Κύρια σημεία
→ Οι σχέσεις μας χρειάζονται εκσυγχρονισμό. Εν έτει 2017 δεν μπορεί να επικρέμεται πάνω από τις σχέσεις των χωρών μας το casus belli.
→ Οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και ειδικότερα οι εμπλοκές στο Αιγαίο αποτελούν κίνδυνο για τις σχέσεις μας και ιδίως για τους πιλότους μας.
→ Πάγιες οι θέσεις μας για μια επανενωμένη, ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς εγγυήσεις και ξένα στρατεύματα όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζουν με ασφάλεια. Η λύση αυτή πρέπει να βασίζεται στο πλαίσιο που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ.
→ Είναι μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλει ο τουρκικός λαός για τη φιλοξενία πάνω από 3,5 εκατομμυρίων Σύρων στην Τουρκία. Oι λαοί μας δίνουν, καθημερινά, μαθήματα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης.
→ Η Ελλάδα στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μια στρατηγική επιλογή με αμοιβαίες δεσμεύσεις και οφέλη για την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας και την προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα στηρίζει σταθερά μια Τουρκία που κοιτάει προς την Ευρώπη.
→ Oι μεταρρυθμίσεις που αφορούν στη μουσουλμανική μειονότητα δεν αποτελούν ζήτημα διαπραγμάτευσης με άλλη χώρα αλλά πρόταγμα που αφορά την Κυβέρνηση και τους Έλληνες πολίτες.
→ Η θέση μας σε σχέση με το παλαιστινιακό είναι απολύτως σαφής. Η Ελλάδα παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην ειρηνευτική διαδικασία που προβλέπει τη δημιουργία δύο κρατών όπως αυτή προβλέπεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
→ Για την Ελλάδα πραξικοπηματίες δεν είναι και δεν πρόκειται ποτέ να είναι καλοδεχούμενοι. Όμως στην Ελλάδα, ως κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών είναι δεδομένη.
→ Το 2018, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για το μέλλον της Ελλάδας και μαζί μπορεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αλέξης Τσίπρας: Θα ήθελα, για άλλη μια φορά, να καλωσορίσω τον Πρόεδρο της Τουρκίας, κύριο Ερντογάν, σε μια ιστορική στιγμή για τις σχέσεις μας. Την πρώτη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα, μετά από 65 ολόκληρα χρόνια.
Θα ήθελα να επισημάνω, όμως, ότι ιστορική ήταν και η πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας να προσκαλέσει τον Τούρκο Πρόεδρο. Όχι διότι δεν γνωρίζουμε τα ζητήματα που μας χωρίζουν, τα οποία, άλλωστε, υπονομεύουν καθημερινά τις σχέσεις μας, αλλά διότι διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο στη γειτονιά μας. Μια περίοδο έντασης στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Μια περίοδο ολοένα και πιο ανησυχητικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας, στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ευρώπη. Εξελίξεις που μας φέρνουν αντιμέτωπους με νέες διεθνείς προκλήσεις στην ασφάλεια, τη σταθερότητα της περιοχής μας και βεβαίως στην εξέλιξη που είχαμε, σχετικά με την προσφυγική κρίση.
Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, πιστεύω, πιστεύουμε ότι είναι ακόμη πιο σημαντικό να ενισχύσουμε τους διαύλους της επικοινωνίας μας. Και ασφαλώς, αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού. Του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και του θεμέλιου λίθου των σχέσεών μας, που είναι η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αναφέρεται ρητά και στο θέμα του Αιγαίου, αλλά και στα θέματα των μειονοτήτων. Του αλληλοσεβασμού, ώστε να μπορούμε να μιλάμε χωρίς προκλήσεις και χωρίς εξάρσεις. Και βεβαίως, του να μπορούμε να μιλάμε ουσιαστικά, χτίζοντας και μια σχέση εμπιστοσύνης, που είναι ίσως και το πιο δύσκολο.
Υπάρχει ανάγκη οι σχέσεις μας να εκσυγχρονιστούν; Να είναι σχέσεις δύο γειτονικών χωρών του 21ου αιώνα; Βεβαίως και υπάρχει ανάγκη. Να είναι σχέσεις που ανταποκρίνονται και στις ανάγκες των λαών μας. Να είναι σχέσεις που θα συμβάλλουν στην ειρήνη, στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, στο Αιγαίο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά ο εκσυγχρονισμός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα στο πλαίσιο του απόλυτου σεβασμού των Διεθνών Συνθηκών, του Διεθνούς Δικαίου, της Συνθήκης της Λωζάνης και όχι βεβαίως στην αναθεώρησή της. Και σε αυτό θέλω να είμαι, για άλλη μια φορά, απολύτως σαφής.
Σε αυτή τη βάση, συνομιλήσαμε σήμερα ανοιχτά με τον Τούρκο Πρόεδρο, στην προσπάθειά μας να μην κρυφτούμε πίσω από διαφωνίες, να τις εντοπίσουμε, αλλά να άρουμε και παρεξηγήσεις, να καταλάβουμε ο ένας τι εννοεί ο άλλος.
