Αξιότιμες κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι,
Επιτρέψτε μου λίγο χρόνο εξοικείωσης, δεδομένου ότι μόλις έφτασα, μέσα από έναν δρόμο με πολλές στροφές, όπως πολλές στροφές είχε και ο δρόμος για τη χώρα και την ελληνική οικονομία, μέχρι να καταλήξουμε, όπως όλοι ελπίζουμε, στην τελική ευθεία, στον ίσιο δρόμο, όχι πάντα εύκολο, αλλά ίσιο πια δρόμο, που θα μας οδηγήσει στο τέλος μιας μεγάλης περιπέτειας.
Θέλω, λοιπόν, να πω, ότι είναι ιδιαίτερη η χαρά μου, αλλά και η τιμή που μου γίνεται, να συμμετέχω στις εργασίες του φετινού Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών και να βρίσκομαι ανάμεσα σε διακεκριμένες προσωπικότητες της παγκόσμιας πολιτικής, διανοητικής και επιχειρηματικής σκηνής. Θέλω, ξεκινώντας, βεβαίως, να συγχαρώ τους διοργανωτές, γιατί χάρη στις προσπάθειές τους και την εξαιρετική τους προετοιμασία, κατάφεραν να καταστήσουν ξανά τους Δελφούς και κατ’ επέκταση τη χώρα μας, «Ομφαλό της Γης».
Την κατέστησαν το πνευματικό επίκεντρο για το διάλογο και για την αναζήτηση λύσεων, απέναντι στις αναπτυξιακές προκλήσεις που θέτει η δυναμική εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης στις οικονομίες της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου.
Η φετινή διοργάνωση, λοιπόν, με την διεθνή αυτή πια επιρροή της και ακτινοβολία, σκέφθηκα ότι αποτελεί, για μένα προσωπικά, μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, να παρουσιάσω απέναντί σας κάποιες σκέψεις που αφορούν τη νέα, κατά τη γνώμη μου, κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μετά από τρία χρόνια πολύ σημαντικής και εντατικής προσπάθειας. Να παρουσιάσω τις σημαντικές κατακτήσεις, αλλά να μιλήσω και για τις εκκρεμότητες που έχουμε ακόμα μπροστά μας. Και, κυρίως, να αναλύσω όσο πιο συνοπτικά μπορώ, την στρατηγική μας για την επόμενη μέρα και την προοπτική της χώρας στην μεταμνημονιακή εποχή.
Θα ξεκινήσω από τα δεδομένα στο πεδίο της οικονομίας, όπου εκτίμηση δική μου και πιστεύω των περισσοτέρων ψύχραιμων και έγκυρων αναλυτών είναι, ότι έχουμε μία θεαματική αλλαγή της εικόνας.
Η Ελλάδα της ύφεσης, των συνεχόμενων χρόνων τεράστιας ύφεσης, μεγάλης ύφεσης, επέστρεψε από το 2017 στην ανάπτυξη και μάλιστα με δυναμικούς ρυθμούς, που εκτιμάται ότι θα υπερβαίνουν σταθερά το 2% από φέτος και για τα επόμενα έτη. Η ανεργία υποχώρησε 7 ολόκληρες μονάδες μέσα στα τρία αυτά χρόνια και διατηρεί, αν και ακόμα υψηλή, εντούτοις μία συνεχή τάση αποκλιμάκωσης, ενώ η χώρα που είχε καταστεί συνώνυμο του χρόνιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού, κατάφερε να εξέλθει πέρυσι το καλοκαίρι, το περσινό καλοκαίρι, από την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και από το ‘16 και μετά κατορθώνει κάθε χρόνο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, πολύ υψηλότερα από τους στόχους του προγράμματος.
