Είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι σήμερα εδώ, στο Αιγάλεω, έναν από τους μεγάλους και ιστορικούς δήμους της Δυτικής Αττικής, με αφορμή την ίδρυση του νέου Πανεπιστημίου της Δυτικής Αττικής, μία πρωτοβουλία, θα έλεγα, εμβληματικού χαρακτήρα.

Έναν νέο θεσμό, που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε μία νέα εποχή που οραματιζόμαστε, σε μία νέα εποχή για την ανώτατη εκπαίδευση. Και πιστεύω, ότι σήμερα εδώ στο Αιγάλεω είναι στραμμένα πάνω μας τα μάτια όλων εκείνων των νέων ανθρώπων που φοίτησαν στα Τεχνολογικά Ιδρύματα της Αθήνας και του Πειραιά, από τα οποία γεννιέται σήμερα το νέο αυτό Πανεπιστήμιο. Αλλά βεβαίως και αυτών που πρόκειται να σπουδάσουν σε αυτό. Νέες και νέοι ως επί το πλείστον από λαϊκές συνοικίες, είτε της Δυτικής Αττικής, αλλά και από κάθε γωνιά της χώρας, που έκαναν ή θα κάνουν, στο απώτερο μέλλον, δικό τους σπίτι τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας.

Γνωρίζω πολύ καλά, ότι αυτή η πρωτοβουλία, μία πρωτοβουλία που πράγματι – και είναι ευτυχές, βρήκε την ανοχή έστω ή και τη συναίνεση ευρύτερων δυνάμεων, κοινωνικών ευρύτατων, θα έλεγα, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο – εντούτοις σε κάποιους δεν άρεσε ιδιαίτερα.

Δεν άρεσε ιδιαίτερα σε αυτούς που θεωρούν, ότι η γνώση, η έρευνα, η ακαδημαϊκή εξέλιξη, οφείλουν να υπόκεινται σε διαχωρισμούς. Σε διαχωρισμούς κοινωνικούς, τοπικής προέλευσης, σε διαχωρισμούς ταξικούς. Σε αυτούς που θεωρούν ότι η εκπαίδευση, συγκροτεί ένα μικρόκοσμο της αγοράς, στον οποίο κάποια ιδρύματα πρέπει να αποτελούν ελίτ για τους λίγους, τους ικανούς, τους άξιους και κάποια άλλα, να είναι σε δεύτερο πλάνο, σε μία άλλη ταχύτητα.

Με αυτή τη λογική, θα ήθελα εκ των προτέρων να σας διαβεβαιώσω, ότι είμαστε αποφασισμένοι, όχι απλά να διαχωριστούμε, αλλά και να συγκρουστούμε στην πράξη, αν χρειαστεί. Διότι η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, που προστατεύεται σε αυτή τη χώρα από το ίδιο της το Σύνταγμα, αποτελεί καθολικό κοινωνικό αγαθό. Και όπως όλα αυτά τα αγαθά, εμπεριέχει το στοιχείο της ισοτιμίας.

Όλοι και όλες πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη γνώση. Όλες και όλοι, ανεξαρτήτως εισοδήματος και κοινωνικής καταγωγής, οφείλουν να έχουν τις ίδιες δυνατότητες, ώστε με τη σκληρή δουλειά και την επιμονή, να καταφέρνουν να αναπτύξουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους, ώστε να ζήσουν μία ζωή δημιουργικότερη, μία ζωή αξιοπρεπή.

Και θα ήθελα με την ευκαιρία και αξιοποιώντας και το γεγονός ότι, ανατέθηκε αυτός ο δύσκολος ρόλος, τού να οδηγήσει από τα σπάργανα αυτή τη νέα πρωτοβουλία σε ένα ασφαλές λιμάνι, όπως γνωρίζει καλά από λιμάνια, στον πρώην πρύτανη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και δάσκαλό μου εκείνη την εποχή – όχι πρύτανη τότε, αλλά πρόεδρο του τμήματος, τότε πρύτανης ήταν ο Θεμιστοκλής ο Ξανθόπουλος – να πω τούτο: Υπάρχει μία, ας το πω έτσι, μία φυλή, μία οικογένεια ανθρώπων, ακαδημαϊκών και μη, που ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους θέσεις και απόψεις, στη διαδρομή τους υπερασπίστηκαν, υπερασπίζονται και θα υπερασπίζονται  το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Και σε αυτή την οικογένεια ανήκει ο πρύτανης, όπως και πολλοί άλλοι, που δώσαμε μάχες για να υπερασπιστούμε και να αναδείξουμε τη σημασία του δημοσίου πανεπιστημίου και την αξία του σε εποχές που κάποιοι το λοιδορούσαν και δυστυχώς ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να το λοιδορούν.

