Κύρια σημεία

 

Aπομαγνητοφώνηση

Κύριε Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισίων,

Κυρίες και Κύριοι,

Είναι ιδιαίτερη τιμή η βράβευσή μου από το Σύλλογό σας.

Ένα Σύλλογο με αδιαμφισβήτητο επιστημονικό κύρος και θεσμικό βάρος, αλλά και με την ιστορική διαδρομή που έχει διανύσει από το 1274 που ιδρύθηκε.

Ένα σύλλογο πρωτοπόρο σε όλη την Ευρώπη στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

Σήμερα, κύριε Πρόεδρε, στο πρόσωπό μου βραβεύετε έναν ολόκληρο λαό.

Και, εξ’ ονόματός του, παραλαμβάνω το βραβείο σας και σας ευχαριστώ.

Γιατί στον ελληνικό λαό ανήκει.

Σ’ ένα λαό που στο διάβα της ιστορίας έχει γράψει τη δέσμευσή του για την Ευρώπη με το αίμα του, το σθένος του και με τις δυσανάλογες θυσίες του.

Ιδιαίτερα στην επταετία της πιο σκληρής λιτότητας που έχει υποστεί ευρωπαϊκή χώρα τα τελευταία χρόνια.

Και παρά το γεγονός, ότι ο ελληνικός λαός είχε τη δυνατότητα να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2015.

Ούτε μια στιγμή δεν αμφισβήτησε τη παρουσία της χώρας στην καρδιά της Ευρώπης.

Ακόμη και όταν κάποιοι ακραίοι στην Ευρώπη σχεδίαζαν, είτε από πολιτική διαστροφή είτε από άγνοια κινδύνου, την τιμωρητική έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.

Και επέβαλαν τη συνέχιση του καθεστώτος εξαίρεσης στην Ελλάδα, ασχέτως του ότι γνώριζαν από την αρχή, εκείνο που και ο κ. Ντάισελμπλουμ παραδέχτηκε μόλις πρόσφατα.

Ότι, δηλαδή, τα διαδοχικά Μνημόνια λιτότητας σχεδιάστηκαν για να διασώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες – όχι την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό ιδεώδες.

Εμείς όμως παρά τη πρωτοφανή πίεση,

Παραμείναμε – δεν αποχωρήσαμε – και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε.

Γι’ αυτό, η ευρωπαϊκή δέσμευση του ελληνικού λαού δεν είναι ένα σύνηθες ρητορικό σχήμα.

Είναι μια διαρκής και επίπονη συγγραφή κεφαλαίων της ίδιας της Ιστορίας της.

Και, προφανώς, δεν αρκούμαι σ’ αυτό που ίσως σας έλεγαν κάποιοι άλλοι στη θέση μου, στο παρελθόν, ανατρέχοντας στην Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5 πΧ αιώνα. Ότι, δηλαδή, είμαι Ευρωπαίος επειδή είμαι Έλληνας.

Γιατί βρίσκομαι εδώ, χωρίς καμία διάθεση να σας κρύψω τη πολιτική μου ταυτότητα, οπότε θα σας πω επιπλέον ότι είμαι και ευρωπαϊστής επειδή είμαι αριστερός.

Και έχω πειστεί ότι ο αγώνας για τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων θα δοθεί και θα κριθεί στην Ευρώπη.

Εάν δεν κερδηθεί εκεί, δεν θα κερδηθεί πουθενά.

Αυτό είναι και το δίδαγμα της Ιστορίας.

Αλλά είναι και το δίδαγμα που αντλήσαμε από την ελληνική περιπέτεια της τελευταίας επταετίας.

Μια περιπέτεια που παίρνει τέλος τον Αύγουστο του 2018, με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και το καθεστώς της επιτροπείας.

Γιατί η Ευρώπη, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, πορεύεται στο χρόνο με τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της.

Κάθε γνώρισμά της κλείνει μέσα του και το αντίθετό του.

Την Ευρώπη των γραμμάτων και των τεχνών, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και την Ευρώπη της μισαλλοδοξίας, των εθνικισμών και του Ολοκαυτώματος.

