Στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, σε συνέχεια των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες (14-15 Δεκεμβρίου), ο Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, ανέφερε:

«Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του τελευταίου της χρονιάς, καλύψαμε πολύ κρίσιμα ζητήματα για την Ευρώπη. Το ζήτημα που αφορά την κοινωνική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συζήτηση για το μέλλον της ευρωζώνης, τα θέματα που αφορούν την ασφάλεια και την άμυνα, το προσφυγικό, τις ευρωτουρκικές σχέσεις, το Brexit, τη συνεργασία μας στους τομείς της παιδείας και του πολιτισμού, τη στήριξη στις γαλλικές πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή και βέβαια τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαδικασία του Minsk για την ειρήνη στην Ουκρανία, αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις στα Ιεροσόλυμα.

Κοινό σημείο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και του EuroSummit που έγινε σήμερα το πρωί, ήταν η εκτεταμένη και έντονη σε πολλά σημεία συζήτηση για την κοινωνική διάσταση στην Ευρώπη. Εγώ επανειλημμένως έχω τονίσει ότι η σημερινή Ευρώπη έχει υπερβολικό κοινωνικό έλλειμμα και μάλιστα ένα κοινωνικό έλλειμμα το οποίο δεν το αντιμετωπίζει επαρκώς. Η Σύνοδος του Γκέτεμποργκ ήταν βεβαίως ένα βήμα σημαντικό, ωστόσο δεν μπορούμε ν’ ανακοινώνουμε μέτρα, όπως για παράδειγμα τον κοινωνικό πυλώνα, χωρίς να φροντίζουμε ώστε αυτά τα μέτρα να εφαρμοστούν. Δεν μπορεί, με διάφορα προσχήματα και αναδιαρρυθμίσεις διακοσμητικού χαρακτήρα, να βρισκόμαστε διαρκώς στο ίδιο σημείο. Να μην αλλάζει τίποτα ουσιαστικά με το κρίσιμο θέμα της κοινωνικής σύγκλισης. Γι’ αυτό το λόγο, αναλάβαμε χθες μια πρωτοβουλία για την Κοινωνική Ευρώπη, για έναν αξιόπιστο ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, ώστε να έχει συγκεκριμένους δεσμευτικούς κοινωνικούς στόχους ενταγμένους στο ευρωπαϊκό εξάμηνο. Γιατί χωρίς δεσμευτικούς στόχους δεν μπορούμε να έχουμε τη βεβαιότητα ότι θα γίνουν ουσιαστικά βήματα στην κατεύθυνση της κοινωνικής σύγκλισης. Tην πρωτοβουλία αυτή, που στην πραγματικότητα θα είναι και μια πρωτοβουλία για να αντιμετωπίσουμε παθογένειες που, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, έκαναν έντονη την εμφάνισή τους – όπως τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την απαράδεκτα υψηλή ανεργία και ιδιαίτερα την ανεργία των νέων, τη διεύρυνση της φτώχειας σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ, καθώς και το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού, την πρωτοβουλία λοιπόν αυτή τη στήριξαν αρκετές χώρες. Τη στήριξε η Κομισιόν, τη στήριξε ο Γάλλος Πρόεδρος, τη στήριξε η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σουηδία. Θα έλεγα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχεδόν οι περισσότεροι ηγέτες φάνηκαν είτε έτοιμοι να την αποδεχθούν είτε ανοιχτοί στο να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να υπάρξει αυτό το monitoring – ας το πω έτσι – της εφαρμογής του κοινωνικού πυλώνα. Εξέφρασαν επιφυλάξεις η Ολλανδία και η Ουγγαρία και αυτός είναι και ο λόγος που το θέμα θα τεθεί ξανά υπόψιν των ηγετών στην επόμενη Σύνοδο τον Μάρτη, με την ελπίδα να γίνουν, έστω τον Μάρτη, τα απαραίτητα βήματα που πρέπει να γίνουν. Διότι καμιά νομισματική ένωση και καμιά ένωση κρατών δεν μπορεί να προχωρήσει, κατά τη δική μας εκτίμηση, βασισμένη μόνο σε δημοσιονομικούς κανόνες. Η συζήτηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη νομισματική ένωση, ακόμη μεγαλύτερη έχει η συζήτηση στο πλαίσιο των 28. Η συζήτηση αυτή έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την ευρωζώνη, διότι αντιλαμβάνεστε ότι μια νομισματική ένωση χωρίς σύγκλιση των κρατών μελών της και η σύγκλιση αυτή να αποτυπώνεται στο κοινωνικό πεδίο και με πολλαπλές ταχύτητες δεν μπορεί να προχωρήσει, δεν μπορεί να είναι ουσιαστική νομισματική ένωση.

