Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, σε ετήσια Σύνοδο Πρέσβεων πΓΔΜ (Σκόπια, 25.08.2016)
Θα ήθελα εξαρχής να ευχαριστήσω την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας σας, πριν από όλα τον φίλο και συνονόματο Νικολάι για αυτή την πρόσκληση που αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα.
Σήμερα ζούμε σε μια δύσκολη εποχή. Ταυτόχρονα, βέβαια, άκρως ενδιαφέρουσα. Ο κόσμος αλλάζει. Η Δύση δεν αποτελεί την μοναδική δύναμη σε αυτόν, αλλά ασφαλώς ακόμα την κύρια. Δημογραφικά υποχωρεί, ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό της τμήμα. Η δημοκρατία που εμφανιζόταν να είναι ο νικητής του τέλους του 20ου αιώνα βρίσκεται εκ νέου σε υποχώρηση και απαιτεί τη συνεχή φροντίδα μας. Νέες δυνάμεις κάνουν την εμφάνισή τους στο παγκόσμιο προσκήνιο. Ορισμένες από αυτές θέλουν να λειτουργούν μέσα στους υπάρχοντες κανόνες. Άλλες να αναθεωρήσουν τις δομές του παγκόσμιου συστήματος. Οι τελευταίες συνδυάζουν συχνά τον εσωτερικό αυταρχισμό με τον αναθεωρητισμό, ενώ στις πιο ακραίες περιπτώσεις καταγράφονται εκδηλώσεις ακραίου εθνικισμού.
Οι θεωρίες πριν 20 χρόνια σύμφωνα με τις οποίες ο 20ος αιώνας θα ήταν αιώνας της ΕΕ και της Ευρώπης δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι αποφάσεις της Λισαβώνας για να γίνει η ΕΕ ο κύριος παίκτης στις νέες τεχνολογίες δεν υλοποιήθηκαν. Ταυτόχρονα, η ΕΕ ενώ ακολούθησε τον δρόμο της διεύρυνσης, δεν διασφάλισε επάρκεια μηχανισμών και δομών για την εμβάθυνση και την εντονότερη πορεία ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στη σφαίρα του πολιτικού. Η ΕΕ βρίσκεται σε κρίση, αν και, παρόλα αυτά, αποτελεί –παρά τις αντιφάσεις και ελλείψεις- παράδειγμα κράτους δικαίου και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καθήκον μας είναι να τη βγάλουμε από την κρίση. Να την κάνουμε ακόμα καλύτερη. Να αναπτύξουμε τα θετικά της και να αφήσουμε πίσω τα αρνητικά φαινόμενα που γέννησε η κρίση.
Η ελληνική πλευρά επανειλημμένα τα δύο τελευταία χρόνια πρότεινε μια ευρεία συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ. Και αυτό διότι σε αντίθεση με το παρελθόν, στην ΕΕ οι συζητήσεις τείνουν να περιοριστούν στα νομισματοπιστωτικά, στις κυρώσεις, τα εμπάργκο και τα μνημόνια. Υπό όρους και αυτές οι συζητήσεις είναι απαραίτητες. Αλλά δεν μπορούν να είναι το κύριο αντικείμενο ενασχόλησης της Ευρώπης.
Εκείνο που επειγόντως χρειάζεται είναι μια δημοκρατική συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ. Τι Ευρώπη θέλουμε στον 21ο αιώνα; Με ποιες αξίες και αρχές να πορευτεί; Με τι θεσμούς και με ποιες χώρες θα την οικοδομήσουμε; Με άλλα λόγια πρέπει να κοιτάξουμε και πάλι μέσα στο μέλλον. Να αποκτήσουμε μια στρατηγική που πηγαίνει πέρα από το δάκτυλο και βλέπει το φεγγάρι.
Υπάρχει ένας διττός κίνδυνος αυτή την περίοδο της πολυεπίπεδης κρίσης της ΕΕ: ναι μεν να διευρυνθεί, αλλά μέσω της διεύρυνσης να μετεξελιχθεί σε μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. Όποιος εισέρχεται, αλλά και αρκετά από τα νυν μέλη της να παραμείνουν στην εξωτερική της τροχιά και ουσιαστικά απλά να υλοποιούν τις αποφάσεις του εσωτερικού κύκλου. Κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει ως λύση σε συντηρητικούς κύκλους αλλά αντί να λύνει τα προβλήματα θα αναπαράγει τις προβληματικές διαχωριστικές γραμμές στην ίδια την Ευρώπη.
Εκείνο που πραγματικά είναι απαραίτητο για την ΕΕ, είναι να αναπτύξει σειρά από πολιτικές και δομές με τις οποίες θα αποκτήσει μια δημοκρατική κανονικότητα και μια κοινωνική ικανότητα. Πολιτικές και δομές που θα συμβάλλουν στην υπέρβαση της ασυμμετρίας που την χαρακτηρίζει και της μονόπλευρης ανάπτυξής της τα τελευταία 15 χρόνια. Στοιχεία που την οδήγησαν σε πολλαπλή κρίση.
Η ΕΕ βιώνει μια πολλαπλή κρίση που μπορεί είτε να την αποδιοργανώσει, είτε να τη στείλει σε ένα λαμπρό μέλλον. Πιο συγκεκριμένα:
Η πρώτη κρίση της ΕΕ είναι η κρίση ταυτότητας. Τι ακριβώς είναι η ΕΕ, αλλά και τι θα θέλαν οι παίκτες στο εσωτερικό της να την κάνουν. Τι χρειάζεται να γίνει και τι μπορεί να φτάσει. Θα επιστρέψει στα εθνικά κράτη; Θα τα υπερβεί; Η δική μας γνώμη είναι ότι η ΕΕ πρέπει να κινηθεί σε μια κατεύθυνση ομοσπονδιακή, με σεβασμό του γεγονότος ότι τα εθνικά κράτη υπάρχουν και θα υπάρξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ότι η ανάπτυξή της θα αφορά κύρια τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών και κοινωνιών που βρίσκονται σε υποχώρηση, την ποσοτική και ποιοτική διεύρυνσή τους. Έτσι, ώστε να υπάρξει μια πολιτική υπέρβασης της ασύμμετρης και μονόπλευρης ανάπτυξης των δύο τελευταίων δεκαετιών της ΕΕ.
Είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι η ΕΕ δεν χάνει σε ανταγωνιστικότητα εξαιτίας της περισσότερης δημοκρατίας και των ισχυρότερων κοινωνικών λειτουργιών, αλλά, αντίθετα ότι έτσι θα κινείται σε ένα ανώτερο πεδίο όπου ο ανταγωνισμός δεν αφορά τη μείωση κόστους, αλλά την υψηλότερη ειδίκευση και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Τη δημιουργία νέων προϊόντων και εφαρμογής νέων και πιο δημοκρατικών μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής και των υπηρεσιών. Την έξυπνη οικονομία.
Δεύτερον, δίπλα στην κρίση ταυτότητας, η ΕΕ έχει εγκλωβιστεί σε μια πολιτικά πολύπλευρη κρίση. Η κορυφή του παγόβουνου είναι τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του Brexit. Αφενός υπάρχουν αρκετοί στην ΕΕ, που θα ήθελαν να μη γίνουν σεβαστά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Αφετέρου υπάρχουν άλλοι που επιθυμούν να σπρώξουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα το ΗΒ εκτός ΕΕ. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην αγνόηση του αποτελέσματος και στην επιτάχυνση εφαρμογής του, οδηγεί το ΗΒ και την ΕΕ σε μια αδράνεια που είναι χειρότερη επιλογή από ότι εκείνη μιας εκ των δύο πλευρών της αντίφασης.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο ΗΒ δεν είναι η αιτία της πολιτικής κρίσης της ΕΕ, περισσότερο αποτέλεσμά της. Βέβαια, το αποτέλεσμα την επιταχύνει. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας που εφαρμόζεται στην πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ, της αυξανόμενης ανισότητας στην κατανομή εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, της αύξησης της φτώχειας.
Η πλήρης κυριαρχία νεοφιλελεύθερων δογμάτων στην ΕΕ και στις οικονομικές πολιτικές της, έχει ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της ΕΕ ως προς την διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Κατά συνέπεια οι όποιες αδυναμίες της δεν είναι αδυναμίες εξαιτίας της δημοκρατίας ή του κοινωνικού της μοντέλου, αλλά εξαιτίας αυτών των δογμάτων και των πρακτικών εμμονών που συνδέθηκαν μαζί τους.
Η πολιτική κρίση της ΕΕ συνδέεται με τον περιορισμό ή ακόμα και κατάργηση όλων εκείνων των συστατικών που χαρακτήριζαν μέχρι πρόσφατα το ευρωπαϊκό μοντέλο. Η υποχώρηση της συναίνεσης του λαϊκού παράγοντα στο ευρωπαϊκό σχέδιο που παραμένει ένα σχέδιο των ελίτ της Ευρώπης, η έλλειψη ενός οράματος, η μονόπλευρη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συνεργασίας στα πεδία προτεραιότητας των οικονομικών δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού και ο περιορισμός των κοινωνικών λειτουργιών της Ένωσης, όπως, επίσης, ότι στα περισσότερα από τα κράτη μέλη της υπήρξε έλλειψη δημοκρατικών δικλίδων υπέρβασης της κρίσης. Όλα αυτά αποτελούν αιτίες και επιταχυντές της πολιτικής κρίσης, ενώ διευκολύνουν την ενδυνάμωση αυταρχικών κινημάτων.
Τρίτον, η κρίση της ΕΕ είναι και κρίση οικονομικού μοντέλου και πολιτικών. Της εγκατάλειψης των ιδιαίτερων ευρωπαϊκών παραδόσεων. που έδωσαν τις μεγάλες θετικές ωθήσεις στην Ευρώπη του 20ου αιώνα.
Τέταρτον, συνδυασμένη με όλες αυτές τις κρίσεις είναι, η προσφυγική κρίση που την βιώσαμε μαζί, ιδιαίτερα έντονα τον τελευταίο χρόνο. Του γεγονότος ότι δεν υπήρξε μια ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση, και όταν υπήρχε, αυτή ήταν στα λόγια. Το εισαγόμενο πρόβλημα του προσφυγικού και της μαζικοποίησης της οικονομικής μετανάστευσης ανέδειξε σειρά προβλημάτων ως προς τη λειτουργία της Ένωσης, της αντίληψης που έχουν διαφορετικά κράτη για αυτήν, την έλλειψη οράματος και πρακτικών υλοποίησης του κοινού συστήματος αξιών.
Το προσφυγικό πρόβλημα ανέδειξε για άλλη μια φορά τις δύο ανάγκες: α) να προωθηθεί η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, β) να ανοίξει μια συζήτηση γενικότερα για το μέλλον της Ένωσης.
Οι δύο χώρες μας δεν ανήκουν μόνο στην Ευρώπη, ανήκουν και σε μια ευρύτερη περιοχή που συχνά ονομάζουμε νοτιοανατολική Ευρώπη με επίκεντρο τα Βαλκάνια. Η περιοχή αυτή, οι δύο χώρες μας, όπως έχω αναλύσει εδώ και δύο χρόνια βρίσκονται εντός ενός τριγώνου αστάθειας με πολλαπλές συνέπειες και κινδύνους. Στα βόρειά μας είναι η Ουκρανία, στα νοτιοδυτικά μας η Λιβύη και στα νοτιοανατολικά η Συρία και το Ιράκ.
Η Εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στόχευε και στοχεύει να συμβάλλει στην σταθεροποίηση της περιοχής, ιδιαίτερα της ανατολικής Μεσογείου. Στα τελευταία χρόνια συγκροτήσαμε μαζί με την Κύπρο σειρά από τριμερείς σχέσεις με Ιορδανία, Λίβανο, Αίγυπτο και το Ισραήλ. Οι τριμερείς αυτές συνεργασίες επεκτάθηκαν σε όλους τους τομείς πολιτικής. Η συνεργασία γίνεται ανάμεσα στο σύνολο των υπουργείων, ιδιαίτερα με Αίγυπτο και Ισραήλ, σε όλα τα επίπεδα, υπηρεσιακό, ΓΓ, υπουργών, πρωθυπουργών και προέδρων. Η ανάπτυξη αυτών των σχέσεων είναι γοργή. Σε ανάλογες συνεργασίες προσβλέπουν, πλέον, όλο και περισσότερες χώρες.