Τα στοιχεία των εξαγωγών και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι θετικά, αλλά το σημαντικότερο για μας, αναδεικνύουν τον ταχύ αναπροσανατολισμό της χώρας από ένα καταναλωτικό μοντέλο που βασιζόταν αποκλειστικά στις εισαγωγές με δανεικά, προς ένα σύγχρονο παραγωγικό πρότυπο που βασίζεται εκτός από την ενίσχυση της ζήτησης και στην εξωστρέφεια. Ένα παραγωγικό πρότυπο, που παρακολουθεί τις διεθνείς τάσεις και αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Η ανάπτυξη, όμως, προϋποθέτει χρηματοδότηση και ρευστότητα. Για το σκοπό αυτό διαμορφώσαμε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, που περιλαμβάνει τον αναπτυξιακό νόμο, στοχευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία, κίνητρα, δηλαδή, για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Περιλαμβάνει, επίσης, και ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα αυτός ο σχεδιασμός ή προϋποθέτει, αν θέλετε, και την ταχύτατη απορρόφηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών προγραμμάτων και ευρωπαϊκών κονδυλίων, που για πρώτη φορά η χώρα μας κατάφερε να πετύχει σε τόσο υψηλούς ρυθμούς και υψηλά επίπεδα την απορρόφηση αυτών των κονδυλίων. Τους επόμενους μήνες, έχουμε αναλάβει την ευθύνη, να παρουσιάσουμε έναν ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό για την επόμενη μέρα, στον οποίο εξειδικεύονται οι στόχοι και οι συγκεκριμένες δράσεις που απαιτούνται, τόσο σε κλαδικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Σημαντικά μέρη αυτού του σχεδιασμού έχουν, ήδη, παρουσιαστεί και συνθεθεί, δουλευτεί, αν θέλετε, στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας, στα 10, ήδη, αναπτυξιακά περιφερειακά συνέδρια που έχουμε διοργανώσει, με στόχο να καταστήσουμε συμμάχους και συνδημιουργούς τους παραγωγικούς φορείς σε τοπικό επίπεδο στο αναπτυξιακό σχέδιο της επόμενης μέρας για τη χώρα. Μαζί με τους παραγωγικούς φορείς, μαζί με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, συζητάμε τρόπους για να μεγιστοποιήσουμε την στόχευση αυτού του αναπτυξιακού σχεδιασμού αλλά και την αποτελεσματικότητά του.
Γιατί η ανάπτυξη, φίλες και φίλοι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν παραγγέλνεται με θεωρητικά σχήματα από καθέδρας, ούτε εξαγγέλλεται με διαγγέλματα. Αλλά χρειάζεται δουλειά, χρειάζεται σχέδιο, χρειάζεται επιμονή, διαβούλευση με τους πραγματικά ενδιαφερόμενους και προσπάθεια, όπως είπα, σύνθεσης απόψεων και προτάσεων συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων, που να αναδεικνύουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του κάθε τόπου ξεχωριστά. Όλα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν, βεβαίως όλα αυτά τα χρόνια, από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στο σύνολο του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος της χώρας.
Και οφείλω να πω, ότι αυτές οι αλλαγές, οι δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως τις ονομάζουμε, τέθηκαν για πρώτη φορά σε προτεραιότητα αυτά τα επτά, οκτώ πλέον χρόνια δύσκολης προσαρμογής. Μέσα σε τρία συνεχόμενα προγράμματα, μόνο το τρίτο πρόγραμμα έθεσε ως προτεραιότητα τις δομικές μεταρρυθμίσεις κι όχι τόσο την έντονη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία τα τελευταία τρία χρόνια υπήρξε, αλλά, βεβαίως ήταν πολύ ομαλότερη από αυτή που είδαμε από το 2010 έως το 2015.
Σήμερα, λοιπόν, μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι μετά από αυτές τις δύσκολες πολλές φορές, αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα γίνεται μία χώρα πιο φιλική και πιο αξιόπιστη στην επιχειρηματικότητα αλλά και στις επενδύσεις. Μία χώρα λιγότερο γραφειοκρατική, με σύγχρονο φορολογικό μηχανισμό, με ομοιόμορφους και αδιάβλητους κανόνες ανταγωνισμού, αλλά και με πολύ πιο ενισχυμένες κοινωνικές δομές για το σύνολο των πολιτών.