Την Ευρώπη που γέννησε το Διαφωτισμό, τη γαλλική Επανάσταση και τον ανθρωπισμό, αλλά και δύο παγκόσμιους πολέμους.

Τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη των τεχνοκρατών και των περιορισμών, αλλά και τη δημοκρατική Ευρώπη των δικαιωμάτων και των ανοιχτών οριζόντων.

Υπνοβατεί προς τη διαίρεση, αλλά ταυτόχρονα αναζητεί και την ακόμα μεγαλύτερη ένωση.

Αναστοχαζόμενη πάνω στην, εμπνευσμένη από τον Ζαν Μονέ, διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν της 9ης Μαΐου 1950.

Μια διακήρυξη που έθεσε, με τα δικά του λόγια, τις «πρώτες, συγκεκριμένες βάσεις μιας ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, που θα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ειρήνης».

Αυτές οι αντινομίες είναι προϊόν του εκάστοτε συσχετισμού πολιτικής ισχύος στην Ευρώπη.

Δηλαδή, αλλάζουν.

Και αυτήν την προοπτική της αλλαγής εμείς υπηρετούμε.

Κυρίες και Κύριοι,

Δεν είναι μόνο δική μας διαπίστωση, ότι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση μετεξελίχθηκε σε κρίση Δημοκρατίας και κρίση πολιτικής.

Διέβρωσε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Διεύρυνε τις ανισότητες όχι μόνο μεταξύ των κρατών μελών αλλά και μεταξύ των πολιτών στο εσωτερικό των κρατών μελών.

Στα χρόνια της κρίσης, υποχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινότητα δικαίου και σύστημα βασικών αξιών. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, εκτός των άλλων, ένα σύστημα δικαίου.

Όχι όμως μόνο με την έννοια ενός συνόλου κανόνων δικαίου αλλά, κυρίως, με την έννοια ενός συνόλου δικαιικών αξιών.

Η αρχή του κράτους δικαίου, οι δημοκρατικές αρχές, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της Ένωσης.

Τα κράτη-μέλη της Ένωσης, θέτοντας ως βάση αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες, εκφράζουν τη βούληση και την ελπίδα για τη δημιουργία ενός κοινού νομικού πολιτισμού.

Και είναι ακριβώς αυτές οι κοινές δικαιικές αξίες και αρχές που μας επιτρέπουν να μπορούμε να μιλάμε πλέον και για μια κατεύθυνση ευρωπαϊκής ενοποίησης και σε επίπεδο δικονομικών κανόνων.

Γιατί μόνο επί τη βάσει αυτών των αρχών μπορεί να δομηθεί μία σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα.

Για παράδειγμα, η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων έχει ως αναγκαστικό προαπαιτούμενο την αμοιβαία εμπιστοσύνη και μάλιστα σε αυξημένο βαθμό, γιατί αφορά θεμελιώδη στοιχεία εθνικής κυριαρχίας.

Όπως, εξάλλου, και η διαδικασία εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων.

Παράλληλα, η προσέγγιση των δικονομικών δικαίων είναι πολύ σημαντική για την προώθηση της πορείας της Ένωσης.

Δεν μπορεί να μιλάμε για πραγματική εσωτερική αγορά και πραγματική ένωση χωρίς κοινούς δικονομικούς κανόνες που να διευκολύνουν τις διασυνοριακές συναλλαγές, αλλά και ταυτόχρονα να εγγυώνται την ισοδύναμη προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, όταν δρουν εκτός των στεγανών των συνόρων των κρατών μελών.

Και μάλιστα κατοχυρώνοντας ένα υψηλό επίπεδο δικονομικών εγγυήσεων επί τη βάσει του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Κυρίες και κύριοι,

Η κρίση απομάκρυνε την Ευρώπη από τις ιδρυτικές της αξίες, δεν ευνόησε ριζικές πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της συνεργασίας. Κατέληξε να απομακρύνει και όχι να αποτελέσει καταλύτη προσέγγισης των κρατών μελών και των λαών τους.

Και η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τις συνέπειες αυτής της κρίσης.