Στο πλαίσιο της σταθεροποίησης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και κατά προέκταση της Μέσης Ανατολής, από τη δική μας σκοπιά και δυνατότητα, προχωρήσαμε πέρσι στη σύγκλιση μιας μεγάλης διεθνούς συνδιάσκεψης για την προστασία των θρησκευτικών και πολιτισμικών κοινοτήτων της περιοχής. Σε αυτή έλαβαν μέρος πάνω από 200 πατριάρχες, υπουργοί εξωτερικών, επικεφαλής διεθνών οργανώσεων, επιστημονικών ειδικών θεσμών κοκ. Αποτέλεσμα αυτής της διάσκεψης ήταν η ίδρυση και λειτουργία ενός ειδικού παρατηρητηρίου, αλλά και η απόφαση για σύγκληση το 2017 της Β’ συνδιάσκεψης σε συνεργασία με μία χώρα ακόμα μέλος της ΕΕ (Αυστρία) και μίας Αραβικής.
Εξίσου σημαντική είναι η σύγκληση της πρώτης συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο σε λίγες ημέρες, στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου στη Ρόδο. Σε αυτή είχαμε αρχικά προσκαλέσει 5 κράτη της ΕΕ, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης και 5 αραβικά κράτη. Τελικά, δείγμα του ενδιαφέροντος, αλλά και του ανεβασμένου ρόλου της ελληνικής διπλωματίας στη συνδιάσκεψη θα παραβρεθούν επτά ευρωπαϊκά κράτη και εννέα αραβικά, συνολικά 16.
Η συνδιάσκεψη αυτή έρχεται να συμπληρώσει την πρωτοβουλία για την Μεσόγειο της ΕΕ (διαδικασία Βαρκελώνης) και την ομάδα των Νότιων-Μεσογειακών επτά κρατών-μελών της ΕΕ, γνωστή και ως ομάδα Euromed. H ομάδα αυτή των επτά συνεδριάζει εδώ και αρκετό καιρό σε επίπεδο υπουργών εξωτερικών. Φέτος πήρε η Ελλάδα, ο πρωθυπουργός της, την πρωτοβουλία και για πρώτη φορά θα συναντηθεί η Euromed σε επίπεδο Πρωθυπουργών και Αρχηγών κρατών στην Αθήνα, επίσης στις 9 του Σεπτεμβρίου, λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Η συνάντηση της Ρόδου έχει μία ακόμα πτυχή: είναι ο πρώτος σχηματισμός / θεσμός που συνδέει την ΝΑ Ευρώπη/Βαλκάνια με την Ανατολική Μεσόγειο σε ένα σύνολο. Δύο περιοχές μεγάλης αστάθειας αλλά και σημαντικότατες για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Δίπλα στους δύο μεγάλους κύκλους, Ευρώπη και (Ανατολική) Μεσόγειο / Μέση Ανατολή, υπάρχει ένας χώρος καθοριστικός για το κοινό μας μέλλον: τα Βαλκάνια. Στους πολλούς σχηματισμούς και πρωτοβουλίες που υπάρχουν στη περιοχή μας προσθέσαμε δύο καινούργιους, πολύ σημαντικούς. Ο πρώτος είναι η συνεργασία των βαλκανικών κρατών μελών της ΕΕ. Ο δεύτερος είναι η συνεργασία των 4 νότιων κρατών της Ευρώπης. Εσείς, εμείς, η Αλβανία και η Βουλγαρία. Δύο κράτη της ΕΕ και δύο υποψήφια. Ο σχηματισμός αυτός ενδυναμώνει τη συνεργασία μας, την κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που μας απασχολούν. Θα προωθήσει μέτρα κοινής συνεργασίας.
Αυτός. ο σημαντικότατος για μας θεσμός, συνεδρίασε ήδη στο πρώτο εξάμηνο του χρόνου που πέρασε και θα ξανασυνεδριάσει τον Οκτώβριο φέτος εκ νέου στη Θεσσαλονίκη. Ίσως κάνουμε και μια από κοινού επίσκεψη και στο Άγιο Όρος. Από του χρόνου θα συναντιόμαστε κάθε έξι μήνες σε πόλεις των υπόλοιπων κρατών, αλλά και της Ελλάδας.
Στη δεκαετία του ενενήντα η προσοχή όλων μας ήταν στραμμένη στην διαμόρφωση μιας Βαλκανικής ενδοχώρας. Στην εισαγωγή κράτους δικαίου και του κανόνα του νόμου. Καταγράφτηκε η ανάπτυξη ενός ιδιόμορφου καπιταλισμού. Η εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς συνοδεύτηκε από μια επιθετική πολιτική ιδιωτικοποιήσεων που είχαν πολλά χαρακτηριστικά πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Σε εκείνη τη δεκαετία, ο νους μας ήταν προσανατολισμένος πώς θα αυξηθούν οι σχέσεις και διασυνδέσεις στην περιοχή μας, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές.
Αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα η προσοχή μας στράφηκε στον ευρωπαϊκό δρόμο των κρατών της Βαλκανικής. Αρχικά της ανατολικής, αργότερα της δυτικής. Τα κράτη της περιοχής επέλεξαν από μια σκοπιά, μεμονωμένους δρόμους. Το καθένα διεκδικούσε για τον εαυτό του την πιο σύντομη οδό ένταξης στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Σε ένα βαθμό η βαλκανική ενδοχώρα αποδιοργανώθηκε. ‘Ολο και περισσότερο τα κράτη της περιοχής αναζητούσαν στήριγμα και θεσμικές επαφές με τα ισχυρά κράτη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Σήμερα, αυτό εκτιμά η Ελλάδα και εγώ προσωπικά, πρέπει να εξασφαλίσουμε τον συνδυασμό των δύο επιλογών της τελευταίας 25ετίας. Η ένταξη στην ΕΕ για πολλά κράτη θα καθυστερήσει και εξαιτίας των πολλαπλών εσωτερικών κρίσεων της ΕΕ. Αλλά και να ενταχθούν αυτά σύντομα στην ΕΕ, μια Ένωση με 40 και μέλη σίγουρα δεν θα είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να κινηθεί με ιδιαίτερη ευκολία ένα κράτος 2 ή και 5 με 7 εκατομμυρίων πολιτών. Με ΑΕΠ που θα είναι 300 και 400 φορές μικρότερο της Γερμανίας και 2.000 φορές εκείνου των ΗΠΑ. Για αυτό υποστηρίζω ότι προκειμένου να αξιοποιηθούν οι σημερινές δυνατότητες στο έπακρο και μέχρι να ενταχθούν όλα τα κράτη της περιοχής στην ΕΕ, αλλά και αφού ενταχθούν προκειμένου να έχουν ρόλο σε αυτή, είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ενδοχώρα μας. Σε αυτά τα πλαίσια βοηθάνε οι πρωτοβουλίες στα Βαλκάνια που ανέφερα προηγούμενα.
Η επανασυγκρότηση της κοινωνικής-οικονομικής και πολιτικής ενδοχώρας στη Βαλκανική ενταγμένη σε μια σταθερή ευρωπαϊκή πορεία είναι κατά τη γνώμη μου η στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί σήμερα. Είναι η πολιτική επιλογή που θα μας βοηθήσει να ενδυναμώσουμε σήμερα και να έχουμε ένα ισχυρό ρόλο στην μελλοντική ΕΕ.
Η συνάντηση των 4 ήταν πολύ παραγωγική και ελπιδοφόρα. ‘Ήταν ένα ακόμα στοιχείο της συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κράτη μας. Η συνεργασία μας αποτελεί την έκπληξη για πολλούς. Αποτελεί στοιχείο υπέρβασης σε όσους εκτός της χώρας σας πιστεύουν –βαθιά λανθασμένα- ότι αυτό το κράτος είναι προσωρινό ή ενοχλητικό. Κάθε άλλο. Το κράτος σας είναι ένα κράτος που και σε πρόσφατα γεγονότα επέδειξε σταθερότητα και έδρασε ως παράγοντας ασφάλειας στην περιοχή ανεξάρτητα της εσωτερικής πολιτικής κρίσης. Κρίση για την οποία είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι μπορεί να ανταπεξέλθει με ίδια μέσα. Αρκεί να εδραιωθεί και άλλο η δημοκρατία.
Η Ελλάδα σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες κράτη-μέλη της ΕΕ απέφυγε να εκφράσει γνώμη ή να εισέλθει στα εσωτερικά της σημαντικής βόρειας γείτονάς μας. Πιστεύουμε ότι στην εποχή μας κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και ανεπίτρεπτο. Οι έξωθεν παρεμβάσεις έχουν κατά κανόνα τα αντίστροφα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Ας μου επιτραπεί να υποστηρίξω ενώπιον σας, έναν γενικό κανόνα που τον ακολουθώ και εγώ προσωπικά, χωρίς να τα καταφέρνω πάντα: κάθε κράτος στο εσωτερικό και στις διεθνείς-εξωτερικές του σχέσεις πρέπει να αναπτύσσει ορισμένα απαραίτητα χαρακτηριστικά που σφραγίζουν την νεωτερικότητα και τον ευρωπαϊσμό. Ανάμεσα σε αυτά καθοριστικός είναι ο ρόλος -πάντα κατά τη γνώμη μου- της δημοκρατικής κουλτούρας διαλόγου, συναίνεσης και συνεννόησης. Η άλλη πλευρά, είτε πρόκειται για κράτος, είτε για πολίτες δεν είναι εχθρός, αλλά μια διαφορετική κουλτούρα, γνώμη, αντίληψη ή και απλά μια άλλη απάντηση. Και μέσα σε αυτή τη διαφορετικότητα ακόμα και αν είναι λάθος, κρύβεται πάντα ένας σπόρος αλήθειας.
Εμείς εκτιμούμε θετικά την ύπαρξη της βόρειας γείτονάς μας, στην οποία είμαστε πρώτοι σε επενδύσεις και εμπόριο, πρώτοι σε τουρισμό και διακοινοτικές επαφές. Ταυτόχρονα θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει υπέρβαση ενός αλυτρωτισμού που κατά τη γνώμη μας δεν βοηθά σε τίποτα, αλλά και ούτε υποστηρίζεται από ιστορικές και παρούσες πραγματικότητες.
Είναι φανερό, ότι η ανασφάλεια ως προς την αποδοχή ύπαρξης του κράτους σας, αλλά και ο αλυτρωτισμός εξέθρεψαν επί αρκετό χρονικό διάστημα αισθήματα δυσπιστίας. Σήμερα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα μπροστά σε μια τέτοια κατεύθυνση. Οι προσωπικές μας σχέσεις με τον Νίκολα μιλάνε από μόνες τους. Οι σχέσεις των 4 της Βαλκανικής επίσης. Ο δρόμος, βέβαια, είναι ακόμα μακρύς, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να τον διανύσουμε, έτσι νομίζω και ελπίζω, σε αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε.
Κοινωνίες και χώρες για να μπορέσουν να συμπορευτούν έχουν ανάγκη ενός κλίματος εμπιστοσύνης. Να κατανοούμε τις υπάρχουσες δυσκολίες, αλλά με κλίμα αισιοδοξίας να επεξεργαζόμαστε δρόμους υπέρβασής τους. Να συζητάμε για να καταλαβαίνουμε ο ένας τη σκέψη του άλλου, ακόμα και μέσα στις βαθύτερες τυχόν διαφωνίες. Να επιδεικνύουμε και να αποδεικνύουμε αφοσίωση στο καλό των λαών μας, των πολιτών μας. Να γνωρίζουμε τα ενδιαφέροντα, τα συμφέροντα, τις ιδιαίτερες καταστάσεις ο ένας του άλλου προκειμένου να γίνεται πιο αποτελεσματική και η πιο δύσκολη διαπραγμάτευση. Να καταφέρουμε να κάνουμε το ορθό, το δίκαιο και το αναγκαίο την κατάλληλη στιγμή.
