Ευχαριστώ πολύ κύριε Πρόεδρε.

Είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η δυνατότητα να μιλήσω από αυτό το βήμα.

Χαίρομαι πάρα πολύ που ο κ. Τζαβάρας προσπαθώντας να απαντήσει σε έναν πραγματικό φιλόσοφο αναγνώρισε, πιθανόν, χωρίς να το θέλει, την υπεροχή της Αριστεράς, επί της Δεξιάς, αξιακά, θεωρητικά, πολιτικά.

Αυτή η υπεροχή είναι εξάλλου αυταπόδεικτη αν κάποιος θα είχε την όρεξη να ακούσει την ομιλία που προηγήθηκε, την ομιλία του κ. Αυγενάκη.

Κι αν άκουγε τις χυδαίες ad hominem επιθέσεις που εξαπέλυσε ο κ. Αυγενάκης στον Πρωθυπουργό αναπαράγοντας από αυτό το βήμα, το βήμα της Βουλής, τους γνωστούς λιβέλους  της πιο σκοτεινής πλευράς του διαδικτύου. Εν πάση περιπτώσει αφού ο κ. Αυγενάκης ενθουσιάστηκε ακούγοντας τον εαυτό του να μιλάει, όπως θα έλεγε και ο Ντεριντά, κ.Τζαβάρα ,μπορούμε όλοι μαζί να αφήσουμε όσα είπε στη λήθη ανεξαρτήτως της ετυμολογίας της.

Κύριες και Κύριοι Βουλευτές,

Η συνεδρίαση για τον Προϋπολογισμό δίνει πάντα την δυνατότητα για μια συζήτηση

εφ’ όλης της ύλης για την οικονομία, την κοινωνία, τις δέουσες προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και τα ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια.

Την έκθεσή τους και την σύγκριση τους.

Δεν αφορά δηλαδή μόνο την κοινοβουλευτική επανεπιβεβαίωση συσχετισμών αλλά πρωτίστως αφορά τους ίδιους τους πολίτες που ακούν και συγκρίνουν.

Και σε αυτή τη συζήτηση έχουν εκτεθεί δύο στην πραγματικότητα σχέδια:

Αυτό της σημερινής κυβέρνησης και αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Και είναι πραγματικά ανταγωνιστικά.

Αντικατοπτρίζουν διαφορετικές πολιτικές καταγωγές, διαφορετικό πολιτικό ήθος, διαφορετικές προτεραιότητες και σε τελευταία ανάλυση και πάνω από όλα διαφορετικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις.

Αντανακλούν τις ανάγκες διαφορετικών κόσμων που συγκρούονται και θα συνεχίσουν να συγκρούονται.

Από τη μια μεριά τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας, των ανέργων, όλων όσων έχουν πληγεί βαρύτατα από την οικονομική κρίση και τη διαχείρισή της κατά την καταστροφική πενταετία 2010 -2014, τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και από την άλλη μεριά τις ανάγκες του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος και της οικονομικής ολιγαρχίας.

Όλες αυτές τις μέρες της συζήτησης αλλά και  πριν από αυτή έχουν διαφανεί οι διαχωριστικές γραμμές. Έχουν γίνει περισσότερο σαφείς από ποτέ.

Τουλάχιστον κοινοβουλευτικά.

Διότι το σχέδιο αλλά και ο ορίζοντας της σημερινής κυβέρνησης, παρά τους γνωστούς δημοσιονομικούς περιορισμούς και παρά τις δυσκολίες που προκαλεί η επιτροπεία,

για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες θέτει ως μέγιστη προτεραιότητα την αντιστροφή μιας καταστροφικής πορείας για την κοινωνική πλειοψηφία.

Διότι ξέρετε πολύ καλά ότι σε μια οικονομία η οποία έχει υποστεί μια πρωτοφανή διαδικασία εκκαθάρισης επί οκτώ συναπτά έτη έχει έρθει η στιγμή της ανάκαμψης.

Το πραγματικό ερώτημα, το μεγάλο κοινωνικό ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής σύγκρουσης είναι:

Ποιος θα ωφεληθεί από την ανάκαμψη;

Είναι γι αυτό το  λόγο που είναι κρίσιμη η παραμονή αυτής της Κυβέρνησης.

Ώστε η ανάπτυξη να λάβει αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά.

Να ωφεληθούν από το νέο πλούτο οι εργαζόμενοι και όχι η ολιγαρχία.

Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που οι διαχωριστικές γραμμές χαράσσονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια.

Χαράσσονται όταν η αξιωματική αντιπολίτευση με περισσή αλαζονεία αλλά και περιφρόνηση για τον κόσμο της εργασίας ονομάζει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς.

Ενώ κατά τη γνώμη τους δεν είναι ιδεοληπτική εμμονή η προσήλωση σε ένα σχέδιο που θέλει την Ελλάδα Ειδική Οικονομική Ζώνη;

Με πλήρως απορρυθμισμένη αγορά εργασίας, χωρίς εργατικά δικαιώματα, χωρίς εγγυήσεις προστασίας;

Ακούστε:

Στα χρόνια της καταστροφικής πενταετίας αυτό ακριβώς το σχέδιο υλοποιήθηκε.