Μιλήσαμε για την ευρύτερη περιοχή, μιλήσαμε για το Αιγαίο, μιλήσαμε για την ένταση στο Αιγαίο. Εγώ τόνισα από την πλευρά μου ότι η παραβατική τουρκική αεροναυτική δραστηριότητα πρέπει να τερματιστεί. Οι αυξανόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και ειδικότερα οι εμπλοκές στο Αιγαίο, αποτελούν κίνδυνο για τις σχέσεις μας και κυρίως αποτελούν και κίνδυνο για τους πιλότους μας.
Προσέθεσα, επίσης, ότι δεν συνάδει με το καλό κλίμα που επιδιώκουμε να στήσουμε ανάμεσα στις δύο χώρες, το γεγονός ότι εν έτει 2017 επικρέμεται από πάνω μας η έννοια του casus belli. Και σε ό,τι αφορά την ανάγκη να προσεγγίσουμε, με όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό τρόπο, την ανάγκη να εξομαλυνθούν οι εντάσεις στο Αιγαίο, συμφωνήσαμε να ξαναρχίσουμε, υπό τη δική μας εποπτεία, τις συνομιλίες για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας, αλλά και οι διερευνητικές συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα.
Παράλληλα, τονίσαμε με τον κύριο Πρόεδρο τη σημασία που έχει η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού για το λαό της Κύπρου, για τις σχέσεις μας και για την περιοχή μας.
Από πλευράς μου, υπογράμμισα τις πάγιες θέσεις μας για μια επανενωμένη ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς εγγυήσεις και ξένα στρατεύματα, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα ζουν με ασφάλεια.
Τόνισα ότι η λύση αυτή πρέπει να βασίζεται στο πλαίσιο που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ.
Ελπίζουμε όλες οι πλευρές, και η Τουρκία, να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση την επόμενη περίοδο, ώστε οι συνομιλίες να ξαναρχίσουν το συντομότερο δυνατό.
Παράλληλα, μας απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα της προσφυγικής κρίσης. Συνομιλήσαμε εκτενώς για την εφαρμογή της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας. Μια δύσκολη Συμφωνία στην εφαρμογή της, αλλά μια σημαντική Συμφωνία, η οποία χάρη στην τεράστια προσπάθεια των τουρκικών, αλλά και των ελληνικών αρχών, έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των ροών και το κυριότερο, έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των θανάτων στο Αιγαίο, στη θάλασσά μας.
Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήσαμε σε μέτρα για την ακόμα πιο αποτελεσματική συνεργασία των αρχών μας. Χαιρέτησα την πολύ μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει ο τουρκικός λαός για τη φιλοξενία πάνω από τρεισήμισι εκατομμυρίων Σύρων, αυτή τη στιγμή, στην Τουρκία. Τόνισα, δε, ότι οι λαοί μας δίνουν καθημερινά μαθήματα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης στις δυνάμεις αυτές στην Ευρώπη, που θεωρούν ότι το μέλλον μας μπορεί να χτιστεί στη λογική των αποκλεισμών και στους φράκτες που θα θέτουν εμπόδια στους πρόσφυγες που φεύγουν από εμπόλεμες περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτό, μιλήσαμε με τον Πρόεδρο και για τη σημασία των ευρωτουρκικών σχέσεων. Τόνισα ότι η Ελλάδα στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μια στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκή επιλογή, με αμοιβαίες δεσμεύσεις και αμοιβαία οφέλη. Οφέλη που αφορούν τόσο την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας, όσο βεβαίως και την ανάγκη προώθησης δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στη γείτονα.
Υπογράμμισα, στο πλαίσιο αυτό, ότι η Ελλάδα στηρίζει και θα στηρίζει σταθερά μια δημοκρατική Τουρκία που θα κοιτά προς την Ευρώπη. Μια Τουρκία που, μετά την αποτρόπαια απόπειρα πραξικοπήματος που αντιμετώπισε, ελπίζουμε να επανέλθει το συντομότερο στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας και ο Πρόεδρος Ερντογάν και στο παρελθόν είχε ξεκινήσει και πρέπει να ενταθούν.
Παράλληλα, με τον Πρόεδρο συνομιλήσαμε για την εμβάθυνση της συνεργασίας μας στον τομέα της ασφάλειας. Τόνισα, όπως τονίζω πάντα, ότι βασική αρχή και αξία της Ελλάδας είναι ο σεβασμός στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η Ελλάδα είναι η χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία. Είναι η χώρα της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι μια χώρα που μπορεί να υποστηρίζει πραξικοπηματίες. Υπογράμμισα, όμως, με απόλυτη σαφήνεια, ότι η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, ένα κράτος Δικαίου. Βασική αρχή αυτού του κράτους Δικαίου είναι η διάκριση μεταξύ των εξουσιών. Συνεπώς, στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη ως ανεξάρτητη και οι αποφάσεις της γίνονται απολύτως σεβαστές από όλους μας.