Όμως, εγώ αισθάνομαι υπερήφανος που αποφοίτησα από ένα δημόσιο τεχνολογικό ίδρυμα, από ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και αισθάνομαι και υπερήφανος ως πρωθυπουργός σήμερα, για την αξία, την ποιότητα, την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στα δημόσια πανεπιστήμια, παρά τα πολύ μεγάλα, αναμφισβήτητα, προβλήματα που αυτά έχουν. Μεγάλα προβλήματα, που οφείλουμε όλοι να σκύψουμε πάνω σε αυτά για να τα ξεπεράσουμε. Αλλά δεν είναι τυχαίο το γεγονός, φίλες και φίλοι, ότι ολοένα και περισσότερο βρισκόμαστε μπροστά σε παραδείγματα νέων ανθρώπων, επιστημόνων, υψηλά εξειδικευμένων που καταλαμβάνουν, κατακτούν αξιώματα αριστείας σε ιδρύματα ερευνητικά ή σε επαγγελματικές θέσεις στο εξωτερικό – δυστυχώς εξαιτίας της κρίσης – οι οποίοι αποφοίτησαν από τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και αυτό είναι που φανερώνει την αξία τους.

Έτσι, λοιπόν, και εδώ πιστεύουμε ότι μπορούμε, αυτό το νέο θεσμό να τον πλαισιώσουμε με ποιοτικούς δασκάλους, με νέους ανθρώπους που θέλουν να κατακτήσουν τη γνώση και με όλα εκείνα τα εφόδια για να γίνει ένα πανεπιστήμιο ανταγωνιστικό, ποιοτικό στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Ξεκινήσαμε αυτή την προσπάθεια από τον Οκτώβριο του 2015 όταν ξεκινήσαμε τη διαδικασία του εθνικού και κοινωνικού διαλόγου για την Παιδεία. Μια διαδικασία ευρεία, εξ αρχής χωρίς αποκλεισμούς, στην οποία κατατέθηκαν ιδέες, σκέψεις, προτάσεις από όλο το φάσμα των ανθρώπων που συνεισφέρουν στην παιδεία και στην εκπαίδευση στη χώρα μας σε όλες τις βαθμίδες. Σημαντικό μέρος των εργασιών και των πορισμάτων του διαλόγου αυτού, αφορούσε τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ στη χώρα μας.

Ως βασικός άξονας της θεσμικής αναβάθμισης τέθηκε η εισαγωγή του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, μέσω της προώθησης συνεργειών μεταξύ Πανεπιστημίων, Τεχνολογικών Ερευνητικών Ιδρυμάτων και Ερευνητικών Κέντρων. Στα ΤΕΙ, προβλήματα στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, Ανώτατα όπως ονομάστηκαν τα τελευταία χρόνια, προβλήματα υπήρχαν και υπάρχουν πολλά. Δεν κρύφτηκαν κάτω από το χαλί.

Μεγάλη ανομοιογένεια ανά την επικράτεια, ως προς το ακαδημαϊκό προφίλ των τμημάτων, τη στελέχωση, τη χωρική διασπορά, όπως αποτυπώνεται άλλωστε και από τις προτιμήσεις των υποψηφίων.

Και πάνω σε αυτά, όλες οι πληγές που άνοιξε η τραγική διαχείριση το προηγούμενο διάστημα, ιδίως τα χρόνια της κρίσης στο χώρο της εκπαίδευσης με την κατακόρυφη μείωση των προϋπολογισμών, σχεδόν, κατά 50%. Χωρίς καμία πρόβλεψη για την αναπλήρωση των αποχωρήσεων, με επιλεκτικές, εστιασμένες και πολλές φορές ταξικού χαρακτήρα απολύσεις, με σχεδόν ακατανόητες αναδιαρθρώσεις.

Με εμβληματικότερη, ίσως, το αλήστου μνήμης σχέδιο «Αθηνά», που δεν σεβάστηκε ούτε καν το όνομα της Θεάς της Σοφίας.

Σε αυτό το τοπίο, λοιπόν, υπήρξαν και ιδρύματα που με την άοκνη συμβολή και την αυταπάρνηση του προσωπικού τους, συνεχίζοντας μια πορεία ετών, έφτασαν τον χώρο που υπηρετούσαν, παρά τα προβλήματα, πάρα πολύ ψηλά. Και ιδιαίτερη περίπτωση σε αυτή την ομάδα αποτέλεσαν τα ΤΕΙ της Αθήνας και του Πειραιά. Τα δύο ΤΕΙ της Αττικής είχαν από καιρό υπερβεί την «κλασσική» και νομοθετικά οριοθετημένη αποστολή των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Η πραγματικότητα αυτή αντανακλάται στις εξωτερικές αξιολογήσεις των δύο Ιδρυμάτων. Τα δύο ΤΕΙ μαζί με το ΤΕΙ της Κρήτης, της Θεσσαλονίκης και της Στερεάς Ελλάδας, είναι τα ΤΕΙ που συμμετέχουν στη Γενική Συνέλευση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας. Η πραγματικότητα, επίσης, αυτή αντανακλάται και στη συμμετοχή τους σε πληθώρα ερευνητικών προγραμμάτων, στη διεθνή εμπέδωση του ακαδημαϊκού τους κύρους, αλλά και στην υποδοχή των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας και σε προγράμματα μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών ελληνικών και ξένων Πανεπιστημίων.

Αυτή η αδιαμφισβήτητη κατάκτηση των δύο ΤΕΙ της Αττικής που οδήγησε στην μετεξέλιξή τους στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, μας διδάσκει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό. Ο διαχωρισµός της επιστήµης από τις εφαρμογές της δεν απαντά σήµερα, κατ’ ανάγκη σε πραγματικές επιστημονικές και κοινωνικές ανάγκες. Η πρόοδος της επιστημονικής γνώσης αλλά και η ταχύτατη εξέλιξη των νέων τεχνολογιών τείνουν να επιβεβαιώσουν τον αδιάσπαστο χαρακτήρα της επιστήµης, των εφαρμογών της και της τεχνολογίας. Η θεωρία και η πράξη δεν είναι όπως παλιά. Από τη µια πλευρά, είναι αδιανόητη σήµερα η εφαρμογή τεχνολογικών μεθόδων και τεχνικών υψηλού επιπέδου χωρίς τη βαθιά θεωρητική γνώση του αντίστοιχου επιστημονικού υποβάθρου. Από την άλλη πλευρά, όλες οι επιστήµες ενσωματώνουν στη μεθοδολογία τους τις νέες εφαρμοσμένες τεχνολογίες, όπως είναι η ευρύτατη χρήση της πληροφορικής και των επικοινωνιών, της μικροηλεκτρονικής, της ρομποτικής και ούτω καθεξής.

Υπάρχει, λοιπόν, μία αναντιστοιχία ανάμεσα στην ακαδημαϊκή πραγματικότητα των δύο Ιδρυμάτων και στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Αυτό ακριβώς καλείται να θεραπεύσει η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αττικής. Αναγνωρίζει την ακαδημαϊκή πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στα δύο Ιδρύματα.

Από τον Μάιο που ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η πρόθεση γι’ αυτό το εγχείρημα, ακολούθησε μία διαδικασία μακράς διαβούλευσης και επεξεργασίας. Τόσο στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας των δύο Ιδρυμάτων, στις συνελεύσεις των Τμημάτων και των Συγκλήτων, όσο και στα πλαίσια της Επιτροπής που συγκροτήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας από ακαδημαϊκούς εγνωσμένου κύρους και εκπροσώπους των διοικήσεων των Ιδρυμάτων.

Εντοπίστηκε η ανάγκη διαμόρφωσης νέων Τμημάτων, με νέα προγράμματα ισχυρού γνωσιολογικού υποβάθρου που αντιστοιχούν σε ακαδημαϊκώς αναγνωρισμένα πεδία.

Σε αυτή τη διαδικασία δεν υιοθετήθηκε η λογική του status quo, αλλά η λογική της προώθησης συνεργειών που ισχυροποιούν τις ακαδημαϊκές μονάδες και δημιουργούν προοπτικές ισχυρής παρουσίας στον ελληνικό και στο διεθνή χώρο.

Τα νέα Τμήματα θα έχουν νέο πρόγραμμα σπουδών και κάποια εξ αυτών θεραπεύουν νέα γνωστικά πεδία, που δεν υπήρχαν ακόμη στον χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά έχουν δείξει την μεγάλη δυναμική και την προοπτική τους μέσα από τις  εμπειρίες που έχουμε από άλλες χώρες.

Η διαμόρφωση του νέου Πανεπιστημίου έγινε έχοντας ως γνώμονα ακαδημαϊκά κριτήρια, σε αντίθεση με λογικές επικαλύψεων, πολυδιάσπασης και υπερεξειδίκευσης, που είχαμε στο παρελθόν.