Αυτό που προσπάθησαν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ήταν να ενισχύσουν και να επιταχύνουν την αυθόρμητη κίνηση μιας καπιταλιστικής οικονομίας σε κρίση.

Υλοποίησαν ένα σχέδιο που στόχευε στην ταχύτατη εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και βεβαίως στη δημιουργία όρων για την εντατικότερη εκμετάλλευση της εργασίας.

Στόχος τους ήταν η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας με την μείωση του μεριδίου των μισθών, με την δημιουργία ενός νέου καθεστώτος κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Ενός καθεστώτος ασύδοτου, χωρίς περιορισμούς, χωρίς όρια, χωρίς ρύθμιση, χωρίς κανόνες.

Δεν είναι τυχαίο:

Η μερική απασχόληση στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έγινε καθεστώς.

Από το 38% μέσα σε μια διετία το ποσοστό ευέλικτων μορφών εργασίας εκτοξεύτηκε στο 59%.

Στόχος δικός μας δεν είναι όμως μόνο ο περιορισμός της αύξησης αυτής αλλά η συνολική αντιστροφή της πορείας.

Και γι αυτό είναι κρισιμότατη η έκβαση της μάχης για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Ξέρουμε ότι θα σας έχουμε απέναντι.

Ξέρουμε όμως ότι είναι και αναγκαία η αποκατάσταση τους. Όχι για λόγους ταυτοτικούς αλλά για λόγους επιβίωσης των ίδιων των εργαζομένων. Η κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλλατε στην ελληνική αγορά εργασίας πρέπει να τελειώσει. Και θα κάνουμε το παν για να τελειώσει.

Την ίδια στιγμή όμως ο προϋπολογισμός αυτός αναδεικνύει και μιαν άλλη προτεραιότητα που σας εξοργίζει.Την στήριξη του κοινωνικού κράτους. Για πρώτη φορά μέσα στα χρόνια της κρίσης ο κοινωνικός προϋπολογισμός έχει αυξημένες πιστώσεις.

Συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρθηκαν από τους Υπουργούς Υγείας, Παιδείας και Έρευνας αλλά και από την αρμόδια Υπουργό Εργασίας.

Σταχυολογώ:

300 εκατομμύρια, επιπλέον, για τη στήριξη της Υγείας και της εκπαίδευσης,

760 εκατομμύρια για την εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα,

100 εκατομμύρια για τη διευθέτηση στεγαστικών δανείων σε πολύ φτωχούς οφειλέτες που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους.

Καθώς και 250 εκατομμύρια για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τη χρηματοδότηση της έρευνας και προγραμμάτων για τον επαναπατρισμό νέων ερευνητών.

Είναι αυτά αρκετά θα ρωτούσε κανείς;

Φυσικά όχι.

Όμως είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που μας επιβάλλει η Συμφωνία.

Αυτό που οφείλουν όμως να αναρωτηθούν οι πολίτες είναι τι θα συνέβαινε αν δεν είχε προηγηθεί η διαπραγμάτευση που τόσο πολύ αρέσκεστε να λοιδορείτε, τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ.

Γιατί όμως τόσο πολύ σας ενόχλησε η διαπραγμάτευση του 2015;

Γιατί απλούστατα εσείς δεν διαπραγματευτήκατε ποτέ.

Γιατί ανέδειξε τη δική σας εθελούσια υποταγή στη βούληση των δανειστών.

Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν σήμερα για το 2016 αλλά και του χρόνου το 2017 ίσχυε η συμφωνία που με πανηγυρισμούς υπογράψατε το 2012;

Ποιοι θα ήταν οι αντίστοιχοι δημοσιονομικοί περιορισμοί;

Πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% και τώρα σας ενοχλεί το 0,5% και το 1,75%;

Πρέπει να μας πείτε, εσείς που σήμερα εμφανίζεστε λάβροι κατά του 3,5% για το 2018:

Για πόσα χρόνια θα ίσχυε το 4,5%;

Ουδείς ισχυρίζεται ότι οι στόχοι είναι χαμηλοί.

Αλλά οι μόνοι που δεν δικαιούστε να μιλάτε για το στόχο αυτό είστε εσείς που είχατε δεσμεύσει τη χώρα με το 4,5% μέχρι το 2031.

Σήμερα λοιπόν εσείς που μιλάτε για προϋπολογισμό λιτότητας και υπερφορολόγησης τι θα λέγατε στον ελληνικό λαό αν έπρεπε να ψηφίσετε προϋπολογισμό με στόχο πλεόνασμα 8 δις όπως είχατε υπογράψει;

Και μην επαναλάβετε τα περί ανάπτυξης 3 και 3,5%.

Ακόμη και ένα παιδί γνωρίζει ότι όλα αυτά είχαν γραφτεί στα χαρτιά για να βγαίνει η μελέτη βιωσιμότητας του χρέους. Και να παρακαλάτε για πιστοποιητικά βιωσιμότητας.

