Με νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή, το Υπουργείο Οικονομικών προχωρά στην ίδρυση της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, μίας νέας Ειδικής Υπηρεσίας που θα συνδράμει στην περαιτέρω επιδίωξη της φορολογικής συμμόρφωσης και της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος.

Η Διεύθυνση αυτή θα τελεί υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και η σύστασή της στόχο έχει:

  • αφενός την αποσυμφόρηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) από ένα μεγάλο όγκο εισαγγελικών υποθέσεων,
  • και αφετέρου, τη συγκέντρωση υποθέσεων υψηλής φοροδιαφυγής σε μία υπηρεσία κάτω από την εποπτεία και την καθοδήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Αντικείμενο της Υπηρεσίας θα είναι η διενέργεια ερευνών και λοιπών προανακριτικών πράξεων για την εξακρίβωση τέλεσης σημαντικών φορολογικών εγκλημάτων αλλά και λοιπών οικονομικών εγκλημάτων που σχετίζονται με τα φορολογικά αδικήματα, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η απάτη, η διαφθορά κ.ά.

Οι ελεγκτές της νέας υπηρεσίας θα έχουν την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσβασή τους σε όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου τους.

Η νέα Υπηρεσία θα συσταθεί ως Διεύθυνση στο Υπουργείο Οικονομικών και θα στελεχωθεί με 135 θέσεις ελεγκτών και 15 θέσεις διοικητικών υπαλλήλων. Το έργο της θα συνδράμουν τα λοιπά ελεγκτικά σώματα και οι διοικητικές, δικαστικές και εισαγγελικές Αρχές.

Ταυτόχρονα με την ίδρυση της νέας Υπηρεσίας, ιδρύεται και ένα συντονιστικό διϋπηρεσιακό όργανο με τη συμμετοχή εκπροσώπου του Οικονομικού Εισαγγελέα, εκπροσώπων της νέας Υπηρεσίας, εκπροσώπους της Α.Α.Δ.Ε., καθώς και εκπροσώπους από το ΣΔΟΕ, την Οικονομική Αστυνομία και την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προκειμένου να συντονίζει τη δράση των «συναρμόδιων» ελεγκτικών υπηρεσιών, να συνδράμει στην ανταλλαγή πληροφοριών και να αποφεύγονται οι παράλληλοι έλεγχοι των ίδιων φορολογουμένων από περισσότερες υπηρεσίες.

Έτσι, η μάχη κατά της φοροδιαφυγής εξοπλίζεται με δύο νέους μηχανισμούς κατά τα πρότυπα και τις επιταγές όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών και λοιπών κρατών για τη δημιουργία εξειδικευμένων ελεγκτικών υπηρεσιών και για τη συνεργασία μεταξύ των φορέων δίωξης και έρευνας του φορολογικού εγκλήματος.