Χαιρετίζω την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση Ημερίδας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με θέμα «MiFID II – MiFIR: Αναγκαίες προσαρμογές στο νέο περιβάλλον». Η σημερινή εκδήλωση γίνεται σε μια συγκυρία σημαντική, καθώς βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή.
Η οικονομία έπειτα από μια πρωτοφανή παρατεταμένη και βαθιά ύφεση έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης, η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη. Με την τρίτη αξιολόγηση μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τον τερματισμό των μνημονίων και του ειδικού καθεστώτος επιτροπείας. Πέρα από την έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, προτεραιότητα τώρα είναι ο σχεδιασμός της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Στόχος μας είναι να αφήσουμε πίσω μας όχι μόνο την κρίση, αλλά και το οικονομικό μοντέλο, το πολιτικό σύστημα και τις λογικές που μας οδήγησαν σε αυτήν.
Σε αυτήν τη φάση, της ανάκαμψης αλλά και μετάβασης στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, η ανάγκη πρόσβασης σε κεφάλαια και σε νέα χρηματοδοτικά προϊόντα είναι περισσότερο επιτακτική. Πρώτον, για να επιταχυνθεί ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας και δεύτερον, για να στηριχθεί ο αναγκαίος μετασχηματισμός της τεχνολογικής βάσης, των παραγωγικών δομών και των θεσμών της οικονομίας και της κοινωνίας.
Για το σκοπό αυτό, η Κυβέρνηση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σχεδίασε και υλοποιεί ένα σχέδιο, το οποίο αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ευρύτατου φάσματος ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων, με στόχο αφενός τη μόχλευση πολλαπλάσιων ιδιωτικών πόρων και αφετέρου τη διάθεση των πόρων αυτών για τη στοχευμένη χρηματοδότηση, κατά προτεραιότητα, επενδύσεων και επιχειρήσεων που συμβάλλουν στην καινοτομία, την εξωστρέφεια, την απασχόληση, τη διακλαδική συνεργασία και τον αναγκαίο μετασχηματισμό της οικονομίας, με στόχο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ήδη (το πρώτο εξάμηνο του 2017) υλοποιήθηκε με επιτυχία η συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων για διοχέτευση πόρων από το ΕΣΠΑ άνω των 320 εκατ. ευρώ, που, μέσω της απαιτούμενης συμμετοχής των διαχειριστών και της επιδιωκόμενης μόχλευσης, εκτιμάται πως στην αγορά θα εισέλθουν πάνω από 600 εκατ. ευρώ. Οι πόροι αυτοί θα έχουν τη μορφή συμμετοχών στα ίδια κεφάλαια, ενισχύοντας σημαντικά την κεφαλαιακή βάση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι η στόχευσή τους, καθώς θα απευθύνονται σε καινοτόμες επιχειρήσεις με αυξημένες δυνατότητες ανάπτυξης.
Συγχρόνως η Κυβέρνηση έχει δρομολογήσει τη δημιουργία Ταμείου Υποδομών, μέσω της αξιοποίησης πόρων του ΕΣΠΑ, που θα δώσει τη δυνατότητα χρηματοδότησης νέων επενδυτικών έργων. Ειδικότερα, οι πόροι του θα ξεπεράσουν τα 450 εκατ. ευρώ και μέσω της συμμετοχής ευρωπαϊκών οργανισμών (όπως π.χ. της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) και της επιδιωκόμενης μόχλευσης, εκτιμάται πως στην αγορά θα διοχετεύουν πόροι με τη μορφή επιστρεπτέας χρηματοδότησης άνω του 1 δισ. ευρώ.
Πέραν αυτών, το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) έχει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση των ΜμΕ, αξιοποιώντας αποτελεσματικά πόρους από το ΕΣΠΑ. Ειδικότερα, οι τρεις βασικές χρηματοοικονομικές του λειτουργίες (το Ταμείο Εγγυοδοσίας, το Ταμείο Επιχειρηματικότητας και το Ταμείο Συμμετοχών) θα συμβάλουν καταλυτικά στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των επιχειρήσεων. Μέσω των ταμείων αυτών υπολογίζεται πως κεφάλαια πάνω από 1,5 δισ. ευρώ θα ενισχύσουν τις δράσεις των ΜμΕ.
Ειδικό ταμείο έχει συσταθεί για τη χρηματοδότηση της έρευνας και νεοφυών επιχειρήσεων, που θα αποσκοπούν στην αξιοποίηση αποτελεσμάτων της έρευνας.
