Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω τον Ισπανό Πρωθυπουργό για την εξαιρετική φιλοξενία της τρίτης κατά σειρά Συνόδου Χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε πέρυσι τον Σεπτέμβρη και καθιερώνεται, καθίσταται ολοένα και πιο απαραίτητη, σημαντική θα έλεγα πρωτοβουλία για την πορεία του διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης, όσο σημαντική, όμως, θα έλεγα ότι είναι και η παρουσία του Νότου στην Ευρώπη και στην ευρωπαϊκή προοπτική εν γένει.

Νομίζω ότι η πρωτοβουλία μας έχει ήδη συμβάλει στην ενίσχυση των δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ μας και προχωρά αποφασιστικά, ώστε να συμβάλει και στο μέλλον της Ευρώπης. Η πορεία των Διακηρύξεών μας, άλλωστε, αντανακλά αυτή ακριβώς τη δυναμική. Και σήμερα δεν βρισκόμαστε εδώ για συζητήσουμε μονάχα για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά και το παρόν της Ευρώπης. Το πώς ο Νότος της Ευρώπης, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται και στην πρώτη γραμμή των μεγάλων προκλήσεων που αφορούν την Ευρώπη, θα μπορέσει να παίξει καθοριστικό ρόλο, επηρεάζοντας τους συσχετισμούς και παρεμβαίνοντας για την αναγκαία, την απαραίτητη αλλαγή της πορείας, την αλλαγή κατεύθυνσης.

Είμαστε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και ενεργά μέλη της Ευρωζώνης, κράτη – μέλη που διατηρούμε την πίστη μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μακριά από λογικές εθνικού απομονωτισμού. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, νομίζω.

Οι σημερινές μας συνομιλίες αποτυπώνουν την κοινή μας πολιτική βούληση, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε και στη Διακήρυξη της Μαδρίτης. Πρώτα απ’ όλα για την οικοδόμηση μιας αναπτυξιακής και κοινωνικής Ευρώπης, με έναν ουσιαστικό ευρωπαϊκό κοινωνικό πυλώνα. Με δύο λόγια, την αναγκαιότητα η Ευρώπη να καταφέρει να ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Και για να ξεπεράσει η Ευρώπη την οικονομική κρίση, πρέπει να ξεπεράσει τις εγγενείς ανισότητες στο εσωτερικό της.

Θέλω να επισημάνω ότι όλοι μας, σε αυτό το πάνελ, έχουμε συμφωνήσει να τηρήσουμε τους κανόνες έτσι όπως απορρέουν από τις κοινές μας Διακηρύξεις. Χρειάζεται, όμως, πρώτον η απαραίτητη ευελιξία, δεύτερον χρειάζεται αυτούς τους κανόνες να τους τηρούν όλοι. Και όταν ειδικά μιλάμε για την Ευρωζώνη, η οποία είναι ένα κλειστό κύκλωμα οικονομικό, αντιλαμβάνεστε ότι τα πλεονάσματα κάποιων είναι τα ελλείμματα κάποιων άλλων. Και έτσι, λοιπόν, τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου στο σύνολό του, είναι τα υπερβολικά πλεονάσματα, έξω και πέρα από όσο ορίζουν οι Συνθήκες και οι Συμφωνίες που έχουμε συνυπογράψει, που υπάρχουν αυτή τη στιγμή για ορισμένες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Θα πρέπει, λοιπόν, αυτή η αντίφαση να επιλυθεί.

Θέλω να ευχαριστήσω, για άλλη μια φορά, και τους έξι συναδέλφους για τη διαρκή τους στήριξη και αλληλεγγύη στην προσπάθεια της Ελλάδας να ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Η Ελλάδα έχει καταφέρει, το τελευταίο διάστημα, εξαιρετικά σημαντικές επιδόσεις στην οικονομία, έχουμε καταφέρει ήδη από το 2016 να πιάσουμε τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018, που είναι 3,5%. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η ώρα, πιστεύω, να υπάρξει μία ουσιαστική λύση και για το ζήτημα του χρέους της Ελλάδας που θα δώσει την προοπτική υπέρβασης της κρίσης για την Ελλάδα, αλλά νομίζω ότι αυτό θα σηματοδοτήσει την έξοδο από την κρίση συνολικά της Ευρωζώνης. Και νομίζω ότι όλοι μας συμφωνούμε ότι θα πρέπει να γίνουν τα απαραίτητα βήματα, τα επόμενα βήματα, που θα αφορούν τόσο σε ένα λογικό πλαίσιο για το μεσοπρόθεσμο διάστημα των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο όμως και στα μεσοπρόθεσμα εκείνα απαραίτητα μέτρα για την απομείωση του χρέους.

