ΚΟΙΝΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ
Ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε σκληρά απέναντι σε μέτρα που ήταν συχνά άδικα, κάποιες φορές αναποτελεσματικά που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή. Σήμερα εξερχόμαστε από την κρίση οριστικά. Με σοβαρές πληγές, που επουλώνουμε σταδιακά όμως, προστατεύοντας τους πιο ευάλωτους.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Η Ελλάδα του 2019, αφήνει πίσω της την εποχή των μνημονίων, αλλά και των ελλειμμάτων, σημειώνει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, και αποτελεί πρωταθλητή της Ευρώπης στη μείωση της ανεργίας και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Επεσήμανα στην Καγκελάριο τον ρόλο που κατά τη γνώμη μου παίζουν οι κυρίαρχες οικονομικές πολιτικές, στη διόγκωση του ακροδεξιού-αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού. Και την ανάγκη να απαντηθεί η πρόκληση αυτή με την οικοδόμηση της κοινων. Ευρώπης & μιας νέας αρχιτεκτονικής για την Ευρωζώνη
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Συζητήσαμε για την κρισιμότητα της καθιέρωσης μιας ολοκληρωμένης ευρωπ. πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση με αναθεώρηση του υφιστάμενου Συστήματος. Μια πολιτική που πρέπει να συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων, πιο ισχυρούς μηχανισμούς στήριξης των χωρών πρώτης γραμμής.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Συνομιλήσαμε για τα Βαλκάνια και την σημασία που έχει η ειρήνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη για το μέλλον της περιοχής. Τονίσαμε τη σημασία που έχει για την περιοχή & την Ευρώπη η Συμφωνία των Πρεσπών. Μια συμφωνία-μοντέλο που αποδεικνύει ότι κοινά αποδεκτές λύσεις είναι εφικτές
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Τονίσαμε τη σημασία που έχει η συνεργασία με την Τουρκία τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Εξέφρασα την στήριξή μου στην διατήρηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, προς όφελος του λαού της, όσο και της ευρύτερης περιοχής.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Στο πνεύμα των Συμπερασμάτων της ΕΕ του Μαρτίου, τονίσαμε τη σημασία που έχει ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, από τη γειτονική χώρα. Οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε περιβάλλον έντασης & παραβίασης κυριαρχ. δικαιωμάτων κρατών της ΕΕ
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
Η Ελλάδα εξέρχεται από την κρίση και ενισχύεται ως ευρωπαϊκός πυλώνας ασφάλειας & σταθερότητας της περιοχής. Διεκδικεί το ρόλο περιφερειακού κόμβου εμπορίου, ενέργειας & μεταφορών. Οι προοπτικές για την Ελλάδα, τις διμερείς μας σχέσεις με τη Γερμανία και την Ευρώπη είναι θετικές.
— Prime Minister GR (@PrimeministerGR) January 10, 2019
ΥΠΟΔΟΧΗ
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ: «Θέλω να σας καλωσορίσω στην Αθήνα. Ξέρω ότι δεν είναι η πρώτη φορά, βεβαίως, που έρχεστε, έχετε έρθει αρκετές φορές. Η τελευταία ήταν πριν από πέντε χρόνια, μεσούσης της κρίσης. Πιστεύω ότι σήμερα έρχεστε σε μία διαφορετική Ελλάδα, που μετά από πολύ μεγάλες δυσκολίες κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση και να μπει οριστικά στο δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής ανασυγκρότησης. Αυτό το διάστημα περάσαμε δυσκολίες, περάσαμε και από κοινού δύσκολες στιγμές και αντιθέσεις και συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, όμως καταφέραμε να βρούμε στα πλαίσια αυτά, που πάντοτε η Ευρώπη και στις διαδικασίες που πάντοτε η Ευρώπη ακολουθεί μέσα από συνθέσεις και συμβιβασμούς, λύσεις, για να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις.
Και πιστεύω ότι σήμερα, είμαστε σε θέση να πούμε ότι καταφέραμε να διατηρήσουμε την ευρωπαϊκή συνοχή και να ξεπεράσουμε την ελληνική κρίση, που ήταν ταυτόχρονα και ευρωπαϊκή κρίση. Η Ελλάδα πιστεύω ότι σιγά – σιγά, όχι μόνο βγαίνει από την κρίση, αλλά μετατρέπεται από μέρος του προβλήματος, μέρος της κρίσης, σε μέρος της λύσης. Αποτελεί μία σημαντική χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναν πυλώνα σταθερότητας σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή. Και βεβαίως μία δύναμη που προβάλλει πάντοτε την ανάγκη της συνεργασίας στα Βαλκάνια και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Βεβαίως, έχουμε νέες προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι. Παρά το γεγονός ότι ανήκουμε σε διαφορετικές πολιτικές οικογένειες, πιστεύω ότι έχουμε έναν κοινό κίνδυνο μπροστά μας. Την άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, της αντιευρωπαϊκής λαϊκιστικής ακροδεξιάς και άλλων αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που απειλούν το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και απέναντι σε αυτή την κοινή πρόκληση, πιστεύω ότι πάλι όλοι όσοι πιστεύουμε στην ευρωπαϊκή ιδέα, θα ψάξουμε να βρούμε λύσεις.
Με αυτές τις σκέψεις θέλω να σας καλωσορίσω και να σας πω ότι είμαι βέβαιος, πως το ταξίδι σας, η επίσκεψή σας αυτή κλείνει έναν κύκλο δύσκολο στις σχέσεις των δύο χωρών και ανοίγει μία πιο αισιόδοξη προοπτική.
ΑΝΓΚΕΛΑ ΜΕΡΚΕΛ: «Σας ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Ήρθα πολύ με μεγάλη ευχαρίστηση εδώ, για να μπορέσω να συζητήσω διάφορα θέματα μαζί σας. Πέρασαν δύσκολα χρόνια. Εκείνο το οποίο καταφέραμε, είναι να ενισχύσουμε το ευρωπαϊκό πνεύμα και να ασχοληθούμε με διάφορα προβλήματα τα οποία είχαν κάποια στιγμή έρθει στην επικαιρότητα και είχαν μεγάλη σημασία για την Ευρώπη, αλλά και για την Ελλάδα.
Ο ελληνικός λαός πέρασε από μία πολύ δύσκολη φάση και θα ήθελα να ευχαριστήσω γι’ αυτά τα οποία κατάφερε η Ελλάδα παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τη σκληρότητα των μέτρων, αλλά και αυτά τα οποία προσφέρει η Ελλάδα ακόμα και σήμερα και όσον αφορά τον συνολικό ρόλο στα Βαλκάνια. Αυτά θα είναι βεβαίως και αντικείμενο των συζητήσεών μας, σε μία χρονική στιγμή που είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε τα θέματα αυτά. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ λοιπόν.
Απομαγνητοφώνηση των δηλώσεων του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και της Καγκελάριου της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης τύπου
Δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα
Θα ήθελα να καλωσορίσω την Καγκελάριο Μέρκελ στην Ελλάδα.
Είπα στην πρώτη μας επαφή, εδώ στο Μέγαρο Μαξίμου πριν από λίγο, πριν ξεκινήσουμε τις συζητήσεις μας, έρχεται σε μια Ελλάδα διαφορετική, θέλω να πιστεύω, από την Ελλάδα της προηγούμενης επίσκεψής της.
Τότε η χώρα μας βρισκόταν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, στο χείλος της χρεοκοπίας Με την οικονομία να παραπαίει, με την κοινωνία να υποφέρει και να αγωνιά. Με ένα εκατομμύριο ανέργους, ένα κοινωνικό κράτος παράλυτο, διαλυμένες δομές προστασίας των πιο αδύναμων και καμία ουσιαστική ελπίδα ανάκαμψης.
Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε σκληρά απέναντι σε μέτρα που πολλές φορές ήταν ακατανόητα από τους πολίτες, συχνά άδικα, κάποιες φορές αναποτελεσματικά και που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε σε μία τελείως διαφορετική φάση. Εξερχόμαστε από αυτή την κρίση οριστικά. Με σοβαρές πληγές, είναι η αλήθεια, πληγές που επουλώνουμε σταδιακά, κρατώντας, όμως, την κοινωνία όρθια και με την έγνοια μας να είναι πάντοτε στους πιο ευάλωτους.
Η Ελλάδα του 2019 αφήνει πίσω αυτή την εποχή, αφήνει πίσω την εποχή των ελλειμμάτων των μνημονίων, σημειώνει πλέον ξανά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποτελεί πρωταθλητή στην Ευρώπη στη μείωση της ανεργίας, αλλά και πρωταθλητή στην προώθηση μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις που πια έχουν τη συναίνεση της κοινωνίας και ότι οι πολίτες κατανοούν ότι δίνουν προοπτική και έχουν αποτελεσματικότητα.
Σε αυτήν την πορεία η αλήθεια είναι, και δεν θα το κρύψουμε, ότι οι σχέσεις των δύο χωρών δοκιμάστηκαν σκληρά. Υπήρξαν δύσκολες στιγμές που με πολλή προσπάθεια και αποφασιστικότητα πιστεύω ότι καταφέραμε να αφήσουμε πίσω μας.
Θυμίζω ότι το πιο σημαντικό ήταν να καταπολεμήσουμε στερεότυπα και στις δύο πλευρές. Τα στερεότυπα, από τη μία πλευρά εδώ στην Ελλάδα, του αυταρχικού Γερμανού και στη Γερμανία του τεμπέλη Έλληνα που ευθύνεται για την κρίση.
Παράλληλα, νομίζω ότι διανύσαμε και μία περίοδο σκληρής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, με έντονες συγκρούσεις, εντατικές διαβουλεύσεις και δύσκολους συμβιβασμούς.
Αλλά αυτή είναι και η πορεία της Ευρώπης. Η πορεία της προσπάθειας να συνθέτουμε τις αντιθέσεις μας και να προχωράμε μέσα από προωθητικούς συμβιβασμούς.
Διαφωνήσαμε σε πολλά και διαπιστώσαμε ότι τότε – όπως και σήμερα – μας χώριζαν διαφορές σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά μπορέσαμε να ξεπεράσουμε αυτή την μεγάλη δοκιμασία, τα στερεότυπα, τις διαφορές και να βρούμε κοινό τόπο. Διότι αυτό που προείχε ήταν η διάσωση της Ελλάδας, αλλά και η διάσωση, με μία έννοια, της ίδιας της Ευρώπης. Διότι η ελληνική κρίση ήταν μία ευρωπαϊκή κρίση.
Εγώ είμαι ευτυχής και όλοι εδώ στην Ελλάδα είμαστε ευτυχείς και περήφανοι, που, μετά από αυτή την περιπέτεια, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα από μέρος του προβλήματος και μέρος της κρίσης στην Ευρώπη, έχει γίνει μέρος της λύσης. Έχουμε τη θέληση, αλλά και την δύναμη, να προχωρήσουμε μπροστά και αυτό γιατί μπορούμε να λέμε «όχι» στις φυγόκεντρες δυνάμεις, που προτάσσουν την εθνική περιχαράκωση, που προτάσσουν τον εθνικισμό, τον ρατσισμό ως απάντηση στις προκλήσεις τις πολιτικές και τις γεωπολιτικές της σύγχρονης εποχής μας.
Έχουμε το θάρρος να λέμε «όχι» στις φωνές της μισαλλοδοξίας, που επιδιώκουν να διαδραματίσουν έναν ενισχυμένο ρόλο και στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές.
Και θα ήθελα να πω ότι, παρά τις διαφορές που και σήμερα έχουμε, αυτή είναι μία κοινή διαπίστωση, ότι ο μεγάλος κίνδυνος σήμερα για την Ευρώπη δεν είναι οι διαφορές οι πολιτικές μεταξύ των δυνάμεων που πιστεύουν στην Ευρώπη, αλλά είναι η ανάδειξη των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που την απειλούν.
Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με την Καγκελάριο για αυτούς τους κινδύνους. Επεσήμανα τον ρόλο, που κατά τη γνώμη μου, παίζουν οι κυρίαρχες οικονομικές πολιτικές, στο φαινόμενο αυτό, της διόγκωσης του ακροδεξιού και αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού, αλλά και την ανάγκη να απαντηθεί αυτή η πρόκληση με την οικοδόμηση της κοινωνικής Ευρώπης και με μια νέα αρχιτεκτονική για την Ευρωζώνη.
Οι πολίτες της Ευρώπης, σε όποια γωνιά της Ευρώπης και αν ζουν, οφείλουν να ορθώσουν το δημοκρατικό τους ανάστημα για να αποτρέψουν τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να γυρίσουν το ρολόι της Ιστορίας πίσω, στη σκοτεινή Ευρώπη του μίσους και του φόβου.
Τώρα, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων μας, βεβαίως συζητήσαμε μια σειρά από θέματα. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, τον πρώτο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, δηλαδή, μετά την οικονομική και μεταναστευτική κρίση.
Είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για το Μεταναστευτικό, την προσφυγική κρίση και την ανάγκη καθιέρωσης μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση, με αναθεώρηση του υφιστάμενου συστήματος. Μια πολιτική που να περιλαμβάνει πιο ισχυρούς μηχανισμούς στήριξης των χωρών πρώτης γραμμής. Έναν ισχυρό μηχανισμό επιστροφών, αλλά και αναβάθμιση των σχέσεων της Ε.Ε. με χώρες προέλευσης και διέλευσης.
Βεβαίως, στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να επισημάνω την πολύ κρίσιμη συνεργασία που είχαμε εκείνες τις πρώτες δύσκολες μέρες, της προσφυγικής κρίσης στα ελληνικά νησιά, και να επισημάνω τον καθοριστικό ρόλο της Γερμανίδας Καγκελαρίου στο να βρεθεί μία λύση, η οποία δεν θα υπερβαίνει το αξιακό, το νομικό, το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Μία λύση, δηλαδή, που θα είναι ταυτόχρονα αποτελεσματική, αλλά και μέσα στο πλαίσιο των αξιών μας, που, ας μην το ξεχνάμε, ο ανθρωπισμός είναι ίσως μια από τις μεγαλύτερες αξίες που πρεσβεύουμε όσοι πιστεύουμε στην ευρωπαϊκή ιδέα.
Μιλήσαμε, βεβαίως, για τα Βαλκάνια και για τη σημασία που έχει η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή και η ανάπτυξη και η ασφάλεια.
Βεβαίως, η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα μπρος, για τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τη συνανάπτυξη στην περιοχή. Και εγώ πιστεύω ότι είναι και ένα μοντέλο ίσως και για πιθανές συμφωνίες, που μπορεί να υποδεικνύει, θα έλεγα, λύσεις, αποδεκτές λύσεις στο μέλλον. Ένα μοντέλο λύσεων, καθώς, χωρίς την επιβολή του ενός μέρους στο άλλο μέρος, δίνεται η δυνατότητα να προχωρήσουμε προς τα μπροστά.
Τόνισα την ανάγκη να υπάρξει η συνέχεια της ατζέντας της Θεσσαλονίκης, 2003 δηλαδή, της διεύρυνσης της Ε.Ε. στα Βαλκάνια. Το όραμα, βεβαίως, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην περιοχή θα πρέπει να αναδειχθεί, στη βάση, όμως, της τήρησης του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Και άρα και της αιρεσιμότητας.
Και σε αυτό το πλαίσιο, είχα την ευκαιρία να μιλήσω για την προοπτική της Αλβανίας, την οποία στηρίζουμε ενεργά. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρώ – και το επισήμανα – ότι υπάρχουν θέματα κρίσιμα, όπως το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, που αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας.
Προφανώς και μιλήσαμε για την Τουρκία, για το Κυπριακό και την ανάγκη εξεύρεσης βιώσιμης λύσης.
Τονίσαμε τη σημασία που έχει η συνεργασία με τη γείτονα χώρα, τόσο για την Ευρώπη όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Και, βεβαίως, εξέφρασα την στήριξή μου στη διατήρηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, προς όφελος του λαού της, πάνω απ’ όλα, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Στο πνεύμα και των Συμπερασμάτων της Ε.Ε. του Μαρτίου, τόνισα τη σημασία που έχει ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο στην περιοχή του Αιγαίου, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, από τη γειτονική μας χώρα. Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε περιβάλλον έντασης και παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών-μελών της Ε.Ε.. Και αυτό ιδίως σε μια περίοδο όπου υπάρχει μία έντονη κινητικότητα , όπου υπάρχει ένας νέος ενεργειακός χάρτης, που θα διαμορφωθεί τα επόμενα χρόνια και που θα πρέπει όλοι να τηρούν απαρέγκλιτα το διεθνές δίκαιο, καθώς, όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτές τις μέρες η Κυπριακή Δημοκρατία προχωρά σε εξορύξεις, όντας απολύτως μέσα στο πλαίσιο των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Θέλω να κλείσω, λοιπόν, λέγοντας ότι η σημερινή συνάντηση ήταν εξαιρετικά εποικοδομητική. Κλείνει ένας κύκλος. Πιστεύω ότι ανοίγει ένας νέος πιο αισιόδοξος.
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα εξέρχεται από την κρίση και ενισχύεται ως ο ευρωπαϊκός πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, ενώ διεκδικεί ταυτόχρονα τον ρόλο του περιφερειακού κόμβου εμπορίου, ενέργειας και μεταφορών.
Σε αυτήν την προσπάθεια, η αναβάθμιση της συνεργασίας της Ελλάδας με τη Γερμανία, στο διπλωματικό, αλλά και στο οικονομικό πεδίο και ειδικά στην Ευρώπη, ήταν και θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Και στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις των δύο λαών μας πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικές.
Ασφαλώς και δεν ξεχνάμε τις δυσκολίες, ούτε αυτές που περάσαμε πρόσφατα, ούτε ξεχνάμε και τις δύσκολες, αλλά απαράγραπτες –θέλω να το τονίσω- εκκρεμότητες που μας άφησε η Ιστορία, όπως είναι οι επανορθώσεις και το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο. Όμως, είμαστε αποφασισμένοι να επικεντρωθούμε και θα επικεντρωθούμε παράλληλα και στο νέο πλαίσιο που έχουμε οικοδομήσει. Με τη Γερμανία να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους επενδυτές στην Ελλάδα, τον πρώτο εμπορικό μας εταίρο και μια από τις πρώτες χώρες προέλευσης τουριστών, με την ελληνική κοινότητα στη Γερμανία να είναι μια πάρα πολύ σημαντική κοινότητα, με τις διμερείς μας σχέσεις να ενισχύονται με την υιοθέτηση του διμερούς Σχεδίου Δράσης, την ίδρυση του Ιδρύματος Νεότητας και την επανεκκίνηση, σε πιο υγιή βάση, της ελληνογερμανικής συνέλευσης.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να προωθήσουν πολύ περισσότερο τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε αυτή τη νέα περίοδο.
Τέλος, να μην ξεχάσω, συμφωνήσαμε η Γερμανία να είναι η τιμώμενη χώρα, στο πλαίσιο αυτής της σημαντικής αναβάθμισης και επανεκκίνησης των σχέσεών μας. Να είναι η τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ το 2020, μετά από μια σειρά πολύ πετυχημένων διοργανώσεων αυτού του θεσμού, της τιμώμενης χώρας, στην πιο σημαντική εμπορική έκθεση της χώρας, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις θέλω για άλλη μια φορά να ευχαριστήσω τη Γερμανίδα Καγκελάριο για την παρουσία της στην Ελλάδα και να εκφράσω τη βεβαιότητα ότι η επίσκεψή της κλείνει έναν σημαντικό κύκλο, δύσκολο, αλλά εποικοδομητικό -θέλω να πιστεύω- και ανοίγει έναν νέο πιο αισιόδοξο.
Δηλώσεις της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ
Ευχαριστώ για την εγκάρδια υποδοχή σήμερα εδώ στην Αθήνα. Θα ήθελα αμέσως να συνεχίσω αυτό που είπε μόλις ο Πρωθυπουργός, ότι κλείνει ένας κύκλος. Όταν ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ήρθε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, η κατάσταση ήταν πραγματικά εντελώς διαφορετική. Ερχόμασταν από πολύ διαφορετικές αφετηρίες και έπρεπε να μάθουμε, όπως και έγινε, να συνεργαζόμαστε καλά, ακόμα και όταν σε επίπεδο ουσίας της πολιτικής υποστηρίζαμε εντελώς διαφορετικές απόψεις. Αυτό πέτυχε επειδή εμπιστευτήκαμε ο ένας τον άλλο και επειδή μιλάγαμε για τα θέματα ανοικτά με στόχο να βρούμε μία λύση. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός, οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα, πέρασαν μία πάρα πολύ δύσκολη φάση, την περίοδο των προγραμμάτων, κατά την διάρκεια της οποίας η Ελλάδα από την μία πλευρά έλαβε υποστήριξη -και η Γερμανία συνεισέφερε το μερίδιό της- αλλά περισσότερο από όλα οι άνθρωποι στην Ελλάδα κλήθηκαν να υποστούν επίπονες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με συγκεκριμένες, εντελώς προσωπικές απώλειες, συχνά για αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν εργασία. Και γνωρίζουμε -ειδικά εγώ το γνωρίζω από την περίοδο της γερμανικής ενοποίησης, από μία εκλογική περιφέρεια, στην οποία είχαμε αισθητά μεγαλύτερη του 20% ανεργία για πολλά χρόνια- τί σημαίνει αυτό για τους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και με ευχαριστεί το γεγονός ότι σήμερα βλέπουμε πως η κατάσταση είναι διαφορετική, η ανεργία έχει μειωθεί, η Ελλάδα μπόρεσε να εγκαταλείψει τα προγράμματα. Αυτό, φυσικά, δεν είναι το τέλος του μεταρρυθμιστικού δρόμου, αλλά μία καινούρια κατάσταση. Το ότι η ανεργία μειώνεται είναι μία καλή είδηση, ωστόσο η ανεργία, ειδικά των νέων, είναι πάρα πολύ υψηλή. Στα διμερή μας εγχειρήματα θα προσέχουμε πάντοτε να προκύπτουν από την συνεργασία μας θέσεις εργασίας και προοπτικές εργασίας για τους νέους ανθρώπους.
Γι’ αυτό και αποφασίσαμε την μεγάλη εντατικοποίηση των διμερών μας σχέσεων. Από τις επισκέψεις και τις συναντήσεις των Προέδρων των δύο χωρών υπάρχει το Ελληνογερμανικό Σχέδιο Δράσης του 2016, το οποίο υλοποιείται βήμα-βήμα και έχει διαρκώς και σταθερά οδηγήσει σε συνεργασίες. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ήδη ανέφερε τις συμφωνίες για τους νέους στο επίπεδο της Αυτοδιοίκησης. Συνεργαζόμαστε στα θέματα της σχολικής εκπαίδευσης, υπάρχει ένα πολύ επιτυχημένο ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο προσπαθούμε να συνεισφέρουμε για την εγκατάσταση ερευνητικών προγραμμάτων στην Ελλάδα προκειμένου να δώσουμε προοπτική σε νέους ανθρώπους στη χώρα. Αύριο θα συναντηθώ με εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και με εκπροσώπους της οικονομίας.
Ξεκινήσαμε μία πρωτοβουλία για τις εξαγωγές. Το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές κατά το τελευταίο έτος αυξήθηκαν κατά 18% και η Γερμανία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, το γεγονός ότι υπάρχει εδώ ένας μεγάλος αριθμός άμεσων επενδύσεων καταδεικνύει ότι οι διμερείς μας σχέσεις έχουν αναπτυχθεί πολύ θετικά. Και ευχαριστούμε που μας γίνεται η τιμή να είμαστε εταίροι στη μεγάλη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Θα είναι μία ακόμα ευκαιρία για την γερμανική οικονομία να προβληθεί εδώ και να αναπτυχθούν νέα σχέδια προς όφελος και των δύο χωρών.
Γνωρίζουμε ότι και μόνον χάρη στα 4 εκατ. τουρίστες φέτος έχει αναπτυχθεί ένας πολύ στενός ανθρώπινος δεσμός ανάμεσα στις δύο χώρες, για να μην μιλήσουμε για τους πολλούς ανθρώπους με ελληνική καταγωγή που εδώ και πολλά χρόνια διαβιούν στην Γερμανία. Επομένως και εδώ έχουμε γέφυρες ανάμεσα στις χώρες μας.
Μιλήσαμε, ακόμα, για το θέμα που μας συνδέει με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, το οποίο είναι το θέμα της μετανάστευσης, της παράτυπης μετανάστευσης, μίας πρόκλησης, στην οποία η Ελλάδα σε μία εποχή, που η ίδια ήταν σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση, είχε μία πολύ μεγάλη συνεισφορά. Γι’ αυτό προσπαθήσαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, να βρούμε μία λύση, η οποία να είναι μία ευρωπαϊκή λύση που δεν θα αφήνει μία χώρα μόνη της με το πρόβλημα. Μιλήσαμε για τις λεπτομέρειες και την κατάσταση στα νησιά που εξακολουθεί να αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση. Γι’ αυτό και εμείς θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε, να είμαστε εκεί ώστε να υλοποιείται αυτή η συμφωνία ανάμεσα στη ΕΕ και την Τουρκία. Βλέπουμε και εμείς, όπως και η Ελλάδα, την ανάγκη μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου. Εδώ έχουμε πετύχει κάποια πρόοδο, αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε εκεί που πρέπει. Και σε αυτό το θέμα υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν.
Τρίτον, θέλω να αναφέρω το θέμα της σταθερότητας της περιοχής. Ως προς αυτό είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον Αλέξη Τσίπρα που ανέλαβε την πρωτοβουλία σε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα, το Ονοματολογικό της γειτονικής χώρας, και ανεζήτησε με πολύ θάρρος μία λύση μαζί με τον Πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ. Θεωρώ ότι είναι ένα ζήτημα, για το οποίο όλοι γνώριζαν ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση. Τώρα με τον προσδιορισμό «Βόρεια Μακεδονία» για όλους μας, και μιλώ τώρα για τη Γερμανία, δημιουργείται σαφήνεια, και διανοίγεται η προοπτική η Βόρεια Μακεδονία να γίνει μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Δεν είναι όμως μόνον καλό για τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και για την Ελλάδα, καθώς με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται σαφήνεια ως προς τις σχέσεις, αλλά και επειδή εμείς προωθούμε τον κοινό μας στρατηγικό στόχο, και σε αυτόν ανήκουν και τα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και δίνουμε σε όλα τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων ευρωπαϊκή προοπτική, γιατί έτσι αυτή η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει προς τα εμπρός. Η Ελλάδα έχει έναν εντελώς διαφορετικό συναισθηματικό δεσμό. Γι’ αυτό και μπορώ εγώ μόνον να πω ότι θεωρώ το βήμα που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας ως ένα αποφασιστικό βήμα, από το οποίο δεν θα επωφεληθούν μόνον η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, καθώς και οι κοινές μας αξίες. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων και για το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετέχει στην επονομαζόμενη «Διαδικασία του Βερολίνου», στην οποία συμμετέχουν πολλά κράτη για να ενισχύσουν και να βελτιώσουν τη σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια, γιατί αυτό και πάλι είναι προς το συμφέρον όλων.
Μιλήσαμε βεβαίως και για ευρωπαϊκά ζητήματα, καθώς επίκεινται οι ευρωεκλογές. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός και εγώ δεν ανήκουμε στην ίδια ευρωπαϊκή κομματική οικογένεια, έχουμε σίγουρα διαφορετικά προγράμματα, αλλά θα έχουμε μία κοινή βάση. Και αυτή η βάση είναι ότι πιστεύουμε στην Ευρώπη, πιστεύουμε στην πολυμέρεια, ότι στηριζόμαστε στις βασικές αξίες, πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί η Ευρώπη. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου, της γνώμης, της θρησκείας, αλλά και η βαθιά πεποίθηση ότι η συνεργασία μεταξύ μας είναι σε κάθε περίπτωση καλύτερη από τον εθνικισμό, ο οποίος τόσο συχνά στην Ευρώπη μας έχει οδηγήσει στην καταστροφή. Εμείς στη Γερμανία γνωρίζουμε ποιές καταστροφές προκαλέσαμε κατά την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού. Γι’ αυτό είναι για μένα πάντοτε υποχρέωση να αντλώ τα σωστά διδάγματα, δηλαδή ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις να αναζητώ κοινές λύσεις. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ερωτήσεις δημοσιογράφων
ΕΡΤ (Φασουλάς): Μία ερώτηση για τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Κύριε Πρωθυπουργέ, στην τελευταία επίσκεψη της Γερμανίδας Καγκελαρίου στην Αθήνα το 2014, τον Απρίλιο αν δεν κάνω λάθος, στηρίζατε τις διαδηλώσεις εδώ στους δρόμους της Αθήνας. Σήμερα βλέπουμε ότι η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Σας βλέπουμε να υποδέχεστε την κυρία Μέρκελ στην Αθήνα. Τι έχει μεσολαβήσει; Τι έχει αλλάξει στις σχέσεις; Ευχαριστώ.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Στήριζα τις διαδηλώσεις και το πρώτο διάστημα που ήμουν Πρωθυπουργός. Και τις στήριζα έμπρακτα, διεκδικώντας μια προοπτική ενός προγράμματος βιώσιμου, μια προοπτική που θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να βγει από την κρίση, χωρίς τη βάσανο μιας λιτότητας που δεν θα έδινε ελπίδα και προοπτική.
Όμως, έχει αλλάξει και το γεγονός -και θέλω να μιλήσω και σε προσωπικό επίπεδο- ότι όταν είσαι στη θέση του Πρωθυπουργού, είσαι υποχρεωμένος να εκπροσωπείς όλους τους πολίτες της χώρας, όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, τους Γερμανούς και τις Γερμανίδες αν είσαι στη θέση του Καγκελάριου. Η θέση αυτή είναι μια θέση που σε γεμίζει ευθύνη, προκειμένου να βρεις την καλύτερη δυνατή λύση προς όφελος όλων όσων εκπροσωπείς.
Εκπροσωπείς και αυτούς που διαδηλώνουν και αυτούς που φοβούνται τις διαδηλώσεις. Εκπροσωπείς και αυτούς που είναι άνεργοι και αυτούς που έχουν εργασία και φοβούνται μη χάσουν την εργασία τους, γιατί είναι επισφαλής. Και αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, αλλά και αυτούς που έχουν ενδεχομένως το υστέρημα μιας ζωής, κάποιες καταθέσεις στις τράπεζες και φοβούνται ότι η χρεοκοπία θα τους οδηγήσει στον όλεθρο.
Και είσαι υποχρεωμένος, όταν έχεις αυτή τη βαριά ευθύνη, εκτός από το να διεκδικείς το δίκιο σου, να βρίσκεις και τον δρόμο τον ρεαλιστικό, ώστε η συνισταμένη να είναι επωφελής για όλους όσους εκπροσωπείς. Αυτή είναι μια δύσκολη συνθήκη, στην οποία βρίσκεται –πιστεύω- κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την πολιτική και ιδεολογική του τοποθέτηση, όταν αναλαμβάνει μεγάλες και σημαντικές ευθύνες.
Εγώ επανέλαβα και στην τοποθέτησή μου αρχικά ότι οι θέσεις μας ιδεολογικές και πολιτικές είναι διαφορετικές. Και αυτό ίσως δίνει μεγαλύτερη αξία στο γεγονός ότι καταφέραμε να βρούμε τον δρόμο εκείνον, που θα υπερβεί την κρίση και τη μεγάλη πρόκληση που αντιμετώπιζαν τότε και η Ελλάδα και η Ευρώπη, δίνοντας τη δυνατότητα σήμερα, μετά από 3,5 χρόνια από εκείνες τις δύσκολες μέρες του καλοκαιριού του 2015, να λέμε ότι οι δυσκολίες πια είναι πίσω μας. Και ότι η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα, βεβαίως με πληγές, βεβαίως με προβλήματα, αλλά μια χώρα, η οποία μπορεί να ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΜΕ: Κύριε Πρωθυπουργέ, όσον αφορά το ονοματολογικό, ο κύριος Μητσοτάκης σας κατηγορεί ότι υπήρχε ουσιαστικά ένα deal.
Και κυρία Καγκελάριε, ο κύριος Μητσοτάκης λέει ότι μετά τις εκλογές θα υπάρξει και εφόσον επικρατήσει εκείνος, θα υπάρξει μία πλήρης αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Πόσο δυνατό είναι κάτι τέτοιο; Και πώς θα μπορούσε να θέσει κανείς σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και πώς θα μπορούσε να πείσει κανείς, για παράδειγμα, τον κύριο Μητσοτάκη, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία σωστή υπόθεση.
Α. ΜΕΡΚΕΛ: Ναι, μπορώ να ξεκινήσω. Λόγω της μορφής βέβαια, μπορείτε μάλλον να σκεφτείτε ότι δεν υπάρχει διασύνδεση ανάμεσα στις δραστηριότητες σε σχέση με τη συμφωνία για το ζήτημα του ονόματος της «Μακεδονίας» και από την άλλη πλευρά το ζήτημα αν θα υπάρξουν κάποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό δεν επιτρέπεται και απορώ για το ότι θα πρέπει να μιλήσει κανείς για αυτό.
Δεύτερο, φυσικά και θα υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις. Δεν θα αναμειχθώ στα σχέδια των ελληνικών κομμάτων για το εσωτερικό της χώρας, πάντως εγώ θα ταχθώ υπέρ του να τελειώσει η διαμάχη για το όνομα της γειτονικής χώρας. Δεν υπερτιμώ τον ρόλο μου. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσουμε γι’ αυτό με τον κ. Μητσοτάκη. Αλλά νομίζω, έχω την ισχυρή πεποίθηση, όπως προείπα, ότι είναι προς το καλό της Ελλάδας, της μελλοντικής Βόρειας Μακεδονίας, της σταθερότητας των Δυτικών Βαλκανίων και της Ε.Ε. Ως προς αυτό είμαι βαθιά πεπεισμένη. Υπάρχει ένας καλός κανόνας: ακόμα και σε περιόδους αντιπολίτευσης και κυβέρνησης -και η αντιπολίτευση πρέπει να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο στις Δημοκρατίες- σε θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας θα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθεί μία κοινή θέση. Υπέρ αυτού τάσσομαι, αλλά δεν έχω ψευδαισθήσεις σε ό,τι αφορά τις θέσεις, οι οποίες σαφώς δεν θα αλλάξουν από την επίσκεψη μίας γερμανίδας Καγκελαρίου.
ΚΕΧΑΓΙΑ: Για την κυρία Καγκελάριο μια ερώτηση. Ήθελα να ρωτήσω αν η άφιξη σας στην Αθήνα κ. Μέρκελ σηματοδοτεί κάποιο είδος στήριξης της ελληνικής οικονομίας γιατί ξέρετε η χώρα μας κάνει προσπάθειες ανάπτυξης και επιθυμεί κάποια στιγμή τους επόμενους μήνες να βγει στις αγορές. Θεωρείτε ότι είναι πιθανό αυτό;
ΚΑΓΚΕΛΑΡΙΟΣ: Η επίσκεψή μου, και όχι μόνον, όλη μου η εργασία ήταν πάντοτε προσανατολισμένη, ακόμα και αν σε ορισμένες περιόδους πολλοί δεν το έβλεπαν έτσι, στο να σταθεί η Ελλάδα και πάλι μόνη της στα πόδια της, στο να μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές, στο μην έχει πλέον υψηλή ανεργία, στο να μπορούν να παραμένουν οι νέοι άνθρωποι στην Ελλάδα. Ευχόμαστε ο ένας για τον άλλο το καλύτερο, μερικές φορές όμως διαφωνούμε για το ποιός τρόπος είναι ο καλύτερος.
Για παράδειγμα, στη Γερμανία είχαμε την εμπειρία των μεταρρυθμίσεων που είχε κάνει ο προκάτοχός μου, οι οποίες αμφισβητήθηκαν έντονα και αμφισβητούνται έντονα ακόμα και σήμερα. Όταν έγινα Καγκελάριος είχα 5 εκατομμύρια ανέργους στη Γερμανία. Σήμερα έχουμε κάτω από 2,3 εκατ. ανέργους στους καλύτερους μήνες μίας χρονιάς. Και αυτό σημαίνει ότι 2,5 εκατ. άνθρωποι περισσότεροι έχουν εργασία, αναζητούμε εξειδικευμένους εργαζομένους. Όλοι πρέπει να παλεύουν γι’ αυτό και αυτό το ευχόμαστε και για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Θα προσπαθήσουμε μέσα από την μεγάλη ατζέντα των διμερών σχέσεων να συνεισφέρουμε ως προς αυτό.
Το γεγονός ότι υπάρχει μία σειρά από πραγματικά μεγάλες γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα καταδεικνύει ότι αυξήθηκε η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Συζητούμε για τα σημεία που θεωρούμε ότι η διαχείριση μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερη, ιδιαίτερα όταν βλέπουμε όλοι ότι πρέπει διαρκώς να αλλάζουμε, καθώς βρισκόμαστε στην εποχή της ψηφιοποίησης. Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλος αριθμός κινεζικών επενδύσεων. Γνωρίζετε το πόσο προσπαθεί η Κίνα να γίνει μία σημαντική δύναμη και κανείς μας δεν επιτρέπεται να μείνει στάσιμος. Ακόμα και μία χώρα όπως η Γερμανία, η οποία εμφανίζεται ισχυρή, θα πρέπει να θεραπεύει τις αδυναμίες της, κάθε μέρα και διαρκώς.
Γι’ αυτό το θέμα θα ανταλλάξουμε περαιτέρω απόψεις, αλλά εύχομαι στην Ελλάδα, ειδικά σε σχέση με τους ανθρώπους, το καλύτερο δυνατό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (ΓΕΡΜΑΝΟΣ): Κυρία Καγκελάριε, αναφερθήκατε στο ζήτημα αυτό, το προσφυγικό δηλαδή, αναφερθήκατε στη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης -Τουρκίας, τι θα μπορούσε να βελτιώσει η Αθήνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση για να γίνει καλύτερη η ζωή αυτών των ανθρώπων και να υλοποιηθεί αυτή η συμφωνία με καλύτερο τρόπο. Υπάρχουν σαφέστερες σκέψεις, τι θα μπορούσε να γίνει; Και κύριε Πρωθυπουργέ, εδώ, σε αυτά τα συμφραζόμενα, ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τη Γερμανία συγκεκριμένα; Πιο συγκεκριμένη στήριξη, για παράδειγμα, στη σχέση και αντιμετώπιση των προσφύγων; Ή αισθάνεστε ότι αυτό που συμβαίνει, ουσιαστικά αναχαιτίζει τη διάθεση των ανθρώπων να έρθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
ΜΕΡΚΕΛ: Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έχει δείξει την επιτυχία της, αλλά δεν λειτουργεί ακόμα επαρκώς, και επ’ αυτού μιλήσαμε σήμερα, ως προς την επαναπροώθηση των προσφύγων που φτάνουν εκεί. Εμείς, και αυτό επιτρέπεται να το πω για τη Γερμανία, συμβάλλουμε με το να υποδεχόμαστε στη Γερμανία πρόσφυγες από την Τουρκία, αλλά το νομικό καθεστώς εδώ στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο απλό. Γι’ αυτό και θέλουμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για την καλύτερη εφαρμογή αυτού του μέρους της συμφωνίας. Ταυτόχρονα μιλήσαμε για το ότι ο αριθμός των προσφύγων που φτάνουν σε καμία περίπτωση δεν προέρχεται μόνον από τη Συρία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ισχύει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, επομένως θα πρέπει να βρεθούν άλλοι μηχανισμοί. Φυσικά εμείς από γερμανικής πλευράς είμαστε πάντοτε έτοιμοι να βοηθήσουμε σε ζητήματα ανθρωπιστικής βοήθειας στα νησιά. Για όλα αυτά τα ζητήματα βρισκόμαστε σε έναν πολύ εποικοδομητικό διάλογο.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κοιτάξτε, η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία χτυπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη από την προσφυγική κρίση. Θα έλεγε κανείς ότι τις πρώτες ημέρες της κρίσης το 2015, στην πλάτη της Ελλάδας, κυρίως των νησιών της, βρέθηκε το βάρος ολόκληρης της Ευρώπης στη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Και σήμερα ακόμα, αν δούμε το ποσοστό αιτήσεων ασύλου σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε αιτήσεις ασύλου στην Ευρώπη.
Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο εμείς θέτουμε στον δημόσιο διάλογο στην Ευρώπη είναι, αν τα προβλήματα τα οποία θα αντιμετωπίζουμε ως κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως προβλήματα τα οποία δεν αφορούν αποκλειστικά εμάς, αλλά αφορούν διεθνή γεγονότα που έχουν βαθύτερες γεωπολιτικές ρίζες, κάθε κράτος-μέλος θα τα αντιμετωπίζει μόνο του χωρίς τη βοήθεια και την αλληλεγγύη και τον επιμερισμό του βάρους και της ευθύνης, ή, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα λειτουργεί στη βάση της αρχής της αλληλεγγύης και του επιμερισμού της ευθύνης, προκειμένου να μοιράζεται το πρόβλημα και να αλληλοβοηθιέται για να το λύσει. Αυτό το κρίσιμο υπαρξιακό ερώτημα το συζητάμε σχεδόν τρία χρόνια τώρα σε κάθε σύνοδο Κορυφής. Και η αλήθεια είναι ότι, υπάρχουν χώρες που θεωρούν ότι αυτή η αρχή της αλληλεγγύης είναι α λα καρτ, μπορεί να ισχύει όταν πρόκειται για οικονομική βοήθεια σε ό,τι αφορά τα ταμεία συνοχής, αλλά όταν πρόκειται για ένα κρίσιμο θέμα, όπως το προσφυγικό, η αρχή της αλληλεγγύης δεν υπάρχει. Εγώ θέλω να τονίσω ότι, παρά τις διαφορές που είχαμε στην οικονομική πολιτική της Ευρώπης με την καγκελάριο Μέρκελ, στο θέμα αυτό βρεθήκαμε σε μετερίζι μάχης από την πρώτη στιγμή και οι δυο μας. Υπερασπιστήκαμε και υπερασπιζόμαστε την άποψη ότι, η Ευρώπη πρέπει να λειτουργήσει με την αρχή της αλληλεγγύης αλλιώς δεν θα έχει προοπτική. Και βεβαίως στο πλαίσιο των αρχών του ανθρωπισμού, που νομίζω ότι είναι κοινές αρχές ανεξαρτήτως της πολιτικής τοποθέτησης ή της ιδεολογίας για όσους πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ιδέα.
Αυτό, λοιπόν, που ζητάμε από την Ευρώπη κι όχι από τη Γερμανία, αλλά από την Ευρώπη, είναι, να προχωρήσουμε σε έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό ασύλου, ώστε οι χώρες πρώτης υποδοχής να μην καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα, που δεν αφορά αποκλειστικά αυτές, μόνες τους. Και βεβαίως, να προχωρήσουμε και στην αναθεώρηση του Δουβλίνου, διότι έχει ξεπεραστεί από την ίδια τη ζωή και διότι, αν δεν τα καταφέρουμε να προχωρήσουμε, πιστεύω και φοβάμαι – και εκφράζω αυτόν το φόβο – ότι η Ευρώπη θα βρεθεί το επόμενο διάστημα σε πολύ σημαντικούς κινδύνους και διαιρέσεις καθώς παρ’ ότι βρισκόμαστε τώρα σε ύφεση, πιστεύω και όλοι μας πιστεύουμε και εκτιμάμε ότι, το προσφυγικό / μεταναστευτικό πρόβλημα δεν είναι ένα πρόσκαιρο και παροδικό πρόβλημα, αλλά είναι το πρόβλημα του μέλλοντος που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως Ευρώπη απέναντι σε έναν τρίτο κόσμο γεμάτο ανισότητες, πολέμους, συγκρούσεις και σε μία Ευρώπη που γερνάει, αλλά παραμένει ένας πολύ ελκυστικός προορισμός για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν από το να διεκδικήσουν μία καλύτερη ζωή, πολλές φορές με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους.