Καλό μεσημέρι.

Πριν από λίγες ημέρες περιήλθε σε γνώση του Πρωθυπουργού το γεγονός ότι το Σεπτέμβριο του 2021, την περίοδο που ο κ. Ανδρουλάκης κατείχε μόνο το αξίωμα του ευρωβουλευτή και ήταν υποψήφιος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών προέβη σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνό του. Η διαδικασία αυτή είχε την έγκριση ανώτατης Εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από τον νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχτηκε ο κ. Ανδρουλάκης Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.

Παρότι είναι σαφές ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες, ο χειρισμός εκ μέρους της ΕΥΠ ήταν λανθασμένος  και ελλιπής, καθώς υποτιμήθηκαν οι πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης αυτής. Εξαιτίας της φύσης της υπόθεσης θα έπρεπε η ηγεσία της ΕΥΠ να είχε ενημερώσει την πολιτική αρχή στην οποία υπάγεται. Η υπηρεσία  δεν επέδειξε το απαραίτητο, σε τέτοιες περιπτώσεις, αισθητήριο, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα στενά υπηρεσιακά και πάντως εντός των ορίων της νομιμότητας. Είναι σαφές ότι δεν υπήρξε εγκαίρως ενημέρωση   για τη νόμιμη παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, παρότι η ΕΥΠ βρίσκεται υπό την εποπτεία του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Για αυτό και ο Πρωθυπουργός ζήτησε και έλαβε την παραίτηση του Διοικητή της ΕΥΠ.

Η παραίτηση του Γενικού Γραμματέα του Γραφείου του Πρωθυπουργού, ο οποίος  ανέλαβε ευθαρσώς την αντικειμενική πολιτική ευθύνη, ήταν μια πολιτική κίνηση ευθιξίας και συνέπεια του ανεπαρκούς χειρισμού από μεριάς ΕΥΠ.

Ο Πρωθυπουργός έκανε σαφές με τη χθεσινή του δήλωση ότι, αν και η διαδικασία ήταν νόμιμη στις επιμέρους εκφάνσεις της, ήταν λανθασμένη εν συνόλω και δεν θα την επέτρεπε, ως έχων την εποπτεία της ΕΥΠ, αν είχε λάβει γνώση των σχετικών διαδικασιών πριν από την έναρξη της επισύνδεσης. Επειδή, όπως τόνισε ο Πρωθυπουργός, «η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέρα και από την κρίση ακόμη ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού».

Η λανθασμένη διαχείριση της επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη δεν πρέπει όμως επουδενί να μας οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Αρχικά, δεν είναι εθνικά επωφελές να ρίξουμε το λίθο του αναθέματος στην ΕΥΠ. Όπως διευκρίνισε ο Πρωθυπουργός, η προσφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είναι σημαντική. Αποτυπώνεται εμφατικά στην ετοιμότητα της Ελλάδος να αντιμετωπίσει προκλήσεις, όπως αυτές στον Έβρο ή στο Αιγαίο. Αποτυπώνεται  στη διαρκή διπλωματική και αμυντική μας θωράκιση, αλλά και στην καθημερινή μάχη της κοινωνίας με την τρομοκρατία και το έγκλημα. Ένα ολίσθημα, συνεπώς, ένα λάθος, δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί πόσο πολύτιμες είναι οι αξιόπιστες πληροφορίες σε έναν σύνθετο κόσμο που  ζούμε.

Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η Εθνική Ασφάλεια είναι το υπερσύνολο της ασφάλειας, καθώς επί της ουσίας περιλαμβάνει έναν ευρύ τομέα που καλύπτει την εξωτερική πολιτική, την εθνική άμυνα, την εσωτερική ασφάλεια και ειδικά θέματα, όπως είναι για παράδειγμα η κυβερνοασφάλεια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μετά και τη δημιουργία διακριτού Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, περιλαμβάνει και αυτό τον τέταρτο τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπηρεσίες πληροφοριών που είναι επιφορτισμένες με την εθνική ασφάλεια συνεργάζονται και εμπλέκονται σε υποθέσεις που αφορούν και τα τέσσερα, για παράδειγμα, προαναφερόμενα Υπουργεία. Η Ελλάδα είχε επί χρόνια, εσφαλμένα, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών με κύρια αρμοδιότητα την Εθνική Ασφάλεια υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, το οποίο είναι αρμόδιο για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και μόνο. Το 2015 το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η Ελληνική Αστυνομία, απέκτησαν τη δική τους υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικής ασφάλειας και εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε κανένας λόγος η ΕΥΠ να παραμένει υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου Υπουργείου.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, η Κυβέρνησή μας, είναι η πρώτη που έκανε σημαντικά βήματα για τη δημιουργία Συστήματος Εθνικής Ασφάλειας στην Ελλάδα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η μετατροπή του ΚΥΣΕΑ σε Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, η δημιουργία θέσης Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και η υπαγωγή του ελέγχου της ΕΥΠ στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Στην καρδιά, δηλαδή, της διακυβέρνησης, που έχει και την ευθύνη συντονισμού όλων των Υπουργείων.