Μιας κρίσης, η οποία επέτεινε την ασύμμετρη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βάθυνε το ρήγμα Βορρά-Νότου.

Με πυρήνα το ενιαίο νόμισμα, χωρίς, όμως, ενιαία οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, αλλά και χωρίς το επιστέγασμα μιας πολιτικής ένωσης.

Μια Ευρωζώνη που περιλαμβάνει κράτη-μέλη με διαφοροποιημένα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και συστήματα θεσμικής οργάνωσης της κοινωνικοοικονομικής διαδικασίας.

Επιπλέον, η διαχείριση της κρίσης μεγέθυνε το εξής παράδοξο, με το οποίο είμαστε, σήμερα, αντιμέτωποι: μετέφερε ατύπως αλλά ουσιαστικά το κέντρο λήψης αποφάσεων από τους υπερεθνικούς, ευρωπαϊκούς θεσμούς στους διακυβερνητικούς.

Πίσω από κλειστές πόρτες άτυπων οργάνων, που δε λογοδοτούν στους ευρωπαίους πολίτες και κρατιούνται μακριά από αυτούς.

Οι αποφάσεις λαμβάνονται, πλέον, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο θεσμικά ανύπαρκτο Eurogroup, που έχουν ως συνδετικό κρίκο το νεοφιλελεύθερο δημοσιονομικό φετιχισμό, με σαφή υποβάθμιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Δηλαδή, τη στιγμή κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι θα γινόταν περισσότερο δημοκρατική, με το θεσμικό και πολιτικό προβάδισμα που απέδιδε η Συνθήκη της Λισαβόνας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έγινε περισσότερο εθνοκεντρική και τεχνοκρατική.

Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, έχει ως συνέπεια να κυριαρχεί σήμερα μια ετεροβαρής και ιδιοτελής αντίληψη για την προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη.

Μια αντίληψη που εστιάζει στην ταχεία μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά ανέχεται τα εξίσου – εάν όχι και περισσότερο – επιβαρυντικά για την Ευρωζώνη, συστηματικά και θηριώδη ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στον ευρωπαϊκό Βορρά, και, πρωτίστως, στη Γερμανία.

Παράλληλα, η επιδείνωση των ενδογενών ασυμμετριών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τις οποίες προανέφερα, επιτάχυναν τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες τόσο ανάμεσα στα κράτη-μέλη όσο και μέσα σε αυτά.

Το σημερινό επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής απόκλισης στην Ευρωζώνη δεν έχει προηγούμενο.

Αντιβαίνει στους στόχους των ευρωπαϊκών Συνθηκών για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόοδο.

Ακόμα και όταν η Ευρωζώνη ανακάμπτει, η ανεργία παραμένει υψηλότερη από το επίπεδο πριν από την κρίση αλλά και άνισα κατανεμημένη στο δίπολο Βορρά-Νότου.

Στον ευρωπαϊκό Νότο είναι σαφώς και σταθερά μεγαλύτερη από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή που η ανεργία των νέων κυμαίνεται ανάμεσα στο 30% και το 50%.

Κινδυνεύουμε να συμβιώνουμε με μια «χαμένη γενιά» νέων ανθρώπων υψηλών προσόντων, για την οποία εμείς θα ευθυνόμαστε.

Αυτό είναι το μεγάλο και πιεστικό πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα και αυτή πρέπει να είναι η πολιτική της προτεραιότητα.

Γι’ αυτό η δημοσιονομική σταθεροποίηση είναι μεν αναγκαία, δεν είναι, όμως, αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να επιβάλλεται ερήμην των κοινωνικών συνθηκών.

Πρέπει να συνεκτιμά και να συνδυάζεται με την άμεση ανάγκη για ταχεία μείωση της ανεργίας και αύξηση των ποιοτικών θέσεων εργασίας, στην κατεύθυνση της πλήρους απασχόλησης.

Να μειώσουμε την ανεργία των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, όσο πιο πολύ και όσο πιο σύντομα.

Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε επενδύσεις και ανάπτυξη.

Όχι στα λόγια, αλλά με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα τη διευκολύνουν.