Αυτή η νέα, αυτή τη νέα κατάσταση για την χώρα, για την χώρα που εξέρχεται από μια πολυετή περιπέτεια κρίσης, αυτή τη νέα κατάσταση θα έλεγα ότι δεν θα είχε αξία, αν σας την παρουσίαζα μονάχα εγώ, αλλά έχει αξία και σημασία ότι την επικροτούν σήμερα, αυτή τη νέα κατάσταση, σε κάθε ευκαιρία, οι ευρωπαίοι εταίροι μας, ο ΟΟΣΑ, την αναγνωρίζουν και οι ανεξάρτητοι διεθνείς αναλυτές, αλλά και την επιβραβεύουν έμπρακτα οι διεθνείς επενδυτές με την εμπιστοσύνη τους στις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων. Βεβαίως και οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι αναβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας. Και θα έλεγα ότι έχει μια αξία ότι την επιβραβεύουν έμπρακτα οι επενδυτές στις αγορές των ομολόγων, ακόμα κι όταν η διεθνής συγκυρία δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, όπως είδαμε πολύ πρόσφατα με την τελευταία, δεύτερη στη σειρά, επιτυχημένη μας έκδοση.
Αλλά θα έλεγα ότι και στο εσωτερικό της χώρας, βλέπουμε ότι όλοι όσοι είχαν επενδύσει τα προηγούμενα χρόνια, όλοι όσοι έσπευσαν να κάνουν επενδύσεις σε μια δύσκολη εποχή, σήμερα σπεύδουν να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους, ενώ νέοι επενδυτές αξιοποιούν επενδυτικές ευκαιρίες που ανοίγονται, καινούργιες ευκαιρίες, σημαντικές ευκαιρίες σε πολλούς τομείς, όπως στον τομέα της ενέργειας, των δικτύων και των επικοινωνιών, των μεταφορών και του εμπορίου, του τουρισμού, της αγροτο-διατροφικής παραγωγής και κυρίως θα έλεγα στον τομέα της έρευνας και των νέων τεχνολογιών, τομέα που πρέπει να επενδύσουμε, επενδύοντας στην καινοτομία και στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αν θέλουμε να επενδύσουμε στο μέλλον.
Η Ελλάδα, λοιπόν, σήμερα εντάσσεται στον επενδυτικό σχεδιασμό κρατών και μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και δεν θα ήταν υπερβολή να επαναλάβω και εδώ, κάτι που έχω υποστηρίξει καιρό τώρα, ότι είμαστε όπως λένε στην καθομιλουμένη των επενδυτών και των αγορών “the next big thing” στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη. Ωστόσο, επειδή δεν συνηθίζω όταν ομιλώ, να μιλώ με δελφικούς χρησμούς, αλλά μιλάω ευθέως, υπάρχει αυτή η εικόνα αλλά υπάρχει και μια εικόνα που αφορά τις πληγές της κρίσης, την οποία δεν πρέπει να παραλείπουμε, πρέπει να τη βλέπουμε μπροστά μας για να μπορέσουμε να τη θεραπεύσουμε, να την υπερβούμε.