Ταυτόχρονα, υπήρξε μέριμνα, ώστε καμία εργαστηριακή ή κτηριακή επένδυση να μη χάσει τον ρόλο της και σε καμία περίπτωση να μη θιγεί το εργασιακό καθεστώς του προσωπικού των Ιδρυμάτων και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, απεναντίας, είναι προφανές ότι θα υπάρξει αναβάθμιση. Και βεβαίως είναι κάτι το οποίο όσο θυμάμαι τον εαυτό μου από τα χρόνια που ήμουν φοιτητής, ήταν ένα θέμα αντίθεσης, σύγκρουσης ημών των φοιτητών και της Πανεπιστημιακής κοινότητας του Πολυτεχνείου και των σπουδαστών των ΤΕΙ καθώς και των καθηγητών τους και άρα αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη. Που γίνεται μάλιστα χωρίς συγκρούσεις, όπως θα ανέμεναν πολλοί.

Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι

Στο όραμα και τους σχεδιασμούς μας για την εξέλιξη, την ένα μέρα που ξημερώνει για τον τόπο, εντάσσεται η έννοια της περιφερειακής ανάπτυξης και αυτή η περιφερειακή ανάπτυξη, οφείλει να είναι πολυδιάστατη.

Σχετίζεται και με τις υλικές υποδομές, και είδαμε πόσο σημαντικό είναι αυτό για την Δυτική Αττική στο περιφερειακό συνέδριο που έγινε τον Δεκέμβριο, στην Ελευσίνα, αλλά σχετίζεται και με την ανάπτυξη των δυνατοτήτων που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο και αυτές τις δυνατότητες τις δίνει η εκπαίδευση και η μόρφωση.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μας από μόνο του το γεγονός, ότι ιδρύεται Πανεπιστήμιο στην Δυτική Αττική, σε μια από τις πλέον αδικημένες περιοχές της Αττικής, και δείχνει εξαρχής το ενδιαφέρον της παρέμβασης από πλευράς μας, με τρόπο πραγματικά αναπτυξιακό, κοινωνικό και ταυτόχρονα ακαδημαϊκό.

Αποτελεί παρακαταθήκη και σπόρο ανάπτυξης του πολυτιμότερου αγαθού, που είναι οι ίδιοι οι νέοι άνθρωποι, το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως συνηθίζω να λέω, το ανθρώπινο δυναμικό, με όλο το συμβολικό αλλά και πραγματικό φορτίο της δημιουργίας ενός φάρου εκπαίδευσης, μόρφωσης και πολιτισμού.

Αποτελεί μία ακόμα τομή στην δύσκολη προσπάθεια αντιμετώπισης των ανισοτήτων και των διαχωρισμών και είναι δεδομένο ότι θα συνδράμει αποτελεσματικά στην περαιτέρω αναβάθμιση της περιοχής.

Και θα έλεγα ότι η επιτυχία του εγχειρήματος είναι ένα στοίχημα που οφείλει να κερδηθεί προς όφελος της Δυτικής Αττικής και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα.

Θα αποτελέσει οδηγό για τις αναγκαίες συνέργειες μεταξύ και άλλων ΑΕΙ και Τεχνολογικών Ιδρυμάτων άλλων Περιφερειών.

Και σε αυτή την κατεύθυνση προχωράμε με θετικά βήματα, όπως έχει ήδη φανεί με αντίστοιχες πρωτοβουλίες συνεννόησης μεταξύ Ιδρυμάτων για τη δημιουργία μεγαλύτερων σχηματισμών, όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλές Περιφέρειες της χώρας.

Φυσικά, πάντα με την ενεργό εμπλοκή των ίδιων των ενδιαφερομένων και τη μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Συνεχίζουμε τις διεργασίες ανάμεσα σε πολλά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ της χώρας αναζητώντας συγκεκριμένες συνέργειες, εντάσσοντας τις όποιες συνεργασίες και ενοποιήσεις σε έναν σχεδιασμό πενταετίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Ήδη, για να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, έχουν ολοκληρωθεί οι διεργασίες ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΤΕΙ Ηπείρου και σε λίγες μέρες θα δημοσιοποιηθεί το αντίστοιχο σχέδιο νόμου.

Έπονται τα Ιόνια, η Θεσσαλία και η Στερεά, η Δυτική Ελλάδα.

Και όλα αυτά υλοποιούνται εφόσον τα ίδια τα Ιδρύματα το κρίνουν ώριμο, συγκροτούνται επιτροπές από το Υπουργείο με συμμετοχή ακαδημαϊκών από Πανεπιστήμια και ΤΕΙ για να γίνουν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις, με προσεκτικά βήματα.