Να μην εκβιάζουμε καταστάσεις, αλλά και να μην κλείνουμε παράθυρα δυνατοτήτων όταν αυτά μπορούν να ανοίξουν και να φέρουν φρέσκο αέρα. Ο ρόλος μας είναι να συμβάλλουμε σε θετικές, ειρηνικές, αποτελεσματικές αλλαγές και να είμαστε φορέας και κομμάτι αυτών των αλλαγών. Να μπορούμε να διαχωρίζουμε το δευτερεύον και όχι τόσο σημαντικό από το κύριο και σημαντικό και να ασχολούμαστε επίμονα, σταθερά και δημιουργικά με αυτό προκειμένου να βρούμε παραγωγικές λύσεις. Να βρίσκουμε και αξιοποιούμε τα κοινά. Να ανεχόμαστε και σεβόμαστε την διαφορετικότητα, χωρίς να θυσιάζουμε το κοινό μέλλον σε αυτή.
Σημαντικό βήμα προς τα εμπρός ήταν και είναι η καθιέρωση των ΜΟΕ που προωθούνται από τις δύο πλευρές μας, είτε αυτές αφορούν διασυνδέσεις στον τομέα των μεταφορών, της οικονομίας, των πανεπιστημίων, είτε αφορούν τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, της πυρόσβεσης, της αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών και εκτάκτων καταστάσεων. Όπως φάνηκε την επαύριο των πρόσφατων καταστροφικών πλημμυρών -και εδώ θα ήθελα να σας συλλυπηθώ και δημοσίως για τις τραγικές ανθρώπινες απώλειες- μπορούν να φέρουν τους λαούς μας πιο κοντά μέσω της συνεργασίας σε ανθρωπιστικές κρίσεις.
Πιστεύω ότι βρισκόμαστε συνολικά σε ένα καλό δρόμο περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεων μας. Πιστεύω ότι το κράτος σας παρά τις δυσκολίες σας είναι στοιχείο και συντελεστής σταθερότητας στην περιοχή. Από αυτή τη σκοπιά η σημερινή Ελλάδα καταβάλλει και θα συνεχίσει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια να συμβάλλει στην ανάπτυξη της γείτονας χώρας. Ταυτόχρονα, όσο περνά από το χέρι μας δεν θα επιτρέψουμε εξωτερικά μέτρα σε βάρος της. Σε αυτά τα πλαίσια ασκήθηκε πρόσφατα από πλευράς μας βέτο στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ όπου ταχθήκαμε ενάντια σε κάθε μέτρο κυρώσεων σε βάρος της.
Οι δύο χώρες μας οφείλουν και θα ζήσουν μαζί, εν ειρήνη, συνεργασία και προκοπή. Εφόσον και μόλις λυθεί το ονοματολογικό και κτυπηθεί κάθε είδους αλυτρωτισμός, οι δύο χώρες θα βαδίσουν μαζί το δρόμο της ΕΕ και των δομών ασφάλειας. Η Ελλάδα θα γίνει ο υποστηρικτής και μεσολαβητής μιας τέτοιας πορείας.
Ένα βήμα στην κατεύθυνση αυτής της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης, κυριαρχίας της κουλτούρας του διαλόγου και της συναίνεσης, είναι και η σημερινή μου ομιλία ενώπιον σας. Η πρόσκληση που είχε τη καλοσύνη να μου απευθύνει ο Υπουργός Εξωτερικών σας και η υπομονή σας να με ακούσετε να σας περιγράφω το όραμά μου για την ενίσχυση της φιλίας, συνεργασίας και καλής γειτονίας μεταξύ των χωρών μας αλλά και για το ευρωπαϊκό μέλλον όλης της περιοχής.
Σας ευχαριστώ εκ νέου.
Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, με θέμα «Η σημασία των ελληνοαλβανικών σχέσεων για την ευρύτερη περιοχή και την Ευρώπη» (Τίρανα, 07.06.16)
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Ευχαριστώ και για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν. Ευχαριστώ κάθε Αλβανό και Αλβανίδα που με τη δουλειά τους, τη φιλία, την όλη παρουσία τους στην Ελλάδα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας μου, συνδέουν με οικογενειακούς και καθημερινούς δεσμούς τις δύο χώρες. Ευχαριστώ προσωπικά κάθε φοιτητή και φοιτήτρια προερχόμενο από την Αλβανία που συμμετείχε στα μαθήματα και σεμινάριά μου και σήμερα προκόβει στην πατρίδα του. Είμαι περήφανος για αυτούς και αυτές. 700.000 Αλβανοί ζουν στην Ελλάδα. Από αυτούς 140.000 έχουν λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Σχεδόν 7.000 είναι, πλέον, οι ίδιοι επιχειρηματίες. Θέλω να υπογραμμίσω και από αυτό το βήμα πόσο τυχεροί είμαστε εμείς οι Έλληνες που το πρώτο κύμα οικονομικών μεταναστών και προσφύγων προέρχονταν από τη χώρα σας. Άνθρωποι νηφάλιοι, καλοσυνάτοι, οικογενειάρχες, εργατικοί και φιλομαθείς, χωρίς φανατισμούς και ακρότητες, οι οποίοι γνώρισαν μια καλή και συντεταγμένη ζωή, ενώ βοήθησαν αποφασιστικά την πατρίδα τους, ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία όσο κανείς άλλος προερχόμενος από τρίτες χώρες. Είναι μια γέφυρα αλληλοκατανόησης.
Η Ελλάδα και η Αλβανία έχουν μια μακρά ιστορία σχέσεων, καημών, ελπίδων, με στιγμές χαράς αλλά και δυσκολιών. Είμαστε εδώ για να συμβάλουμε στην ενίσχυση της θετικής ενέργειας ανάμεσα στις δύο χώρες. Θέλουμε, οφείλουμε, θα προσπαθήσουμε, θα τα καταφέρουμε να κάνουμε τις σχέσεις μας πρότυπο, προς όφελος της ίδιας της Ευρώπης.
