Αγαπητέ Πρόεδρε του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου,
φίλες και φίλοι,
Είναι μεγάλη μου χαρά να συμμετέχω στο καθιερωμένο ετήσιο συνέδριό σας και να έχω την ευκαιρία να μοιραστώ κάποιες σκέψεις για την ελληνική οικονομία με διεθνώς καταξιωμένες προσωπικότητες της πολιτικής, της οικονομίας, της διανόησης.
Σχεδόν πριν τρία χρόνια, το 2015, από αυτό εδώ το βήμα, παρουσίασα το δικό μας σχέδιο για την επιστροφή στην ανάκαμψη με την κοινωνία όρθια και την εθνική χειραφέτηση, ας το πω έτσι, από τα μνημόνια και την επιτροπεία. Ένας, κατά την άποψή μου, εθνικός στόχος γι’ αυτό και χρησιμοποιώ αυτή την έννοια, εθνική χειραφέτηση. Πάνω σε αυτόν τον στόχο δεσμεύτηκα και ζήτησα την εμπιστοσύνη και τη συμπόρευσή σας στην κοινή προσπάθεια να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση και να της δώσουμε νέα προοπτική.
Πέρυσι, πρόπερσι μάλλον, ήταν η δεύτερη φορά που συμμετείχα στις εργασίες του συνεδρίου σας. Αναφέρθηκα στην αναγκαιότητα εφαρμογής ενός εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αλλαγών σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας, ως τον ασφαλέστερο δρόμο για την επιστροφή στην βιώσιμη ανάπτυξη. Ήταν τότε που αναλαμβάναμε, να φέρουμε εις πέρας δύσκολες αποφάσεις, μετά από έναν δύσκολο συμβιβασμό, μία συμφωνία, η οποία όμως άνοιγε μπροστά μας μία προοπτική. Δώσαμε μάχες, ανακουφίσαμε τα πιο αδύναμα στρώματα στην φάση της προσαρμογής, πολύ ηπιότερης από αυτήν που γνωρίσαμε στις πρώτες σκληρές περιόδους, στην πρώτη σκληρή περίοδο 2010-2014.
Διεκδικήσαμε όμως ταυτόχρονα με αυτή την προσαρμογή, την ήπια προσαρμογή, και πήραμε αποφάσεις που δίνουν έναν αναπτυξιακό προσανατολισμό. Διεκδικήσαμε και πήραμε αποφάσεις σε ό,τι αφορά την απομείωση του χρέους. Ταυτόχρονα ξεκινήσαμε μία μεγάλη προσπάθεια για να αναβαθμίσουμε το γεωπολιτικό ρόλο της χώρας και συντονισμένα, επιδοθήκαμε σε μια διεθνή εκστρατεία για την αλλαγή της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.
Φέτος είναι η τρίτη φορά που βρίσκομαι ανάμεσα σας και είμαι στην ευχάριστη θέση τούτη τη φορά να υποστηρίξω – και νομίζω ότι πλέον το αισθάνεστε όλοι, δεν έχει ίχνος υπερβολής αυτό που θα πω – ότι η «ώρα της ελληνικής οικονομίας» επιτέλους έφτασε. Και με αυτήν την «ώρα» συγχρονίζεται πλέον μια σειρά θετικών εξελίξεων που εμπνέουν αισιοδοξία και σηματοδοτούν τη θετική αλλαγή για την οποία εργαζόμαστε εδώ και τρία χρόνια. Η στρατηγική μας απέδωσε, το κυριότερο είναι, ότι οι κόποι του ελληνικού λαού πιάνουν τόπο και μάλιστα με τα διατηρήσιμα χαρακτηριστικά που εγγυώνται ότι η χώρα γυρίζει οριστικά σελίδα χωρίς πισωγυρίσματα.
Η οικονομία μας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αναπτύχθηκε πρώτη φόρα για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, κάτι που είχε να συμβεί από το μακρινό 2006, ενώ οι ενδείξεις μάς λένε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αυτό των προβλέψεων, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μία νέα παράδοση αξιοπιστίας στις εκτιμήσεις, που δεν έχει καμιά σχέση με τις προβλέψεις των προηγούμενων ετών, ιδιαίτερα των πρώτων ετών της κρίσης, που όλο έβλεπαν οριακή ανάπτυξη και συνεχώς πρόεκυπτε ύφεση και μάλιστα βαθιά ύφεση.