Υπάρχει ένα ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει την όξυνση των ανισοτήτων και των διαιρέσεων που προκάλεσε η κρίση.

Κατά την είσοδο στην κρίση, το 2008, Ελλάδα και Γερμανία είχαν το ίδιο ποσοστό ανεργίας. Συγκεκριμένα: 7,4% η Γερμανία και 7,8% η Ελλάδα.

Κατά την έξοδο από την κρίση, το 2016, η Ελλάδα είχε τρείς φορές μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας, ενώ η Γερμανία το μισό από ότι είχε πριν τη κρίση.

Αυτό και μόνο το στοιχείο αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ποιος ωφελήθηκε και ποιος δεινοπάθησε από την κρίση.

Αλλά, αυτή η πρωτοφανής οικονομική και κοινωνική απόκλιση διαβρώνει τη νομιμοποιητική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν άλλη από τη σύγκλιση των επιπέδων διαβίωσης και τη συλλογική ευημερία.

Και, ακόμα χειρότερα, αφήνει διαρκώς ανοιχτό χώρο και έδαφος στο σκοτάδι του ακροδεξιού λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας.

Όπως, εξάλλου, κάποτε προειδοποίησε ο Ζακ Ντελόρ, «εάν οι ευρωπαϊκές πολιτικές θέσουν σε κίνδυνο τη συνοχή και θυσιάσουν τα κοινωνικά στάνταρντ, τότε δεν υπάρχει καμία πιθανότητα οι ευρωπαίοι πολίτες να στηρίξουν το ευρωπαϊκό σχέδιο».

Κυρίες και Κύριοι,

Στα μέσα στου 19ου αιώνα, ο σπουδαίος Γάλλος και ευρωπαίος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, ο υμνητής της Ευρώπης των λαών, της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, έγραφε: «Αυτό που ορθώνεται ετούτη τη στιγμή δεν είναι η Ευρώπη των λαών. Είναι η Ευρώπη των βασιλέων».

Αν ζούσε σήμερα, πιστεύω θα αντικαθιστούσε τους βασιλείς με τους τεχνοκράτες και τους τραπεζίτες.

Γιατί, πράγματι, η σημερινή Ευρώπη είναι το δικό τους δημιούργημα, που δεν μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους πολίτες της.

Γι’ αυτό και πρέπει να αλλάξει.

Η Ελλάδα συμμετέχει από θέση ευθύνης στη μεγάλη προσπάθεια να αλλάξουμε την Ευρώπη.

Να την αλλάξουμε σε μια κατεύθυνση δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, και προόδου.

Γιατί μόνον έτσι θα έχει μέλλον.

Μόνο στηριγμένη στους λαούς της, στα εκατομμύρια των Ευρωπαίων της εργασίας, της δημιουργίας και του πολιτισμού.

Μόνον έτσι θα μπορέσει να παίξει το ρόλο που επιβάλλουν οι δύσκολες σημερινές συνθήκες.

Είναι λοιπόν αναγκαίο

Με τη συλλογική μας σκέψη και θέληση, να καταστήσουμε την Ευρώπη ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος, των αναδυόμενων οικονομιών και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Να σχεδιάσουμε και να παρουσιάσουμε στους λαούς μας ένα φιλόδοξο σχέδιο για το κοινό μας αύριο, που θα έχει τα θεμέλιά του στις κοινές μας αξίες του χθες και που θα απαντά όμως στις ανάγκες του σήμερα.

Είναι αναγκαίο

Οι υπερεθνικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί, που προϋποθέτουν εκχώρηση κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη, να καταστούν θεσμοί υπερεθνικής δημοκρατίας, με κοινωνικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Να μην επιτρέπουμε πλέον η εκχώρηση κυριαρχίας από τα κράτη μέλη να μετατρέπεται σε υποχώρηση της δημοκρατίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αλλά να οικοδομήσουμε την έννοια της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, που θα βασίζεται σε αληθινά δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς και θα εμπλέκει ισότιμα τους λαούς μας στη διαδικασία λήψη των αποφάσεων.