Επειδή, με αφορμή την υπόθεση του κ. Ανδρουλάκη και την επίσημη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά περί συγκεντρωτισμού εξουσιών, θα ήθελα να πληροφορήσω ότι στη Γερμανία, για παράδειγμα, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών, υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας, υπάγεται απευθείας στο Γραφείο του Καγκελάριου. Στην Ιταλία η υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας υπηρεσία υπάγεται στον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην Πορτογαλία η υπεύθυνη για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Στη Σλοβενία η σχετική υπηρεσία επίσης υπάγεται απευθείας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, όπως και στην Πολωνία. Στη Νέα Ζηλανδία η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υπάγεται επίσης στον Πρωθυπουργό. Στον Καναδά ο Πρωθυπουργός προεδρεύει του Οργάνου που συντονίζει τις υποθέσεις εθνικής ασφάλειας που ξεπερνούν την επιμέρους ευθύνη υπουργών για υπηρεσίες πληροφοριών και μέσω αυτού έχει αυξημένη εποπτεία στη δραστηριότητα των υπηρεσιών πληροφοριών. Στη Μεγάλη Βρετανία ο Πρωθυπουργός, υποστηριζόμενος από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, έχει την κύρια ευθύνη για το σύστημα εθνικής ασφάλειας, εξού και των υπηρεσιών πληροφοριών, που ασχολούνται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Τέλος, στις Η.Π.Α. ο Πρόεδρος, υποστηριζόμενος από το Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, έχει την ευθύνη και το συντονισμό των διαφορετικών υπηρεσιών πληροφοριών. Αυτές είναι πρακτικές που ακολουθούνται σε ευνομούμενα και προηγμένα δημοκρατικά κράτη σε όλο τον πλανήτη και έχουν αποδώσει για τα κράτη αυτά αποτελέσματα.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην ονειροβατούμε, οφείλουμε να δεχθούμε ότι η Δημοκρατία, μέσω θεσμικών δικλείδων αυτοπροστατεύεται και διασφαλίζεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το Κράτος, το οποίο, για να επιβιώσει από κάθε είδους απειλές, χρειάζεται να εξασκεί μέσα αυτοπροστασίας, εντός πάντοτε του πλαισίου των νόμων. Για να έχουμε, όμως, ισχυρή Δημοκρατία και ισχυρό Κράτος, προϋποτίθεται μια ισχυρή και ασφαλής Πατρίδα. Ειδικά, σε μια εξαιρετικά επιβαρυμένη εποχή -που αντιμετωπίζουμε πάμπολλες απειλές, παραδοσιακού και υβριδικού τύπου- η ανάγκη αυτή είναι σαφώς μεγαλύτερη.

Για λόγους λοιπόν εθνικής επιβίωσης, μέσα μάλιστα σε μια εποχή τεράστιων κρίσεων και προκλήσεων, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και χρήσιμοι, η Πατρίδα, το Κράτος και η Δημοκρατία μας δεν πρέπει και δεν μπορούν να είναι αφελείς. Επιβάλλεται, στο όνομα της προστασίας του δημόσιου και εθνικού συμφέροντος, να αξιοποιούμε όλα τα νόμιμα εργαλεία. Ένα μέσο αυτοπροστασίας της Πατρίδας, του Κράτους και της Δημοκρατίας είναι και οι νόμιμες επισυνδέσεις των τηλεπικοινωνιών. Συμβαίνουν σε κάθε φιλελεύθερο και δημοκρατικό Κράτος, εδώ και πάρα πολύ καιρό. Συμβαίνουν και στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Η Ελλάδα, μάλιστα, έχει ένα από τα πιο αυστηρά πλαίσια για τις επισυνδέσεις από όλα τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης. Θα ήταν ωραίο να ζούμε σε ένα αγγελικό κόσμο, που όλες αυτές οι υπηρεσίες και διεργασίες δεν θα ήταν απαραίτητες, δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Αλλά, η ουτοπία αυτή δεν υπάρχει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο πώς ζούμε και στο πώς θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη, ώστε όποιος αφήνει αυτό πού γίνεται για εκείνο που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει την καταστροφή της Πατρίδας, παρά τη σωτηρία της. Για αυτό και ο Πρωθυπουργός επεσήμανε χθες ότι «έχουμε ιερή υποχρέωση να ισορροπούμε ανάμεσα στην ασφάλεια του τόπου και των πολιτών και στην προστασία των θεμελιωδών αρχών που προστατεύουν την ιδιωτική σφαίρα και το απόρρητο των επικοινωνιών».

Παρά ταύτα, ο χειρισμός της υπόθεσης με τον κ. Ανδρουλάκη έδειξε ότι επιβάλλονται βελτιώσεις, ώστε να μην ξαναβρεθούμε πάλι σε ανάλογη δύσκολη θέση. Στο χειρισμό αυτό δεν υπάρχει νομικό σφάλμα. Επειδή, όμως, είναι προφανής η διάσταση νομικού και πολιτικά ορθού, το κενό αυτό χρήζει θεσμικής αντιμετώπισης. Απαιτείται όχι μόνο η βελτίωση της επιχειρησιακής επάρκειας της ΕΥΠ, αλλά και η συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της. Για αυτό και η Κυβέρνηση συμφώνησε άμεσα στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει, επιβάλλει. Ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι θα είναι ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα, που θα ενισχύσει τους μηχανισμούς λογοδοσίας μιας τόσο  κρίσιμης υπηρεσίας για την ασφάλεια της χώρας, υιοθετώντας «προτάσεις που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους. Ξεκινώντας, σίγουρα, από τις αυστηρότερες δικλίδες σε ό,τι αφορά τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει άμεσα με την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου». Η Πράξη αυτή θα εκδοθεί το επόμενο διάστημα, θα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες. Πρώτ’ απ’ όλα την παροχή  γνώμης από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για την τοποθέτηση του Διοικητή της ΕΥΠ και δεύτερον την επαναφορά και δεύτερου εισαγγελικού φίλτρου, δηλαδή και δεύτερης γνώμης Εισαγγελέα πριν την έναρξη της νόμιμης επισύνδεσης.