Είχατε πέσει έξω σε όλους τους στόχους και σε όλες τις εκτιμήσεις.

Και θα πέφτατε ξανά έξω.

Γιατί πλεονάσματα 4,5% και ανάπτυξη 3,5% δεν πάνε μαζί.

Αλληλοαναιρούνται.

Μη συνεχίζετε λοιπόν τη φαντασιοπληξία του success story.

Και μην εκβιάζετε, κάποιοι από σας,  με νηπιακό πείσμα μια αδύνατη και κωμικοτραγική ιστορική δικαίωση.

Που θα προκαλούσε απορία αν δεν προκαλούσε απλώς θυμηδία.

Σταματήστε να  πανηγυρίζετε μόνοι εσείς για το καταγεγραμμένο πια στη συλλογική μνήμη ως εγκληματικό PSI.

Διότι καμιά επιχειρηματολογική ακροβασία,

Κανένας διεστραμμένος αλγόριθμος δεν μπορεί να διαγράψει ή να δικαιολογήσει:

την λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, την καταστροφή των μικροομολογιούχων,

την εξαφάνιση των αποθεματικών των νοσοκομείων, την υποθήκευση των ελληνικών τραπεζών.

Το μόνο που κάνουν οι αφηγήσεις αυτές είναι να υποτιμούν την πολιτική συζήτηση και να την μετατρέπουν σε παραδοξολογικό μονόλογο.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Θα μπορούσε κανείς να πει πολλά ακόμη.

Αλλά ο χρόνος είναι δυστυχώς μονότροπος και αν προσπαθεί να τα πει κανείς όλα μαζί γίνεται θόρυβος.

Επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα σχόλιο για τις προχθεσινές ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού.

Πολλοί βιάστηκαν να τις χαρακτηρίσουν προεκλογικές.

Και η απάντηση αν και κλισέ είναι προφανής: Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια.

Οι ανακοινώσεις αυτές δεν ήταν ούτε προεκλογικού χαρακτήρα παροχή, ούτε βεβαίως δώρο.

Ήταν η ελάχιστη ένδειξη υποστήριξης αλλά και πράξη καθήκοντος απέναντι στους ανθρώπους εκείνους που σηκώνουν στις πλάτες τους το βάρος πολλαπλών κρίσεων.

Όχι μόνο της οικονομικής κρίσης αλλά και του προσφυγικού.

Και είναι σημαντικό να τονίσουμε την διαφορά μεταξύ της εξαγγελίας αυτής και της καθόλου αντίστοιχης κίνησης  που εγκαινίασε την απονενοημένη προεκλογική εκστρατεία του Κυρίου Σαμαρά το 2014.

Διότι τότε κανένα πλεόνασμα δεν μοιράστηκε, όπως ψευδώς ισχυρίζεται η Νέα Δημοκρατία.

Έγινε αντίθετα η πολιτική επιλογή εκτροχιασμού του τότε προγράμματος μπροστά στην προδιαγεγραμμένη εκλογική ήττα.

Διότι η δαπάνη των 450 εκατομμυρίων ευρώ, με έντοκο γραμμάτιο να θυμίσω,

εγγράφηκε στο προϋπολογισμό του 2014 και οδήγησε στην αποτυχία να πιαστεί ο στόχος για 1,5% πρωτογενές πλεόνασμα.

Ο λογαριασμός έγραψε 0,4% λίγους μήνες μετά αφήνοντας ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης των 2 δις.

Αλλά ποιος ενδιαφερόταν;

Το ζήτημα ήταν να ναρκοθετηθεί ο δρόμος για την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, να εξαφανιστούν τα ταμειακά διαθέσιμα και να στηθεί το σκηνικό για την Αριστερή παρένθεση.

Δεν σας πέρασε όμως.

Και δεν θα σας περάσει ούτε σήμερα.

Γιατί σήμερα δεν διανέμονται ανύπαρκτοι πόροι αλλά η υπεραπόδοση των εσόδων.

Και δεν τίθεται σε κίνδυνο ο στόχος για το 2016.

Όσο και αν η ΝΔ επιθυμεί τον εκτροχιασμό για να μπορέσει να δικαιολογήσει το σχεδιασμό της για το 4ο Μνημόνιο, για ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας φορτώνοντας το στο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δικαιωθεί.

Η β΄ αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς νομοθέτηση μέτρων και με αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Η μεγάλη προσπάθεια για την αντιστροφή πορείας που ακολουθήσατε τις τελευταίες δεκαετίες θα συνεχιστεί.

Οι δυσκολίες είναι γνωστές, τα εμπόδια υπαρκτά και οι κοινωνικές αντοχές περιορισμένες.

Δεν πετάμε στα σύννεφα, δεν πανηγυρίζουμε, δεν θριαμβολογούμε.

Με συνέπεια, ευθύτητα και ειλικρίνεια κοιτάμε τον ελληνικό λαό στα μάτια και του λέμε ότι θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό.

Και στο τέλος θα κριθούμε όχι μόνο από τις προθέσεις μας αλλά και από τα αποτελέσματα.

Σας ευχαριστώ.