Πραγματοποιήθηκε σήμερα, Πέμπτη 19 Απριλίου, στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων η παρουσίαση της έκθεσης του ΟΟΣΑ με τίτλο: «Εκπαίδευση για ένα Λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα».
Στην τελική της μορφή, η έκθεση παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις και βελτιώσεις σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2011, καθώς έγινε αποδεκτό το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να συνταχθεί νέα έκθεση με επικαιροποιημένα στοιχεία. Υπενθυμίζεται ότι η έκθεση του 2011 στηρίχθηκε σε στοιχεία πριν ξεσπάσει η κρίση.
Η έκθεση του 2018, που παραδόθηκε σήμερα, βασίζεται σε δεδομένα που συνέλεξαν τα τεχνικά κλιμάκια του ΟΟΣΑ σε συνεργασία με το Υπουργείο και τους αρμόδιους φορείς το προηγούμενο διάστημα. Επιγραμματικά, τα βασικά σημεία που αποτυπώνονται είναι:
- Η μαθητική διαρροή στην Ελλάδα εντοπίζεται στο 6,2%, χαμηλότερη από τον μ.ο των 28 χωρών μελών που είναι 10,7%
- Το πλήρες πάγωμα των μόνιμων προσλήψεων είναι καταστροφικό για την εκπαίδευση. Αρνητικό στοιχείο για την εκπαίδευση συνιστά και ο θεσμός των αναπληρωτών εκπαιδευτικών για τον οποίο χρειάζεται εξορθολογισμός.
- Το σύστημα των Πανελλαδικών εξετάσεων πρέπει να αναμορφωθεί πλήρως. Προτείνονται συνεχείς αποτιμήσεις διαφορετικών επιπέδων κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς μέσα στο σχολείο.
Στην τοποθέτησή του ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Σήμερα είναι μια μέρα που ολοκληρώνεται μια περίπλοκη και δύσκολη πορεία στη συνεργασία μας με τον ΟΟΣΑ που ουσιαστικά άρχισε τον Ιανουάριο του 2016, όταν μια αντιπροσωπεία στο Παρίσι έθεσε το θέμα της έκθεσης του 2011. Ήταν μια έκθεση με πάρα πολλά πραγματολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά μεθοδολογικά προβλήματα, ήταν μια έκθεση με πολλά προβλήματα στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας. Μας ακούσανε πολύ προσεκτικά και μπήκαμε σε μια διαδικασία επανασχεδιασμού κυρίως όμως ανάπτυξη και συστηματοποίηση της επιχειρηματολογίας γύρω από τα θέματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και βεβαίως των νέων στοιχείων, μιας και η έκθεση του 2011 ήταν βασισμένη σε στοιχεία πριν την κρίση. Αυτές οι συζητήσεις έγιναν ορισμένες φορές με επώδυνο τρόπο με τον ΟΟΣΑ, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι οι συζητήσεις έχουν φέρει αποτέλεσμα. Διότι το θέμα δεν είναι να πούμε πού διαφωνούμε και γιατί διαφωνούμε, όσο είναι να ξέρουμε πώς συζητάμε και πώς καταλήγουμε εκεί που καταλήγουμε. Γι’ αυτό και πρέπει να τονίσουμε, χωρίς κανένα απολύτως αστερίσκο, ότι η έκθεση που μας παραδίδεται σήμερα είναι εξαιρετικά βελτιωμένη σε σύγκριση με την έκθεση του 2011. Το ‘εξαιρετικά βελτιωμένη’ δεν σημαίνει μόνο εάν αντανακλώνται οι κυβερνητικές επιλογές ή προτεραιότητες, διότι άλλη είναι η δουλειά του ΟΟΣΑ – θα επανέλθω σε αυτό – όσο εάν μεθοδολογικά, πραγματολογικά στην επιλογή των προβλημάτων, στη διατύπωση των προτάσεων, θεωρούμε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο βοηθάει εμάς. Γι’ αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημαντική δουλειά που έχει γίνει στη μελέτη της ερευνητικής ομάδας σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, τη σημαντική βελτίωση αρκετών δεικτών, π.χ. θέματα χρόνου διδασκαλίας, η μείωση της σχολικής διαρροής, η φοίτηση των προσφύγων, η ειδική αγωγή, η θέσπιση του ολοήμερου σχολείου, οι δομές για περισσότερη παιδαγωγική αυτονομία, οι αλλαγές που ήρθαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι διαδικασίες καθιέρωσης της λογικής της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία κλπ, μαζί με τη βελτίωση αυτών των δεικτών υπήρξαν και αυτές οι κατά τη γνώμη μας σημαντικές βελτιώσεις».
Αναφερόμενος στον ρόλο του σχολείου, ο κ. Γαβρόγλου είπε: «Υπάρχουν, νομίζουμε, πάρα πολλές διαφοροποιήσεις και συγκλίσεις σε σχέση με την έκθεση του 2011. Εμείς θα θέλαμε να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο δικό μας σχολείο σε θέματα μόρφωσης, παρά σε θέματα δεξιοτήτων. Καταλαβαίνουμε το επιχείρημα: ένα σχολείο να είναι προσανατολισμένο στην απόκτηση δεξιοτήτων, αλλά η δική μας λογική είναι η μόρφωση έρχεται πρώτη, είναι κυρίαρχη και ακολουθούν τη μόρφωση άλλα πράγματα, όπως είναι οι δεξιότητες και είναι και πολύ σημαντικό. Το δεύτερο. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας και τα όρια αυτής της αυτονομίας. Η έκθεση του ΟΟΣΑ το 2011 με ένα τρόπο πραγματικά πρωτόγνωρο που ακόμη δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε είχε προτάσεις ως προς την αυτονομία που οδηγούσαν έως και την απόλυση και την πρόσληψη των εκπαιδευτικών από πλευράς των διευθυντών. Υπάρχουν κάποιες αναφορές και σε αυτήν, είναι κάτι το οποίο δεν δεχόμαστε και είναι κάτι που δεν δεχόμαστε όχι μόνο για νομικούς λόγους, αλλά για λόγους λειτουργίας των σχολείων, θεωρούμε ότι υπάρχει μια άλλη παράδοση σε αυτό.
Ως προς τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και την ανάγκη για μόνιμους διορισμούς ο Υπουργός σημείωσε: «Δεν μπορεί η υπάρχουσα κατάσταση να συνεχίσει με ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό αναπληρωτών καθηγητών να είναι στα σχολεία μας με συμβάσεις που είναι πραγματικά εξαιρετικά προβληματικές, με ανθρώπους που δίνουν όλο τους το είναι χρόνια για να στηρίξουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που νομίζω σε όλο τον κόσμο δεν υπάρχει άλλο εκπαιδευτικό σύστημα που ποσοστιαία να βασίζεται σε τόσο μεγάλο ποσοστό αναπληρωτών καθηγητών, με ένα πληθυσμό των μονίμων εκπαιδευτικών με πολύ μεγάλο μέσο όρο ηλικίας και τα λοιπά. Η λύση σε αυτό είναι οι μόνιμοι διορισμοί, ένας σημαντικός αριθμός. Έχουμε κάνει μια μελέτη γι’ αυτό, προχωρήσουμε σε ένα σημαντικότατο αριθμό μόνιμων διορισμών».
Αναφερόμενος στις επισημάνσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την παραπαιδεία και το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων ο κ. Γαβρόγλου είπε: «Η έκθεση θεωρεί ότι το θέμα της παραπαιδείας υπονομεύει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Δεν είναι θέμα φροντιστηρίων. Το έχω πει δημόσια, το ξαναλέω. Εδώ λοιπόν θεωρούμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε αυτή τη συζήτηση γιατί είναι μια συζήτηση που γίνεται και σε άλλες χώρες, ότι η παραπαιδεία έχει οδηγήσει στην ακύρωση των εκπαιδευτικών θεσμών. Και βεβαίως μαζί μ’ αυτό έχει ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, ακριβώς στη δική μας λογική ως προς τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων για τα Πανεπιστήμια, όχι μόνο πώς επηρεάζουν μ’ αυτό τον εξαιρετικά αρνητικό τρόπο την καθημερινότητα των νέων ανθρώπων, αλλά ακόμη και για την αποτελεσματικότητα αυτών των εξετάσεων».
Η Ειδική Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ, Γκαμπριέλα Ράμος, στην ομιλία της ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Την τελευταία δεκαετία οι δημόσιες δαπάνες στην εκπαίδευση μειώθηκαν κατά 36% σε ονομαστικές τιμές. Οι περικοπές ουσιαστικά επηρέασαν τους καθηγητές, τους δασκάλους και το διδακτικό προσωπικό, ιδιαίτερα στα ζητήματα προσλήψεων και μισθών. Οι προσλήψεις πάγωσαν στον δημόσιο τομέα τα τελευταία 8 χρόνια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόσληψη νέων καθηγητών μέσω βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, μια κατάσταση η οποία έχει αρνητική επίπτωση στην ποιότητα που παρέχεται στα σχολεία και στο εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι δομικές αλλαγές που η κυβέρνηση προάγει για να ενδυναμώσει και να εκσυγχρονίσει τον εκπαιδευτικό κλάδο είναι πάρα – πάρα πολύ σημαντικές. Ελπίζουμε πάρα πολύ ότι αυτή η έκθεση θα βοηθήσει στο να γίνει καλύτερος σχεδιασμός και υλοποίηση των αλλαγών. Επίσης να μοιραστώ μαζί σας ότι κάποιες από αυτές τις σκέψεις και τις προτάσεις είναι σημαντικές και για μας, αλλά και για εσάς. Να εξετάσουμε τα ζητήματα και να θέσουμε τις προτεραιότητες στο γεγονός ότι η βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι η εκπαίδευση. Τώρα να μιλήσω για το περιεχόμενο της έκθεσης και τα δυνατά σημεία και τις ενδείξεις βελτίωσης.
Υπάρχουν θετικά σημεία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε. Οι 15χρονοι Έλληνες μαθητές έχουν κίνητρα και έχουν μεγάλη αίσθηση του ‘ανήκειν’ στα σχολεία περισσότερο από άλλες χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μαθητικής διαρροής ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Επίσης τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα συνεχίζουν να αναπτύσσονται και να αυξάνονται, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άρα, βασιζόμενη σε αυτά η ελληνική κυβέρνηση έχει προωθήσει μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εστιάζουν στην εκπαιδευτική βελτίωση, στην ποιότητα, στην ισονομία και την ισότητα.
Το πρόσφατο τριετές εκπαιδευτικό σχέδιο έχει υπογραμμίσει σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές και προτάσεις σε ένα εύρος τομέων προτεραιότητας στην περίοδο 2017 – 2019.
Η Ελλάδα χρειάζεται να αναπτύξει την ικανότητα και τη στρατηγική για αξιολόγηση, για λογοδοσία και βελτίωση στα σχολεία. Πρέπει να υπάρξει μια κουλτούρα λογοδοσίας, η χρησιμοποίηση δεδομένων για την υποστήριξη και τη βελτίωση, η οποία θα αντανακλά τις νέες πρωτοβουλίες όπως για παράδειγμα την πρωτοβουλία «My school». Επίσης την εισαγωγή της αυτοαξιολόγησης στα σχολεία, την αξιολόγηση και την αποτίμηση του σχολείου συνολικά και την εδραίωση μιας αρχής για διασφάλιση ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η αξιολόγηση και οι διαδικασίες θα πρέπει να δημιουργηθούν σε στενή συνεργασία με τους καθηγητές και τα εργατικά Συνδικάτα, ούτως ώστε οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να μην τα βλέπουν ως μία τιμωρητική διαδικασία».
Αναφερόμενη, τέλος, στο πρόβλημα της παραπαιδείας, επισήμανε:
«Η παραπαιδεία στην Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο ως ένα παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά όπως μπορείτε να δείτε εδώ σε αυτό το διάγραμμα οι πιο φτωχοί μαθητές έχουν πάρα πολύ λιγότερες πιθανότητες να έχουν αυτή την έξτρα βοήθεια.
Άρα θα πρέπει να αυξηθεί η ποιότητα προσφοράς των σχολικών μαθημάτων στο σχολείο για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, όπως επίσης να υπάρχει υποστήριξη στους μαθητές που δεν έχουν τόσο υψηλές επιδόσεις με μαθήματα μετά το τέλος του σχολικού ωραρίου».