Στην κατεύθυνση αυτή, επίσης, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε 4 πεδία αλλαγών που θα προτείνει η Κυβέρνηση:

1ον. Ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του Κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.

2ον. Αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ.

3ον. Θωράκιση του πλαισίου νόμιμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα.

4ον.  Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.

Η θέση του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης είναι ξεκάθαρα υπέρ της πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης, στο πλαίσιο που θέτει ο νόμος, αλλά και η φύση των ζητημάτων αυτών. Οι απαντήσεις θα δοθούν με το δέοντα τρόπο και ήδη έχει δρομολογηθεί η αποκατάσταση των συνεπειών του λανθασμένου χειρισμού  που τελέστηκε. Η Κυβέρνηση χειρίζεται όλα τα θέματα, πόσω μάλλον τέτοια, με θεσμικό σεβασμό και με γνώμονα τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, τηρώντας αυστηρά, όσα ορίζει ο νόμος. Κατά συνέπεια, η Κυβέρνηση δεσμεύεται να γίνει με σοβαρότητα ό,τι απαιτείται σε θεσμικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο για τη διερεύνηση της υπόθεσης της νόμιμης επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη. Ο Πρόεδρος της Βουλής χθες ενημέρωσε την Κυβέρνηση για το αίτημα του κ. Τσίπρα για τη διακοπή των θερινών διακοπών της Βουλής και τον ορισμό έκτακτης συζήτησης Προ Ημερησίας Διάταξης για το θέμα αυτό στην Ολομέλεια. Η Κυβέρνηση συμφώνησε στην επίσπευση του ανοίγματος της Βουλής στις 22 Αυγούστου και τον ορισμό της συζήτησης αυτής εντός εκείνης της εβδομάδας. Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 31 Αυγούστου.

Θέλω, όμως, να αναφερθώ και στη στάση του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος επίμονα και περιέργως αρνείται να ενημερωθεί από την Κυβέρνηση για όσα έγιναν. Στην ουσία, ο κ. Ανδρουλάκης απορρίπτει και δεν αξιοποιεί καμιά θεσμική δυνατότητα ενημέρωσης: ούτε από την Κυβέρνηση, ούτε από το Κοινοβούλιο, ούτε από τις Δημόσιες Αρχές. Και ενώ αρνείται να ενημερωθεί αρμοδίως και ενδελεχώς, προβαίνει σε μια πλειάδα δηλώσεων που βασίζονται σε συμπεράσματα αυθαίρετα, χωρίς να έχει γνώση όλων των γεγονότων.

Η νομιμότητα της επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη δεν αμφισβητείται, αν και πολιτικά, όπως πολλές φορές έχουμε πει, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί. Θα προτρέψω τον κ. Ανδρουλάκη και όλους όσους προσποιούνται ότι αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα να ανατρέξουν σε σειρά νομικών εγγράφων, αλλά και στο νόμο 2225/1994. Εκεί θα βρουν όλα τα σχετικά με τις νόμιμες επισυνδέσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, που δεν εξαιρούν κανένα πρόσωπο, κανένα υποκείμενο από το πεδίο εφαρμογής. Γιατί στη Δημοκρατία, όσον αφορά στο νόμο, δεν υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι. Στο  νόμο 2225/1994 βρίσκονται, επίσης, και οι υπογραφές όλων όσων τον εισηγήθηκαν.

Να υπενθυμίσω ακόμη ότι η νομιμότητα και η συνταγματικότητα της επισύνδεσης κρίθηκε θετική και από την αρμόδια Εισαγγελέα. Επιπλέον, τη νομιμότητα της επισύνδεσης αξιολογεί και η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, η οποία και θα εκδώσει το σχετικό πόρισμα.

Σε ό,τι αφορά το Predator και άλλα κακόβουλα λογισμικά, μέσω των οποίων έχει γίνει παρακολούθηση ή απόπειρα παρακολούθησης δεκάδων πολιτικών και δημόσιων προσώπων στην Ευρώπη, έχουμε ξεκαθαρίσει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τα έχει προμηθευτεί και καμιά αρχή ασφαλείας και κρατική υπηρεσία στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί τα εν λόγω λογισμικά. Πρόκειται για ακόμη μια αξιοπρόσεκτη επιμονή του κ. Ανδρουλάκη, αλλά και άλλων, η άρνηση και αυτής της πραγματικότητας.

Ο Πρωθυπουργός συνόψισε χθες, λέγοντας ότι εδώ και τρία χρόνια έχουμε αποδείξει ότι διδασκόμαστε από τις αστοχίες, για να γινόμαστε καλύτεροι. Ο ίδιος δεν κρύφτηκε ποτέ μπροστά σε δυσκολίες ή ευθύνες. Σε μία συχνά μοναχική αλλά σταθερή μάχη αυτοκριτικής και προσπάθειας διαρκούς βελτίωσης.

Χάνοντας, ίσως, προς στιγμήν κάποιες μάχες με χρόνιες παθογένειες. Κερδίζοντας, όμως, τον πόλεμο των μεγάλων στοιχημάτων. Και κυρίως, χωρίς να χάνει ποτέ, μα ποτέ, το στόχο μιας ισχυρής, Δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και εθνικά αυτοδύναμης Ελλάδας.

Καλούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επιδείξουν την οφειλόμενη προς το Σύνταγμα και την Πατρίδα μας υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Να μην θυσιάσουν στο όνομα του μικροκομματισμού τους θεσμούς άμυνας και αυτοπροστασίας του Πολιτεύματός μας, του Κράτους μας και της Πατρίδας μας. Η αστάθεια δεν είναι εθνικά ωφέλιμη και δεν πρέπει να κάνουμε από μόνοι μας ό,τι θα εύχονταν όσοι εκτός Ελλάδος, ενδεχομένως  απεργάζονται, οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας.

Μαζί με την καθαρή θέση ότι δεν θα επιτρέψουμε να μείνει καμία σκιά για το ζήτημα που απασχολεί την επικαιρότητα, ξεκαθαρίζουμε σε κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη.

Ευχαριστώ πολύ και παρακαλώ για τις ερωτήσεις σας.

ΑΝΤ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, θα ήθελα να μου πείτε τις προϋποθέσεις που έχει η ΕΥΠ για τη νόμιμη παρακολούθηση ή επισύνδεση προσώπων. Είτε αυτά είναι πολιτικά, όπως είπατε δεν εξαιρείται κανένας από αυτό. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει μία νόμιμη επισύνδεση. Το manual δηλαδή;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Διέπονται από ένα πολύ ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο, που ξεκινάει από το 1994, ενδεχομένως και πριν, με μικρές τροποποιήσεις, το οποίο δεν εξαιρεί κανέναν. Βασίζεται στην αξιολόγηση των πληροφοριών που έχει η ηγεσία της και στην έγκριση από εισαγγελικούς λειτουργούς.

ΔΗΜ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πέρα από τα πολιτικά και τα υπηρεσιακά, τα πληροφοριακά δελτία των φυσικών και τεχνικών παρακολουθήσεων του κυρίου Ανδρουλάκη, τι έχουν απογίνει; Έχουν διαβιβαστεί στην Εισαγγελία, εν είδει κάποιας δικογραφίας; Έχουν αρχειοθετηθεί, δηλαδή ο κύριος Ανδρουλάκης έχει φάκελο, πλέον, στην ΕΥΠ; Ή έχουν καταστραφεί, δεδομένου ότι και ο Πρωθυπουργός κι εσείς τώρα, πριν από λίγο, είπατε πως δεν έπρεπε να παρακολουθείται αυτός ο πολιτικός αρχηγός;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Όλες αυτές είναι πληροφορίες, οι οποίες θα δοθούν από τις Υπηρεσίες με τον θεσμικά δέοντα τρόπο, στο βαθμό που πρέπει και επιτρέπεται να δοθούν από το θεσμικό πλαίσιο. Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι όταν μια νόμιμη επισύνδεση ολοκληρώνεται και δεν καταλήγει σε τίποτα, το οποίο να ακουμπά στο λόγο για τον οποίον έγινε, τερματίζεται εκεί και καταστρέφεται το οποιοδήποτε αρχείο. Αλλά όλα αυτά, επαναλαμβάνω, είναι πληροφορίες που έχουν οι αρμόδιες αρχές και άπτονται ζητημάτων που δεν μπορεί να κουβεντιάζονται στο δημόσιο λόγο, για ευνόητους λόγους που αντιλαμβάνεται ο καθένας.

ΜΗΝ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Επικαλεστήκατε σειρά χωρών που η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υπάγεται απευθείας στον Αρχηγό της Κυβέρνησης. Έχει συμβεί σε κάποια από αυτές τις χώρες να παρακολουθούνται πολιτικοί αντίπαλοι και δημοσιογράφοι; Και τι θα συνέβαινε, εάν αποκαλυπτόταν κάτι τέτοιο στη Γερμανία ή στη Βρετανία;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Αυτή είναι μία ερώτηση που θα πρέπει να απευθύνετε στις Υπηρεσίες Ασφαλείας των χωρών αυτών. Εκείνο που δεν είπα και που πρέπει να συμπληρώσω είναι ότι δεν είναι πρώτη φορά που στη χώρα μας η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, έχει γίνει και σε άλλες περιόδους. Και ο λόγος για τον οποίο υπάγεται, έχει να κάνει με όλα αυτά που παρουσίασα και στην εισήγησή μου. Από την υπόθεση του κυρίου Ανδρουλάκη, προφανώς και αναδείχθηκε μία παθογένεια στη λειτουργία του συστήματος, προφανώς και πρέπει να υπάρχουν ισχυρότερα φίλτρα, ενδεχομένως και πολύ καλύτερες συνθήκες και όρια λογοδοσίας της ΕΥΠ. Ο Πρωθυπουργός προς αυτήν την κατεύθυνση κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις. Είμαστε έτοιμοι ν’ ακούσουμε και άλλες προτάσεις, οι οποίες, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη βασική αποστολή των Υπηρεσιών Εθνικής Ασφάλειας, ενδεχομένως μπορέσουν να συμβάλλουν στην καλύτερη τήρηση της ισορροπίας. Από τη μια οι Υπηρεσίες αυτές να κάνουν τη δουλειά τους, προασπίζοντας το δημόσιο συμφέρον, την εθνική ασφάλεια και από την άλλη, να προστατεύουν ακόμα καλύτερα και πιο στέρεα θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως είναι το απόρρητο των επικοινωνιών, χωρίς να θίγουν, δηλαδή, θεμελιώδη δικαιώματα. Δεν είναι μια εύκολη άσκηση ισορροπίας αυτή. Ήδη, καταθέσαμε συγκεκριμένες θεσμικές προτάσεις, ήδη με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου γίνονται κάποια πρώτα βήματα και είμαστε ανοιχτοί και σε περισσότερες προτάσεις στην κατεύθυνση αυτή.