Σε αυτές τις σχέσεις μας υπάρχει μια μεγάλη γέφυρα που μας συνδέει: η γηγενής ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με πίστη στην πατρίδα τους, αλλά και αγάπη προς την Ελλάδα. Τα δικαιώματά τους αποτελούν ιστορική επιταγή και ευρωπαϊκή προοπτική.
Η τρίτη γέφυρα είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία της Αλβανίας, που έχει επικεφαλής της έναν σοφό ουμανιστή, τον Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο.
Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη αφενός κινδύνους και ανασφάλειες, αλλά και γεμάτη ελπίδες, δυνατότητες, προοπτικές.
Σήμερα η περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης είναι εγκλωβισμένη σε ένα τρίγωνο αστάθειας ανάμεσα σε τρεις εμπόλεμες περιοχές: την Ουκρανία, τη Λιβύη, τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα τη Συρία και το Ιράκ. Από τις γωνίες του τριγώνου έρχονται κύματα αποσταθεροποίησης. Με τη συνεργασία στην περιοχή μας οφείλουμε να αναστρέψουμε τέτοιες τάσεις. Να εξασφαλίσουμε κύματα σταθερότητας από εμάς προς όλες τις πλευρές του τριγώνου. Να δράσουμε θετικά.
Σε αυτά τα πλαίσια ενισχύουμε τη διμερή συνεργασία των δύο κρατών, Αλβανίας και Ελλάδας. Στην περιοχή στηρίζουμε την SEECP, στην οποία προέδρευσε πέρσι με επιτυχία η Αλβανία και φέτος η Βουλγαρία. Διαμορφώνουμε νέους θεσμούς, όπως την τετραμερή ανάμεσα σε Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Αλβανία και Ελλάδα, που ήδη έκανε την πρώτη συνάντηση σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών τον Απρίλιο στη Θεσσαλονίκη.
Στη δεκαετία του ενενήντα όλη η περιοχή μας είχε προσανατολιστεί στο να αναπτύξει εκ νέου τις σχέσεις της μετά την κατάρρευση αυτού που ονομάστηκε ως υπαρκτός σοσιαλισμός. Ο ρόλος των ελληνικών επιχειρήσεων στην προώθηση μιας κοινωνικής οικονομίας αγοράς ήταν αποφασιστικός. Ακόμα πιο αποφασιστική ήταν η παρουσία της Ελλάδας στην πρώτη δεκαετία του παρόντος 21ου αιώνα, στη διάρκεια του οποίου άνοιξε και ήδη υλοποιείται ο ευρωατλαντικός δρόμος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Πριν από 20 χρόνια ήταν μόνο η Ελλάδα κράτος μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Σήμερα πέντε κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Κροατία, Σλοβενία και Ρουμανία) της περιοχής είναι μέλη της ΕΕ και έξι (επιπλέον η Αλβανία και άμεσα το Μαυροβούνιο) είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Υποστηρίζουμε δε μαζί την ένταξη όλων των κρατών των δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, σε μια εκδημοκρατισμένη ΕΕ.
Σήμερα εκείνο που προέχει είναι να συνδυαστούν τα σχέδια των προηγούμενων δεκαετιών. Ο στόχος είναι διττός: ενίσχυση των μεταξύ μας σχέσεων· ταυτόχρονα, διαμόρφωση μεγάλων δικτύων υποδομών, ενίσχυση των κοινωνικών-οικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε όλα τα κράτη της περιοχής. Η ενίσχυση των σχέσεών μας θα διευκολύνει την ευρωπαϊκή πορεία της περιοχής, αλλά και μελλοντικά την ενισχυμένη παρουσία της στους θεσμούς και τις πολιτικές της ΕΕ. Σε αυτά τα πλαίσια ξεκινήσαμε πριν από 10 μέρες μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία μια άτυπη σταθερή συνεργασία των τεσσάρων κρατών μελών της ΕΕ στην περιοχή.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, ο ίδιος ο εξευρωπαϊσμός των κοινωνικών ελίτ έχει την αμέριστη και καθολική υποστήριξή μας. Η πραγματοποίηση των πέντε ευρωπαϊκών στόχων που έχουν τεθεί στην Αλβανία θα συμβάλει στην προώθηση εσωτερικών μεταρρυθμίσεων στη γείτονά μας, αλλά θα φέρει και τα δύο κράτη μας πιο κοντά. Η Ελλάδα, ένα από τα παλαιότερα κράτη μέλη της ΕΕ, έχει την εμπειρία και γνώση των διαδικασιών και «παραξενιών» της ΕΕ και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να προστρέξει σε κάθε αίτημα της φίλης Αλβανίας.
Ταυτόχρονα, επιθυμούμε να μην αφήσουμε να μείνουν άλυτα παλιά προβλήματα που θα δημιουργούσαν δυσκολίες στον ευρωπαϊκό δρόμο της Αλβανίας. Θέλουμε να λυθούν με συνεννόηση, διάλογο, ορθολογισμό και ωριμότητα όσο το δυνατό πιο άμεσα.
Η ΕΕ είναι ένα σύστημα δικαίου. Ένα σύστημα που διευθύνεται από το δίκαιο και το νόμο, by the rule of law. Λειτουργεί με κανόνες. Την έχουμε εμποτίσει με την κουλτούρα, τον πολιτισμό του διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού. Την κουλτούρα της συναίνεσης και των θετικών συμβιβασμών. Αυτή ακριβώς η κουλτούρα χρειάζεται να διαχυθεί σε όλα τα δυτικά Βαλκάνια. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να δώσουμε εμείς, Αλβανία και Ελλάδα, το θετικό παράδειγμα σε όλη την περιοχή. Με αυτό το πνεύμα επιθυμούμε την υπέρβαση παρανοήσεων και ακραίων (σοβινιστικών) αντιλήψεων. Επιδιώκουμε τη λύση παλαιών προβλημάτων και την αξιοποίηση νέων δυνατοτήτων· την κοινή πορεία προς τα εμπρός.