Συνομιλήσαμε, επίσης, για τη συνεργασία μας στην οικονομία, την ενέργεια, τις μεταφορές, τον πολιτισμό, τον τουρισμό, τις μορφωτικές ανταλλαγές. Τονίσαμε τη σημασία ολοκλήρωσης ορισμένων σημαντικών έργων. Για παράδειγμα, η ακτοπλοϊκή σύνδεση Σμύρνης-Θεσσαλονίκης, η δεύτερη διασυνοριακή οδική γέφυρα στην περιοχή της συνοριακής διόδου Κήπων-Ύψαλα και η επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής διασύνδεσης Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης.
Συμφωνήσαμε, επίσης, στην επανενεργοποίηση της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής και στην προετοιμασία μας για ένα ανώτατο συμβούλιο συνεργασίας το επόμενο διάστημα.
Θα ήθελα, λοιπόν, να ευχαριστήσω τον κύριο Πρόεδρο για τις ουσιαστικές συνομιλίες μας, που κράτησαν και αρκετή ώρα, όπως θα διαπιστώσατε, και να πω ότι για την Ελλάδα, η χρονιά που έρχεται, το 2018, είναι μια χρονιά ορόσημο. Είναι μια χρονιά ορόσημο, διότι μετά από μια πολυετή οικονομική περιπέτεια, η Ελλάδα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, βγαίνει από τα προγράμματα στήριξης και ανακτά την οικονομικής της αυτοδυναμία και τη γενικότερη δυναμική της, θα έλεγα εγώ.
Γι΄ αυτό, λοιπόν, θεωρώ ότι το 2018 έφτασε η στιγμή, εκμεταλλευόμενοι αυτή τη θετική συγκυρία για την Ελλάδα, να συνδράμουμε, ώστε να δημιουργηθεί το θετικότερο δυνατό κλίμα ανάμεσα στους δύο λαούς. Να συνδράμουμε, ώστε οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα να συμπαρασύρουν ένα συνολικότερο κύμα συνεργασίας οικονομικής, πολιτιστικής, με αλληλοσεβασμό, αλληλεγγύη, που πιστεύω ότι είναι αρχές στις οποίες πρέπει να στηριχθούμε.
Σας προσκαλώ, λοιπόν, να ανοίξουμε μαζί ένα νέο κεφάλαιο. Ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που δεν θα βασίζεται στην αμοιβαία καχυποψία. Δεν θα βασίζεται, βεβαίως, στις προκλήσεις που είναι εύκολες, αλλά στη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια να οικοδομούμε γέφυρες πάνω σε στέρεα θεμέλια. Και είμαι βέβαιος ότι θα το αποδεχτείτε. Αν δεν το αποδεχτείτε, θα αποβεί εις βάρος των λαών μας, εις βάρος της περιοχής μας και βεβαίως εις βάρος, όχι μόνο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Είμαι πεπεισμένος, όμως, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και διατηρώ την πίστη ότι αυτή η επίσκεψή σας εδώ, είναι δυνατόν να ανοίξει ένα θετικό κεφάλαιο σε αυτή την κατεύθυνση.
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ευχαριστώ πολύ, αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ. Καταρχάς θα ήθελα να πω ότι μετά από 65 χρόνια πραγματοποιώ – και είμαι ευτυχέστατος γι’ αυτό – επίσημη επίσκεψη στη χώρα σας, με την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας της Τουρκίας, μετά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του αειμνήστου Τζελάλ Μπαγιάρ στην Ελλάδα το 1952.
Ο χώρος αυτός δεν μου είναι ξένος. Μου είναι αρκετά οικείος, γιατί αυτόν τον χώρο τον έχω επισκεφτεί, κατ΄ επανάληψη, με την ιδιότητα του Πρωθυπουργού. Τώρα, είναι η πρώτη φορά που Τούρκος Πρόεδρος Δημοκρατίας πραγματοποιεί μια επίσημη επίσκεψη, 65 χρόνια μετά την πρώτη πραγματοποιηθείσα επίσκεψη από τον Τζελάλ Μπαγιάρ.
Βεβαίως, τα βήματα που έχουμε κάνει είναι πάρα πολύ σημαντικά. Και στις συνομιλίες που είχαμε, θίξαμε και θέματα, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο θεσμοθετήθηκε επί δικής μου πρωθυπουργίας και φέτος ελπίζουμε ότι εντός των προσεχών μηνών θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη η 5η συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Ως προς τις εμπορικές μας συναλλαγές, να σας πω ότι ο όγκος αυτών των συναλλαγών έχει φτάσει φέτος τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι μια υποχώρηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και πρέπει να θέσουμε ανώτερους στόχους για να αυξηθεί αυτός ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών.
Επίσης, μιλήσαμε για την ταχεία σιδηροδρομική σύνδεση, που θα συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, καθώς και για την ακτοπλοϊκή σύνδεση Σμύρνης – Θεσσαλονίκης.
Ως προς τα θέματα του τουρισμού, αναφέραμε ότι επισκέπτονται την Ελλάδα 800.000 Τούρκοι επισκέπτες, ενώ την Τουρκία επισκέπτονται αντίστοιχα 600.000 Έλληνες επισκέπτες.
Επιθυμούμε να αναπτύξουμε περαιτέρω τις πολιτιστικές μας σχέσεις, να διαφυλάξουμε την πολιτιστική κληρονομιά, που έχει κάθε χώρα στα εδάφη της και να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τα υπάρχοντα έργα και μνημεία πολιτισμού.
Ως προς το θέμα της τρομοκρατίας, θέλω να σας πω ότι εμείς, η Τουρκία, κάνουμε μεγάλο αγώνα με αιμοσταγείς συμμορίες, τύπου PΚΚ και άλλες. Γνωρίζουμε ότι ο αντιτρομοκρατικός αγώνας είναι ένα θέμα που το γνωρίζει καλά η Ελλάδα. Εμείς είχαμε 250 θύματα κατά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 16 Ιουλίου του περσινού θέρους και βέβαια αναγνωρίζουμε την υποστήριξη που μας παρείχε η Ελλάδα στο θέμα αυτό.
Συζητήσαμε, επίσης, και το θέμα της έκδοσης των δέκα ανθρώπων πραξικοπηματιών, που έχουν προσφύγει στην Ελλάδα. Αυτό που είπα στο κ. Τσίπρα είναι ότι αυτοί οι πραξικοπηματίες είναι δυνατόν να επιστραφούν στην Τουρκία, η οποία είναι μια χώρα που έχει καταργήσει τη θανατική ποινή, δεν είναι χώρα όπου γίνονται βασανιστήρια. Και ως εκ τούτου, πιστεύω ότι και η ελληνική Δικαιοσύνη θα εισακούσει αυτή την έκκληση περί έκδοσης αυτών των δέκα αξιωματικών.
Θα ήθελα να αναφερθώ, επίσης, στο εξής θέμα: Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το θέμα της Συνθήκης της Λωζάνης, για την αναγνώριση της Συνθήκης αυτής. Μεγάλη συζήτηση περί αναμόρφωσης, αναδιαμόρφωσης, μεταρρύθμισης. Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια Συνθήκη που υπεγράφη από 11 χώρες. Ξέρετε ότι έχουν υπογράψει τη Συνθήκη η Ιαπωνία – μπορεί να σας ξαφνιάσει αυτό – καθώς και η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Αγγλία. Όλες αυτές οι χώρες έχουν υπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Λοιπόν, στη Συνθήκη της Λωζάνης υπάρχουν προβλέψεις μόνον ως προς το Αιγαίο; Δεν υπάρχει τίποτα ως προς τα μειονοτικά μας θέματα, σχετικά με το νομικό καθεστώς που διέπει και τις δύο μειονότητες; Στη Δυτική Θράκη έχουμε μουσουλμανική μειονότητα, η οποία μπορεί να είναι τουρκικής, πομακικής ή ρομά προέλευσης. Και πιστεύουμε ότι στο θέμα αυτό πρέπει να γίνουν κάποιες καινούργιες σκέψεις και σκέψεις σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Εμείς, ας πούμε, για το θέμα της μειονότητας, λέμε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εισόδημα στην Ελλάδα φτάνει τα 15.000 ευρώ, ενώ στη Δυτική Θράκη φτάνει μετά βίας τα 2.000 με 2.200 ευρώ. Υπάρχει, δηλαδή, ένα οικονομικό χάσμα.
Υπάρχει, επίσης, το θέμα της Μουφτίας. Ο αρχιμουφτής βλέπουμε ότι είναι ένας διορισμένος δημόσιος υπάλληλος. Η Συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει ότι ο επικεφαλής Μουφτής πρέπει να εκλέγεται. Στην Τουρκία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο. Και η Ιερά Σύνοδος πρέπει να έχει συγκεκριμένο αριθμό μελών για να μπορεί να εκλέξει τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και όταν υπήρξε μείωση του αριθμού των μελών της Ιεράς Συνόδου, έστειλα μήνυμα προς τον Πατριάρχη και του είπα «υποδείξτε μου ονόματα ιερωμένων, στους οποίους θα δώσουμε την τουρκική ιθαγένεια, ούτως ώστε να αποτελέσουν μέλη της Ιεράς Συνόδου». Από επτά που ήταν, ύστερα από τις υποδείξεις του Οικουμενικού Πατριάρχη, η Ιερά Σύνοδος έχει τώρα 17 μέλη, δηλαδή μπορεί να εκλέξει νέο Πατριάρχη.
Επίσης, υπήρχε η πρόβλεψη ότι στα ταξίδια του εξωτερικού, ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρέπει να έχει την έγκριση και την αδειοδότηση του Επάρχου της ευρύτερης περιοχής του Φαναρίου. Εμείς καταργήσαμε αυτή την πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάνης.
Εγώ, εδώ και 15 χρόνια, σε όλους τους Έλληνες φίλους μου, στους Πρωθυπουργούς, στους υπουργούς, λέω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για να δούμε να εκσυγχρονίσουμε αυτή τη Συνθήκη. Δεν πήρα καμία απάντηση. Υπάρχουν, επίσης, και άλλα Ιδρύματα.
Τίθενται θέματα ως προς την εδαφική ακεραιότητα. Εμείς δεν εποφθαλμιούμε την εδαφική ακεραιότητα καμιάς χώρας και καμιάς γείτονος χώρας.