Οι προτάσεις που κατατίθενται από τις επιτροπές περιλαμβάνουν τους προτεινόμενους σχεδιασμούς εντός πενταετούς προγραμματισμού των Ιδρυμάτων, όπου αναλύονται οι ανάγκες σε προσωπικό και υλικοτεχνικές υποδομές και υποδεικνύονται οι δεσμεύσεις της πολιτείας που θεωρούνται απαραίτητες προκειμένου να ενισχυθούν αυτά τα εγχειρήματα και να ευοδωθούν.

Τα πορίσματα των επιτροπών συζητούνται στις αντίστοιχες Συγκλήτους και αποτελούν τη βάση των σχετικών νομοσχεδίων που θα φέρουμε το επόμενο διάστημα στην εθνική αντιπροσωπεία.

Και όλα αυτά αποφασίζονται με αποκλειστικά ακαδημαϊκά κριτήρια.

Που σημαίνει με δύο λόγια, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα,  τέλος σε μία λογική  πελατειακών σχέσεων, τέλος σε μία λογική στρεβλή μιας δήθεν τοπικής ανάπτυξης με Τμήματα ΤΕΙ για τα οποία, όμως, δεν υπήρχε ούτε η φροντίδα της Πολιτείας αλλά ούτε και τα γνωστικά τους πεδία είχαν την εγκυρότητα που πρέπει να έχουν στις μέρες μας για να ευδοκιμήσουν .

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η περίπτωση του νέου Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, δεν είναι μια περίπτωση τεχνητής δήθεν ανωτατοποίησης του ΤΕΙ, σαν αυτή που είχε γίνει πριν 17 χρόνια, το 2001.

Εκείνη, επιτρέψτε μου να το χαρακτηρίσω, ήταν μια εντελώς επικοινωνιακή κίνηση, η οποία δεν έκανε τίποτα ουσιαστικότερο και περισσότερο από το να προσθέσει ένα «Α» στον τίτλο των ΤΕΙ και τα έκανε ΑΤΕΙ, σαν η τότε πολιτική ηγεσία να έβγαλε με αυτά τα μικρά «βαφτίσια» την υποχρέωσή της απέναντι στα παιδιά που σπούδαζαν στα ΤΕΙ και στους διδάσκοντες των ιδρυμάτων. Χωρίς να έχει καμία πραγματική προεργασία, χωρίς μέριμνα για το επίπεδο των σπουδών, για το έμψυχο δυναμικό και τις υλικοτεχνικές υποδομές, απλώς άλλαξε λίγο το όνομα και δημιούργησε έτσι μια κατάσταση στρεβλή που για χρόνια ταλαιπωρεί τους πτυχιούχους των ιδρυμάτων.

Να θυμίσουμε ότι όσοι κόπτoνται για τους αποφοίτους των ΤΕΙ, ειδικά τώρα, με στόχο να βρουν κάτι να πουν για το εγχείρημα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ξεχνούν ότι με δική τους ευθύνη πολλές γενιές αποφοίτων των ΤΕΙ κλήθηκαν να βρουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας χωρίς να έχουν θεσμοθετημένα επαγγελματικά δικαιώματα.

Εμείς, λοιπόν, παίρνουμε την πρωτοβουλία και δημιουργήσαμε ειδικές επιτροπές για να θεραπευτεί αυτή η στρέβλωση, της μη ύπαρξης θεσμοθετημένων επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Ήδη οι πρώτες τέσσερις επιτροπές σε ειδικότητες μηχανικών και με τη συμμετοχή εκπροσώπων Πολυτεχνικών Σχολών και Τμημάτων ΤΕΙ έχουν συσταθεί, και τους τελευταίους τέσσερεις μήνες εργάζονται εντατικά ώστε σύντομα να επέλθει η δικαίωση για τις χιλιάδες των αποφοίτων που δεν έχουν ακόμα επαγγελματικά δικαιώματα παρόλο που πολλοί από αυτούς έχουν αποφοιτήσει εδώ και 30 χρόνια.

Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, όμως, καλείται να παίξει έναν πρωτοποριακό ρόλο σε όλα τα επίπεδα. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η ίδρυση και λειτουργία των νέων διετών προγραμμάτων σπουδών, αναφέρθηκε και ο υπουργός πριν σε αυτό, που για πρώτη φορά νομοθετήσαμε τον Αύγουστο του 2017 και ολοκληρώθηκε η  θεσμική τους περιγραφή με τον νόμο για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Για την ακρίβεια, στα ΑΕΙ θα μπορούν να λειτουργούν Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, ακαδημαϊκές μονάδες εντός των ιδρυμάτων, που παρέχουν διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης για αποφοίτους των Επαγγελματικών Λυκείων.