Η χώρα μας τα χρόνια της κρίσης, ιδίως τα χρόνια των δύο πρώτων ανεπιτυχών και αναποτελεσματικών, όπως αποδείχθηκε, από την ίδια τη ζωή προγραμμάτων, υπέστη σοβαρές πληγές. Με σημαντικότερες, ίσως, θα έλεγα εγώ το brain drain την εκροή στο εξωτερικό των σπουδαιότερων μυαλών, νέων επιστημόνων, υψηλά εξειδικευμένων ανθρώπων και βεβαίως γενικότερα την ανεργία των νέων που αυξήθηκε δραματικά εξαιτίας της βαθιάς κρίσης. Και στα δυο αυτά μέτωπα προσπαθήσαμε να δώσουμε απαντήσεις με την ενίσχυση των προγραμμάτων κατάρτισης και επανένταξης στο εργατικό δυναμικό και με την παροχή φορολογικών κινήτρων, επιχορηγήσεων καθώς και με την αύξηση των πόρων για την έρευνα και την τεχνολογία, ώστε, όχι απλώς να αποφύγουμε την απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, αλλά και να βγούμε δυναμικά στο ανταγωνιστικό πεδίο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή στο πεδίο της καινοτομίας, της τεχνητής νοημοσύνης και του δημιουργικού ανθρώπινου κεφαλαίου. Γιατί πιστεύουμε ότι μόνο έτσι θα καταφέρουμε να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος της παραγωγικής υστέρησης που προκάλεσε η αποβιομηχάνιση των τελευταίων 40 χρόνων, αλλά και να επουλώσουμε σημαντικό μέρος τουλάχιστον από τις μεγάλες πληγές που αφήνει πίσω της η κρίση στη χώρα μας.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Τα τρία τελευταία χρόνια δώσαμε έναν μεγάλο και πολλές φορές άνισο αγώνα, σε αντίξοες συνθήκες με στόχο να κρατήσουμε τη χώρα και να ξαναστήσουμε την οικονομία στα πόδια της. Ανταποκρινόμενοι στο ιστορικό κάλεσμα, όχι μόνο να σταματήσουμε την καταστροφή, αλλά και να θεραπεύσουμε κι αυτό είναι το δυσκολότερο, να θεραπεύσουμε τις αιτίες που την προκάλεσαν. Να διορθώσουμε δηλαδή τις αδικίες της κρίσης και κυρίως να οδηγήσουμε τη χώρα σε ένα μέλλον που της αξίζει. Έγινε, είναι αλήθεια, σημαντική και δύσκολη δουλειά και τώρα, ίσως βρισκόμαστε στο πιο κρίσιμο σημείο αυτής της προσπάθειας. Δηλαδή στο σημείο όπου είναι ορατό το νήμα του τερματισμού κι αυτό που χρειάζεται είναι να προετοιμαστεί κατάλληλα η επόμενη μέρα για τον τόπο. Ημέρα εκείνη όπου θα έχουμε αφήσει πίσω μας την επώδυνη εμπειρία των μνημονίων και της εθνικής αναδίπλωσης και με πίστη στις δυνάμεις μας θα ξαναβγούμε στο προσκήνιο και θα πραγματώσουμε τις δυνατότητες που έχει ο τόπος μας, με τα οφέλη όμως να διαχέονται δίκαια στο σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό είναι για μας, γιατί δεν είναι απλά ένα σύνθημα αλλά είναι μια στρατηγική, αυτό είναι για μας η δίκαιη ανάπτυξη και αυτή αν είναι θέλετε και η ιστορική εκκρεμότητα που οφείλουμε να εκπληρώσουμε. Για να γίνει αυτό πράξη απαιτείται και μια νέα αντίληψη διακυβέρνησης και μια νέα κουλτούρα, μια νέα κουλτούρα στο πολιτικό σύστημα, μια νέα κουλτούρα στην διακυβέρνηση, ένας αέρας ανανέωσης θα έλεγα στα πολιτικά πράγματα που θα ξαναδίνει νόημα στην αξία της δημοκρατικής συμμετοχής και θα εμπνέει ξανά εμπιστοσύνη στους πολίτες για τους θεσμούς, για τους πολιτικούς θεσμούς.
Ξέρετε, αυτά τα χρόνια δώσαμε και δίνουμε καθημερινά εξετάσεις στον ελληνικό λαό, αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη. Ένα διαφορετικό ήθος και ένα διαφορετικό ύφος στη διαχείριση της ευθύνης, αλλά και στη διαχείριση του δημόσιου συμφέροντος. Μακριά από τις παθογένειες του παρελθόντος, μακριά από τη διαπλοκή των συμφερόντων και την πελατειακή λογική που γνωρίσαμε και πληρώσαμε ως χώρα στο παρελθόν. Αλλά δώσαμε κρίσιμες εξετάσεις και στη διαχείριση διεθνών κρίσεων.