Επίσης, ένα άλλο θέμα ήταν το τζαμί των Αθηνών. Είχαμε ένα θέμα με το τζαμί του Φετιχέ στην Πλάκα. Υπάρχει το τζαμί των Αθηνών. Αντίστοιχα, στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπήρξε –και γενικώς στην Τουρκία- κανένα θέμα, ούτε με αποκατάσταση θρησκευτικών κτηρίων, ούτε με τίποτα. Αυτή τη στιγμή, διενεργούνται εργασίες αποκατάστασης του Μοναστηρίου της Παναγίας του Σουμελά. Και οι εργασίες αυτές θα ολοκληρωθούν, ούτως ώστε να μπορούν να προσεύχονται όλοι όσοι το επιθυμούν. Για παράδειγμα, στην περιοχή Παλάτ, κοντά στο Πατριαρχείο, υπάρχει μια εκκλησία που ονομαζόταν «η σιδερένια εκκλησία» και στις 7 Ιανουαρίου του 2018 θα γίνουν τα θηρανοίξια αυτής της εκκλησίας. Εμείς δεν έχουμε κανένα φόβο, κανένα πρόβλημα με την ελευθερία της πίστης και νομίζω ότι υπάρχουν, τίθενται θέματα στη Δυτική Θράκη. Πρέπει τα θέματα αυτά να μην συνεχίζουν να παραμένουν επί της τραπέζης. Δεν πρέπει πια να τα συζητούμε.
Επίσης, ως προς το Κυπριακό, θέλω να πω ότι εγώ, που είχα ενεργό συμμετοχή στις διαπραγματευτικές εργασίες περί το Κυπριακό, θυμάμαι, για παράδειγμα, στο Νταβός που ο Κόφι Ανάν με παρακάλεσε και μου είπε, ρωτώντας με τι σκέπτομαι. Και εγώ του ανταπάντησα ότι εγώ θέλω να ρωτήσω εσάς, για τις δικές σας σκέψεις, ότι πρέπει να κινηθούμε ομονοούντες σε αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων, ούτως ώστε να καταλήξουμε κάπου. Εμείς είμαστε δύο χώρες που είναι μητέρες πατρίδες και εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο και αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας. Άρα, θέτουμε το θέμα στους υπουργούς Εξωτερικών, πάντα το αναθέταμε σε αυτούς. Και μετά κάναμε μια συνάντηση στο Νταβός, τότε ήταν Πρωθυπουργός ο κ. Καραμανλής και όταν έληξαν οι συνομιλίες, οι διαπραγματεύσεις, την τελευταία στιγμή η ελληνοκυπριακή πλευρά ζήτησε να αποχωρήσει από τις συνομιλίες. Εγώ είπα «όχι, εδώ πρέπει να ολοκληρώσουμε όλες αυτές τις εργασίες και να υπογράψουμε μια συμφωνία». Και στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα, όπου οι Τουρκοκύπριοι ήταν υπέρ της λύσης σε ποσοστό 60% και πλέον, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ήταν αρνητικοί σε αυτό το Σχέδιο Ανάν κατά 60%. Εκεί, στο Νταβός, οι Ελληνοκύπριοι μας υποσχέθηκαν ότι θα φτάσουμε στην επίλυση του Κυπριακού και δεν έγινε έτσι.
Πρόσφατα, είχαμε πάλι μια συνάντηση στην Ελβετία με θέμα το Κυπριακό. Και ποιος ήταν ο αποχωρήσας; Και πάλι, η ελληνοκυπριακή πλευρά. Εδώ είναι οι υπουργοί Εξωτερικών μας, ήταν παρόντες εκεί και μπορούν να σας πουν τι έγινε στο Κραν Μοντανά. Εμείς θέλουμε μια δίκαιη και διαρκή λύση, μια βιώσιμη λύση και αυτό θέλει και η ελληνική πλευρά. Αλλά υπάρχουν, τίθενται θέματα, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν στην ουσία ως υπεκφυγές της τελευταίας στιγμής, ούτως ώστε να μην καταλήξουμε κάπου. Πρέπει να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να κάνουμε τα βέβαια βήματα, που συνάδουν με τις πραγματικότητες της νήσου.
Ως προς τα θέματα του Αιγαίου, τα οποία τα συζητήσαμε: Έχω εδώ μαζί μου, με συνοδεύει σε αυτή την επίσημη επίσκεψη, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τα θέματα του Αιγαίου είναι δυσεπίλυτα ίσως, αλλά είναι θέματα που μπορούν να λυθούν. Και μπορούν να λυθούν με τις διαπραγματευτικές συνομιλίες, οι οποίες πρέπει να γίνουν. Εμείς πρέπει να εστιάσουμε στο γεμάτο μέρος του ποτηριού. Δεν μπορούμε να κοιτάμε συνέχεια και να υπογραμμίζουμε τα θέματα του παρελθόντος, τα λάθη, τα σφάλματα, δηλαδή το άδειο μέρος του ποτηριού.