Η πορεία προς την Ευρώπη δεν αφορά μόνο την Αλβανία και δεν αναφέρεται μόνο στα δυτικά Βαλκάνια. Αφορά ιδιαίτερα αυτό που ονομάζουμε αλβανικό παράγοντα συνολικά. Όπως οι γερμανόφωνοι του 20ού αιώνα, έτσι και οι Αλβανοί είναι οργανωμένοι σε δύο κράτη και έχουν ειδική θέση σε ένα τρίτο (οι πρώτοι τη Γερμανία, την Αυστρία και τα καντόνια της Ελβετίας, οι δεύτεροι την Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και τους Αλβανούς στην πΓΔΜ). Ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει στη θεσμική συνύπαρξη όλων των Αλβανών αυτών των κρατών. Με τους Αλβανούς της πΓΔΜ έχουμε εξαιρετικές σχέσεις και διάλογο. Επίσης, για πρώτη φορά επί των ημερών της κυβέρνησής μας ανοίξαμε τον ουσιαστικό διάλογο και συνεργασία με το Κόσοβο.
Η μόνη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια είναι η Αλβανία. Είναι ο πυλώνας σταθερότητας σε αυτά. Η συνεργασία Αλβανίας και Ελλάδας εντός του ΝΑΤΟ, αλλά και διμερώς, ως προς τα ζητήματα ασφάλειας και σταθερότητας, έχει δώσει τα πρώτα θετικά της δείγματα. Απαιτείται να γίνει ακόμα περισσότερο πυκνή και εντατική προς όφελος όλης της περιοχής.
Θα ήθελα ακόμα να κάνω την εξής παρατήρηση: παρά την κρίση της ελληνικής οικονομίας, με επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας μας, η Ελλάδα παραμένει με απόσταση η πιο ισχυρή χώρα της περιοχής. Διαθέτει ουσιαστικά πλεονεκτήματα. Δεν είναι μόνο το ΑΕΠ της που, παρά την πτώση του κατά 25%, είναι πέντε φορές μεγαλύτερο εκείνου της Βουλγαρίας και δέκα εκείνου της Αλβανίας. Είναι η συμμετοχή της σε όλους τους δυτικούς θεσμούς. Είναι η εμπειρογνωμοσύνη της, οι χωρητικότητες και δυνατότητες (Capacities and Capabilities) που διαθέτει.
Από την άλλη, η Αλβανία είναι μια χώρα με σημαντικό ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα στα δυτικά Βαλκάνια ο ρόλος της είναι κομβικός. Ο αποκαλούμενος αλβανικός παράγοντας είναι ο πιο ενεργητικός τα τελευταία χρόνια, ο πιο νεανικός. Το να παντρέψουμε την ελληνική ισχύ με τη δυναμικότητα της αλβανικής ενεργητικότητας θα πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες όλης της περιοχής. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει ανάμεσά μας λύση στα προβλήματα, συνεργασία στις προοπτικές.
Οφείλουμε να αναπτύξουμε περαιτέρω το εκατέρωθεν εμπόριο και τις επενδύσεις. Να εφαρμόσουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως προς τις τελευταίες. Να εξασφαλίσουμε τη λειτουργικότητά τους. Να αναπτύξουμε τη διασυνοριακή μας συνεργασία, κοινωνική και οικονομική. Τη συνεργασία σε τομείς όπως είναι η ενέργεια –ήδη προωθείται ο Διαδριατικός Αγωγός (TAP)– αλλά και στην ασφάλεια συνολικά· στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό.
Η σταθερότητα στις σχέσεις μας και η παραπέρα θετική ανάπτυξή τους, η ορθολογική και στη βάση του διεθνούς δικαίου απάντηση σε όσα ζητήματα έχουμε ανοικτά, θα συμπαρασύρει και τα άλλα κράτη της περιοχής. Θα αποτελέσει θετικό παράδειγμα για τη δική τους συμπεριφορά, προκειμένου να αναπτύξουν ανεκτικότητα και σεβασμό προς το διαφορετικό.
Απαιτείται, λοιπόν, να καταπολεμήσουμε λανθασμένα αρνητικά στερεότυπα ανάμεσα στους λαούς μας. Στερεότυπα που υπάρχουν σε σχολικά εγχειρίδια ή –πολύ συχνότερα– προβάλλονται από τα ΜΜΕ των χωρών μας. Γενικά, οφείλουμε να προσπαθήσουμε ώστε η εξωτερική πολιτική να μην γίνεται όμηρος εσωτερικών σκοπιμοτήτων και πολύ λιγότερο να υπαγορεύεται από αυτές. Αντίθετα, πρέπει να διευκολύνει την αλληλοκατανόηση ανάμεσα στους δύο λαούς και τα δύο κράτη.
Κάθε συνεργασία, όπως και το ταγκό, απαιτεί δύο καλούς και προσεκτικούς εταίρους / χορευτές. Δύο που να θέλουν να πετύχουν μαζί και όχι ο ένας να δρα σε βάρος του άλλου. Και αυτή ακριβώς είναι η επιθυμία μας με τον Ντίτμιρ.
Όλες αυτές οι σκέψεις, και πολλές περισσότερες που έχουμε ανταλλάξει με τον φίλο μου τον υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας, μπορούν να ενταχθούν σε ένα ανανεωμένο σύμφωνο φιλίας, συνεργασίας και ασφάλειας ανάμεσα στις δύο χώρες, το οποίο εντός του έτους θα πρέπει να έχουμε συμφωνήσει, τουλάχιστον στα βασικά του. Σε αυτό θα μπορεί να υπάρξει ενσωμάτωση νέων τομέων συνεργασίας, όπως είναι η ενέργεια, ο τομέας της αρχαιολογίας, η μεταφορά ευρωπαϊκής τεχνογνωσίας. Ταυτόχρονα, να δίνεται λύση σε προβλήματα που συμφωνούμε από κοινού ότι πρέπει να υπάρξει υπέρβασή τους. Θέλουμε να επικαιροποιήσουμε και να εμπλουτίσουμε το σύμφωνο φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Το σύμφωνο φιλίας και το προοίμιο που θα ενσωματώσουμε σε αυτό θα είναι η επιβεβαίωση της φιλίας και της μη εμπόλεμης κατάστασης ανάμεσα στα δύο κράτη.