Πιστεύω ότι τελειώνοντας τη δεύτερη αξιολόγηση και άρα, δίνοντας το σήμα ότι η Ελλάδα ξεπέρασε την κρίση και ότι η Ευρωζώνη ξεπέρασε την κρίση, ανοίγει η δυνατότητα να θέσουμε επί τάπητος, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία σειρά από αιτήματα που θα βαθύνουν τόσο την οικονομική σύγκλιση όσο και την κοινωνική συνοχή. Να θέσουμε επί τάπητος το αίτημα για την ανάγκη να μπορέσουμε να περιορίσουμε τους κινδύνους μέσα στην Ευρωζώνη και την αποσταθεροποίηση. Και αυτό σημαίνει την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, τη δυνατότητα και την προοπτική, ενδεχομένως, ενός ευρωπαϊκού ομολόγου. Αυτό σημαίνει την προοπτική μιας κοινής τραπεζικής ένωσης με κοινούς κανόνες και με εγγυήσεις καταθέσεων. Αυτό σημαίνει έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά προγράμματα για την ενίσχυση των επενδύσεων, που θα δημιουργήσουν μία προοπτική ενίσχυσης και της απασχόλησης και άρα, καταπολέμηση της ανεργίας.

Όλα αυτά, λοιπόν, θα μπορέσουν να τεθούν πιστεύω στο τραπέζι και θα τα συζητήσουμε. Αποφασίσαμε να τα συζητήσουμε στην επόμενη Διάσκεψη στην Κύπρο, που θα λάβει χώρα αμέσως μετά το πέρας δύο κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων σε δύο κρίσιμες χώρες της Ευρώπης: στη Γαλλία και στη Γερμανία.

Είχαμε τη δυνατότητα, βεβαίως, να κουβεντιάσουμε, όπως είπαν οι προλαλήσαντες, και τα ζητήματα του Brexit, το θέμα του Κυπριακού και της σταθερής στήριξης των προσπαθειών του Νίκου Αναστασιάδη για μία βιώσιμη λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Είχαμε τη δυνατότητα να κουβεντιάσουμε για την ανάγκη μιας αποτελεσματικότερης ανθρώπινης μεταναστευτικής πολιτικής, που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο και στην αλληλεγγύη. Είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για τις εξελίξεις στη Συρία. Και εκεί, ως χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που τις περισσότερες μας βρέχει η Μεσόγειος Θάλασσα, έχουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να υπάρξει μια συγκροτημένη ευρωπαϊκή πολιτική που να κινείται προς την κατεύθυνση της διασφάλισης της ειρήνης και της σταθερότητας. Και γι’ αυτό συμφωνήσαμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Ξέρω πολύ καλά ότι βρισκόμαστε σε μία πολύ κρίσιμη στιγμή, σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο, νομίζω, όμως, ότι ιστορικά πάντοτε -σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές – ο Νότος της Ευρώπης, η Μεσόγειος, μπόλιασαν την ευρωπαϊκή σκέψη και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό με το απαραίτητο όραμα για το μέλλον. Πιστεύω ότι και τώρα αυτό επιχειρούμε. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε έναν σπουδαίο ποιητή, τον Θερβάντες, ο οποίος πολέμησε και στη χώρα μου, στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, ο οποίος είχε πει, μεταξύ άλλων, το εξής: «Αυτό που είναι παράλογο είναι να βλέπεις τον κόσμο μόνο έτσι όπως είναι και όχι έτσι όπως θα έπρεπε να είναι». Εμείς, λοιπόν, επιχειρούμε να σταματήσουμε τον παραλογισμό του να βλέπουμε την Ευρώπη μόνο έτσι όπως είναι, αλλά να προσπαθήσουμε να τη δούμε και έτσι όπως θα έπρεπε να είναι και να δουλέψουμε, για να την κάνουμε έτσι όπως θα έπρεπε να είναι.