Σε σχέση με τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, όλοι γνωρίζετε ότι η συζήτηση ήταν λίγο πιο έντονη από ό,τι άλλες φορές, εξαιτίας της άστοχης, κατά την εκτίμησή μου – το είχα δηλώσει και πριν έρθω εδώ – παρέμβασης του Προέδρου Tusk, με ένα σημείωμα, το οποίο μας αιφνιδίασε. Υπογράμμισα ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχείρησε να θέσει το θέμα ο Προέδρος Tusk ήταν απαράδεκτος, όχι μόνο γιατί μια τέτοια αντίληψη δυσχεραίνει τη διαχείριση μιας πολύ μεγάλης κρίσης, που μας υπερβαίνει όλους, αλλά κυρίως γιατί υπονομεύει την έννοια της αλληλεγγύης. Μία έννοια, η οποία δεν είναι μόνο θεωρητική. Είναι εγγεγραμμένη στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, άρα αποτελεί καταστατική αρχή της ΕΕ. Ως εκ τούτου, αυτό το οποίο έθεσα εγώ χθες ήταν ότι ο τρόπος με τον οποίο αμφισβητείται η αρχή της αλληλεγγύης δεν υπονομεύει την συζήτηση για τη διαχείριση του προσφυγικού μόνο. Υπονομεύει το μέλλον της Ευρώπης. Δε θα σωθούμε εμείς ή οι άλλες χώρες πρώτης υποδοχής, αν τρεις, τέσσερις χώρες, που ουσιαστικά αυτές είναι , που αρνούνται να δεχθούν πρόσφυγες ή μετανάστες, μέσα από τη διαδικασία του relocation, τελικά αναγκαστούν ή φιλοτιμηθούν να πάρουν 1.000, 1.500 ή 500. Μπροστά στα μεγέθη τα οποία εμείς αντιμετωπίζουμε δε θα μας σώσει αυτό. Αυτό όμως που, κατά την άποψή μου, είναι καίριο είναι ότι μέσα από την έναρξη μιας τέτοιου είδους συζήτησης αμφισβητείται συνολικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και δεν μπορεί να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εγώ, όταν πρωτοβρέθηκα στα Συμβούλια Κορυφής, εξέφρασα από την πρώτη στιγμή τις πολύ μεγάλες διαφωνίες μου, τις οποίες διατηρώ, για τον τρόπο  με τον οποίο η ΕΕ αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση ή έχει θεσπίσει κανόνες. Και με τους κανόνες αυτούς εξέφρασα τη διαφωνία μου. Τους κανόνες αυτούς όμως η Ελλάδα τους σεβάστηκε. Προσπάθησε μέσα στο πλαίσιο αυτών των κανόνων να κάνει διαπραγμάτευση, για να κερδίσει ό,τι καλύτερο, αλλά σεβάστηκε αυτούς τους κανόνες.

Όταν ετέθη το κρίσιμο ζήτημα των κυρώσεων στη Ρωσία, κυρώσεις που πλήττουν καίρια τη δική μας οικονομία, εμείς δεν είπαμε ότι: «Ξέρετε κάτι; Δεν θα συμβάλουμε, δε θα συμμετάσχουμε, διότι δεν αφορά τη δική μας αυλή το πρόβλημα, ας το λύσουν οι χώρες, οι οποίες έχουν προβλήματα με τη Ρωσία». Δεν το είπαμε αυτό. Δεν μπορεί λοιπόν κάποιοι σήμερα  – στο όνομα του ότι το προσφυγικό δεν τους αγγίζει, δεν τους ακουμπά – να επιβάλουν την αλλαγή στον τρόπο σκέψης, συζήτησης και αποφάσεων που εδώ και πολλά χρόνια έχει καθιερώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελεί και καταστατική της αρχή. Αυτό είναι βόμβα στα θεμέλια της λειτουργίας της ΕΕ. Αυτό ήταν το πλαίσιο της ουσιαστικής διαφωνίας που έθεσα χθες και νομίζω ότι είναι μία διαφωνία, την οποία θα τη βρούμε μπροστά μας στο μέλλον, διότι πιστεύω πως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τον Ιούνη, έστω τον Ιούνη, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μπορεί να υπάρχει Ευρώπη α λα καρτ, δεν μπορεί κάποιοι να πιστεύουν ότι θα έχουν μόνο δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις.

Βεβαίως, εκτός του προσφυγικού, αντιλαμβάνεστε ότι πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στη συζήτησή μας είχε και η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα. Είχα την ευκαιρία να ενημερώσω τους εταίρους μας, να ενημερώσω το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τα αποτελέσματα αυτής της επίσκεψης, αν και διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι είχαν παρακολουθήσει τουλάχιστον τις δηλώσεις και του διαλόγους με τον Πρόεδρο Ερντογάν, άρα είχαν μία πρώτη εικόνα. Όμως είχα την ευκαιρία να ενημερώσω και για την ουσία αυτής της επίσκεψης, μία επίσκεψη που, κατά την άποψή μου, ήταν αναγκαία, διότι – παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές με τον Τούρκο Πρόεδρο – οφείλουμε να διατηρούμε τους διαύλους ανοιχτούς προκειμένου να προσπαθούμε να βρίσκουμε συγκλίσεις πολύ κρίσιμες, όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Η ευρύτερη περιοχή είναι μία περιοχή που βυθίζεται στην αποσταθεροποίηση, συνεπώς η στήριξη των ανατολικών, των νοτιοανατολικών ευρωπαϊκών συνόρων, καθίσταται ολοένα και πιο σημαντική, πιο σημαντική για την ίδια την ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά και για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, των πληθυσμών δηλαδή που επιδιώκουν να εισέλθουν στην ΕΕ.