Κ. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Πώς εξηγεί η Κυβέρνηση ότι με το Predator επιχειρήθηκε να παγιδευτεί το τηλέφωνο του κυρίου Ανδρουλάκη, ενώ λίγες ημέρες πριν είχε τεθεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ; Πρόκειται για μία σύμπτωση, για μία χρονική σύμπτωση; Και επίσης, ο Πρωθυπουργός γιατί χθες δεν αναφέρθηκε στην περίπτωση παρακολούθησης του κυρίου Κουκάκη;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Ο Πρωθυπουργός χθες αναφέρθηκε για το ζήτημα της νόμιμης επισύνδεσης που ήρθε στην επιφάνεια του τηλεφώνου του κυρίου Ανδρουλάκη, ξεκαθαρίζοντας πως, αν και ήταν νομικά ορθό, δεν το γνώριζε και αν το γνώριζε, η εξέλιξη της όλης διαδικασίας θα ήταν διαφορετική. Σε ό,τι αφορά το Predator, η ελληνική Κυβέρνηση, εγώ, έχουμε πολλές φορές τοποθετηθεί, ξεκαθαρίζοντας ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει προμηθευτεί το συγκεκριμένο λογισμικό, ούτε κανένα άλλο κακόβουλο λογισμικό παρακολούθησης, ως εκ τούτου, οι ελληνικές αρχές Ασφαλείας και καμία κρατική ελληνική Αρχή, δεν χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα λογισμικά. Το έχουμε πει σε όλους τους τόνους, υπάρχει έρευνα σε εξέλιξη από την ελληνική Δικαιοσύνη και γι’ αυτό το περιστατικό, έχει επιληφθεί και η Ανεξάρτητη Αρχή Διαφάνειας. Επαναλαμβάνω, δεν χρησιμοποιούν οι ελληνικές αρχές ασφαλείας τα συγκεκριμένα λογισμικά. Η απόπειρα παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων πολιτικών προσώπων στην Ευρώπη είναι μια δυσάρεστη πραγματικότητα με αυτά τα κακόβουλα λογισμικά και είναι ένα ζήτημα και για την Ελλάδα και για τις άλλες χώρες, να βρούμε τρόπους πώς θα θωρακιστούμε απέναντι και σε αυτή την απειλή.

Γ. ΣΚΙΤΖΗ: Κύριε Εκπρόσωπε, αναφερθήκατε σε παθογένειες, όπως είπατε πριν από λίγο, της ΕΥΠ. Ήθελα να ρωτήσω: Λέτε παθογένειες. Παθογένεια, όπως έχουμε καταλάβει, μία είναι ότι δεν ενημερώθηκε ο Πρωθυπουργός. Υπάρχουν κι άλλες παθογένειες; Πρώτον. Και, δεύτερον, θα ήθελα να μας πείτε αν υπάρχει κλήση από τον κ. Δεμίρη στον κ. Ανδρουλάκη για ενημέρωσή του, γιατί από τον Εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, τον κ. Μάντζο, λέει ότι δεν υπάρχει.