Η ανεργία από το υψηλότερο ποσοστό της στα τέλη του ‘14, έχει μειωθεί σήμερα περίπου κατά 7 μονάδες, με τη δημιουργία περίπου 300.000 νέων θέσεων εργασίας και είναι κοντά στο πρώτο ορόσημο του 20%. Στο δημοσιονομικό σκέλος επιτύχαμε μία ιστορική σε αξιοπιστία προσαρμογή, στα ευρωπαϊκά χρονικά. Με αυτή την θετική δυναμική θα μπούμε στο νέο έτος και συνεπώς το 2018 θα είναι πράγματι ένα έτος – καμπή, για την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία, με τη χώρα να αφήνει πίσω της τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και μαζί τους, θα έλεγα, και μία ολόκληρη εποχή, μία ολόκληρη ιστορική εποχή και να εισέρχεται στην επόμενη ημέρα με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ανανεωμένη και, το κυριότερο, με πίστη στις δικές της δυνάμεις.
Πρόσφατη, επίσης, εξαιρετικά θετική εξέλιξη με έντονο συμβολισμό, ήταν το έγκαιρο κλείσιμο του τεχνικού σκέλους της 3ης αξιολόγησης και μάλιστα με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία. Αξίζει να αναφέρω πιο συγκεκριμένα, ότι η συμφωνία παρά τις γνωστές Κασσάνδρες, δε συνοδεύτηκε από νέα δημοσιονομικά μέτρα. Αντιθέτως η αξιοπιστία της δημοσιονομικής μας προσπάθειας επέτρεψε, όχι μόνον το να μην υπάρχουν νέα μέτρα αλλά και την ενίσχυση των δομών του κοινωνικού κράτους, με την σημαντική αύξηση του προϋπολογισμού για τα οικογενειακά επιδόματα κατά περίπου 30% κατά μέσο όρο.
Εξασφαλίσαμε, επίσης, την προτεραιότητα στην αποπληρωμή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις υπό εκκαθάριση βάζοντας τάξη σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας που ήθελε συνήθως τους εργαζόμενους να «πληρώνουν το μάρμαρο», ενώ οι αποφάσεις που πήραμε για την Ενέργεια στη βάση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών, θα συμβάλλουν καθοριστικά στη μείωση των οικιακών και βιομηχανικών τιμολογίων και θα ανοίξουν το δρόμο για την προσέλκυση μεγάλης κλίμακας επενδύσεων και μάλιστα μακροπρόθεσμης τοποθέτησης. Πράγμα το οποίο, βεβαίως, θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην παραγωγική ενεργοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων και βεβαίως στη μείωση της ανεργίας. Γιατί, μην ξεχνάμε, αυτός είναι ο βασικός στόχος.
Ομοίως στις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και στις συστάσεις του ΟΟΣΑ βασίστηκαν οι αλλαγές στις αγορές προϊόντων, η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων και η δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος. Τέλος, διασφαλίσαμε μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας, ότι θα αποτραπεί το βεβιασμένο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, όπως ενδεχομένως κάποιοι θα ήθελαν ή θα εύχονταν. Η δημόσια περιουσία θα αναβαθμιστεί και θα αξιοποιηθεί με τη συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη δημιουργία υπεραξίας για τις τοπικές κοινωνίες.
Η ολοκλήρωση, λοιπόν, της τρίτης αξιολόγησης με θετικό τρόπο, με θετικό πρόσημο και το σημαντικότερο σε χρόνο ρεκόρ, έχει ήδη δημιουργήσει ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα, μία εντελώς διαφορετική εικόνα για τη χώρα, τόσο σε ό,τι αφορά στους εταίρους μας σε διεθνές επίπεδο, ειδικότερα θα έλεγα, στη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Γεγονός που αποτυπώθηκε σήμερα με τον πιο έκδηλο τρόπο στις αγορές ομολόγων, όπου οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεκαετίας από 5,39% που ήταν την προηγούμενη Παρασκευή, έπεσε σήμερα στο 4,81% που αποτελεί την καλύτερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τις 8 Οκτωβρίου 2009, δηλαδή από την περίοδο πριν την κρίση.
Με δυο λόγια οι αγορές επιστρέφουν ήδη την ελληνική οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα και μας ανάβουν το πράσινο φως για την οριστική έξοδο από τα μνημόνια σε λίγους μήνες από σήμερα, το επόμενο καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 2018. Αυτή είναι η εικόνα.
Βέβαια, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας, γιατί άκουσα την εισαγωγική ομιλία, όπου υπήρχε μια αναφορά την οποία πιστεύω, του Προέδρου σας για την ανάγκη δημιουργίας ενός κλίματος, αν όχι συναίνεσης – δεν μπορεί να υπάρχει συναίνεση, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις- τουλάχιστον συνεννόησης στα βασικά. Δυστυχώς δεν υπάρχει αυτό το κλίμα. Και αυτή την κοσμογονική θα έλεγα αλλαγή, σε σχέση με αυτά που έζησε η χώρα, τα ζήσατε όλοι σας τα προηγούμενα χρόνια, την αναγνωρίζουν στο εξωτερικό, την αναγνωρίζουν οι αγορές, οι επενδυτές, δυστυχώς κάποιοι στο εσωτερικό δεν θέλουν να την αναγνωρίσουν.