Θα έλεγα ότι με τη στάση της χώρας μας στη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση καταφέραμε να αποκομίσουμε τον διεθνή έπαινο. Καταφέραμε και κυρίως οι πολίτες μας κατάφεραν να προτάξουν τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη κόντρα στον εγχώριο συντηρητισμό, που υποδαύλιζε διαρκώς την ξενοφοβία και τον ρατσισμό και που τον υποδαυλίζει και σήμερα σε πολλές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, δημιουργώντας αδιέξοδα. Βεβαίως, καταφέραμε με τις παρεμβάσεις μας να αναδείξουμε τη χώρα μας -σε μια κρίσιμη περιοχή, εύθραυστη περιοχή, αποσταθεροποιημένη θα έλεγα τριγύρω περιοχή- ως πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας, που γνωρίζει πάρα πολύ καλά πού ανήκει και τι θέλει ως δύναμη συνεργασίας και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια και ειρήνης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, επιδιώκοντας, ταυτόχρονα, να λύσουμε δύσκολα θέματα, ανοιχτά για χρόνια, όπως το Κυπριακό ή τώρα το ονοματολογικό με τους γείτονές μας, τους βόρειους γείτονές μας, με δική μας πρωτοβουλία, προκειμένου να καταστήσουμε την Ελλάδα παράγοντα σταθερότητας στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Δώσαμε λοιπόν και δίνουμε εξετάσεις και έξω και μέσα.
Ομοίως και με τις νομοθετικές μας παρεμβάσεις, στο ζήτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων, βγάλαμε από το περιθώριο συμπολίτες μας που εξαιρούνταν και στιγματίζονταν για χρόνια ολόκληρα.Όμως το πέρασμα στο μέλλον δεν προϋποθέτει μόνο το να κοιτάζεις μπροστά.Απαιτεί και να διευθετήσεις στη συλλογική μνήμη και τις εκκρεμότητες, τους ανοικτούς λογαριασμούς με το χθες.
Η χώρα μας έζησε μια περίοδο γρήγορης, πολύ γρήγορης, αλλά δυστυχώς επίπλαστης ανάπτυξης, που κατέρρευσε απότομα επιφέροντας μια σειρά ιδιαίτερα αρνητικών συνεπειών. Αυτή η κατάρρευση άφησε πίσω της κόσμο άνεργο, φτωχοποιημένο και υπερχρεωμένο, ενώ, την ίδια ώρα, κάποιοι λίγοι κεφαλαιοποίησαν τα κέρδη που απέκτησαν με αθέμιτα μέσα. Εξίσου απότομα, λοιπόν, βρεθήκαμε απροετοίμαστοι σε ένα καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης, με τα βάρη να πέφτουν στην πλειοψηφία ενός κόσμου που δεν έφταιγε. Δεν έφταιγε σε τίποτα.
Τώρα βρισκόμαστε στο τέλος αυτής της περιπέτειας, στο τέλος αυτής της τραγωδίας -γιατί είχε χαρακτηριστικά τραγωδίας- μετά από σχεδόν 8 ολόκληρα χρόνια, αλλά αυτό το τέλος θα μείνει ανολοκλήρωτο και θα μας καταδιώκει για πάντα αν ταυτόχρονα δεν αποδοθεί και δικαιοσύνη.
Η τραγωδία της ελληνικής κρίσης πρέπει να κλείσει με την απόδοση των όποιων ευθυνών, γιατί δεν γίνεται απλώς να πάμε παρακάτω με την ψευδαίσθηση ότι θα ξεχαστεί έτσι απλά.
Μόνο έτσι θα μετουσιώσουμε την πικρή εμπειρία των μνημονίων σε δίδαγμα και εθνική αυτογνωσία, ώστε να μην επαναλάβουμε στο μέλλον τα ίδια λάθη.
Εμείς θέλουμε να αντιμετωπίσουμε ριζικά τα συστημικά αίτια της διαφθοράς και όχι να κάνουμε μικροπολιτική πάνω στις περιπτώσεις που ανακύπτουν.