Είναι αναγκαίο

Η δημοκρατική επανεκκίνηση της Ευρώπης να έχει ως αφετηρία την οικονομική και νομισματική ένωση, η οργανική ενότητα της οποίας προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά.

Και οργανική ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει όσο παραμένει μόνο νομισματική, αλλά όχι και οικονομική και κοινωνική ένωση.

Δηλαδή όσο, εν τέλει, δεν  μετασχηματίζεται και σε πολιτική ένωση.

Οργανική ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει όσο διαρκεί η σημερινή, χωρίς προηγούμενο, οικονομική και κοινωνική απόκλιση στο εσωτερικό της, που προανέφερα.

Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει γρήγορα να μετατραπεί από θεσμό ενισχυμένης συνεργασίας σε θεσμό ενισχυμένης αλληλεγγύης.

Γιατί η σημερινή δομή και λειτουργία της Ευρωζώνης, ως μηχανισμού που διευρύνει ανισότητες και αποκλίσεις, την καθιστά, όχι απλώς ευάλωτη, αλλά και ευεπίφορη σε νέες κρίσεις.

Γι’ αυτό το λόγο, χρειαζόμαστε περισσότερο δημοκρατική Ευρώπη.

Γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίος ο εκδημοκρατισμός της Ευρωζώνης.

Η θεσμική και δημοκρατική εμβάθυνσή της, με περισσότερα κοινά εργαλεία πολιτικής και εργαλεία επιμερισμού των κινδύνων μέσα στην Ευρωζώνη.

Είναι επίσης αναγκαίο

Να αναχαιτίσουμε τον φορολογικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα μέλη και να κλείσουμε το δρόμο στους φορολογικούς παραδείσους, που συνιστούν νόμιμο τρόπο παραβίασης της νομιμότητας – όσο οξύμωρο και αν ακούγεται.

Να πετύχουμε τη δημοσιονομική σύγκλιση αλλά παράλληλα να πετύχουμε και την οικονομική και την κοινωνική σύγκλιση.

Και αντίστοιχα βήματα πολιτικής εμβάθυνσης να τολμήσουμε και στην κοινωνική πολιτική.

Γιατί η απουσία αξιόπιστων δεσμεύσεων σε κοινωνικούς στόχους δεν είναι μια απλή τεχνοκρατική στρέβλωση.

Είναι ένα μεγάλο πολιτικό λάθος.

Αποξενώνει τους πολίτες από την Ευρώπη και τις διαδικασίες της.

Ιδιαίτερα σε εκείνες τις χώρες που έχουν βιώσει, όπως η Ελλάδα, δυσανάλογα το κοινωνικό κόστος της κρίσης.

Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ο Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων που αποφασίσαμε πριν λίγες μέρες στο Γκέτεμποργκ δε πρέπει να μείνει στα χαρτιά αλλά ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης.

Και τέλος πιστεύω ότι είναι αναγκαίο

Να ενισχύσουμε αποφασιστικά το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατίας, του ελέγχου και της λογοδοσίας προς στους Ευρωπαίους πολίτες με τη συγκρότηση ενός Κοινοβουλίου της Ευρωζώνης με ουσιαστικές αποφασιστικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες.

Κύριε Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισίων,

Κυρίες και Κύριοι,

Ελπίζω ότι οι θέσεις που ακούσατε για την Ευρώπη να μη σας έκαναν να μετανιώσετε για την επιλογή σας.

Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι αυτές οι θέσεις συγκροτούν την πιο ισχυρή και διαρκή δέσμευση για την Ευρώπη.

Γιατί αφορούν την Ευρώπη των λαών, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.

Την Ευρώπη του Διαφωτισμού και της γαλλικής Επανάστασης.

Την Ευρώπη του πολιτισμού, που είναι η στέρεη βάση της.

Ελπίζω, επίσης, ότι δεν καταχράστηκα της ευγένειας και της υπομονής σας.

Σας ευχαριστώ, για μία ακόμα φορά, γιατί σήμερα στο πρόσωπο μου απονείματε μια σημαντική τιμή στον ελληνικό λαό.

Το δικαιούται και το αξίζει.