Τι κι αν οι αγορές εντός και εκτός Ελλάδας το αποδεικνύουν.
Τι και αν οι εταίροι μας με δηλώσεις το επισημαίνουν , το αναγνωρίζουν δημοσίως, κάποιοι δεν θέλουν αυτό να το αναγνωρίσουν. Και το χειρότερο είναι ότι εμμένουν σε μια άρνηση, σε μια καταστροφολογία , που ώρες- ώρες αγγίζει και τα όρια της υπονόμευσης αυτής της εθνικής προσπάθειας για την έξοδο από τη κρίση.
Εγώ θα σας θυμίσω ότι όταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης υπήρχαν αυτές οι γνωστές διαφωνίες ανάμεσα στους θεσμούς, από τις οποίες προέκυπταν διαρκώς επιπρόσθετες απαιτήσεις, πολλές φορές παράλογες και ήταν η αιτία των καθυστερήσεων, οι ίδιοι μας έλεγαν και μας κατηγορούσαν γιατί δεν δεχόμαστε όλες τις απαιτήσεις, παρά το ότι ήταν πολλές από αυτές παράλογες, προκειμένου να ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση και να αποφευχθεί η αβεβαιότητα. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα μας κατηγορούν ότι κλείνουμε την αξιολόγηση άρον-άρον και ότι τα παραδίδουμε όλα.
Γενικά, με δύο λόγια, αυτή την κριτική δεν δε μπορείς να την πιάσεις από πουθενά. Είναι μια κριτική που την ίδια στιγμή μπορεί να σε κατηγορεί για τα ακριβώς αντίθετα πράγματα.
Και βεβαίως ορισμένοι αμφισβητούν ακόμα και το προφανές, δηλαδή τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη σταθερή πτώση της ανεργίας!
Και επιδιώκουν την καλλιέργεια κλίματος, το οποίο δε νομίζω ότι μπορεί να βοηθήσει τη χώρα. Ούτε τις προσπάθειές μας να δημιουργήσουμε ένα κλίμα θετικό για την επιχειρηματικότητα, ούτε όμως ένα κλίμα θετικής ψυχολογίας, το οποίο είναι απαραίτητο για να περάσει η χώρα στην επόμενη μέρα. Εγώ δεν θα ήθελα να μείνω σε αυτό. Όμως πιστεύω πως μέρα με τη μέρα, ολοένα και θα λιγοστεύουν αυτές οι στάσεις, αυτές οι τοποθετήσεις. Διότι σε αυτή τη φάση, πιστεύω ότι αποδεικνύουν αμηχανία απέναντι στο γεγονός ότι τελικά υπάρχει εναλλακτικός δρόμος για την ανάπτυξη, που δεν περνά μέσα από ακραία δόγματα. Ακραία δόγματα που θέλουν τη συντριβή της εργασίας και της κοινωνίας.
Και από την άλλη, βεβαίως, μαρτυρά και την αμηχανία μπροστά στην προσπάθεια να γεννηθεί το καινούργιο και να αντικαταστήσει ένα φθαρμένο και διεφθαρμένο καθεστώς που μας οδήγησε στην κρίση.
Εγώ θα σας πω, λοιπόν, ότι η καλύτερη απάντηση σε όλους αυτούς που δεν μπορούν να αποδεχτούν, δεν μπορούν χωνέψουν ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, δεν είναι τα δικά μας λόγια ή αυτά που θα σας πω σήμερα εγώ, αλλά είναι τα αποτελέσματα.
Τα απτά δεδομένα της πραγματικότητας όπως αποτυπώνονται στους οικονομικούς δείκτες, στις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής μας ικανότητας, στις εκθέσεις των διεθνών αναλυτών, στην έξοδο μας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος πέρυσι το καλοκαίρι, μια ιστορική στιγμή, μετά από σχεδόν 7 χρόνια, στη θετική υποδοχή των ελληνικών ομολόγων το καλοκαίρι, αλλά και πριν από λίγες ημέρες από τις διεθνείς αγορές.
Και αντί για τα δικά μας λόγια, εγώ θα ήθελα να υπογραμμίσω αυτά που δημόσια είπε για την Ελλάδα πριν από λίγες ημέρες μετά την κατ΄ιδίαν μας συνάντησή μας στην Πορτογαλία ο καθ’ ύλην αρμόδιος από τη πλευρά της Κομισιόν, που όπως αντιλαμβάνεστε δεν είναι κάποιος ασήμαντος τεχνοκράτης που υπερεκτίμησε το μπόι του και πήρε τα μικρόφωνα των συνεδρίων, αλλά είναι ο ίδιος ο Επίτροπος Οικονομικών της Κομισιόν , ο Πιέρ Μοσκοβισί.