Παράλληλα, οι προκλήσεις ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος, βεβαίως στα πλαίσια των αποφάσεων του ΟΗΕ και χωρίς τουρκικές εγγυήσεις. Άρα η ανάγκη για ειρήνη, για σεβασμό του διεθνούς δικαίου και για συνεργασία στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο αποτελεί ένα ευρωπαϊκό διακύβευμα, ένα ευρωπαϊκό διακύβευμα που σήμερα είναι ίσως περισσότερο από ποτέ σημαντικό. Στο πλαίσιο αυτό και στη σημερινή κατ΄ ιδίαν συνάντηση που είχα με τη Γερμανίδα Καγκελάριο, τον Πρόεδρο της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker, και τον Βούλγαρο ομόλογό μου, είχα την ευκαιρία να καλωσορίσω τις δηλώσεις τους αμέσως μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα σχετικά με το ζήτημα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, όπου έδωσαν μια πολύ καθαρή απάντηση και στήριξη στις ελληνικές θέσεις, και είχα την ευκαιρία να τους τονίσω ότι ιδιαίτερα αυτή την περίοδο είναι αναγκαίο η ΕΕ να στείλει εκείνα τα μηνύματα προς την Τουρκία που θα την καθιστούν υπεύθυνη απέναντι στην ορθή τήρηση και της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, τη Συμφωνία για την προσφυγική κρίση, αλλά και στο σεβασμό των διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου.

Να κλείσω λέγοντάς σας ότι την επόμενη περίοδο οι επαφές μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και οι επαφές που έχουν σχέση με την ευρύτερη περιοχή και τη στρατηγική μας για δημιουργία σχέσεων σταθερότητας, αυτές λοιπόν οι επαφές θα ενταθούν. Τον Γενάρη θα επισκεφθώ τη Ρώμη, καθώς αποφασίσαμε οι επτά ηγέτες του λεγόμενου ευρωπαϊκού Νότου, των νοτίων χωρών της ΕΕ, να συναντηθούν στη Ρώμη στις 10 του Γενάρη, και βεβαίως θα έχω την ευκαιρία να επισκεφθώ και την Κύπρο για τριμερείς συναντήσεις με το Ισραήλ, αλλά και με την Ιορδανία, ενώ προγραμματίζουμε και τριμερή με την Παλαιστίνη. Την ίδια στιγμή, όπως ξέρετε, προετοιμάζουμε και τη Σύνοδο ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και τις συναντήσεις των τεσσάρων βαλκανικών χωρών στο Βουκουρέστι και στη Θεσσαλονίκη, τον Φλεβάρη και τον Μάη, αντίστοιχα.

Θέλω να κλείσω την αρχική μου τοποθέτηση λέγοντάς σας ότι, πέρα από τα θέματα που απασχόλησαν τη Σύνοδο, σήμερα είναι και μία ιδιαίτερη ημέρα που αποτελεί και – θα έλεγα – οιωνό, σημάδι, της εξόδου της χώρας από την κρίση. Σήμερα 1.313.000 νοικοκυριά, δηλαδή περίπου 3.250.000 ωφελούμενοι, έχουν δει στους λογαριασμούς, στις καταθέσεις τους, το κοινωνικό μέρισμα,727 εκ. ευρώ.

Πρόκειται για λίγο πάνω από το 30% του πληθυσμού. Θα ανέβει αυτό το νούμερο καθώς η πλατφόρμα θα ανοίξει εκ νέου για να αντιμετωπιστούν και μικροαδικίες ή μικροδυσκολίες τεχνικής φύσης που εμπόδισαν κάποιους συμπολίτες μας που δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στο μέρισμα. Νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ σημαντική – και συμβολικά και ουσιαστικά – εξέλιξη. Θέλω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους του Υπουργείου Οικονομικών, τα λεγόμενα τεχνικά κλιμάκια, που πραγματικά έκαναν μια υπεράνθρωπη προσπάθεια όλο αυτό το διάστημα, για να στηθεί ένας μηχανισμός ιδιαίτερα χρήσιμος και αναγκαίος, ένας μηχανισμός δίκαιος πάνω από όλα, διότι το μέρισμα δεν θα πάει στοχευμένα για την εξυπηρέτηση κάποιων πελατειακών στόχων, αλλά πηγαίνει οριζόντια σε εκείνους που το έχουν ανάγκη πραγματικά, περισσότερο από κάθε άλλους. Στο 1/3 του πληθυσμού που καλύπτει το όριο της φτώχειας, το όριο του κοινωνικού αποκλεισμού και βεβαίως με κριτήρια περιουσιακά, εισοδηματικά, δηλαδή με συνθήκες απόλυτης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό σήμερα, έχουμε κι άλλα καλά νέα, γι’ αυτό σας λέω ότι τα σημάδια, οι οιωνοί είναι θετικοί. Σήμερα ολοκληρώνεται μία εβδομάδα όπου έχουμε ένα ράλι στις τιμές των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου και φαίνεται ότι είμαστε κοντά να σπάσει και το όριο του 4%, δηλαδή να πάμε κάτω από 4% στις τιμές που αφορούν το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου. Θέλω να σας πω ότι τον περασμένο Γενάρη, ένα χρόνο πριν δηλαδή, στην αρχή του έτους, η τιμή ήταν 7,35 , σήμερα είναι κοντά στο 4, έχουμε 45% μείωση της τιμής, βρισκόμαστε σε αντίστοιχο επίπεδο που είχαμε τον Δεκέμβρη του 2006, 11 χρόνια πριν. Τον Δεκέμβρη του 2006 δεν υπήρχε καν η έννοια της κρίσης. Συνεπώς η Ελλάδα ήδη φαίνεται ότι μπορεί να έχει μια πρόσβαση στις αγορές, η οποία είναι αντίστοιχη των εποχών πριν την κρίση. Βεβαίως θέλουμε αυτό το φαινόμενο να μην είναι παροδικό, να είναι σταθερό, να είναι μόνιμο, να πέσουν ακόμα πιο κάτω οι τιμές των ελληνικών ομολόγων για να γίνει ακόμα πιο σαφής και σταθερή η προοπτική επανάκαμψης της Ελλάδας στις αγορές χρήματος, ακόμα πιο σαφής και σταθερή η προοπτική οριστικής εξόδου από τα προγράμματα στήριξης, από τα μνημόνια που τόσο πολύ ταλαιπώρησαν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Άρα, λοιπόν, αυτά τα δύο σημάδια, θετικά σημάδια, θετικοί οιωνοί σήμερα, ότι βγαίνουμε από την κρίση, ότι περνάμε από μια πολύ μεγάλη περιπέτεια και βγαίνουμε, κρατώντας όμως όσο μπορούμε και τους πιο αδύναμους προστατευμένους, κρατώντας την κοινωνία όρθια. Αυτό σηματοδοτούν, από τη μια οι αριθμοί που αφορούν τις αγορές και τα ομόλογα , από την άλλη όμως η στήριξη σήμερα περίπου 3,3 εκ. συμπολιτών μας, δηλαδή του 30% των πιο αδύναμων συμπολιτών μας, με το κοινωνικό μέρισμα.