Προγράμματα τα οποία θα είναι δωρεάν για όσους θελήσουν να τα παρακολουθήσουν και πλήρως χρηματοδοτούμενα από το κράτος.

Σκοπεύουν να παρέχουν επαγγελματική εκπαίδευση σε νέους ανθρώπους σε ελκυστικά προγράμματα και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της οικονομίας αξιοποιώντας την πανθομολογούμενη τεχνογνωσία και το κύρος των ΑΕΙ της χώρας.

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος θα απονέμονται διπλώματα επιπέδου 5 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων.

Το προσωπικό που θα διδάσκει δεν θα είναι αποκλειστικά από τα ΑΕΙ. Τουναντίον, έχουμε φροντίσει ώστε να διδάσκουν ανάλογα με τις ειδικότητες και καθηγητές, προσωπικό, που έχει και αντίστοιχη επαγγελματική εμπειρία.

Ενώ έχουμε ήδη δρομολογήσει τη μεγάλη αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, με κορωνίδα τη λειτουργία του έτους μαθητείας. Σε αυτό οι νέοι εκπαιδευόμενοι θα κάνουν εργαστηριακά μαθήματα στο σχολείο μαζί με την εκπαίδευση στον χώρο εργασίας.

Και όλα αυτά γιατί θεωρούμε ότι τα παιδιά των ΕΠΑΛ, τα παιδιά των Επαγγελματικών Λυκείων, δεν είναι για μας παιδιά ενός κατώτερου Θεού.

Είναι κατά κύριο λόγο παιδιά λαϊκών οικογενειών, από τις πολλές που ζουν  εδώ στη Δυτική Αττική, στο Αιγάλεω, που θέλουν να αποκτήσουν εξειδίκευση, ειδικότητες, που θέλουν να εκπαιδευτούν, που θέλουν να έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν το επάγγελμα που επιθυμούν με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

Διότι, η επαγγελματική εκπαίδευση δεν είναι για μας ούτε μια χοάνη στην οποία ξεφορτωνόμαστε όσους αποκλείονται από τις πανεπιστημιακές σπουδές, ούτε και μια εκπαίδευση των παιδιών στην αποδοχή της παραβίασης των εργασιακών τους δικαιωμάτων.

Και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, εξασφαλίσαμε πως κατά το μεταλυκειακό έτος μαθητείας θα πληρώνονται -δεν θα είναι δωρεάν όπως παλιά, δεν θα είναι χωρίς, μάλλον, αμοιβή όπως παλιά- το 75% του κατώτατου μισθού και θα είναι και  ασφαλισμένοι.

Και επιτρέψτε μου, να θυμίσω μονάχα πως τα προηγούμενα χρόνια, οι προηγούμενες κυβερνήσεις, τα στελέχη της οποίας διαρκώς ομιλούν και επαίρονται για την αριστεία, είχαν καταργήσει τη δυνατότητα των αποφοίτων των ΕΠΑΛ να έχουν τη δυνατότητα να αριστεύσουν, να έχουν τη δυνατότητα να εισαχθούν στα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν αρκούσε η διαρκής υποβάθμιση των επαγγελματικών λυκείων. Έπρεπε να τους απαγορευτεί και το δικαίωμα, η δυνατότητα, να σπουδάσουν σε Πανεπιστήμιο.

Όμως, επειδή εμείς δεν πιστεύουμε στις δήθεν πεφωτισμένες ελίτ, που κινδυνεύουν από την επαφή με τη λεγόμενη, κατά άλλους, αδαή πλειοψηφία, επαναφέραμε αυτή τη δυνατότητα στα Πανεπιστήμια για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ.

Φίλες και φίλοι, οι σχεδιασμοί που ανέλυσα ξεκινούν την υλοποίησή τους με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Δεν γίνονται όμως ξεκομμένα από έναν συνολικότερο σχεδιασμό και από τη νέα εποχή –επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό- που ανοίγεται τους επόμενους μήνες με το τέλος των προγραμμάτων στήριξης για τη χώρα μας.

Προτεραιότητες της πολιτικής μας είναι η αύξηση της χρηματοδότησης και η καταπολέμηση της υφιστάμενης υποστελέχωσης στα δημόσια πανεπιστήμια.