Ο οποίος έκανε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα θα είναι –από τον Αύγουστο του ΄18- ένα κανονικό μέλος της ευρωζώνης ξανά. Όπως τα μέλη της ευρωζώνης τα οποία εξήλθαν από μια περίοδο προγράμματος, μνημονίου, όπως συνέβη με τη Πορτογαλία την Ιρλανδία, τη Κύπρο, χωρίς επιπλέον προγράμματα. Χωρίς επιπλέον δεσμεύσεις.
Αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα. Μετά από 8 χρόνια θα συμβεί. Και θέλω, λοιπόν, να σας διαβεβαιώσω, φίλες και φίλοι, ότι αυτή για μας είναι η πιο σημαντική απάντηση και θα δοθεί στην πράξη και από την ίδια τη ζωή. Δεν χρειάζονται λοιπόν λόγια και αντιδικίες.
Αυτή η ώρα δεν είναι μακριά, αυτή η ώρα κοντοζυγώνει, δεν είναι άπιαστο όνειρο. Είναι κάτι, το οποίο το βλέπουμε πια μπροστά μας, γίνεται μέρα με τη μέρα πραγματικότητα και θα γίνει πράξη σε λίγους μήνες, το καλοκαίρι του ΄18.
Πριν από δυο μήνες περίπου ήμουν στην Ηνωμένες Πολιτείες και είχα την ευκαιρία να μιλήσω, όχι μονάχα με την πολιτική ηγεσία, αλλά και με τους Έλληνες ομογενείς επενδυτές και Ελληνοαμερικανούς και Αμερικανούς. Και θέλω να σας μεταφέρω ένα κλίμα που είμαι βέβαιος ότι μεταφέρθηκε και αυτές τις μέρες και στο συνέδριό σας, τουλάχιστον αυτό μου είπε πριν από λίγο στο τραπέζι ο Αμερικανός πρέσβης που είχε τη δυνατότητα να συναντήσει κάποιους από αυτούς.
Η εικόνα είναι λοιπόν ότι πλέον διαπιστώνουν όλοι τη θετική αλλαγή που έχει συντελεστεί στη χώρα μας και τις θετικές προοπτικές που ανοίγονται για την ελληνική οικονομία.
Αποτιμούν θετικά τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτευχθεί. Και το σημαντικότερο όμως είναι ότι επισημαίνουν κυρίως την αλλαγή νοοτροπίας απέναντι σε αυτές τις αλλαγές και σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Γιατί η Ελλάδα αποκτά επιτέλους κουλτούρα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Δεν είμαστε πλέον φοβικοί απέναντι στις αλλαγές και οι δεσμοί με τα κατεστημένα συμφέροντα του παρελθόντος που εμπόδιζαν την πρόοδο έχουν διαρραγεί οριστικά.
Η αναγνώριση αυτή μεταφράστηκε σε έμπρακτη στήριξη με συμμετοχές σε ελληνικές επιχειρήσεις, σε αυξήσεις κεφαλαίου σε εισηγμένες εταιρείες και επενδύσεις σε μεγάλα projects.
Επιδιώκουμε, λοιπόν, η ανοδική τάση της ελληνικής οικονομίας να αποκτήσει το επόμενο διάστημα διατηρήσιμα χαρακτηριστικά.
Βασική μας επιδίωξη είναι να περάσουν τα θετικά αποτελέσματα της ανάπτυξης και μέσα στην ίδια την κοινωνία, με τη μορφή καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και ισχυρών δομών κοινωνικής προστασίας.
Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη βάση ενός νέου και δίκαιου παραγωγικού μοντέλου με την παράλληλη εμβάθυνση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Διότι μετά τον Αύγουστο του ΄18, δεν έχουμε προαπαιτούμενα για μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν θα σταματήσουμε τις μεταρρυθμίσεις. Θα προχωρήσουμε στο δικό μας σχέδιο βαθιών τομών και μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία και μη ελληνική οικονομία. Και αυτόν τον διάλογο πρέπει να ανοίξουμε από τώρα. Η χώρα δεν πρέπει να σταματήσει να προχωρά μπροστά, αλλάζοντας με γενναίες τομές και μεταρρυθμίσεις. Μόνο που αυτές οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν τη δική μας σφραγίδα, την πλατιά συναίνεση των παραγωγικών δυνάμεων, των υγιών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, και βεβαίως την εμπιστοσύνη και τη συναίνεση του ελληνικού λαού.