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Ο κ. Δεμίρης έχει τοποθετηθεί μόλις πριν από λίγες μέρες εκεί. Από όσο μπορώ να γνωρίζω, είναι απολύτως στη διάθεση του κ. Ανδρουλάκη να τον επισκεφθεί και να τον ενημερώσει για οτιδήποτε μπορεί να τον ενημερώσει μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας και άσκησης των καθηκόντων του. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία θα ήθελε να προσφύγει ο κ. Ανδρουλάκης και να καταθέσει ερωτήσεις σχετικά με το θέμα που τον αφορά. Είναι γνωστό ότι τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να κουβεντιάζονται στο δημόσιο λόγο για λόγους που αντιλαμβάνονται όλοι. Διέπονται από ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας διαχρονικά. Ακόμη κι αν κάποιος δεν το γνώριζε αυτό, τις μέρες που το θέμα βρίσκεται στην επιφάνεια, όφειλε να είχε μελετήσει και να είχε αντιληφθεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι κι ένας θεσμικός δρόμος ενημέρωσης για τα ζητήματα αυτά. Καλούμε τον κύριο Ανδρουλάκη να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες πριν ξεκινήσουν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπου κι εκεί θα συζητηθούν θέματα. Τώρα, κοιτάξτε, σε ό,τι αφορά τις παθογένειες. Τι συμβαίνει εδώ; Έχουμε ένα θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των νόμιμων επισυνδέσεων, το οποίο δεν εξαιρεί κανέναν της επαγγελματικής ή της άλλης ιδιότητάς του. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Είτε είσαι πολιτικός, είτε είσαι δημοσιογράφος, είτε είσαι γεωπόνος, είτε είσαι γιατρός, είτε είσαι ηθοποιός, είτε είσαι τεχνίτης δεν λέει το νομικό πλαίσιο ότι εφόσον φέρεις αυτή την ιδιότητα αποκλείεσαι του οποιουδήποτε ελέγχου της νόμιμης επισύνδεσης με τις διαδικασίες που περιγράφεται και που είναι οι προϋποθέσεις για αυτή τη νόμιμη επισύνδεση. Είναι σαφές ότι αυτό το πλαίσιο πρέπει κανείς να το ξαναδεί. Δεν είναι εύκολη συζήτηση, δεν είναι απλή κουβέντα. Προφανώς, χρειάζεται ένα παραπάνω φίλτρο ενδεχομένως. Η Κυβέρνηση με την επαναφορά της διάταξης που ίσχυε πριν το 2018, διάταξη την οποία κατήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, επαναφέρει τη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών πριν την έναρξη της διαδικασίας της νόμιμης επισύνδεσης. Είμαστε ανοιχτοί στο να συζητήσουμε και άλλα φίλτρα. Επαναλαμβάνω δεν είναι απλές και εύκολες οι συζητήσεις αυτές. Δεν πρέπει να γίνονται υπό το πρίσμα της εργαλειοποίησης ή της μικροκομματικής εκμετάλλευσης. Πάντως, είναι παθογένειες τις οποίες τις συνέπειές τους τις είδαμε και οφείλουμε να τις αξιολογήσουμε και να τις διορθώσουμε. Ανάμεσα στα άλλα, στην Εξεταστική Επιτροπή που θα συγκροτηθεί στη Βουλή και που, προφανώς, θα εξετάσει διάφορες περιόδους λειτουργίας της ΕΥΠ, όχι για συμψηφισμούς ή για εκμετάλλευση γεγονότων, αλλά για να δούμε, από την εμπειρία που θα αποκομίσουμε, πώς θα διορθώσουμε καλύτερα τα πράγματα, θα έχει μία αξία να δούμε πώς οι αντίστοιχες διοικήσεις της ΕΥΠ στο παρελθόν διαχειρίστηκαν τέτοιες παθογένειες, αν τις διαχειρίστηκαν. Για αυτό και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες θα βγάλουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς μπορούμε να είμαστε καλύτερα θωρακισμένοι από εδώ και πέρα και σε αυτό το κομμάτι.

Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Κύριε Εκπρόσωπε, ο Πρωθυπουργός είπε, κι εσείς το είπατε, ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη, δηλαδή με υπογραφή Eισαγγελέα. Και πως εάν γνώριζε δεν θα την επέτρεπε. Θα παρενέβαινε, δηλαδή, στη Δικαιοσύνη; Θα είχε κάποια διακριτική μεταχείριση έναντι του κ. Ανδρουλάκη;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Όχι. Είναι πολύ εύστοχο το ερώτημα. Εκείνο που θα γινόταν ήταν ότι η εξέλιξη της διαδικασίας θα ήταν διαφορετική. Πριν φτάσει, δηλαδή, στον εισαγγελέα το αίτημα για την έγκριση, θα υπήρχε, ενδεχομένως, μια αξιολόγηση με βάση τις πληροφορίες, το σκεπτικό, το πλαίσιο που η διοίκηση της ΕΥΠ θα πρότεινε την εκκίνηση αυτής της διαδικασίας και η εξέλιξη της υπόθεσης θα ήταν διαφορετική. Δεν αναφέρομαι σε καμία περίπτωση σε παρέμβαση του Πρωθυπουργού στο στάδιο μιας διαδικασίας από την ώρα που έχει εγκριθεί, αλλά δεδομένου ότι πρέπει να υπήρχε ένα τέτοιου είδους αισθητήριο και φίλτρο αξιολόγησης, εάν αυτό ήταν σε γνώση του Πρωθυπουργού πριν εκκινήσει όλη η διαδικασία, η εξέλιξη της υπόθεσης θα ήταν διαφορετική.

Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Αν μου επιτρέπετε, οπότε ο Πρωθυπουργός, δεδομένου ότι και η Υπηρεσία υπαγόταν στο γραφείο του, δεν είχε καθημερινή ενημέρωση από την ΕΥΠ;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Ο Πρωθυπουργός δεν είχε ενημέρωση για αυτό το περιστατικό από την ΕΥΠ σε καμία φάση της όλης υπόθεσης.

Δ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε, επειδή συζητάμε για το τι περιείχε αυτή η παρακολούθηση κλπ., το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Χωρίς να μπαίνετε στην ουσία, γιατί είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Το αποτέλεσμα αυτής της παρακολούθησης ποιο ήταν; Έχει αξιόμεμπτη συμπεριφορά ο κ. Ανδρουλάκης, διώκεται για κάτι, είναι ύποπτος για κάτι;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Προφανώς και δεν θα μπορούσα να είμαι σε θέση να γνωρίζω. Αυτά είναι ζητήματα που διέπονται από ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο και η ενημέρωση μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από συγκεκριμένα κανάλια. Αυτό που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ήταν ότι η επισύνδεση αυτή στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη ήταν απολύτως νόμιμη, για λόγους που έκρινε η Υπηρεσία ότι έπρεπε να γίνει. Δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω για αυτό και ούτε θα μπορούσα να γνωρίζω.