Είμαι στη διάθεσή σας».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ (ΕΡΤ): Κύριε Πρόεδρε, αυτές τις δύο ημέρες έγινε μία έντονη συζήτηση, όπως είπατε κι εσείς, για το προσφυγικό. Είχαμε μάθει τα προηγούμενα χρόνια για το διαχωρισμό Βορρά – Νότου σε ό, τι αφορά την οικονομία. Τώρα μάθαμε από τον κ. Τουσκ ότι υπάρχει και χάσμα Ανατολής – Δύσης για το προσφυγικό. Ήθελα να σας ρωτήσω μέχρι τον Ιούνιο που θα παρθούν αποφάσεις..

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Εμείς είμαστε στην Ανατολή ή στη Δύση;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ: Εμείς μάλλον στη Δύση πρέπει να είμαστε. Βλέπετε, λοιπόν, μέχρι τον Ιούνιο του ’18 να γεφυρώνεται αυτό το χάσμα, όπως παρουσιάστηκε, διότι διαβάζω τώρα ότι συνολικά 1.265 πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου τις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου, δηλαδή βλέπουμε από τα παράλια της Τουρκίας, παρ’ ότι είναι μειωμένες οι ροές, να υπάρχουν ροές προς τα δικά μας τα νησιά.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Ναι. Κατ’ αρχάς έχει δίκιο σ’ αυτό ο Πρόεδρος Τουσκ, υπάρχει χάσμα. Δεν ξέρω, όμως, εάν είναι χάσμα Ανατολής – Δύσης, αλλά μάλλον είναι χάσμα ανάμεσα στις χώρες εκείνες, στα κράτη – μέλη που, θα έλεγα, σέβονται και αποδέχονται τους κανόνες και αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, και απέναντι σε κάποιους άλλους, οι οποίοι θεωρούν ότι η ΕΕ μπορεί να είναι α λα καρτ. Δεν θέλω αυτή τη στιγμή να επικεντρώσω την κριτική μου σε συγκεκριμένες χώρες, αλλά νομίζω ότι αυτή η αντίθεση θα είναι αντίθεση που θα μας ταλαιπωρήσει πολύ το επόμενο διάστημα. Και θα μας ταλαιπωρήσει πολύ καθ΄ ότι και από τη δική μας πλευρά, αν θέλετε, αισθανόμαστε ότι εδώ υπάρχει μία πολύ μεγάλη αδικία. Δεν μπορεί να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Διότι οι χώρες εκείνες, του ευρωπαϊκού Νότου ιδιαίτερα, που βρέθηκαν κάποια στιγμή με υπερβολικά ελλείμματα, δεν αφέθηκαν στην κρίση τους, εάν θα προχωρήσουν σε δημοσιονομική προσαρμογή, και μάλιστα με πολύ άδικο τρόπο προκειμένου να ωφεληθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρωτίστως και μετά οι ίδιες οικονομίες και οι πολίτες, αλλά τους επιβλήθηκε με τον πιο σκληρό και οδυνηρό τρόπο αυτή η προσαρμογή, και η Ελλάδα είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν μπορεί λοιπόν για την Ελλάδα και για τις άλλες χώρες του Νότου σε ό, τι αφορά την οικονομία να υπάρχει το pacta sunt servanda, που μας έλεγαν τότε κουνώντας μας το δάχτυλο, και για κάποιους άλλους να υπάρχει το «περάστε, αν θέλετε, αν δεν θέλετε, καθίστε στο σαλόνι». Δε γίνεται αυτό. Λοιπόν, νομίζω ότι θα είναι ένα κρίσιμο θέμα και, αν θέλετε, είναι και ο πυρήνας της συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης. Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης; Από το εάν κάποιοι θα μπορούν να εμποδίζουν τους περισσότερους στο να προχωρούν μπροστά. Νομίζω ότι αυτό πρέπει πρωτίστως να απαντήσουμε, διότι βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει κανέναν, αλλά εάν κάποιοι δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτή την κοινή προσπάθεια, τουλάχιστον δεν μπορούν να εμποδίζουν όσους θέλουν να προχωρήσουν».