Εγκαταλείπουμε, λοιπόν – πρέπει να εγκαταλείψουμε και εγκαταλείπουμε – αυτό το μοντέλο μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και της κατανάλωσης εισαγωγών με δανεικά και αναπροσανατολίζουμε την ελληνική οικονομία στην καινοτομία, την εξωστρέφεια και την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
Η αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά σε εθνικούς πρωταθλητές, αλλά περνά μέσα από την ενίσχυση της διακλαδικής συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης.
Αυτό σημαίνει τη δημιουργία ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας και την προώθηση συνεργιών.
Η χώρα μας ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της βαθιάς κρίσης στηρίχτηκε στον Τουρισμό. Σπάει χρόνο με το χρόνο όλα τα ρεκόρ. Όμως, αυτό θα είναι «δώρον άδωρον», αν συνεχίσουμε μέσω των εισαγωγών για διατροφικά προϊόντα να διαρρέουμε οικονομικό δυναμισμό σε τρίτες χώρες, αντί να υποστηρίξουμε τον εγχώριο πρωτογενή τομέα και την αγροτοδιατροφική μεταποίηση. Στην νέα οικονομία της γνώσης μπορούμε να στηριχτούμε για να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος, με επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτομία.
Προωθούμε, λοιπόν, τη σύζευξη της έρευνας με την παραγωγή. Τα πανεπιστήμια μας μπορούν να παράγουν γνώση και αξία και να εδραιώσουν τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις των αναπτυγμένων οικονομιών στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό. Το ανθρώπινο κεφάλαιο, είναι ίσως το σημαντικότερο asset που διαθέτουμε και γι’ αυτό δεν πρέπει να υποχωρήσουμε σε ένα παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στην υποβάθμιση της εργασίας, καθώς και του ρόλου της στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Η χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας απαιτεί, όμως, νέες και ευέλικτες προσεγγίσεις. Για αυτό και ανασχεδιάσαμε τα χρηματοδοτικά εργαλεία, αυξήσαμε το ΠΔΕ, απορροφούμε τα κονδύλια του ΕΣΠΑ χωρίς καθυστερήσεις, καταρτίσαμε ένα σύγχρονο αναπτυξιακό νόμο με βάση τις νέες απαιτήσεις της εποχής και θέσαμε το τραπεζικό μας σύστημα σε νέες και υγιείς βάσεις.
Οι καταθέσεις επιστρέφουν, το κλίμα έχει αλλάξει άρδην και το ζήτημα το μεγάλο, ο μεγάλος βραχνάς των κόκκινων δανείων αντιμετωπίζεται πλέον, έχει αρχίσει και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, ανακουφίζοντας την πραγματική οικονομία από τη θηλιά της υπερχρέωσης και της ανεπαρκούς ρευστότητας. Η επανεκκίνηση των μεγάλων έργων στα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, η αναβάθμιση των λιμένων, οι επενδύσεις στις ψηφιακές υποδομές, καθώς και οι εμβληματικές επενδύσεις σ’ ένα ευρύ φάσμα τομέων και παραγωγικών τοποθετήσεων όπως στην Ενέργεια, τον Τουρισμό, τις Μεταφορές και τις Κατασκευές, μεταβάλλουν τις προσδοκίες, πιστεύω και στη βάση της οικονομίας. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, εκεί πρέπει να στοχεύουμε, γιατί η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει και την οριζόντια ενεργοποίηση της οικονομίας, δηλαδή των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Στα μεγάλα projects που υπαινίχθηκα πριν, ενδεικτικά να αναφέρω ότι προωθούμε πολύ σημαντικά έργα, όπως οι αγωγοί TAP, IGB και East Med, η ανάπτυξη του Κέντρου Επανυγροποίησης Φυσικού Αερίου, FSRU στην Αλεξανδρούπολη, που πρόσφατα συμφωνήσαμε στις ΗΠΑ να προωθήσουμε, o Eurasia Interconnector, που θα ενώνει την Κρήτη με την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή και μακροπρόθεσμα, θα έλεγα, και ο Eurafrica Interconnector που θα ενώνει την Κρήτη με την Αφρική. Έργα που πιστεύω ότι όχι μόνο θα τονώσουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας αλλά θα αλλάξουν το ρόλο και τη σημασία της Ελλάδας στη γεωστρατηγική σκακιέρα.