ΚΩΝ. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, επειδή οι Πρέσβεις της Αρμενίας και της Ουκρανίας στην Ελλάδα διέψευσαν τα περί εμπλοκής τους στην υπόθεση παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, εδώ τι έχει συμβεί; Δόθηκαν από την Κυβέρνηση λάθος διαρροές; Βιάστηκε η Κυβέρνηση;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δεν υπάρχει καμία διαρροή από την πλευρά της Κυβέρνησης για οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα. Η Κυβέρνηση σέβεται απολύτως το πλαίσιο λειτουργίας που διέπει τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αντιμετωπίζει με τη σοβαρότητα που οφείλει να αντιμετωπίζει τα πράγματα αυτά. Ξαναλέω και πάλι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είναι ένα πάρα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια της Ελληνικής Κυβέρνησης, της ελληνικής Πολιτείας να υπερασπίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κυριαρχικά της δικαιώματα, εθνικά δίκαια, να ανταποκρίνεται σε απειλές και σε κινδύνους απέναντι στην εθνική ασφάλεια. Δεν είναι ζητήματα αυτά, με τα οποία παίζει κανείς με διαρροές ή παίζει μικροπολιτικά παιχνίδια και, πάντως, όχι εμείς.

ΑΝΤ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, είπατε ότι αν δεν υπάρχει ωφέλιμο υλικό από μια νόμιμη επισύνδεση, αυτό σε εύλογο χρόνο καταστρέφεται. Στην περίπτωση του κυρίου Ανδρουλάκη έχει καταστραφεί αυτό το υλικό ή υπάρχει; Και ένα δεύτερο ερώτημα: Τόσο στο δικό σας το λόγο νωρίτερα όσο και στους λόγους που έχουν ακουστεί το προηγούμενο διάστημα, αφήνετε μια σκιά ή κάποια  υπόνοια για τη λειτουργία κέντρων εκτός χώρας. Λειτουργούν εξωθεσμικά κέντρα κατά της χώρας; Έχετε τέτοιες υποψίες;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δεν αφήνω καμιά υπόνοια. Παρακολουθώ τι γίνεται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου δημιουργούνται για τον Α ή Β λόγο συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας, οι οποίες δεν είναι προς όφελος ούτε των χωρών αυτών ούτε της Ευρώπης συνολικότερα. Και λέω απλώς ότι αν κάποιοι απεργάζονται ή πιστεύουν ότι και η Ελλάδα θα βρεθεί σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας, βρίσκονται σε μεγάλη πλάνη. Αυτό λέω. Η χώρας μας είναι ισχυρά απολύτως θωρακισμένη, με μια ισχυρά κοινοβουλευτικά Κυβέρνηση, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δυνατά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία.

 

Τώρα, από εκεί και πέρα, με ρωτάτε πράγματα τα οποία δεν έχω τη δυνατότητα να γνωρίζω και να απαντώ. Εκείνο που γνωρίζω από το πρωτόκολλο αυτού του τύπου των νόμιμων επισυνδέσεων είναι ότι όταν ολοκληρώνονται και δεν προκύπτει τίποτα, δεν υπάρχει κάποιο αρχείο ή κάτι να κινείται. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτές είναι απαντήσεις που σίγουρα ο κύριος Ανδρουλάκης θα μπορούσε να πάρει από τις Υπηρεσίες και σίγουρα, φαντάζομαι, θα δοθούν και στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή σε άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες που θα εκκινήσουν το επόμενο διάστημα.

Γ. ΣΚΙΤΖΗ: Κύριε Εκπρόσωπε, όλο το ξέσπασμα αυτής της υπόθεσης κρίνετε ότι φέρνει πιο κοντά ενδεχομένως τις πρόωρες εκλογές;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Όχι.

Δ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο διοικητής της ΕΥΠ, ο κύριος Κοντολέων, αποπέμφθηκε. Ενέχεται και για κάτι άλλο, για κάποιες άλλες υποθέσεις ή μόνο για αυτή και έχουμε κλείσει. Υπάρχει εξελισσόμενη έρευνα για πιθανές υποθέσεις, τις οποίες χειρίστηκε και δεν ενημέρωσε το Πρωθυπουργικό Γραφείο ή αυτή ήταν η μοναδική;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Είναι απολύτως συγκεκριμένος ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε η παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ.