Και αυτό φυσικά δεν είναι μόνο έργο, είναι -θα έλεγα- κυρίως έργο της δικαιοσύνης, αποκλειστικά έργο της δικαιοσύνης και όχι των πολιτικών δυνάμεων, η οποία δικαιοσύνη, με όλες τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου που παρέχονται από το Σύνταγμα της χώρας, πρέπει να προχωρήσει.
Ωστόσο, η στάση μας αυτή επιβάλλει ότι και εμείς από την πλευρά μας πρέπει να είμαστε ακόμα πιο αυστηροί σε σχέση με δικές μας πράξεις.
Δεν επιχειρούμε να πολιτικοποιήσουμε την ηθική και ο καθένας πρέπει να κρίνεται με βάση τις θέσεις, τα πεπραγμένα και τη συνεισφορά του στον δημόσιο βίο, αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κάθε στιγμή, ώστε να μην παρεκκλίνουμε από τις αξιακές μας σταθερές.
Γιατί, ξέρετε, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης διαμορφώθηκε, δυστυχώς, μια αποκομμένη -διακομματική θα έλεγα εγώ- κυβερνητική ελίτ, που πολλές φορές με αλαζονεία και με κυνισμό μεταχειρίστηκε το λαϊκό αίσθημα με μεθόδους κατευνασμού, εκτόνωσης και επικοινωνιακού αποπροσανατολισμού.
Αντίθετα, εμείς σεβόμαστε το λαϊκό αίσθημα, ακριβώς γιατί σεβόμαστε την ίδια μας τη συνείδηση και την αξιακή μας συγκρότηση.
Προετοιμαζόμαστε, λοιπόν, για την επόμενη μέρα, γιατί διανύουμε πλέον τα τελευταία βήματα προς την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Το μεταμνημονιακό πλαίσιο που θα διέπει τις σχέσεις μας με τους εταίρους μας και με τους δανειστές μας, από τούδε και στο εξής, είναι ένα ανοικτό και δυναμικό πεδίο, είναι ακόμα ένα ανοιχτό και δυναμικό πεδίο, ένα πεδίο υπό διαμόρφωση και θα παρθούν κρίσιμες αποφάσεις το επόμενο διάστημα.
Από την πλευρά μας, έχουμε καταστήσει σαφές ότι θα σεβαστούμε απαρέγκλιτα τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει, αλλά, ταυτόχρονα, διεκδικούμε την αδιαμφισβήτητη ανάκτηση της αυτονομίας μας στον καθορισμό της οικονομικής πολιτικής.
Τη δυνατότητα δηλαδή να θέτουμε τα δικά μας μεταρρυθμιστικά προτάγματα με βάση τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και με βάση τις απόψεις που κάθε φορά διαμορφώνονται στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο και κερδίζουν την πλειοψηφία της προτίμησης του ελληνικού λαού.
Είμαστε, όπως προείπα, στο τελικό στάδιο επεξεργασίας του δικού μας μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου και με βάση την αποτελεσματικότητά μας θα πρέπει να κριθούμε και από τους πολίτες και από τους εταίρους μας.
Έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό και τα φυσικά πλεονεκτήματα ως χώρα για να τα καταφέρουμε.
Όλο αυτό το διάστημα ετεροκαθοριστήκαμε ως κοινωνία και ως παραγωγικές δυνάμεις στις καταναγκαστικές επιταγές των μνημονιακών προγραμμάτων και των δανειακών συμβάσεων.
Τώρα, έχοντας αποδείξει πια την αξιοπιστία μας, είναι καιρός να αναλάβουμε τον αυτοκαθορισμό της οικονομικής μας στρατηγικής και φυσικά την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται.
Και θα έλεγα ότι αυτό είναι σκόπιμο να γίνει όχι μόνο γιατί τα καταφέραμε, όχι μόνο γιατί πετυχαίνουμε τους στόχους, όχι μόνο γιατί αποκαταστήσαμε αξιοπιστία, είναι σκόπιμο να γίνει και για λόγους εθνικούς και γεωπολιτικούς.