Τέλος, έχει ήδη πραγματοποιηθεί η ενεργοποίηση του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στη χρηματοδότηση μικρών έργων υποδομής, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, ενώ βέβαια προχωρά χωρίς καθυστερήσεις η ίδρυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Η δημιουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας θα διευρύνει τις δυνατότητες αναπτυξιακής χρηματοδότησης. Πέρα από το συντονισμό και τη βαθμιαία την ενσωμάτωση σ’ ένα ενιαίο σχέδιο ποικίλων θεσμών, ταμείων και προγραμμάτων, η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα μπορούσε να αποτελέσει το βασικό όχημα για τη συνεργασία με διεθνείς χρηματοδοτικούς θεσμούς, καθώς και για την αναπτυξιακή αξιοποίηση μέρους των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι Κεντρικές Τράπεζες ευρωπαϊκών χωρών.
Ένας άλλος πυλώνας αναπτυξιακής χρηματοδότησης είναι η αναβάθμιση της κεφαλαιαγοράς, η περαιτέρω ανάπτυξη του θεσμού των εταιρικών ομολόγων, καθώς και η διερεύνηση των δυνατοτήτων για την εισαγωγή ομόλογων έργων (Project Bonds) για τη χρηματοδότηση υποδομών. Ειδικά για τα εταιρικά ομόλογα, μετά τις επιτυχείς εκδόσεις από μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις, η Κυβέρνηση σε συνεργασία με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και διεθνείς χρηματοδοτικούς θεσμούς διερευνά τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις ώστε το μέσο αυτό να γίνει προσιτό και στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένα παράλληλο πλέγμα χρηματοδοτικών μέσων και θεσμών που συμπληρώνουν τη τραπεζική χρηματοδότηση και που στην παρούσα μεταβατική φάση αναμένεται να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο. Στόχος είναι κάθε αξιόπιστο επιχειρηματικό επενδυτικό σχέδιο να βρίσκει πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Σε ό,τι αφορά στις τράπεζες, έπειτα από χρόνια συσσώρευσης μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχουν πλέον αρχίσει τη σταδιακή μείωση των «κόκκινων» δανείων με βάση συμφωνημένους στόχους και χρονοδιαγράμματα. Η Κυβέρνηση, από την πλευρά της, με τη νομοθέτηση του εξωδικαστικού διακανονισμού και άλλες ρυθμίσεις, διαμόρφωσε τις θεσμικές προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με ταυτόχρονη μέριμνα για τις ανάγκες των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Ταυτόχρονα, εδώ και μερικούς μήνες παρατηρείται σταθερή αύξηση των καταθέσεων, μειώνεται η εξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ, ενώ ενισχύεται, παράλληλα, η πρόσβαση των τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, τους επιτρέπει να ανακτήσουν το ρόλο τους ως βασικός πυλώνας για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και να τον ασκήσουν χωρίς τα λάθη και τις παθογένειες του παρελθόντος.
Διότι δεν αρκεί να καλύψουμε το χρηματοδοτικό και επενδυτικό κενό. Ούτε πρέπει να γίνει αυτό με τον τρόπο που έγινε στο παρελθόν. Πρέπει να αντλήσουμε μαθήματα από την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης και της χρεοκοπίας. Κι αυτό γιατί, εκείνο που χαρακτήριζε τα χρόνια πριν από την κρίση δεν ήταν η έλλειψη αλλά η ύπαρξη τεράστιων πόρων οι οποίοι, αντί να επενδυθούν για τη δημιουργία μιας βιώσιμης οικονομίας και μιας δίκαιης κοινωνίας, σπαταλήθηκαν με τρόπο κερδοσκοπικό και παρασιτικό από ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα σε μια οδυνηρή και ταπεινωτική χρεοκοπία.
Δεν αρκεί να εκθειάζουμε το ρόλο των αγορών και του ιδιωτικού τομέα, γενικώς, σαν μην υπήρξε ποτέ η κρίση ή σαν να μην υπήρξαν ευθύνες γι’ αυτήν. Πρέπει να προσδιορίσουμε τις κοινωνικές ευθύνες της επιχειρηματικότητας και τα ρυθμιστικά πλαίσια για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών με όρους δημοσίου συμφέροντος.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να μιλάμε για ανάπτυξη. Πρέπει να διασφαλίσουμε τους όρους που θα την καταστήσουν οικονομικά διατηρήσιμη, οικολογικά βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη, ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής και βάση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η βελτίωση και η αναβάθμιση του τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες αποκτά ουσιώδη βαρύτητα. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, που προβλέπουν και οι υπό συζήτηση οδηγίες, σε συνδυασμό με τις αυξημένες δυνατότητες πρόσβασης σε επενδυτικά κεφάλαια που προωθούνται σήμερα και τις ευρύτερες αναπτυξιακές δράσεις, θα δημιουργήσουν ένα νέο επενδυτικό περιβάλλον, ικανό να διατηρήσει την οικονομία σε τροχιά αυξημένης μεγέθυνσης και μείωσης της ανεργίας.
Θέλω να διαβεβαιώσω και από το βήμα αυτό ότι οι αναμενόμενες αλλαγές θα έχουν την ολόπλευρη στήριξή μας.