Ως προς το Προσφυγικό, το οποίο ήταν επίσης στην ατζέντα μας: Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία φιλοξενεί 3.000.000 πρόσφυγες. Και οι επενδύσεις που έχει κάνει από τον προϋπολογισμό της φτάνουν στα 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Τι μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως στήριξη και βοήθεια; 850.000.000 ευρώ, τα οποία δίνονται στην Ερυθρά Ημισέληνο, όχι σε μας, δεν είναι στήριξη του προϋπολογισμού μας. Ποιος υποσχέθηκε για το 3 δισ. + 3 δισ. ευρώ; Η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι έχει δώσει μέχρι τώρα; Αυτά τα 850.000.000 ευρώ που σας είπα.
Σε μια συνάντηση εργασίας, όπως αυτή που κάναμε, και σε αυτή τη συνέντευξη Τύπου, θέλω να αναφερθώ στην απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ, του κ. Τραμπ, σχετικά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Και οι ΗΠΑ είναι, ενδεχομένως, η μόνη χώρα, που μιλά για την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Η Ιερουσαλήμ είναι το πνευματικό κέντρο, η πρωτεύουσα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που να επικροτεί την απόφαση περί αναγνώρισης των Ιεροσολύμων ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ. Έκανα κάποιες ανακοινώσεις στη συνέχεια κάποιων πιέσεων και κάποιων συνομιλιών που είχα. Εγώ είμαι Πρόεδρος της Συνόδου Κορυφής των Συντονιστριών Χωρών και θα πραγματοποιήσουμε μια Σύνοδο Κορυφής στις αρχές του επόμενου έτους. Υπάρχει, επίσης, και η Σύνοδος των αραβικών κρατών, η οποία επίσης θα αποφανθεί περί της απόφασης Τραμπ για την αναγνώριση των Ιεροσολύμων [ως πρωτεύουσας του Ισραήλ].
Αλλά θα ήθελα, τώρα, να καταλήξω και δεν θέλω να μακρηγορήσω, ευχαριστώντας γι’ αυτή την εξαιρετική υποδοχή και φιλοξενία. Να ευχηθώ να συνεχιστεί η εμπορική, οικονομική, τουριστική, στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών και να συνεχίσουμε πάντα ακλόνητοι τις εργασίες μας.
Νίκος Λιονάκης (ΑΠΕ-ΜΠΕ): Μιλήσατε για συμφωνίες, για πιο αποτελεσματική διαχείριση στο προσφυγικό. Αν μπορείτε να μας πείτε, αν υπάρχει κάτι καινούργιο προς αυτό. Πως αξιολογείτε την έως τώρα συνεργασία και αν αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο – η συνεργασία στο προσφυγικό – για συνεργασία και σε άλλους τομείς μελλοντικά. Θα ήθελα, επειδή αναφέρθηκε ο Πρόεδρος Ερντογάν, και τη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού σε σχέση με την κίνηση των ΗΠΑ αναφορικά με την Ιερουσαλήμ. Και μία πιο ειδική ερώτηση προς τον Πρόεδρο Ερντογάν: Αναφέρατε, ότι δεν φοβάστε την θρησκευτική ελευθερία. Γιατί δεν έχει ανοίξει έως τώρα η Θεολογική Σχολή της Χάλκης; Ευχαριστώ.
Αλέξης Τσίπρας: Εγώ θα ήθελα πριν απαντήσω στα ερωτήματά σας, μιας και ο φίλος Πρόεδρος Ερντογάν άνοιξε με ειλικρίνεια όλη την ατζέντα της συζήτησης και νομίζω είναι θετικό και θεμιτό αυτό. Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα. Δύο φίλες χώρες, δύο γειτονικές χώρες, είμαστε γείτονες, οι γείτονες πρέπει να συζητούν και όπου συμφωνούν και όπου διαφωνούν. Θα ήθελα να πω ότι σήμερα με τις δηλώσεις του εδώ, συνειδητοποιώ ότι όλο το προηγούμενο διάστημα μάλλον δεν έγινε απολύτως κατανοητό τι ακριβώς εννοεί σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Διότι αυτό που κατάλαβα από όσα είπε, δεν είναι ότι ζητάει την αναθεώρηση. Άλλωστε και να τη ζήταγε την αναθεώρηση, θα έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε την Ιαπωνία και τις άλλες εννιά χώρες για να κάτσουμε να συζητήσουμε. Και βεβαίως κατάλαβα κάτι πολύ σημαντικό που έχει σημασία να το τονίσω, ότι δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση σε σχέση με την εδαφική ακεραιότητα, τα σύνορά μας δηλαδή, που ορίζονται από αυτή τη Συνθήκη. Εγώ, τουλάχιστον, αυτό κατάλαβα και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να το επισημάνουμε.