Ταυτόχρονα, όμως, φίλες και φίλοι, κάναμε και μεγάλες τομές στο μεταρρυθμιστικό επίπεδο. Η αδειοδότηση των επιχειρήσεων επιταχύνεται σε πρωτόγνωρο βαθμό με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων και αίρονται γραφειοκρατικά εμπόδια δεκαετιών. Το κράτος εκσυγχρονίζεται, δίνουμε μια μεγάλη μάχη για να γίνεται ολοένα αποτελεσματικό, χωρίς να θέλω να εξιδανικεύσω την κατάσταση, διότι πάντοτε η μάχη με την γραφειοκρατία, η μάχη με τον φόβο του δημόσιου υπαλλήλου απέναντι στην ευθύνη θα είναι μια καθημερινή μάχη την οποία πρέπει να δώσουμε, αλλά έχουν γίνει βήματα. Εμπεδώνονται οι κανόνες δικαίου και ίσης μεταχείρισης. Όλοι γνωρίζουν πια τους όρους του «παιχνιδιού» και δεν υπάρχουν αδιαφανείς και μυστικές συνεννοήσεις. Και πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω συμβάλουν στην δημιουργία ενός φιλοεπενδυτικού κλίματος. Συμβάλουν στην επιστροφή των επενδύσεων και στην επούλωση της μεγάλης πληγής της κρίσης, που είναι η λεγόμενη αποεπένδυση, το επενδυτικό κενό στο οποίο βρέθηκε η χώρα τα προηγούμενα χρόνια.
Και σε αυτήν την προσπάθεια, το γνωρίζετε πολύ καλά, δεν μοιράζω απλά ευθύνες και χρεώσεις, συμβάλω κι εγώ ο ίδιος, εμπλέκομαι κι εγώ ο ίδιος, με τη δημιουργία μιας ειδικής ομάδας, μιας task force που έρχεται σε άμεση επαφή με επενδυτές και θα επιλύει σε πρώτο χρόνο σε διυπουργικό επίπεδο, με τη δική μου συχνή παρουσία στις συναντήσεις με επενδυτές στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που έχουμε προκειμένου να περάσουμε το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι φιλική προς τις επενδύσεις και ότι έχει αρχίσει, σιγά σιγά, αλλά αποτελεσματικά, να γυρίζει σελίδα και να αφήνει πίσω της τις διαχρονικές δομικές της αδυναμίες.
Πάνω απ’ όλα όμως αγαπητοί φίλοι, η αναπτυξιακή διαδικασία θα έλεγα ότι είναι κυρίως μια κοινωνική διαδικασία και θα φτωχαίναμε την έννοια της, αν την περιορίζαμε στο οικονομικό πεδίο. Η αγορά παράγει νέο πλούτο και αξία αλλά ταυτόχρονα παράγει και κάθε είδους ανισότητες, εισοδηματικές, μορφωτικές, ανισότητες ευκαιριών και πρόσβασης σε κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία και η παιδεία. Η συμμετοχή της κοινωνίας ως ενεργού και συστατικού παράγοντα της ανάπτυξης εγγυάται τη βιωσιμότητά και την ευημερία της μακροπρόθεσμα. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η εμπειρία των επιτυχημένων αναπτυξιακών παραδειγμάτων όπου γης.
Επομένως, η ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες, συγκρουόμενες έννοιες, αλλά θα έλεγα ότι είναι αλληλοτροφοδοτουμενες και στενά εξαρτώμενες έννοιες. Αυτή τη νέα φιλοσοφία της ανάπτυξης θέλουμε να εμπνεύσουμε τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο, γι αυτό και ξεκινήσαμε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια με τα περιφερειακά συνέδρια για να συγκροτήσουμε μαζί με τις τοπικές κοινωνίες, τους τοπικούς παραγωγικούς φορείς την τοπική αυτοδιοίκηση, τα πλάνα τα αναπτυξιακά που αφορούν κάθε περιφέρεια ξεχωριστά. Η ανάπτυξη γίνεται υπόθεση όλων, από τους πολίτες, τους τοπικούς άρχοντες, τους επιχειρηματίες, τα πανεπιστήμια μέχρι τους Υπουργούς και εμένα προσωπικά. Με διάλογο, με προσπάθεια να δημιουργήσουμε συναινέσεις, χωρίς προκαταλήψεις, συζητούμε γύρω από ένα τραπέζι όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την αναπτυξιακή προοπτική κάθε περιφέρειας.
Και όπως ανέφερα παραπάνω, μιλάμε για την ανάπτυξη στην πλήρη έννοιά της. Δηλαδή, αυτό που εγώ ίσως να ονόμαζα διαφορετικά, τη συνολική ευημερία ενός τόπου που περιλαμβάνει τα οικονομικά μεγέθη αλλά και τις ποιοτικές μεταβλητές όπως είναι η εργασία, η εκπαίδευση, η υγεία ενός πληθυσμού.