Η μνημονιακή περίοδος σημαδεύτηκε από τη δραματική μείωση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και ειδικότερα των ΑΕΙ. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα αυτός ο κύκλος να κλείσει, να φτάσει στο τέλος του.

Απόδειξη των προθέσεών μας είναι ότι, εντός του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους, εξασφαλίσαμε έκτακτη επιχορήγηση ύψους 52 εκατομμυρίων ευρώ στα ΑΕΙ, αυξάνοντας την επιχορήγησή τους για πρώτη φορά τα τελευταία 6 χρόνια.

Η αύξηση αυτή υπερβαίνει το 40% των μέχρι σήμερα χρηματοδοτήσεων.

Τα 11 εκατομμύρια από αυτά αποδόθηκαν τον Νοέμβριο οριζόντια σε κάθε Τμήμα και σε κάθε Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα. Επτά επιπλέον εκατομμύρια αποδόθηκαν εκτάκτως από τον Τακτικό Προϋπολογισμό τον Δεκέμβρη. Τα υπόλοιπα 34 εκατομμύρια θα αποδοθούν στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους.

Έχει μια σημασία να το λέω αυτό. Γιατί είναι η πρώτη φορά από την αρχή αυτής της κρίσης, το 2010, που δεν κόβουμε, αλλά αυξάνουμε επιχορηγήσεις στα δημόσια πανεπιστήμια. Και βλέπω αρκετούς ακαδημαϊκούς, πανεπιστημιακούς, που βρέθηκαν και σε θέσεις διοίκησης και γνωρίζουν πόσο δύσκολο ήταν να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με τόσες μεγάλες ανάγκες και με περικοπές στους προϋπολογισμούς.

Και βεβαίως πιστεύω ότι τα κονδύλια αυτά αποτελούν το προϊόν του μόχθου όλων μας και, επομένως, αντίστοιχη φαντάζομαι θα είναι και η αξιοποίησή τους από τις διοικήσεις των ΑΕΙ.

Ταυτόχρονα, όμως, η υποστήριξη αυτή θα έλεγα ότι αποτελεί και μια ένδειξη αναγνώρισης για το γεγονός ότι στα χρόνια της κρίσης τα ΑΕΙ, ενώ υπέστησαν τεράστιες περικοπές στη χρηματοδότηση, κατάφεραν όχι απλά να κρατήσουν όρθια την Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά και κάτι ακόμη πιο δύσκολο, να αναβαθμίσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο ακαδημαϊκό χάρτη.

Άλλη μία προσπάθεια επούλωσης των πληγών που επέφεραν οι μνημονιακές πολιτικές στα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα, είναι η αυξημένη χρηματοδότηση που κατευθύνεται και σε ερευνητικές δράσεις, τόσο στο πλαίσιο του προγράμματος ΕΣΠΑ όσο και μέσω του Ελληνικού Ιδρύματος για την Έρευνα και την Καινοτομία, με κονδύλια που υπερβαίνουν σήμερα τα 500 εκατομμύρια ευρώ.

Από την πρώτη στιγμή, μέλημά μας ήταν να τονώσουμε τα Ιδρύματα με νέους ερευνητές και νέες ερευνήτριες. Πετύχαμε για πρώτη φορά μετά την κρίση την ενίσχυση των ΑΕΙ με 500 θέσεις ΔΕΠ για το 2017 και άλλες 500 για το 2018. Ενώ έχουν ήδη προκηρυχτεί πάνω από 300 υποτροφίες από το ΙΚΥ για υποψήφιους διδάκτορες. Θα πρέπει, βεβαίως, να γίνει προσπάθεια αυτό το δυναμικό να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Επιπλέον, στόχος μας είναι εντός του 2019 να ισχύσει η αναπλήρωση όλων των θέσεων που κενώνονται λόγω συνταξιοδοτήσεων, βάσει του κανόνα «ένας προς έναν», ώστε να  επέλθει οριστικά η κανονικότητα που διαταράχθηκε από το 2010 και μετά στα ΑΕΙ.

Αν η οικονομική στήριξη, φίλες και φίλοι,  είναι ο ένας πυλώνας, η δημιουργία και η στήριξη θεσμών που προωθούν τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης και έρευνας είναι ένας δεύτερος πυλώνας, εξίσου σημαντικός με τον πρώτο.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ εν συντομία στους δύο σημαντικότερους θεσμούς :

Ο πρώτος θεσμός είναι το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας & Ανθρώπινου Δυναμικού. Ένας θεσμός στον οποίο συνυπάρχουν εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών δομών, αλλά και εκπρόσωποι παραγωγικών δομών. Και έργο του είναι να προσπαθεί να διευρύνει τις δυνατότητες και να διερευνήσει, βεβαίως, το μέλλον συγκεκριμένων επαγγελμάτων, ώστε να μπορεί να προβλέψει τις δυνατότητες ανάδειξης νέων επαγγελμάτων. Αυτό δεν είναι τόσο απλό, γιατί θέλει έναν προγραμματισμό μακροπρόθεσμο, αλλά σίγουρα  θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν και τα προγράμματα σπουδών  ανάλογα με νέα επαγγέλματα και ανάλογα με την αλλαγή του χαρακτήρα των υπαρχόντων επαγγελμάτων.