ΜΗΝ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Δεδομένου πως τόσο το Καλοκαίρι του 2019 η πρώτη κίνηση της Κυβέρνησης ήταν να υπαχθεί η ΕΥΠ στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, ο κ. Δημητριάδης ήταν προσωπική του επιλογή, η Κυβέρνηση άλλαξε τον νόμο για να πληροί τα κριτήρια ο κ. Κοντολέων και επίσης είχαμε και την αλλαγή της νομοθεσίας για την απαγόρευση στην ΕΑΔ να ενημερώνει τους πολίτες που παρακολουθούνται για εθνικούς λόγους, θεωρείτε πως ο Πρωθυπουργός μπορεί να μένει αλώβητος από τις πολιτικές ευθύνες για όλη αυτή την κατάσταση;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Σε ό,τι αφορά τις ευθύνες για την υπόθεση της νόμιμης επισύνδεσης του κ. Ανδρουλάκη, τις έχουμε περιγράψει με πολύ μεγάλη σαφήνεια. Αποδόθηκαν με την παραίτηση του επικεφαλής της ΕΥΠ και λόγω πολιτικής ευθιξίας από τον Γραμματέα της Κυβέρνησης. Από εκεί και πέρα, η συνολική αποτίμηση της συνδρομής και της συμβολής της ΕΥΠ, της μεταφοράς της στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και αν αυτό είναι προς ωφέλεια ή όχι της χώρας θα γίνει στην ώρα της και πρέπει κανείς να ζυγίζει όλα τα περιστατικά.  Το πώς η χώρα αντέδρασε άμεσα, γρήγορα, αποτελεσματικά, για παράδειγμα, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απόπειρα μαζικής εισβολής στα βόρεια σύνορά της, το πώς διαχειρίστηκε άλλες υποθέσεις, το πώς έχουμε φτάσει στο σημείο να είμαστε γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά και αν σε αυτό υπήρχε μια συνδρομή των Υπηρεσιών Πληροφοριών της χώρας, είναι ένα κεφάλαιο που θα συνυπολογιστεί στην απάντηση της ερώτησης.

ΑΝΤ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: Θα ήθελα να αλλάξω θέμα. Σήμερα έχουμε τον απόπλου του τουρκικού γεωτρύπανου. Σας ανησυχεί η κλιμάκωση αυτής της κατάστασης από την τουρκική πλευρά. Πώς αντιμετωπίζει η χώρα αυτό;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά. Προφανώς, οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση. Και πάντοτε με νηφαλιότητα και με αποφασιστικό τρόπο κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε, για να έχουμε στην περιοχή μας σταθερότητα και προφανώς για να υπερασπιζόμαστε απόλυτα το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και τα δικά μας εθνικά δίκαια και κυριαρχικά δικαιώματα.

Γ. ΣΚΙΤΖΗ: Δύο ερωτήσεις έχω σε συνέχεια του συναδέλφου. Ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας, ο κ. Akar, μιλώντας σε Τούρκους πρεσβευτές, κατέδειξε ως στρατιωτικό στόχο το Καστελόριζο. Μάλιστα, αναφέρθηκε στην απόσταση του Καστελόριζου από την Τουρκία. Είπε πολλά, λέγοντας πως είναι μόνο 1.950 μέτρα, κ.λ.π.. Βλέπουμε ότι συνεχίζεται η ρητορική αυτή και κορυφώνεται και οξύνεται. Τι απαντά η Κυβέρνηση;

Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Πάντοτε απέναντι στις προκλήσεις -ρητορικές ή άλλες- η Κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι τοποθετείται με ψυχραιμία και με αποφασιστικότητα, τόσο στο διπλωματικό πεδίο, όσο και όπου αλλού χρειαστεί. Τα εθνικά μας δίκαια είναι απολύτως κατοχυρωμένα και απολύτως προστατευμένα. Βασίζονται στις Συνθήκες, βασίζονται στην αποτρεπτική μας δυνατότητα, βασίζονται στις σχέσεις που έχουμε με τους συμμάχους μας. Βασίζονται κυρίως στο γεγονός ότι η παγκόσμια κοινότητα έχει εμπεδώσει το ότι η Ελλάδα βρίσκεται με την πλευρά του δικαίου απέναντι στον αναθεωρητισμό που προκρίνουν άλλες δυνάμεις και άλλες χώρες. Εμείς θέλουμε ειρήνη και σταθερότητα και είμαστε προετοιμασμένοι και αποφασισμένοι αυτή να την υπερασπιστούμε και να την υπηρετήσουμε, να την υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο. Τώρα, από εκεί και πέρα, ρητορικές υπερβολές και αυτή η πλειοδοσία προκλήσεων από το πολιτικό προσωπικό της Τουρκίας είναι κάτι που παρακολουθούμε να εξελίσσεται το τελευταίο διάστημα. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι που έχει να προσθέσει τίποτα παραπάνω στην υπόθεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ψυχραιμία, αποφασιστικότητα. Η χώρα έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Είμαστε δύναμη ειρήνης, είμαστε δύναμη ασφάλειας. Και προφανώς δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε βήμα πίσω, σε ό,τι αφορά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την εθνική μας κυριαρχία. Τώρα, επειδή είπε και κάτι άλλο ο κ. Akar για Τούρκους κολυμβητές, θα ήταν μια καλή ιδέα να γίνει ένας αγώνας ειρήνης ανοιχτής θαλάσσης με τη συμμετοχή και Ελλήνων και Τούρκων κολυμβητών. Είναι καλύτερα να το δούμε πιο αποφορτισμένα το όλο ζήτημα και με έμφαση στο Διεθνές Δίκαιο και στις Διεθνείς Συνθήκες. Να μην επιδιώκουμε εστίες έντασης στην περιοχή μας. Είναι κάτι που νομίζω το χρειάζεται και η Ευρώπη και οι δύο μας χώρες.

Σας ευχαριστώ.