Φίλες και φίλοι,
Δεν προσπαθώ να σας περιγράψω μια ιδανική κατάσταση, γιατί δυσκολίες υπάρχουν και είναι πολλές. Προσπαθώ να σας αναδείξω τις ρεαλιστικές δυνατότητες της Ελλάδας και της ελληνικής οικονομίας που εισέρχεται πλέον σε μια νέα εποχή μετά από επτά ολόκληρα χρόνια κρίσης.
Υπάρχουν ακόμη προβλήματα και δυσκολίες και καλούμαστε συλλογικά να υπερβούμε αυτές τις δυσκολίες. Ένα από αυτά τα προβλήματα, μία από αυτές τις δυσκολίες, είναι και αυτό στο οποίο αναφέρθηκε ο πρόεδρός σας, το αντιμετωπίζετε έντονα κι εσείς, όπως και μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και είναι βεβαίως η υψηλή φορολόγηση.
Πρόκειται για μια πολύ δύσκολη πολιτική απόφαση κάτω από το πιεστικό βάρος των έκτακτων συνθηκών που βρέθηκε η χώρα και την πίεση των δανειστών μας να φύγουμε και μάλιστα πολύ γρήγορα από τη μακρά περίοδο των ελλειμμάτων που μας οδήγησαν στη κρίση.
Πεποίθησή μας όμως ήταν, και όταν παίρναμε αυτή την πολιτική απόφαση και τώρα, ότι αυτές οι συνθήκες δε μπορεί να είναι μόνιμες αλλά έκτακτες
Και η έξοδος από τη κρίση θα επιτρέψει και πάλι τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης.
Αυτό προβλέπεται ήδη από όσα έχουμε συμφωνήσει και ψηφίσει στην Βουλή, όπως το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, να συμβεί σύντομα, άμεσα. Από το 2019 θα αρχίσουμε να βλέπουμε το δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται και, βεβαίως, αυτό θα στηριχθεί πρωτίστως στην επιτυχία της οικονομίας και στην δυνατότητα να έχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σύμμαχος μας εδώ είναι η αξιόπιστη και διατηρήσιμη δημοσιονομική προσαρμογή που με συστηματικό τρόπο διαμορφώσαμε.
Γιατί ξέρετε ότι αυτή η κατάσταση δεν προέκυψε εν κενώ αλλά έχει βαθιές ιστορικές αιτίες που εκτείνονται σε όλο το βάθος της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η απώλεια εσόδων ΦΠΑ, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο – δεκαετίες ολόκληρες. Ο κατακερματισμός του φορολογικού μηχανισμού, το λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων, η ιδιότυπη φορολογική ασυλία και ατέλεια κάποιων προνομιούχων, η κοινωνικοποίηση των ζημιών επιχειρήσεων με προνομιακή πρόσβαση στη ρευστότητα.
Όλα αυτά ήταν φαινόμενα παλιά που γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης και, βεβαίως, στα χρόνια της ευμάρειας και στέρησαν δισεκατομμύρια πόρων από τη ελληνική οικονομία και συντέλεσαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό της.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και ένα διεθνές φαινόμενο, και αναφέρομαι στην κοινωνικά αθέμιτη, αν και νομότυπη πρακτική της φοροαποφυγής μέσω φορολογικών παραδείσων.
Για μας αυτή δεν είναι μια περίπτωση όπου το νόμιμο ταυτίζεται με το ηθικό, ούτε δικαιολογεί αυτή την πρακτική η θεσμοθετημένη ενίοτε υψηλή φορολογία των κρατών.
Η φορολογία του πλούτου για την παροχή δημόσιων αγαθών και τη στήριξη του κοινωνικού κράτους είναι μεταπολεμική κατάκτηση και θεμελιώδης νομιμοποιητικός πυλώνας της ίδιας της δημοκρατίας και αυτό πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας.
Όμως για να επιστρέψω σε όσα σας έλεγα πριν, απέναντι σε αυτήν την δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίσαμε το 2015, κατά την διάρκεια της αυτής της δύσκολης διαπραγμάτευσης και μετά την επανεκλογή μας, έχοντας πει στον ελληνικό λαό ότι αυτή είναι η συμφωνία, δύσκολη συμφωνία, και καλώντας τον να δώσει εντολή για το ποιος θα την εφαρμόσει. Για πρώτη φορά στις κάλπες, μετά την συμφωνία και όχι πριν όπως συνήθιζαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Σε όλα αυτά λοιπόν τα δύσκολα που αντιμετωπίσαμε δε σταθήκαμε μοιρολατρικά, δε σηκώσαμε τα χέρια ψηλά.