Και ένας δεύτερος θεσμός, είναι τα Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.

Είναι Συμβούλια στα οποία θα συνυπάρχουν εκπρόσωποι των Πανεπιστημίων, εκπρόσωποι των ΤΕΙ και εκπρόσωποι των Ερευνητικών Κέντρων της κάθε Περιφέρειας, ώστε να δούμε με ποιον τρόπο αυτοί οι θεσμοί – τα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα – μπορούν να συμβάλουν στις τοπικές αναπτυξιακές ανάγκες και προοπτικές.

Πάγια θέση μας είναι ότι η παρουσία της Ανώτατης Εκπαίδευσης και των Ερευνητικών Κέντρων θα πρέπει να έχει πολύ συγκεκριμένη συμβολή ως προς την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, των Περιφερειών και αυτό θα το καταφέρουμε, πιστεύω σε μεγάλο βαθμό, μέσα από αυτούς τους θεσμούς. Θεσμούς διαλόγου, διαβούλευσης, δημιουργίας συναίνεσης.

Προχωράμε, λοιπόν, με πρώτο βήμα την ίδρυση εδώ του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, βαδίζοντας σε αυτές τις διαχρονικές αξίες που πιστεύω ότι υπηρετούμε: Τη διασφάλιση της ακαδημαϊκότητας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της παροχής δωρεάν και υψηλού επιπέδου Ανώτατης Εκπαίδευσης για όλους τους πολίτες της χώρας μας.

Και θέλω να πιστεύω, φίλες και φίλοι, ότι σε αυτόν τον στόχο προχωράμε χωρίς αποκλεισμούς όλοι μαζί, προχωράμε με όραμα, με σχέδιο, διαμορφώνοντας συναινέσεις  και με την ευρύτερη δυνατή δημοκρατία. Με μοναδικό στόχο την αναγέννηση της παιδείας στην χώρα μας. Χωρίς ταξικούς φραγμούς, χωρίς διακρίσεις απέναντι στους νέους και τις νέες που θέλουν να σπουδάσουν, που θέλουν να ζήσουν, που θέλουν να δημιουργήσουν εδώ στην Ελλάδα.

Και έχουμε χρέος απέναντι στις νέες γενιές, έχουμε ιδιαίτερα, θα έλεγα, και χρέος απέναντι σε όλους αυτούς τους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό, να δημιουργήσουμε και να κτίσουμε σε νέα πιο γερά θεμέλια το αύριο του τόπου μας. Και το αύριο του τόπου μας περνάει μέσα από την εκπαίδευση. Περνάει μέσα από το δημόσιο  Πανεπιστήμιο, που οφείλουμε όλοι μαζί να αναβαθμίσουμε.

Η Παιδεία είναι αύριο αυτού του τόπου. Και εδώ, από τη Δυτική Αττική, από το Αιγάλεω, μια περιοχή του χάρτη, όπου για εμάς δεν είναι περιοχή δεύτερης  κατηγορίας, δίνουμε ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα  ενότητας, συναίνεσης, δημιουργικότητας, θα έλεγα, ότι μπορούμε να πετύχουμε πολλά περισσότερα, συνεργαζόμενοι μέσα από τον διάλογο, μέσα από τις συνέργειες, βάζοντας ο καθένας από την πλευρά του το λιθαράκι.

Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής ότι το εγχείρημα αυτό βρήκε συναίνεση και ανοχή σε ευρύτερες δυνάμεις. Και ακόμα πιο ευτυχής διότι βλέπω ότι στο κοινωνικό πεδίο δεν βρήκε απλά ανοχή, αλλά την ενεργή υποστήριξη.

Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής είναι δική σας υπόθεση. Είναι υπόθεση του καθενός και της καθεμιάς που κατοικούν, ζουν σε αυτή την περιοχή της Αττικής, αλλά και όλων των Ελλήνων, γιατί είναι μια κατάκτηση οδηγός για το μέλλον αυτού του τόπου.

Σας ευχαριστώ θερμά.