Η αλήθεια είναι, ότι είμαι λίγο μπερδεμένος σε σχέση με το αν αυτό που θέτει στο τραπέζι είναι τον εκσυγχρονισμό, την επικαιροποίηση ή την ορθή τήρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, διότι ακόμα και στο ζήτημα που έθεσε για τη Θράκη σε σχέση με τους μουφτήδες αναφέρθηκε στην ορθή τήρηση και όχι στην αναθεώρηση. Εγώ θα ήθελα να επαναλάβω σε σχέση με τη Θράκη το εξής: Η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, αλλά και η ελληνική μειονότητα στην Τουρκία πρέπει να αποτελέσουν μοχλό έλξης ανάμεσα στις δύο χώρες. Το στοιχείο εκείνο που θα μας φέρει πιο κοντά και όχι το στοιχείο εκείνο που θα μας απομακρύνει. Και με την ευκαιρία να πω, ότι η δική μας η κυβέρνηση έχει ιδιαίτερη μέριμνα για τους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες και ιδιαίτερη ευαισθησία σε κάθε είδους μειονότητα και στις θρησκευτικές. Και βεβαίως συμμερίζομαι την άποψη ότι πρέπει να γίνουν ακόμα βήματα σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο, σε σχέση με την αναβάθμιση των συνθηκών.
Στα ζητήματα που αφορούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, όμως που αφορούν τους Έλληνες πολίτες, δεν είναι ζητήματα διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο κρατών. Εκεί θα εφαρμόσουμε την πολιτική μας, γιατί θέλουμε να την εφαρμόσουμε. Και το πρόγραμμά μας το μεταρρυθμιστικό, γιατί αυτό αφορά δική μας υπόθεση την οποία και θα υλοποιήσουμε.
Άκουσα, βεβαίως, και τη συζήτηση, την τοποθέτηση του Προέδρου για τις γνωστές διαφορές στο Αιγαίο, στο Κυπριακό. Νομίζω ότι, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Στο Κυπριακό, είμαι 43 χρονών και 43 χρόνια αυτό το θέμα μένει ανοικτό. Κάθε φορά, βεβαίως, υπάρχει μία συζήτηση για το ποιος φταίει. Δεν πρέπει, όμως, αγαπητέ μου φίλε Πρόεδρε, να ξεχνάμε ότι το θέμα αυτό υπάρχει ανοικτό, διότι πριν 43 χρόνια υπήρξε μία παράνομη εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου.
Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των θρησκευτικών ελευθεριών, επίσης, και εκεί είμαι πολύ ευαίσθητος εγώ και η Ελληνική Δημοκρατία στο σύνολό της ως ένα κράτος δικαίου και ελευθερίας. Θέλω να τονίσω ότι, έχουμε προχωρήσει όλο αυτό το διάστημα στην ανακατασκευή μιας σειράς από τζαμιών στον ελλαδικό χώρο, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στα Μήθυμνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στο Ρέθυμνο, στη Ρόδο, το Φετιχιέ τζαμί εδώ στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι. Όμως, ξέρετε, εμείς, ούτε μία στιγμή δεν σκεφτήκαμε, στο Φετιχιέ τζαμί για παράδειγμα, να κάνουμε μία θρησκευτική λειτουργία ορθόδοξη όπως αντιστοίχως, κακώς κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει το τελευταίο διάστημα επανειλημμένα στην Αγιά Σοφιά. Πρέπει να υπάρξει σεβασμός αμοιβαίος της ιδιαιτερότητας της κάθε πλευράς. Σεβασμός στα θρησκευτικά πιστεύω και απόλυτη βούληση για ελευθερία. Ελευθερία στη δυνατότητα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα να λειτουργεί και να ασπάζεται την πίστη της, όπως επίσης και της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία.
Τώρα σε ό,τι αφορά την ερώτηση για το μεταναστευτικό: Στο μεταναστευτικό είμαστε και οι δύο παθόντες. Στην πλάτη της Τουρκίας και της Ελλάδας έχει πέσει το βάρος ολόκληρου του κόσμου, όχι μόνον της Ευρώπης. Η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση τα τελευταία χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών. Και η Τουρκία αυτή τη στιγμή φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια Σύρους. Η Ελλάδα βρέθηκε με τον μικρό της πληθυσμό, τις μικρές της δυνάμεις στην ανάγκη να φιλοξενήσει, να δώσει βοήθεια σε εκατοντάδες χιλιάδες που ήθελαν να περάσουν, βέβαια, στην Ευρώπη αλλά πέρασαν από την Ελλάδα, δέχθηκαν τη φιλοξενία του ελληνικού λαού. Και σήμερα, βεβαίως, εμείς οι δύο χώρες, η συνεργασία μας είναι κρίσιμη για όλη την Ευρώπη και για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Θεωρώ, ότι η συζήτησή μας ήταν εξαιρετικά εποικοδομητική στο θέμα αυτό και βεβαίως, πιστεύω ότι το επόμενο διάστημα θα γίνουν και κινήσεις, που θα διευκολύνουν την πλήρη υλοποίηση και εφαρμογή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας αλλά και την αποσυμφόρηση των ελληνικών νησιών.