Εφαρμόσαμε μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη για δεκαετίες ο τόπος όπως η ανεξαρτητοποίηση της αρχής των δημοσίων εσόδων, η εισαγωγή συστημάτων ηλεκτρονικών πληρωμών, ο νόμος για την εθελοντική αποκάλυψη εισοδημάτων, τα μέτρα για την πάταξη του λαθρεμπορίου στα καύσιμα και στα τσιγάρα, η εντατικοποίηση των ελέγχων στις προμήθειες του δημοσίου, ο έλεγχος και η συγκράτηση των δαπανών των υπουργείων όπου αυτό είναι δυνατό και έτσι προέκυψε τώρα η δυνατότητα να αυξήσουμε τις κοινωνικές δαπάνες κατά 30% στα επιδόματα και να μην κόψουμε τα οικογενειακά επιδόματα. Γιατί κόψαμε δαπάνες κατά περίπου 350 εκατ. ευρώ σε κάθε υπουργείο. Όχι δαπάνες οι οποίες είναι ανελαστικές προφανώς, αλλά τελικά δαπάνες οι οποίες αποδείχθηκαν σπατάλες και όχι δαπάνες.
Για να έχουμε όμως και μια αίσθηση των δαπανών την περίοδο 2010 -14, ήταν η περίοδος θυμίζω όπου η χώρα απώλεσε το 25% του ΑΕΠ, ενώ τώρα βρισκόμαστε στην επανάκαμψη –δύσκολο βεβαίως να επανακάμψουμε από το 26-27%, θα περάσουν περισσότερα χρόνια από τα τρία πρώτα χρόνια της κρίσης, που ήταν αρκετά για να χάσουμε το 25%, είχαμε μόνο από φόρους μια επιβάρυνση της οικονομίας 30 δις, ενώ στη περίοδο που εμείς βρεθήκαμε και συμφωνήσαμε σε μία πολύ ηπιότερη προσαρμογή και ρίξαμε το βάρος στις δομικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα και όχι στην δημοσιονομική προσαρμογή, η συνολική πρόσθετη επιβάρυνση από φόρους και μείωση δαπανών δεν ξεπέρασε το 3% του ΑΕΠ. Είναι μη συγκρίσιμα μεγέθη.
Όλα τα παραπάνω μέτρα σε συνδυασμό με την επιστροφή στην ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα πιστεύω ακράδαντα ότι θα σηκώσουν το φορολογικό βάρος σταδιακά από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Και θα είμαστε εδώ να το συζητήσουμε και να το διαπιστώσουμε και αυτό και μάλιστα σύντομα!
Κλείνοντας, φίλες και φίλοι, αφού σας ευχαριστήσω για άλλη μία φορά για την πρόσκληση και για την δυνατότητα να απευθυνθώ σε εσάς, θέλω να απευθύνω ένα κάλεσμα να αλλάξουμε το βλέμμα μας, να στρέψουμε το βλέμμα μας από το χθες, ακόμα και από το σήμερα, στο αύριο και να δούμε την μεγάλη εικόνα.
Η δραματική περίοδος των μνημονίων, όλα όσα ζήσαμε ας γίνει όπως κάθε επώδυνη εμπειρία μια ευκαιρία να αντλήσουμε θετικά διδάγματα και να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας μπροστά στην επόμενη μέρα για τη χώρα.
Τα δεδομένα μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε, δεν μας επιτρέπουν όμως το να εφησυχάζουμε.
Η χώρα μας προετοιμάζεται με προσεκτικά βήματα για την ολοκληρωτική της επιστροφή στις αγορές, όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του μνημονίου τον Αύγουστο του 2018.
Σας κάλεσα και στο παρελθόν, από αυτό εδώ το βήμα, ως εκπροσώπους των παραγωγικών δυνάμεων αυτού του τόπου να συμπράξετε σε αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια σε αυτήν την μεγάλη αλλαγή που συντελείται στη χώρα .
Σήμερα μετά από τρία χρόνια ξέρετε ότι τιμήσαμε την εμπιστοσύνη σας.
Εγκαινιάσαμε διαύλους επικοινωνίας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και ήμασταν πάντοτε με τις πόρτες ανοικτές να συζητήσουμε προτάσεις και να ανταλλάξουμε απόψεις για το καλό της ανάπτυξης, της ευημερίας και του κοινού μας μέλλοντος.
Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε και τώρα που όλα δείχνουν ότι οι θυσίες του ελληνικού λαού επιτέλους πιάνουν τόπο.
Και ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε μαζί ένα καλύτερο μέλλον που αξίζει στη χώρα, αξίζει στον ελληνικό λαό και πρωτίστως αξίζει και στις υγιείς δημιουργικές, παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Σε αυτούς που επένδυσαν σε μία θετική προσπάθεια στα δύσκολα και δικαιούνται να είναι και οι πρώτοι που θα καρπωθούν τα οφέλη της ανάπτυξης τώρα που έρχονται τα ευκολότερα.
Σας ευχαριστώ πολύ.