ΕΦΗ ΚΟΥΤΣΟΚΩΣΤΑ (EURONEWS): Στο ίδιο θέμα, το προσφυγικό. Να ρωτήσω ότι πέρα από το άστοχο της παρέμβασης Τουσκ, όπως τη χαρακτηρίσατε κι εσείς, αλλά και ο Επίτροπος Αβραμόπουλος, πέρα από αυτό υπάρχει κάποια αλήθεια στα λεγόμενά του, ότι τελικά το σύστημα των ποσοστώσεων, όπως εφαρμόστηκε τα δύο τελευταία χρόνια, δεν ήταν αποτελεσματικό; Και θέλω να σας ρωτήσω εάν εσείς επιμένετε στο ίδιο σύστημα, εάν θα θέσετε θέμα κυρώσεων, αυστηρών κυρώσεων απέναντι στις χώρες του Visegrad, και θα ήθελα και ένα σχόλιο για την τελευταία πρόταση που έκαναν αυτές οι χώρες, για τη χρηματοδότηση προκειμένου να φυλαχθούν τα σύνορα.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει αμφιβολία, όλοι θα θέλαμε να είναι πιο αποτελεσματικό, αλλά δεν μπορεί να μην επισημαίνουμε ότι μέχρι σήμερα έχουν ωφεληθεί από το μέτρο της μετεγκατάστασης πάνω από 22.000 πρόσφυγες από τη χώρα μας, ένα σημαντικό βήμα. Όπως επίσης και ο μηχανισμός της επανεγκατάστασης από την Τουρκία έχει ωφελήσει πάνω από 10.000 πρόσφυγες. Σίγουρα θα θέλαμε όλοι οι αριθμοί αυτοί να είναι ακόμα μεγαλύτεροι. Αντιλαμβάνεστε, όμως, ότι μπροστά στην αντίληψη που επικρατούσε και συνεχίζει να επικρατεί σε πολλούς στην Ευρώπη, ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι κλειστό φρούριο και δεν πρέπει κανένας να περνάει, αυτοί οι αριθμοί είναι κάτι. Άρα, λοιπόν, εγώ δεν κατανοώ, εάν το επιχείρημα είναι ότι δεν είναι αρκετοί οι αριθμοί και πρέπει να τους αυξήσουμε. Εάν αυτό είναι το επιχείρημα, να είμαι κι εγώ μαζί τους, με όσους το λένε αυτό το επιχείρημα, να τους αυξήσουμε τους αριθμούς. Εάν, όμως, στο όνομα της αναποτελεσματικότητας, μας προτείνουν να το καταργήσουμε συνολικά αυτό το μέτρο, τότε κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Λοιπόν, εδώ πρέπει να λέμε τουλάχιστον μεταξύ μας, όταν κλεινόμαστε σε αυτές τις Συνόδους, τη γλώσσα της αλήθειας. Και η γλώσσα της αλήθειας λοιπόν δεν είναι ότι το πρόβλημα αυτών των κρατών και το πνεύμα της αρχικής τοποθέτησης Τουσκ, διότι μετά ανασκεύασε, χθες αναφέρθηκε σε αυτό ακριβώς που λέτε εσείς με την ερώτησή σας. Αλλά το πνεύμα το αρχικό δεν ήταν αυτό, ήταν ότι «επειδή μας δίχασε, πρέπει να το αναθεωρήσουμε». Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι αυτό που μας δίχασε δεν ήταν το μέτρο της μετεγκατάστασης και της επανεγκατάστασης. Αυτό που μας δίχασε ήταν η άρνηση κάποιων κρατών να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Τώρα, σε ό,τι αφορά την ουσία για την αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόβλημα αυτό δεν θα τελειώσει γρήγορα. Όλοι ευχόμαστε, και μακάρι, να έχουμε θετικές εξελίξεις στη Συρία, αλλά αντιλαμβάνεστε ότι το πρόβλημα των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών έχει να κάνει με τη συνολικότερη κατάσταση στις χώρες του τρίτου κόσμου, με τη φτώχεια, την πείνα, τις συγκρούσεις, όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Αφρική, με τις δημογραφικές ανισορροπίες. Έχουμε έναν τρίτο κόσμο που αυξάνεται πληθυσμιακά με ταχύτατους ρυθμούς, μία Ευρώπη που γερνάει, αλλά που παραμένει πολύ πλουσιότερη από τις χώρες αυτές, άρα θα το αντιμετωπίσουμε μπροστά μας αυτό το πρόβλημα. Και αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με τη λογική της στρουθοκαμήλου, να βάλουμε το κεφάλι μας μέσα στην άμμο και να πιστεύουμε ότι σωθήκαμε. Αυτό το πρόβλημα θα λυθεί μόνο με πολύ γενναίες παρεμβάσεις, με οικονομική ενίσχυση αυτών των χωρών, θα λυθεί και άμεσα, κατά την άποψή μου, θα εξομαλυνθεί μάλλον, δεν θα λυθεί, και με αποτελεσματικότερους μηχανισμούς, όπως για παράδειγμα μηχανισμούς που θα στηρίζουν τρίτες χώρες στην αντιμετώπιση δικτύων διακινητών, στη μείωση των ροών και στην αποδοχή επιστροφών. Με μηχανισμούς επιστροφών, ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός επιστροφών και ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός επανεγκατάστασης με κέντρα αιτήσεων σε τρίτες χώρες διέλευσης και προέλευσης, αυτές είναι οι δικές μας προτάσεις. Ταυτόχρονα βεβαίως και με τις δικές μας ενέργειες που πρέπει να ενταθούν – και δεσμεύτηκα ότι θα ενταθούν το επόμενο διάστημα – για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή της ευρωτουρκικής Συμφωνίας, για την αποσυμφόρηση των νησιών, αλλά και για την επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής ασύλου. Για τις κυρώσεις, νομίζω ότι δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτό».