Διότι ισχυρή Ελλάδα σημαίνει ταυτόχρονα και ισχυρά ευρωπαϊκά σύνορα. Και το ανάποδο. Αν θέλουμε ισχυρά ευρωπαϊκά σύνορα και την Ελλάδα να παίζει καθοριστικό ρόλο σταθερότητας στην περιοχή πρέπει να έχουμε μια Ελλάδα ισχυρή, αυτοδύναμη. Ικανή δηλαδή να πατάει στα πόδια της.
Μείναμε για μεγάλο διάστημα στο καθεστώς εξαίρεσης και πρέπει να επιστρέψουμε στο διεθνές γίγνεσθαι ως μια σημαντική χώρα – ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής ένωσης, ως μια χώρα που θα πατάει στα πόδια της.
Και είμαι ευτυχής όταν βλέπω ότι αυτό συνομολογούν οι ευρωπαίοι ηγέτες και αξιωματούχοι με τους οποίους έρχομαι σε επαφή και εξάλλου εκεί αποσκοπεί και η στρατηγική που συνδιαμορφώσαμε για πλήρη και αυτοδύναμη επάνοδο στις αγορές μέσω της δημιουργίας του λεγόμενου κεφαλαιακού αποθέματος. Του λεγόμενου μαξιλαριού ρευστότητας που σε συνεργασία με τους εταίρους μας χτίζουμε συστηματικά μετά από κάθε εκταμίευση, μετά από κάθε έξοδο στις αγορές ομολόγων, ώστε τον Αύγουστο που μας έρχεται να μην έχουμε την ανάγκη κανενός τρίτου για να σταθούμε στα πόδια μας.
Βεβαίως υπάρχουν και άλλες απόψεις που κυκλοφορούν στο δημόσιο διάλογο όπως η άποψη για την προσφυγή σε μια προληπτική γραμμή πίστωσης. Όλες οι απόψεις είναι σεβαστές, αλλά από εμάς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τη στιγμή που- ανεξάρτητα των προθέσεών τους- στην πράξη, η εφαρμογή τους συνεπάγεται νέες δεσμεύσεις και διαιώνιση της επιτροπείας.
Και βεβαίως ο καθένας που ομιλεί καλοπροαίρετα έχει δικαίωμα να εκφράζει απόψεις. Όταν όμως αυτές ακούγονται από επίσημα χείλη, η επιμονή τους δε τη στιγμή που είναι πλήρως εν γνώση τους ότι αυτή η θέση δεν αποτελεί ούτε επίσημη θέση της χώρας αλλά ούτε και επίσημη θέση Ευρωπαϊκών οργανισμών εις τους οποίους εξίσου λογοδοτούν, η επιμονή αυτή μόνο ερωτηματικά μπορεί να προκαλεί ως προς τη σκοπιμότητά της. Πολιτική ή προσωπική δεν έχει σημασία.
Σε κάθε περίπτωση όλοι όσοι κατέχουμε θέσεις ευθύνης, κρινόμαστε και θα κριθούμε όχι μόνο από τις απόψεις μας και τις προθέσεις μας αλλά και από την αποτελεσματικότητα με την οποία υπερασπιστήκαμε και υπερασπιζόμαστε το εθνικό και το δημόσιο συμφέρον.
Η επόμενη μέρα και η έξοδος από τα προγράμματα στήριξης, σε μεγάλο βαθμό εκτός από την επιτυχή ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα βασίζεται όμως και στα αναγκαία μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Και αυτή είναι τούτη την ώρα η δέσμευση της άλλης πλευράς. Η δέσμευση των εταίρων μας.
Με το τέλος του προγράμματος η ελάφρυνση χρέους, θα είναι θα έλεγα το επιστέγασμα μιας δύσκολης αλλά καλά σχεδιασμένης και επιτυχημένης προσπάθειας που ολοκληρώνουμε χάρη στις θυσίες και στους κόπους του ελληνικού λαού.
Μιας προσπάθειας που προετοίμασε την έξοδο από την επιτροπεία και το πέρασμα στην επόμενη μέρα. Το πέρασμα στο μέλλον.
