδεικνύει ότι η Δικαιοσύνη και η κυβέρνηση έδειξαν το ενδιαφέρον που έπρεπε και την ευαισθησία απέναντι σ’ ένα ανήλικο παιδί, όπως είχαν υποχρέωση.