κ. Διοικητά της Τράπεζας της Ελλάδος

Κυρίες και Κύριοι,

Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση στο σημερινό Συνέδριο με θέμα «Εξαγωγές για την Ανάπτυξη», καθώς οι εξαγωγές είναι ο ένας από τους δύο βασικούς κινητήρες ανάπτυξης για κάθε οικονομία.

O άλλος κινητήρας είναι οι επενδύσεις, ενώ για την ελληνική οικονομία θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη δημιουργία απασχόλησης πριν ακόμη αυξηθεί το ΑΕΠ που ήλθε να τονώσει κάπως την ιδιωτική κατανάλωση μετά από πολλά χρόνια συρρίκνωσης.

Πρόκειται για τρεις κρίκους μιας ενιαίας αλυσίδας στην οποία βασίζεται η τρέχουσα ανάκαμψη της οικονομίας που, σε συνδυασμό με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, την ολοκλήρωση του Προγράμματος και την ελάφρυνση των βαρών του δημοσίου χρέους, είναι σε θέση να προσδώσουν χαρακτήρα δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης στην οικονομία μας.

Πιστεύω όλοι μας συμφωνούμε πως για να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει η βάση της να είναι στέρεα και να μην στηρίζεται στις παλιές δομές.

Χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό πρότυπο προσανατολισμένο στις ανάγκες του νέου υπό διαμόρφωση διεθνούς καταμερισμού εργασίας, δύο από τους δυναμικότερους πόλους του οποίου είναι η ΝΑ Ασία και η Ευρώπη.

Από το γεγονός αυτό και μόνον, το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι ταυτόσημο με την ουσιαστική ενσωμάτωσή της στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και το παράλληλο άνοιγμά της στην Ανατολή. Είναι αυτό που λέμε ότι η Ελλάδα τείνει να καταστεί βασική γέφυρα της Ευρώπης προς την Κίνα και την ΝΑ Ασία είτε ως ενεργειακός είτε ως διαμετακομιστικός κόμβος.

Για να πετύχει η Ελλάδα τον στρατηγικό αυτό στόχο, χρειάζεται να εκσυγχρονίσει την μικρή οικονομία της, ανοίγοντάς την σε παραγωγικές επενδύσεις και ειδικότερα στις ξένες άμεσες επενδύσεις, στρέφοντας ταυτόχρονα το παραγωγικό δυναμικό της στις εξαγωγές, με βασικό πυλώνα τις βιομηχανικές εξαγωγές.

Επενδύσεις και εξαγωγές συνιστούν το δίπολο της αναπτυξιακής εξόδου της χώρας από την κρίση.

Και δεν είναι τυχαίο που η αύξηση των εξαγωγών προσελκύει ξένες επενδύσεις, αφού η εγχώρια αγορά είναι μικρή και οικονομίες κλίμακας προσφέρουν κυρίως οι εξαγωγές.

Οι εξαγωγές προσφέρουν επίσης στις ελληνικές επιχειρήσεις την αναγκαία ρευστότητα να κινηθούν και να επενδύσουν, ρευστότητα που η επταετής κρίση στέρησε στις επιχειρήσεις.

Αλλά και αντίστροφα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις εισάγουν νέες τεχνολογίες, προωθούν την καινοτομία, αναβαθμίζουν το υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και αναπτύσσουν νέους κλάδους και διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, αυξάνοντας την επιχειρηματική παραγωγικότητα και εξωστρέφεια και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.

Στα πλαίσια αυτά, η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική της κυβέρνησης προτάσσει την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, ξένων και εγχώριων, και την αύξηση των εξαγωγών, ως των βασικών εργαλείων μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.

Πρέπει, ωστόσο, να παραδεχθούμε πως η ίδια η κρίση που προηγήθηκε, δεν κατέστρεψε μόνον πλήθος ασθενικών, υπερχρεωμένων ή/και κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων και σημαντικό μέρος από τις παλιές στρεβλές παραγωγικές δομές, αλλά ώθησε και σημαντικό μέρος των πλέον υγιών επιχειρήσεων και δη των βιομηχανικών να στραφούν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.