Σε ό,τι αφορά τέλος, το ακανθώδες ζήτημα της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης, θέλω να επισημάνω ότι η θέση της Ελλάδας είναι σαφής. Η Ελλάδα παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην ειρηνευτική διαδικασία, που προβλέπει τη δημιουργία δύο κρατών, όπως αυτή προβλέπεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση θα εργαστούμε ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ως χώρα με βαθιές ρίζες και με τον αραβικό κόσμο αλλά και φιλικές σχέσεις και με το Ισραήλ, με εκτεταμένη σχέση συνεργασίας στην περιοχή. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η απόφαση για αναγνώριση ολόκληρης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, είναι μία απόφαση που δεν συμβάλλει στην υπόθεση της ειρήνης, σε μία περιοχή εύθραυστη, σε μία περιοχή που ήδη φλέγεται από εντάσεις.
ΕΡΝΤΟΓΑΝ: Εγώ θα ήθελα ιδιαίτερα να αναφερθώ στο θέμα των μειονοτήτων ξανά. Πριν από όλα, στη Δυτική Θράκη, στο ζήτημα του αρχιμουφτή, του αν είναι εκλεγμένος ή διορισμένος. Κατά τη γνώμη μου συνιστά μια σοβαρή πληγή και πιστεύω ότι ο αξιότιμος Πρωθυπουργός θα μεριμνήσει για την επίλυση και τη διευθέτηση του συγκεκριμένου ζητήματος. Βεβαίως αυτό είναι σαφές ότι αποτελεί ένα εσωτερικό θέμα της χώρας, δεν διαφωνούμε. Αλλά αν μας δίνεται η άδεια, προφανώς και μπορούμε να διατυπώσουμε την παράκλησή μας. Διότι εμείς εμπιστευόμαστε τη γείτονα χώρα και γι΄ αυτό δείχνουμε το ενδιαφέρον μας για το εσωτερικό της Δίκαιο.
Όσον αφορά το ζήτημα των θρησκειών, είναι ένα ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί και από τεχνική άποψη σε συνεργασία των υπουργείων μας. Τα βήματα που θα καταβάλλουμε, ειδικά στο κυπριακό ζήτημα, θα είναι προς την κατεύθυνση της ανεύρεσης μια ς δίκαιης και βιώσιμής λύσης. Προφανώς ο κ. Τσίπρας, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, εξανίσταται για τη διαιώνιση αυτού του προβλήματος ενώ εγώ έχω συνηθίσει. Αλλά αναζητώντας τη λύση, βλέπω ότι η πείρα που αποκόμισα από την ενασχόλησή μου με όλη αυτή τη διαδικασία, είναι πολύτιμη. Και μπορώ, με μεγάλη άνεση, να παρέχω τις σχετικές πληροφορίες, τα σχετικά έγγραφα, προκειμένου να φτάσουμε ταχύτερα στην επίλυση αυτού του ζητήματος. Λέγεται ότι η Τουρκία διαθέτει στρατό, όπως εξάλλου και η Ελλάδα. Αν είχε εφαρμοστεί δεόντως το Σχέδιο Ανάν δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο, διότι θα υπήρχε μια συμφωνία σχετικά με τον αριθμό των στρατευμάτων που εδρεύουν στο νησί. Όμως, η ελληνοκυπριακή πλευρά έκανε το στραβοπάτημα και φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Πιστεύω, όμως, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε, εργαζόμενοι από κοινού, προκειμένου να φτάσουμε στην επίλυση του ζητήματος. Ευχαριστώ πολύ.
Tuysuz Caglar Deniz (NTV): Η ερώτησή μου απευθύνεται και στους δύο ηγέτες. Μιλήσατε σχετικά με την έκδοση των πραξικοπηματιών. Τι άλλο έχετε να μας πείτε περί αυτού; Και κ. Τσίπρα, τι συζητήσατε σχετικά με το θέμα, διότι αναφέρατε την έκδοση των πραξικοπηματιών . Ποια βήματα προτίθεστε να καταβάλετε, όσον αφορά αυτό το ζήτημα;
Αλέξης Τσίπρας: Νομίζω ότι στην πρώτη τοποθέτησή μου ήμουν σαφής. Είναι ένα ζήτημα το οποίο χειρίζεται η ελληνική δικαιοσύνη. Η Ελλάδα, ως κράτος δικαίου και ως χώρα της ΕΕ, έχει απόλυτο διαχωρισμό των εξουσιών. Είναι διακριτές οι θέσεις και οι ρόλοι της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής. Αυτό το οποίο εγώ μπορώ να πω και αφορά την πολιτική μου θέση και στάση: Η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός ως μια δημοκρατική χώρα και ως ένας λαός δημοκρατικός που έχει υποστεί βαρύτατες συνέπειες από την κατάλυση της Δημοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία, δεν μπορεί παρά να στηρίζει τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Και δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετη και αντίθετος ο ελληνικός λαός απέναντι σε όποιες απόπειρες κατάλυσης της Δημοκρατίας. Και άρα με αυτή την έννοια να είναι αντίθετος και να μην έχει ανοιχτές τις πόρτες σε πραξικοπηματίες. Αυτό το οποίο εγώ μπορώ να σας διαβεβαιώσω, είναι ότι η Ελλάδα ως κράτος δικαίου και η ελληνική δικαιοσύνη θα πράξει τα δέοντα, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να έχουν μια δίκαιη δίκη.