Ένα μέλλον που πιστεύω όλοι επιδιώκουμε να είναι ένα μέλλον ευημερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατικής συμμετοχής.
Ένα μέλλον που μπορούν να διαμορφώσουν οι πολίτες της χώρας περήφανα και με αυτοπεποίθηση καθώς αντεπεξήλθαν παρά τις υπέρμετρες δυσκολίες και συνέχισαν να δημιουργούν. Να δημιουργούν για τον τόπο τους.
Αυτό το μέλλον δεν μπορούμε παρά να το διαμορφώσουμε όλοι μαζί και δεν μπορεί παρά να ανήκει σε όλους μας. Με αυτή την έννοια λοιπόν και με την ευκαιρία της σημερινής μου παρουσίας εδώ θα ήθελα να σας απευθύνω μια ανοιχτή πρόσκληση για έναν ουσιαστικό και καλόπιστο διάλογο. Να συνθέσουμε απόψεις για την επόμενη μέρα του τόπου μας.
Γιατί ξέρετε χρειαζόμαστε πιο σύνθετες απαντήσεις όταν έχουμε μπροστά μας σύνθετα προβλήματα.
Δε αρκεί η ευκολία με την όποια όλοι μας, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, μέχρι χθες σπεύδαμε να δίνουμε απαντήσεις.
Τώρα όμως όλοι γνωρίζουμε τα προβλήματα, και όλοι γνωρίζουμε σύνθετα είναι
Αν θέλουμε να χτυπήσουμε τις αιτίες της κρίσης και όχι το σύμπτωμα, δεν αρκεί η ευκολία.
Η εύκολη απάντηση για παράδειγμα για μείωση της φορολογίας, που σίγουρα πρέπει να γίνει, αλλά η εύκολη απάντηση, ως δήθεν πανάκεια για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας και χωρίς μάλιστα απαντήσεις για το πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί δίχως περεταίρω ζημιές και περικοπές στο εύθραυστο κοινωνικό κράτος, δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών της χώρας.
Οι εύκολες αυτές εξαγγελίες, πιστέψτε με, δεν μπορεί να ξεγελάσουν είτε να πείσουν σήμερα κανέναν.
Είναι παρωχημένες, απλοϊκές και τόσο παλαιοκομματικές όσο ακούγονται.
Και εν τέλει υποβαθμίζουν, με τρόπο άκομψο και προσβλητικό, τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, να θεωρούν κάποιοι ότι οι επενδύτες χρειάζονται απλά ένα «δόλωμα» για να τσιμπήσουν.
Γιατί και οι επενδυτές αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών γνωρίζει πολύ καλά ότι προϋπόθεση για να μπορέσουν να επουλωθούν οι πληγές της κρίσης και να μειωθεί η σε πολλές περιπτώσεις δυσβάσταχτη φορολογία, είναι η Ελλάδα να μη γυρίσει πίσω.
Είναι η Ελλάδα να μη γυρίσει πίσω στις σπατάλες και στις ρεμούλες, να μη γυρίσει πίσω στο καθεστώς στης διαφθοράς και της διαπλοκής, να μη γυρίσει πίσω στις πολιτικές που οδήγησαν τη χώρα στα ελλείμματα και στην διεθνή ανυποληψία και να πορευθεί σταθερά το δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, το δρόμο της διαφάνειας και της λογοδοσίας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, το δρόμο των μεταρρυθμίσεων στο Κράτος και την Δημόσια Διοίκηση, τον δρόμο της κάθαρσης και της δικαιοσύνης.
Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση.
Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις, θα ήθελα πραγματικά να σας ευχαριστήσω θερμά για την μεγάλη τιμή που μου κάνατε, την πρόσκληση σας να μιλήσω σήμερα ενώπιον σας και να ευχηθώ κάθε επιτυχία στις εργασίες και να γίνει πραγματικά ένας κορυφαίος θεσμός, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά διεθνής θεσμός, αυτό το Συνέδριο.
Σας ευχαριστώ θερμά.