Έτσι, η ίδια η κρίση έθεσε πρώτη σε κίνηση τη διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομίας.

Συγκεκριμένα, βάσει στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO), την περίοδο 2009-2017 κι ενώ το ΑΕΠ της Ελλάδας υποχωρούσε σε σταθερές τιμές κατά -21,3% ο όγκος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σημείωνε άνοδο 22%.

Η άνοδος αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στην αύξηση του όγκου εξαγωγών αγαθών κατά 48,2% καθώς ο όγκος των εξαγωγών υπηρεσιών παρέμεινε αμετάβλητος στο διάστημα αυτό κυρίως λόγω της κάμψης των εξαγωγών υπηρεσιών μεταφορών που προκάλεσε η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και των ναύλων ζημιώνοντας την ελληνική ναυτιλία.

Βεβαίως, η αύξηση του όγκου των ελληνικών εξαγωγών αγαθών κι υπηρεσιών (22%) στο εν λόγω διάστημα ήταν υποδιπλάσια της αύξησης των αντίστοιχων ευρωπαϊκών εξαγωγών (47%).

Όμως, έλαβε χώρα σε μία περίοδο δραματικής πτώσης του ΑΕΠ, αντίθετα με την έστω μέτρια ανάπτυξη που γνώρισε η ΕΕ.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας – όπως τον μετρά ο λόγος εξαγωγών προς ΑΕΠ – να αυξηθεί από 20% το 2009 σε 31% το 2017.

Παρέμεινε βέβαια χαμηλότερος, του βαθμού εξωστρέφειας της Ευρωπαϊκής οικονομίας, ο οποίος αυξήθηκε το ίδιο διάστημα από 36% σε 47%, όμως αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες όσο ακριβώς αυξήθηκε και στην ΕΕ.

Και αυτό αποδεικνύει τη βαθμιαία μεταστροφή της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας από τα μη εμπορεύσιμα στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και ποιότητας.

Όπως έδειξε και η τελευταία Έκθεση της Τράπεζας Ελλάδος, η μεταποίηση ήταν η αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών αφού η εξαγωγική επίδοσή της αυξήθηκε συνολικά κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες τη περίοδο 2010-2016 με συμμετοχή στην αύξηση αυτή και των 15 ομαδοποιημένων κατηγοριών κλάδων.

Όσον αφορά το γεωγραφικό προσανατολισμό των εξαγωγών αγαθών, την περίοδο 2012-2016, παρατηρούμε ότι ενισχύεται το ειδικό βάρος της Δυτικής Ευρώπης και ειδικότερα της Ιταλίας, Γερμανίας, Βρετανίας και Ισπανίας παράλληλα με την αυξητική τάση για εξαγωγές σε Τουρκία, Σ. Αραβία και Αίγυπτο ενώ μειώνονται τα μερίδια των εξαγωγών προς Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και Λοιπές Χώρες.

Από πλευράς της σύνθεσης των ελληνικών εξαγωγών παρατηρούμε στο ίδιο διάστημα να κυριαρχούν κατά σειρά τα ορυκτά καύσιμα-λιπαντικά, τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά προϊόντα με βάση την πρώτη ύλη ενώ ακολουθούν τα χημικά και τα μηχανήματα και υλικό μεταφορών.

Εντύπωση προκαλεί η δυναμικότητα που επιδεικνύουν ορισμένοι μικροί βιομηχανικοί κλάδοι μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας, όπως τα φαρμακευτικά, τα χημικά-πλαστικά, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο ηλεκτρολογικός και μηχανολογικός εξοπλισμός και τα μεταφορικά μέσα, οι οποίοι αυξάνουν σημαντικά την εξαγωγική τους επίδοση (σαν ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους) βελτιώνοντας έτσι την σύνθεση και αξία των ελληνικών εξαγωγών.

