Πρόκειται αναμφίβολα για μια ιστορική καμπή στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, που για οχτώ ολόκληρα χρόνια είχε παραδώσει την ευθύνη άσκησης της οικονομικής πολιτικής της αποκλειστικά στους δανειστές της ως αποτέλεσμα της ουσιαστικής της χρεοκοπίας στις αρχές του 2010.

Τώρα λοιπόν που αρχίζει να διαφαίνεται ότι τελικά αυτή η κυβέρνηση θα πετύχει εκεί που απέτυχαν όλες οι προηγούμενες και με ασύγκριτα μικρότερο κοινωνικό κόστος, τίθενται εκ νέου και εύλογα τα ερωτήματα:

Αξιζε τον κόπο να αναλάβει αυτή τη βαριά ευθύνη μια κυβέρνηση της Αριστεράς;

Την ανέλαβε για λογαριασμό των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπεί ή για λογαριασμό της οικονομικής ελίτ;

Θα επιχειρήσω να μην απαντήσω μονολεκτικά στα ερωτήματα, αλλά να σκιαγραφήσω τις απαντήσεις παραθέτοντας τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας. Και έχοντας πάντα κατά νου ότι τις απαντήσεις τις διεκδικείς, τις παλεύεις καθημερινά, δεν τις βρίσκεις έτοιμες σε κάποια θεωρητικά εγχειρίδια.

Η έξοδος από τα μνημόνια καθαρά, δηλαδή χωρίς πιστοληπτική γραμμή στήριξης και άρα νέες δεσμεύσεις λιτότητας, δεν είναι ένα ορόσημο χρονικό. Δεν είναι δηλαδή προδιαγεγραμμένο ότι όταν παρέλθει ο χρόνος κάποιος βγαίνει από ένα πρόγραμμα στήριξης. Η δυνατότητα εξόδου εξαρτάται από την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Και σήμερα είναι η πορεία της οικονομίας που δημιουργεί τόσο τις προϋποθέσεις για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία για την καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο, όσο όμως και τις συνθήκες για την επόμενη μέρα της χώρας μετά την πολυετή κρίση.

Σε αυτό το θετικό περιβάλλον, που διαμορφώνεται από τη διαρκή ανάκαμψη όλων των βασικών οικονομικών μεγεθών, έχουμε τη δυνατότητα πλέον να συμφωνήσουμε με πολύ καλύτερους όρους και για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.

Η ρύθμιση του χρέους συνιστά μια απολύτως κρίσιμη, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, παράμετρο ώστε η χώρα να διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναμική που καταγράφει και να εξαλειφθεί ο κίνδυνος της επιστροφής στις μέρες που ζήσαμε από το 2010.

Είναι όμως σαφές ότι η υπόθεση του χρέους δεν αφορά μονάχα τα δημόσια οικονομικά και τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης των υποχρεώσεων της χώρας στο μέλλον. Αφορά και το κρίσιμο πεδίο της ανάπτυξης και της παραγωγής νέου πλούτου που έχει ανάγκη η Ελλάδα.

Η ρύθμιση του χρέους βελτιώνει ακόμη περισσότερο το επενδυτικό περιβάλλον, με δεδομένη την ελαχιστοποίηση του κινδύνου στο μακροπρόθεσμο διάστημα, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και την πρόσβαση σε πόρους που θα τροφοδοτήσουν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Αυτό άλλωστε συμβαίνει ήδη από σήμερα, καθώς πολλές ελληνικές επιχειρήσεις τους τελευταίους μήνες δανείστηκαν με πολύ χαμηλά επιτόκια ώστε να χρηματοδοτήσουν τις επενδυτικές τους δραστηριότητες.