Σε αυτή τη συμφωνία θα προβλέπεται η συνεργασία των δύο κρατών, έτσι τουλάχιστον προτείνει η πλευρά μας, για τη στήριξη της πορείας της Αλβανίας στην ΕΕ· οι όποιες τεχνικές λύσεις και διευκρινίσεις απαιτηθούν εκατέρωθεν, προκειμένου να υλοποιηθούν ήδη υφιστάμενες συμφωνίες, καθώς και η σύγκληση επιτροπών εμπειρογνωμόνων όπου είναι απαραίτητες.
Προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία στον πολιτισμό και στην πολιτισμική διπλωματία. Αγαπάμε τους χορούς των Αλβανών και εκείνοι τους ελληνικούς. Το ίδιο και ως προς τη μουσική και άλλες μορφές τέχνης. Προτείνω την καθιέρωση εβδομάδων αλβανικής και ελληνικής τέχνης, όπως μουσικής και κινηματογράφου υπό την αιγίδα μας, ώστε να γνωριστούμε καλύτερα, αλλά και να προβάλουμε τις επιτυχίες μας.
Με αυτό, θα αναβαθμίζεται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της γηγενούς ελληνικής μειονότητας στη χώρα σας. Γενικότερα θα ενισχύεται η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως ξένης γλώσσας στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αλβανίας. Θα αναβαθμιστούν και οι ελληνικές και αλβανικές σπουδές στα πανεπιστήμιά μας, θα ενταθεί δε η συνεργασία τους. Επίσης, θα προωθήσουμε ως Υπουργείο Εξωτερικών στα αρμόδια ελληνικά υπουργεία τη διδασκαλία της αλβανικής για τα παιδιά των αλβανών μεταναστών. Στα ίδια πλαίσια, θα συμβάλουμε στην καλή και αποτελεσματική λειτουργία της μεικτής επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα σχολικά εγχειρίδια.
Ως προς τα δικαιώματα της ελληνικής γηγενούς μειονότητας, μια Αλβανία καθοδόν προς την ΕΕ ελπίζω να πράξει έγκαιρα και με ιδία πρωτοβουλία αυτά που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία ως προς τη διάχυση σε όλη την επικράτεια της προστασίας των δικαιωμάτων της, αρχής γενομένης από τα δικαιώματά της στην περιουσία.
Και καθώς γίνεται λόγος για τις οικονομικές πτυχές, στηρίζουμε την προώθηση της Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής (ΜΔΕ) για τα οικονομικά θέματα. Προτείναμε και τη διοργάνωση οικονομικού φόρουμ επιχειρηματιών υπό την αιγίδα των δύο ΥΠΕΞ. Την παρακολούθηση και υλοποίηση του προγράμματος δράσης στον τομέα του τουρισμού. Το ίδιο και για τον τομέα της γεωργίας και των υδάτων, καθώς και για τις μεταφορές. Στις τελευταίες θα στηρίξουμε τη δημιουργία –με τη βοήθεια της ΕΕ– απαραίτητων υποδομών που να διασχίζουν τη δυτική πλευρά της Ελλάδας, της Αλβανίας και των υπόλοιπων δυτικών Βαλκανίων. Να διασφαλίσουμε συνολικά ευνοϊκότερες συνθήκες επενδύσεων, καθώς και αξιοποίησης και λειτουργίας των ήδη υφισταμένων επενδύσεων, της επιχειρηματικής δράσης.
Ο κατάλογος των κοινών δράσεων και συνεργειών μπορεί και πρέπει να είναι ατελείωτος. Εδώ είπα ορισμένες σκέψεις. Όλα αυτά μπορούν, και κατά τη γνώμη μου οφείλουμε να τα υλοποιήσουμε. Για να γίνει αυτό με τρόπο αποτελεσματικό, χωρίς να παγιδευτούμε και οι δύο πλευρές σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, θα πρέπει να εμπεδώσουμε ακόμα καλύτερα τις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες μας στην κατεύθυνση που ήδη έχουμε ως υπουργεία Εξωτερικών. Οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους, έχουν μάθει να σέβονται την Αλβανία και τον αλβανικό παράγοντα. Δεν ζούμε στην εποχή της κατάρρευσης του τότε πολιτικού συστήματος, της προσφυγιάς των Αλβανών και της έλλειψης προοπτικής στη χώρα τους. Η Αλβανία αναβαθμίζεται σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και θέλουμε να είμαστε μαζί της σε αυτό το γίγνεσθαι. Δεν επιτρέπουμε να υποτιμάται ο δυτικός βόρειος γείτονάς μας. Μαζί θα διαμορφώσουμε το μέλλον της περιοχής. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς στην Αλβανία ότι το μέλλον της συνδέεται με τις καλές σχέσεις με τη νότια γείτονά της. Ούτε να υποτιμώνται οι δυνατότητες και τα εργαλεία που διαθέτει η Ελλάδα ακόμα και σήμερα.
Πράγματι υπάρχουν ισχυρότερες χώρες στην Ευρώπη και στον κόσμο από ότι είναι οι δικές μας. Η ενασχόλησή τους, όμως, με την Αλβανία δεν είναι σταθερή. Δεν είναι πρώτης προτεραιότητας. Αντίθετα εμείς θέλουμε, επιθυμούμε και εργαζόμαστε για μια σχέση ισοτιμίας που από τα προβλήματα του παρελθόντος φτιάχνει σήμερα φιλίες και μελλοντικά κοινά κέρδη. Οι ισχυρές σχέσεις ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα δίνουν ισχύ στα κράτη και τις κοινωνίες μας. Τροφοδοτούν με ελπίδα τους λαούς μας. Συμβάλλουν στη σταθερότητα και ασφάλεια όλης της περιοχής.