Η σημαντική ποσοτική και ποιοτική αύξηση του ανοίγματος της οικονομίας αποτελεί προϊόν της λογικής αντίδρασης των ελληνικών επιχειρήσεων στην κρίση, να αναζητήσουν διέξοδο στις ξένες αγορές όπου οι θετικοί ρυθμοί επέκτασης γρήγορα αποκαταστάθηκαν.

Στην αύξηση της εξωστρέφειας συνέβαλε και συμβάλλει καθοριστικά, με όλα τα λάθη, τις ελλείψεις ή/και τις υπερβολές των μνημονιακών πολιτικών που ασκήθηκαν, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της Τράπεζας Ελλάδος για τον ευρύ δείκτη Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΠΣΣΙ), στο διάστημα 2009-2017, η ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας βελτιώθηκε στην Ελλάδα 29% ενώ η ανταγωνιστικότητα τελικών τιμών κατανάλωσης αυξήθηκε 11%.

Σε παρεμφερή συμπεράσματα κατέληξε και το Euro Plus Monitor (Σεπτέμβριος 2017) που, όσον αφορά τον συνολικό Δείκτη Προόδου Προσαρμογής, κατέταξε την Ελλάδα 1η μεταξύ των 28 χωρών-μελών ενώ στον επιμέρους Δείκτη Εξωτερικής Προσαρμογής την κατέταξε στην 4η καλύτερη θέση μετά τις Λετονία, Βουλγαρία και Λιθουανία.

Να σημειωθεί πως τόσο στην Δημοσιονομική Προσαρμογή όσο και στην Πρόοδο των Μεταρρυθμίσεων η Ελλάδα κατέλαβε την 1η θέση μεταξύ των 28 για την περίοδο 2009-2016.

Όπως, παραδέχεται πρόσφατη έκθεση της Berenberg Research, στην εξαετία 2011-2016, η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις προτάσεις μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ, τόσο έναντι της Ευρωζώνης συνολικά όσο και έναντι της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιταλίας.

Το σοκ επταετούς ύφεσης, που καμία άλλη χώρα δεν πέρασε ποτέ στην ιστορία, αφήνει πίσω βαριά τραύματα στον παραγωγικό ιστό της χώρας που οι συγκριτικά περιορισμένες εξαγωγές και ξένες άμεσες επενδύσεις δεν μπορούν να υπερκεράσουν σε μικρό χρονικό διάστημα.

Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν είναι αυτός λόγος να υποτιμήσουμε τη δυναμική τους. Γιατί οι μεν ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν 142% το 2016 έναντι του 2015, ξεπερνώντας μάλιστα τα επίπεδα του 2014, ενώ φέτος στο α’ εννεάμηνο είναι αυξημένες κατά 69% έναντι του 2016 και τείνουν να υπερβούν τα 4 δις ευρώ στο σύνολο του έτους.

Οι δε εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται σε όγκο το α’ εξάμηνο του 2017 κατά 7,4%, όταν για το 2017 συνολικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά αύξηση 3,3%, ο ΟΟΣΑ 5,7% και ο επίσημος στόχος βάσει Προϋπολογισμού είναι 6,9%.

Με άλλα λόγια, στο α’ εξάμηνο οι εξαγωγές έχουν ήδη υπερβεί κάθε επίσημη εκτίμηση με τις προβλέψεις για το 2018 να κινούνται γύρω στο 4-5%.

Βεβαίως υπάρχουν ακόμη σημαντικά δομικά προβλήματα στην εξωστρεφή ανάπτυξη της οικονομίας όπως, για παράδειγμα, το δυναμικό για τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακές, με μικρή παραγωγική δυναμικότητα, εσωστρεφή διοίκηση και περιορισμένα κεφάλαια κίνησης ή η απουσία ισχυρών εξαγωγικών θεσμών και ανάλογης επιχειρηματικής αντίληψης και εμπειρίας.