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ (ΣΚΑΪ): Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει ένα απόσπασμα που παίζει στην Ελλάδα από μία συνέντευξη του κ. Γαβρόγλου, του Υπουργού Παιδείας, ο οποίος τονίζει πως θα πρέπει να αρχίσει μια πολύ σοβαρή συζήτηση με την ίδια τη μειονότητα, για την εκλογή των μουφτήδων, και μιλά για έναν προσδιορισμό του εκλεκτορικού σώματος. Ήθελα να ρωτήσω, μετά την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Ελλάδα, έχει ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση η κυβέρνηση;

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Κοιτάξτε, αυτή τη συζήτηση η κυβέρνηση την έχει ξεκινήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό στο εσωτερικό της και έρχεται ως μία αντικειμενική ανάγκη, που δεν αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν αφορά τον Τούρκο Πρόεδρο. Είναι μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και είναι μια συζήτηση που πρέπει να επεκταθεί δημόσια και ανοιχτά με τη μειονότητα, τους Έλληνες πολίτες που ζουν στη Θράκη. Με τη μουσουλμανική μειονότητα, όπως είπε και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τουρκική, είναι μουσουλμανική και είναι τριφυούς προέλευσης, όπως είπε. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ήδη έχουμε πάρει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση μεταρρυθμίσεων, που θα αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των συμπολιτών μας στη Θράκη ,που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση, με τα σχολειά τους, με τα κίνητρα και τις δυνατότητες για αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου, για την εργασία. Ταυτόχρονα, συζητήσαμε και ήδη έχουμε φέρει στη Βουλή έναν νόμο-τομή, που αφορά την σαρία, δηλαδή τη μη υποχρεωτική υπαγωγή κάθε Έλληνα πολίτη που ανήκει στη μουσουλμανική μειονότητα σ’ αυτό το, κατά τη δική μου εκτίμηση, μεσαιωνικής αντίληψης και λειτουργίας πλαίσιο που καθορίζει τις οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ορίζονται από το Δίκαιο που ισχύει στη χώρα και όχι από το θρησκευτικό νόμο. Αυτή ήταν, αν θέλετε, μια υποχρέωση που είχαμε και απέναντι στο ελληνικό Σύνταγμα και απέναντι στο ευρωπαϊκό Δίκαιο, αλλά και απέναντι στη δική μας την αντίληψη περί ανθρωπισμού. Από κει και πέρα, η συζήτηση που αφορά το πώς θα μπορέσουμε να αμβλύνουμε υπαρκτές αντιθέσεις στο χώρο της μειονότητας, που έχουν να κάνουν με το ότι ένα μεγάλο τμήμα της δεν αναγνωρίζει τον επίσημο θρησκευτικό ηγέτη που αναγνωρίζει η ελληνική Πολιτεία, αυτή είναι μία συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε. Πρέπει να την κάνουμε, διότι ούτε την ελληνική Πολιτεία τιμά αυτό ούτε βεβαίως τη μειονότητα, τη μουσουλμανική μειονότητα, την κάνει να αισθάνεται άνετα μια τέτοια πραγματικότητα. Θα θέλαμε λοιπόν να φθάσουμε στο σημείο εκείνο όπου – και δε θα γίνει αύριο αυτό, αλλά σε ένα βάθος χρόνου – αυτούς που θα αναγνωρίζει ως θρησκευτικούς ηγέτες η ελληνική Πολιτεία δε θα τους αμφισβητεί η μειονότητα ή μέρος της μειονότητας. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει με τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες μουσουλμανικής πίστης και να καταλήξει το συντομότερο δυνατό, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε και την αντίστοιχη νομοθέτηση, που σε ένα βάθος χρόνου θα δημιουργεί εξελίξεις για να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια και αυτά τα προβλήματα. Δεν αφορά αυτό τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και μάλιστα – να εκφράσω και μία ευχή – μακάρι αυτό στο οποίο θα καταλήξουμε να μην το μποϊκοτάρουν κάποιοι και να το αποδεχθούν όλοι. Αλλά, επαναλαμβάνω, δεν είναι κάτι καινούριο αυτό και δεν αφορά και τις αμέσως επόμενες μέρες».

