Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση, η οποία έπληξε την παγκόσμια οικονομία έχει αφήσει τα σημάδια της σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα είναι ότι το ίδιο το νόημα και η λειτουργία της δημοκρατίας βρέθηκαν σε κίνδυνο, τα χρόνια της μάχης ενάντια στην κρίση και τις συνέπειες της.

Αυτό δεν ήταν μόνο μια παρενέργεια της κρίσης. Προκλήθηκε από την απροθυμία όσων είχαν την εξουσία στα χέρια τους, να εμπιστευθούν τους πολίτες, να χρησιμοποιήσουν τη συλλογική δύναμη της δημοκρατίας για να αντέξουν τις πιέσεις που είχε ασκήσει η οικονομική κρίση στις αντίστοιχες χώρες και κοινωνίες.

Κατά συνέπεια, το πολιτικό κατεστημένο έπεσε σε μια παγίδα. Και αυτή είναι να αφήσει τη χάραξη πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων στα χέρια των τεχνοκρατών και φαύλων συμβούλων κάθε λογής, που κανένας δεν έχει εκλέξει. Αυτό ήταν, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μου, ύβρις. Διότι σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, οι κοινωνίες αφέθηκαν στο περιθώριο και οι λαοί μας κλήθηκαν επανειλημμένα να κάνουν θυσίες χωρίς καμία θετική επίπτωση για τις ζωές τους στο άμεσο μέλλον.

Αυτό οδήγησε στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των λαών και των κυβερνήσεών. Και ακόμη χειρότερα, οι πολίτες άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους όχι μόνο απέναντι στην πολιτική ηγεσία αλλά και στην ίδια τη δημοκρατία. Διότι, αν απογυμνώσεις τη δημοκρατία από τα βασικά συστατικά στοιχεία της, όπως η λογοδοσία, την καθιστάς ευάλωτη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εχθροί της δημοκρατίας και των αξιών της, η άκρα δεξιά, οι φασίστες και οι νεοναζί τείνουν να κερδίζουν έδαφος στις κοινωνίες μας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Ως εκ τούτου, έχουμε συλλογικό καθήκον να διορθώσουμε την κατάσταση.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο ένα όπλο ενάντια στο μίσος, την κινδυνολογία, τις διακρίσεις και το ρατσισμό. Είναι επίσης μια τεράστια δύναμη που ωθεί την κοινωνία προς τη συλλογική πρόοδο και την ευημερία.

Και σας προκαλώ να αναλογιστείτε, τη μοίρα των πολιτικών στρατηγικών που υπονόμευαν τη δημοκρατία και τις αξίες της. Κάθε μια από αυτές οδηγήθηκαν, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο. Αυτό συμβαίνει επειδή, χωρίς τη συναίνεση, χωρίς τη ρητή βούληση του λαού, κάθε πολιτική ή οικονομική στρατηγική, ανεξάρτητα από την τεχνογνωσία που κρύβεται πίσω, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει. Η αποτυχία αυτών των στρατηγικών έχει οδηγήσει και θα συνεχίσει να οδηγεί στην κατάρρευση, αυτές τις πολιτικές δυνάμεις που τις στηρίζουν. Μια ματιά στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας, τα τελευταία επτά χρόνια, επαληθεύει αυτό το συμπέρασμα.

Ο ελληνικός λαός έκανε μια επιλογή: Να στρέψει την πλάτη του σε ακραίες πολιτικές λιτότητας και ύφεσης που εφαρμόστηκαν από πολιτικές δυνάμεις που αγνόησαν τη λαϊκή βούληση. Ο λαός μας το έπραξε αυτό χρησιμοποιώντας την ασύγκριτη δύναμη της δημοκρατίας. Εκλέγοντας μια κυβέρνηση, η οποία, ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές, ποτέ δεν έχασε την εμπιστοσύνη της προς τον λαό.

Αυτή η επιλογή αποφέρει καρπούς τώρα. Η Ελλάδα επέστρεψε. Μετά από χρόνια ύφεσης και οικονομικής αναταραχής, γυρίζουμε τώρα σελίδα.

Τον Αύγουστο του 2018, το τελευταίο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής πρόκειται να ολοκληρωθεί. Από εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, να στηρίξει με δικά της μέσα την παραγωγή και την ανάπτυξή της, χωρίς περαιτέρω εξωτερική βοήθεια από τους ευρωπαίους εταίρους της.

Αλλά δεν θα ήταν σοφό από μεριάς μας, να καθίσουμε και να περιμένουμε αυτήν την μέρα να έρθει. Προσπαθούμε ήδη, τα τελευταία τρία χρόνια, να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος.

Τα δημοσιονομικά μας επιτεύγματα είναι πρωτοφανή. Σε τρία συνεχή χρόνια, η Ελλάδα έχει καταφέρει όχι μόνο να επιτύχει τους προβλεπόμενους στόχους όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα της, αλλά και να ξεπεράσει τους στόχους, κάτι που είναι κρίσιμο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία μας.

Εκτός από αυτό, η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της, τα χρόνια της ύφεσης. Μετά από ένα 2016, όπου σημειώθηκε σταθεροποίηση, ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι κοντά στο 2% για το 2017. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σχεδόν κατά 7% από την ημέρα που αναλάβαμε τα καθήκοντα μας, οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν κατά 15% το 2017 και οι άμεσες ξένες επενδύσεις έφτασαν σε ρεκόρ δεκαετίας με εκτίμηση 4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2017.

Το ζήτημα της ανάπτυξης είναι πλέον κλειδί για εμάς. Καταβάλλουμε τεράστιες προσπάθειες για να δώσουμε περαιτέρω ώθηση στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας μας.

Είναι δεδομένο ότι οι επενδυτές είναι πλέον σε θέση να δουν αυτή τη δυναμική. Διότι τώρα, βλέπουν μια χώρα με πολιτική και οικονομική σταθερότητα και βεβαίως με ένα πολύ μορφωμένο, νέο και εξειδικευμένο ενεργό πληθυσμό, που είναι έτοιμος να στηρίξει τη δυναμική ανάκαμψη της χώρας μας. Δεν βλέπουν πλέον μια χώρα με μια ασταθή οικονομία, που την καθηλώνει η σκληρή λιτότητα και η ύφεση.

Συνολικά, η επιστροφή της Ελλάδας στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα.

Για το πώς να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες, δείχνοντας εμπιστοσύνη στους ανθρώπους μας, επενδύοντας στη σκληρή δουλειά και την αποφασιστικότητα τους, ώστε να γίνει η χώρα ένα καλύτερο μέρος για τις σημερινές αλλά και τις επόμενες γενιές.