Υπάρχει όμως και ακόμη μία πιο σημαντική πτυχή των ευεργετικών συνεπειών από τη ρύθμιση του χρέους και αυτή αφορά τη διεύρυνση των βαθμών ελευθερίας της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Με δεδομένη τη λειτουργία των αγορών ως μηχανισμού πειθάρχησης των επιμέρους οικονομιών, η ρύθμιση του χρέους στερεί τη δυνατότητα από όσους πιθανά το επιχειρήσουν στο μέλλον να παίξουν παιχνίδια κερδοσκοπίας εις βάρος της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, έχοντας μια συγκεκριμένη και συνεκτική στρατηγική για το ζήτημα του χρέους της, θα είναι σε θέση να σχεδιάζει αυτόνομα πια την οικονομική και κοινωνική της πολιτική.

Συνεπώς μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει βαθμούς ελευθερίας να σχεδιάσει και να υλοποιήσει πολιτικές στήριξης της κοινωνίας, δίχως τον διαρκή κίνδυνο ενός νέου κύκλου αστάθειας που θα οδηγήσει εκ νέου σε εξαναγκασμό περιοριστικών πολιτικών.

Με αυτή την έννοια η ρύθμιση του χρέους για μια κυβέρνηση της Αριστεράς δίνει μια εντελώς διαφορετική προοπτική από ό,τι θα έδινε για μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που απλά θα αποκτούσε δημοσιονομικό χώρο για να βαθύνει τις ανισότητες, αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου αποκλειστικά μέσα από τη μείωση της φορολογίας του.

Αντιθέτως, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει τη δυνατότητα υλοποίησης ενός σχεδίου παρεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, με άξονες την αναρρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων καθώς και τη στήριξη των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες από την πολυετή λιτότητα.

Πόσο βαθιές μπορεί να είναι αυτές οι παρεμβάσεις;

Είναι προφανές ότι το βάθος τους δεν εξαρτάται μονάχα από τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, καθώς το ευρωπαϊκό πλαίσιο θέτει περιορισμούς.

Εχει όμως μεγάλη σημασία σε πιο άκρο βρίσκεσαι εντός αυτού του πλαισίου. Και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στην πιο ακραία εκδοχή άσκησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Η καθαρή έξοδος με ρύθμιση του χρέους λοιπόν θα μας επιτρέψει να μετακινηθούμε εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και των δεδομένων περιορισμών του, για να το πω σχηματικά, από το δεξιό στο αριστερό άκρο. Ενώ ταυτόχρονα θα δίνουμε τη μάχη με τις προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και για τη διεύρυνση του ίδιου του πλαισίου.

Μια εξαιρετικά δύσκολη ομολογουμένως υπόθεση, καθώς οι οπαδοί της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και αποδυναμωμένοι, δίνουν ακόμα τον τόνο. Μια υπόθεση ωστόσο που οφείλουμε να μην την αφήσουμε από τις προτεραιότητές μας.

Ισχυρίζομαι με δυο λόγια ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή όχι, αποτελεί σήμερα το πιο πρόσφορο πεδίο της πάλης, ταξικής και πολιτικής. Και σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να χαράξουμε τη πολιτική μας, αν θέλουμε να έχουμε νίκες για τις κοινωνικές δυνάμεις που ως Αριστερά εκπροσωπούμε και όχι διαρκείς και ηρωικές ήττες.

Μόνο που σε αυτό το πλαίσιο οι νίκες ωριμάζουν αργά και δεν μπορεί να είναι συντριπτικές, σε αντίθεση με τις ήττες. Η εμπειρία μας άλλωστε από την προσπάθεια αριστερής διακυβέρνησης σε περίοδο μνημονικών καταναγκασμών είναι πια πλούσια. Γνωρίζουμε καλά το κόστος. Τώρα όμως αρχίζουμε να μαθαίνουμε και τα οφέλη.

Διότι μνημόνια είχαμε και από το ’10 ώς το ’15, μόνο που τότε δεν έπεσε η ανεργία 7 μονάδες, αλλά ανέβηκε 17. Και δεν υπήρξε καμία πρόνοια για να μπει τέλος στην αδήλωτη εργασία και στον εργασιακό μεσαίωνα, παρά μόνο στο να ξηλωθούν οι συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα.

Η προσπάθεια λοιπόν να μετατοπίζουμε διαρκώς τον συσχετισμό υπέρ των κοινωνικών πολιτικών και της αναδιανομής του πλούτου, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα που μας δίνεται, έχει ήδη ξεκινήσει και προχωρά πλέον με πιο σταθερά βήματα, στη χώρα μας.

Το νέο πλαίσιο όμως που θα διαμορφώσει η έξοδος από τα μνημόνια και άρα η διεύρυνση των βαθμών ελευθερίας ως προς την άσκηση πολιτικής, παράγει πλέον μια πολύ σημαντική επίπτωση στην εσωτερική πολιτική της χώρας: καθιστά σαφέστερες τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της σημερινής κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η Ν.Δ. βλέπει τη δυνατότητα που έχει η κυβέρνηση για να διευρύνει το πεδίο της εργασιακής και κοινωνικής προστασίας και την ξορκίζει, ακριβώς επειδή διαφωνεί ιδεολογικά με οτιδήποτε δεν συντηρεί ή, ακόμα περισσότερο, δεν διευρύνει το χάσμα μεταξύ του πλούτου και της εργασίας.

Βλέπει επίσης ότι η βασική αντιπολιτευτική θέση της περί καταστροφής και εκτροχιασμού, καταρρέει στα εξ ων συνετέθη και αντιδρά μέσα από ένα διαρκή πόλεμο φθοράς και προπαγάνδας. Με ναυαρχίδα τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και fake news, με τους οποίους έχει προνομιακές σχέσεις, και φυσικά με τον εσμό της κρατικοδίαιτης ολιγαρχίας που βλέπει τις μέρες της αφθονίας του να τελειώνουν.

Είναι λοιπόν απολύτως λογικό με αυτή τη στρατηγική η Νέα Δημοκρατία να καταλήγει εν τέλει υπερασπιστής εν συνόλω των πεπραγμένων ενός πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου που έφτασε τη χώρα στα όριά της.

Για τον λόγο αυτό δεν διστάζει να παίρνει τον ρόλο του συνηγόρου έναντι κατηγορουμένων όχι μόνο στελεχών της, αλλά και φιλικών της επιχειρηματιών για υποθέσεις που εκτείνονται από το ξέπλυμα χρήματος μέχρι και το εμπόριο ναρκωτικών.

Αυτός ο ολισθηρός δρόμος που έχει επιλέξει η Νέα Δημοκρατία δεν μας αγγίζει. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει την απόλυτη προσήλωσή μας στο έργο μας για την επόμενη μέρα της χώρας.

Η νέα εποχή θα είναι μια εποχή δημοσιονομικής σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης, μα πάνω απ’ όλα δικαιοσύνης.

Δικαιοσύνη για κάθε πολίτη που πρέπει να ζει και να εργάζεται με αξιοπρέπεια.

Δικαιοσύνη έναντι κάθε πολιτικού που θεώρησε εαυτόν υπεράνω νόμων και κανόνων και έβαλε το δάχτυλο στο μέλι.

Δικαιοσύνη έναντι τμημάτων της επιχειρηματικής ελίτ, που έστησαν, σε συνεργασία με το πολιτικό προσωπικό της διαπλοκής, μηχανισμούς γενικευμένης παρανομίας και υπονόμευσης του δημοσίου συμφέροντος.

Με αυτές τις αρχές η χώρα θα φτάσει στη νέα εποχή απαλλαγμένη από τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς καταναγκασμούς.

Και η Ελλάδα σε αυτή τη νέα εποχή δεν μπορεί παρά να έχει στο τιμόνι της μια κυβέρνηση, η οποία σέβεται και υπερασπίζεται αυτούς και αυτές που αποτελούν την κινητήρια δύναμή της. Τους ίδιους τους πολίτες.

 

«Εφημερίδα των Συντακτών», 05/05/2018