Επιπλέον, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση σε συνδυασμό με την αδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς, συνιστούν πρόσθετα εμπόδια.

Όμως, είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος για τις προοπτικές της εξωστρεφούς ανάπτυξης της οικονομίας για τους εξής λόγους:

 

  1. Πολλές μεγάλες επενδύσεις που τώρα αναλαμβάνονται στην Ελλάδα έχουν στόχο τις ξένες αγορές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επενδύσεις από την Παπαστράτος και τη Βιοχάλκο.

Συγχρόνως, άλλες επενδύσεις που γίνονται στο εξωτερικό, όπως η περίπτωση Μυτιληναίου στη Λιβύη, ανοίγουν νέες εξαγωγικές δυνατότητες για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

  1. Τα περιθώρια αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγάλα δεδομένου ότι το ποσοστό τους στο ΑΕΠ είναι 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του μέσου όρου στην ΕΕ και
  1. Η εξωτερική ζήτηση από Ευρώπη και παγκόσμια οικονομία προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης τους επιταχύνονται.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ρευστότητας και την δημόσια παρέμβαση για την ενίσχυση του εξαγωγικού αποτυπώματος της χώρας θα επιδράσουν ευεργετικά σε επενδύσεις και εξαγωγές.

Αρκετοί μελετητές αμφισβητούν τα πλεονεκτήματα της Βασιζόμενης στις Εξαγωγές Ανάπτυξης και υποστηρίζουν ότι πάσχει από μια πλάνη σύνθεσης, δεδομένου ότι δεν μπορούν όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες να την επιδιώξουν ταυτόχρονα. Προτείνουν δε μια στροφή στην Βασιζόμενη στην αύξηση της Εγχώριας Ζήτησης Ανάπτυξη.

Όμως, οι δύο αυτές στρατηγικές δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως ασυμβίβαστες.

Ιδίως οι χώρες που βγαίνουν από μεγάλη ύφεση και χαρακτηρίζονται από μικρές επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας χρειάζονται να εξάγουν για να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας.

Ως εκ τούτου, η στρατηγική που βασίζεται στις εξαγωγές εξακολουθεί να είναι η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα.

Πρόκειται για επιλογή που δεν σχετίζεται απλά με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά τις θέτει στο πλαίσιο μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που βασίζεται στον παραγωγικό εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση.

Συνοψίζω, λοιπόν, τονίζοντας πως οι εξαγωγές δεν είναι ο μόνος ή αποκλειστικός δρόμος για την οικονομική μας ανάπτυξη, υπάρχει και η υποκατάσταση εισαγωγών που είναι εφικτή σε μία σειρά αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων και μπορεί να συνδυαστεί με την αύξηση των εξαγωγών.

Η εξαγωγική επέκταση δεν είναι πανάκεια και περισσότερο σημαντικό δεν είναι το πόσο εξάγει μία χώρα αλλά τι και που το εξάγει.

Γιατί μία πολύ ανοιχτή οικονομία είναι αναλόγως ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ και σήμερα η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα με την παγκοσμιοποίηση να δοκιμάζεται και τον προστατευτισμό να απειλεί.

Ακριβώς, όμως, γι’ αυτό τον λόγο και προκειμένου να προστατευθεί μακροχρόνια η αναπτυξιακή πορεία της, η ελληνική οικονομία πρέπει να ενσωματωθεί οργανικά και στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στην υπό διαμόρφωση μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομία, συμβάλλοντας συγχρόνως στην οικονομική ενοποίηση και δημοκρατική μεταλλαγή της.

Οι εξαγωγές και οι επενδύσεις που θα την στηρίξουν είναι το όχημα για το ταξίδι αυτό. Συγχρόνως, είναι το μέσον για να ξεπεράσουμε το μικρό και διάσπαρτο επιχειρηματικό μέγεθος, που είναι και το βασικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Σας εύχομαι να έχετε ένα πολύ παραγωγικό συνέδριο και

Σας ευχαριστώ