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΖΟΥ (ΑΠΕ): Κύριε Πρόεδρε, θέλω να σας κάνω μία ερώτηση οικονομική, με δύο σκέλη, αν μου επιτρέπετε. Μιλήσατε για την ελληνική οικονομία και είπατε ότι τα ελληνικά ομόλογα έχουν πετύχει ράλι την προηγούμενη εβδομάδα. Σε σχέση με τα στοιχεία της οικονομίας, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν αυτό συζητήθηκε σήμερα το πρωί και αν σχολιάστηκε από τον κ. Draghi και με ποιον τρόπο και, αν θέλετε, ένα σχόλιό σας για τη δήλωση χθες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος είπε ότι είναι προσωπική του δέσμευση, και αδιαπραγμάτευτη, η μείωση των φόρων, ακόμα κι αν δε γίνει αποδεκτό το να μειωθούν αντίστοιχα τα πλεονάσματα.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Σε σχέση με το πρώτο, είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον Mario Draghi, τον επικεφαλής της ΕΚΤ. Είχα μια ολιγόλεπτη συνομιλία μαζί του. Μάλιστα αυτός ήρθε να με βρει, για να εκφράσει το θαυμασμό του για τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και για την εξαιρετική δουλειά που έχουμε κάνει το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα σε μεταρρυθμίσεις που έχουν δημιουργήσει μια εξαιρετική δυναμική στην απόδοση της οικονομίας, πράγμα το οποίο καταγράφηκε και στο πλεόνασμα, αλλά και σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2017 και στη δυνατότητα να μοιράσουμε το κοινωνικό μέρισμα, αλλά και στις προβλέψεις, τις εκτιμήσεις για το 2018. Αφού μου δίνετε την ευκαιρία, να σας πω ότι είχα την ευκαιρία να αστειευτώ μαζί του, λέγοντάς του ότι ‘άκουσα μια δήλωσή σου ότι, αν θέλετε, εμείς εδώ είμαστε για να σας στηρίξουμε, αν θέλετε να πάρετε και τέταρτο πρόγραμμα’ και του είπα ‘να λείπει το βύσσινο, ευχαριστούμε, φθάνει τόσα που πήραμε, ήρθε η ώρα να βγούμε από τα προγράμματα’. Χαμογέλασε και ο ίδιος και μου εξήγησε ότι ήταν μια απολύτως φυσιολογική, τεχνοκρατική απάντηση σε ένα ερώτημα, που δεν αποτυπώνει σε καμία περίπτωση τη δική του εκτίμηση για το αν θα πάρουμε τέταρτο πρόγραμμα. Νομίζω ότι όλοι πια, με βάση και τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων, έχουν διαμορφώσει την εκτίμηση ότι η Ελλάδα – και τώρα, αν ήθελε, και σήμερα – θα μπορούσε να εξέλθει από τα μνημόνια. Θα ολοκληρώσουμε όμως με επιτυχία το πρόγραμμα μέχρι το καλοκαίρι, ακριβώς διότι αυτό που μας απασχολεί δεν είναι μόνο η πρόσκαιρη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές με χαμηλά επιτόκια, αλλά είναι και μία διευθέτηση για το χρέος, που θα δημιουργήσει μία σταθερή, μόνιμη, μακροχρόνια – αν θέλετε – εμπιστοσύνη ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και τους επενδυτές, ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και τις αγορές. Τώρα σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, επειδή νομίζω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει, αλλά θα το σχολιάσω, δεν μπορώ να μην το σχολιάσω αυτό σχετικά με τους φόρους. Νομίζω ότι η μόνη αδιαπραγμάτευτη δέσμευση του κ. Μητσοτάκη, σε σχέση με το πρόγραμμά του και τις προθέσεις του, είναι ότι σκοπεύει να κόψει μισθούς και συντάξεις, είναι ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις, είναι ότι σκοπεύει να λεηλατήσει ό,τι απέμεινε όρθιο ή ό,τι ξαναστήσαμε εμείς όλα αυτά τα χρόνια με μεγάλο κόπο από το κοινωνικό κράτος. Αυτές είναι οι πραγματικές του προθέσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να βρει και κάποια χρήματα για να μειώσει κάποιους φόρους για τα υψηλά εισοδήματα, γιατί αυτή είναι η έγνοια του. Πιστεύω ότι αυτό το πισωγύρισμα δε θα το επιτρέψει ποτέ ο ελληνικός λαός να συμβεί».             

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΥΠΑΣ (ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ-NEWMONEY): Κύριε Πρωθυπουργέ, στο πρόγραμμα μονίμων ποσοστώσεων μιλάμε για πρόσφυγες και για άτομα γενικότερα που μπορούν να αιτηθούν ασύλου. Ο κ. Τουσκ είπε πριν από λίγα λεπτά στη συνέντευξη τύπου του ότι και να φθάσουμε στην πλήρη μετεγκατάσταση, είμαστε στο 2% των συνολικών ροών. Άρα στο βέλτιστο πρώτο σενάριο η προσπάθεια αυτή γίνεται για να αλλάξει το ποσοστό των συνολικών μεταναστευτικών ροών. Τι θα γίνει με τους υπόλοιπους ανθρώπους που είναι στην Ελλάδα και δεν μπορούν να αιτηθούν άσυλο; Και μπορείτε να δεσμευτείτε σε κάποια απτή λύση και στο χρονοδιάγραμμά της; Ευχαριστώ.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Δεν υπάρχει μετανάστης ή πρόσφυγας που βρίσκεται στην Ελλάδα και να μην μπορεί να αιτηθεί άσυλο. Όλοι όσοι πατούν σε ελληνικό έδαφος έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν άσυλο. Η διαδικασία βεβαίως είναι πιο χρονοβόρα από όσο θα θέλαμε, αλλά εξετάζεται κάθε αίτηση ασύλου μία προς μία, ad hoc, με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις διεθνείς συμβάσεις. Εάν οι αιτήσεις γίνουν δεκτές, αυτοί οι άνθρωποι περνάνε στην ενδοχώρα και μπορούν, όπως και άλλοι μετανάστες, να μένουν στη χώρα. Εάν απορριφθούν, δεν γίνουν δεκτές, τότε οι άνθρωποι αυτοί με βάση και την ευρωτουρκική συμφωνία επιστρέφουν στην Τουρκία. Για κάθε έναν που επιστρέφει – αυτό λέει η συμφωνία -, αντιστοίχως ένας έρχεται με τη διαδικασία της επανεγκατάστασης, δηλαδή με τη νόμιμη διαδικασία. Οφείλω δε να σας πω στο σημείο αυτό, ότι επειδή ακριβώς η διαδικασία είναι χρονοβόρα κι εμείς υστερούμε στις επιστροφές – κι αυτή είναι η πραγματικότητα και πρέπει να το παραδεχτούμε – τελικά έχουν γίνει πολύ περισσότερες επανεγκαταστάσεις από την Τουρκία απ’ ότι επιστροφές. Άρα αυτό το λέω για να υπογραμμίσω, ότι το νόημα της ευρωτουρκικής συμφωνίας δεν είναι να φτιάξουμε μια Ευρώπη-φρούριο που να μην έρχεται κανένας. Το νόημα είναι να αναδειχθούν και να ενισχυθούν οι νόμιμοι δρόμοι και όχι ο δρόμος μέσα από τους διακινητές που βεβαίως, πέραν της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μας φέρνει πολλές φορές μπροστά σε δράματα με πνιγμούς και με ναυάγια στο Αιγαίο, που ευτυχώς έχουν μειωθεί δραστικά μετά την ευρωτουρκική συμφωνία».

ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΠΙΝΘΟΥΡΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θέλω να ρωτήσω κάτι, στο οποίο δεν αναφερθήκατε και αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα. Και αναρωτιέμαι ήδη, αν δεν αναφερθήκατε επειδή δεν την πιστεύετε την ευρωπαϊκή άμυνα και αν δεν την πιστεύετε, ίσως έχετε δίκιο, 60 χρόνια προσπαθεί η Ευρώπη να τη φτιάξει και δεν την φτιάχνει. Παρ ’όλα αυτά, πιστεύετε, ότι τώρα κάτι γίνεται καινούργιο; Και το δεύτερο είναι, ότι η Ελλάδα παραδοσιακά, οι προηγούμενες κυβερνήσεις τουλάχιστον , αυτό που τους ενδιέφερε στην ευρωπαϊκή άμυνα, ήταν αφενός μεν να μείνει έξω η Τουρκία, να μην μπει καθόλου σε αυτή την ιστορία και η Κύπρος βέβαια το ίδιο. Πιστεύετε ότι αυτή είναι η σωστή εθνική πολιτική,  να μείνει έξω η Τουρκία; Και επίσης, για την ευρωπαϊκή άμυνα, καλό θα ήταν να εξοστρακιστεί και εντελώς η Βρετανία ή αυτό το αμυντικό μεγαθήριο καλά θα ήταν να έχει κάποιες σχέσεις με την Ευρώπη; Ευχαριστώ.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: «Αναφέρθηκα στο θέμα αυτό, σε τίτλους όμως, αρχικά. Στην ουσία δεν κάναμε εκτεταμένη συζήτηση, αλλά επικυρώσαμε τη συμφωνία και μάλιστα με ένα πανηγυρικό τρόπο, όπως θα διαπιστώσατε χθες. Πράγματι, έρχεται μετά από 60 ολόκληρα χρόνια, αλλά είναι ένα βήμα ουσιαστικό κατά την άποψή μου. Όμως μένει να αποσαφηνιστούν μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, παρά το γεγονός ότι έχει υπογραφεί η συμφωνία. Κοιτάξτε, η άποψή μου είναι ότι πρέπει να στηριχθεί μια χώρα όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται στα ανατολικά  – και κρίσιμα – σύνορα της ΕΕ, ξέρετε εμείς, έχουμε αυτό το μειονέκτημα να μην συνορεύουμε με το Λουξεμβούργο, με την Ολλανδία και με το Βέλγιο, συνορεύουμε με την Τουρκία, είναι κοντά μας η εύφλεκτη αυτή ζώνη της Μέσης Ανατολής, είναι μια πολύ ασταθής περιοχή. Αυτά λοιπόν τα κρίσιμα ανατολικά σύνορα της ΕΕ πρέπει να στηριχθούν, και πρέπει να υποστηριχθούν με ίδιες δυνάμεις, στο βαθμό που δεν είναι μόνο τα σύνορα της Ελλάδας, είναι τα σύνορα της ΕΕ. Άρα μια χώρα όπως η Ελλάδα, που διαχρονικά υφίσταται πολύ μεγάλες πιέσεις και δημοσιονομικού χαρακτήρα, γιατί είναι αναγκασμένη να δαπανά πολλά χρήματα σε εξοπλισμούς, μόνο να ωφεληθεί έχει από μια ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Από εκεί και πέρα, εάν με ρωτάτε για την αναγκαία αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, εγώ θα σας έλεγα ότι δεν πρέπει να κλειστεί η Ευρώπη στο καβούκι της, να γίνει σκαντζόχοιρος. Αν θέλουμε μια αποτελεσματική αρχιτεκτονική ασφάλειας, οφείλουμε αυτή να την οικοδομήσουμε οργανώνοντας βεβαίως  το δικό μας πλαίσιο ασφάλειας και άμυνας, αλλά ανοίγοντας τη συνεργασία προφανώς με τη Μ. Βρετανία – άλλωστε ακόμα και την ώρα που μιλάμε δεν έχει εξέλθει -, αλλά και με άλλες κρίσιμες δυνάμεις, με τη Ρωσία, με την Τουρκία. Χρειάζεται μια συνεννόηση, χρειάζεται ανοιχτός διάλογος για να οικοδομηθεί αυτή η αρχιτεκτονική ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο».