«Εξοχότατε κύριε Υπουργέ, αγαπητέ μου Mevlüt,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο Erdoğan και βεβαίως εσένα, τον παλιό μου φίλο – σε ευχαριστώ που θύμησες πότε και πώς πρωτογνωριστήκαμε, εδώ και πολλά χρόνια – για τη σημερινή σου φιλοξενία.
Και θα ήθελα να σε ευχαριστήσω, επίσης, για τη μεγάλη τιμή που μου κάνεις, προσκαλώντας με στο δείπνο Ιφτάρ, αργότερα απόψε.
Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να μεταφέρω εκ μέρους του Πρωθυπουργού, του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, τις ευχές προς όλους τους μουσουλμάνους για την έναρξη του ραμαζανιού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό άλλωστε κατοχυρώνεται από το Ελληνικό Σύνταγμα. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για το άνοιγμα ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα, κάτι που έχει γίνει πράξη τον περασμένο Νοέμβριο και θα κάνουμε τα εγκαίνιά του αμέσως μετά την πανδημία.
Όσον αφορά στις συνομιλίες που είχαμε σήμερα – εκτεταμένες συνομιλίες – ήταν ανοιχτές και ειλικρινείς. Ήταν μια ιδιαίτερα χρήσιμη συζήτηση. Και θέλω να σας πω ειλικρινά ότι συζητήσαμε σε όσα θέματα υπάρχουν προσεγγίσεις, αλλά και σε όσα θέματα μας δημιουργούν τριβές.
Γιατί θεωρούμε ότι η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών είναι απαραίτητη. Πρωταρχικό μέλημα είναι να εδραιώσουμε την ειρηνική συνύπαρξη στη βάση του διεθνούς δικαίου. Όπως και στη βάση των θεμελιωδών κανόνων και αξιών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του ΝΑΤΟ, στο οποίο οι δύο χώρες, εμείς και η Τουρκία, έχουμε ενταχθεί εδώ και 70 και πλέον χρόνια. Και βεβαίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα συμπληρώνει 40 χρόνια και η Τουρκία έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η ένταξη σε αυτή παραμένει στρατηγικός της στόχος.
Στο πλαίσιο αυτό, χαιρετίζω την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ ημών και της Τουρκίας, των πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο Υπουργείων Εξωτερικών, καθώς και των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, η οποία θα ακολουθήσει.
Σήμερα συζητήσαμε πολλή ώρα, συζητήσαμε τις διμερείς μας σχέσεις, συζητήσαμε τις περιφερειακές εξελίξεις. Και συμφωνήσαμε με τον φίλο μου Mevlüt ότι υπάρχει πολύ σημαντικό περιθώριο για την ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων σε διάφορους τομείς.
Καταρχήν στην οικονομία, στο εμπόριο. Η παρουσία του στενού μου συνεργάτη, του κ. Υφυπουργού Κώστα Φραγκογιάννη, έχει σκοπό να εξετάσουμε και συγκεκριμένες προτάσεις συνεργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό υποβάλλαμε προς την τουρκική πλευρά μια σειρά από προτάσεις για να αναβιώσουν πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί τις περασμένες δύο δεκαετίες, οι οποίες δεν έχουν υλοποιηθεί. Και νομίζω ότι συμφωνήσαμε να δημιουργήσουμε από κοινού με την τουρκική πλευρά μια θετική ατζέντα οικονομικών θεμάτων για να προχωρήσουμε τις σχέσεις μας μπροστά και να προωθήσουμε την οικονομική μας συνεργασία, ώστε να αλλάξουμε το κλίμα, το οποίο υπάρχει στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Να οδηγηθούμε σε ένα θετικό κλίμα, κατ’ αντιδιαστολή με αυτό που υπήρχε τους τελευταίους 20 μήνες.
Επίσης, εξετάσαμε τη δυνατότητα πρωτοβουλιών, που θα διευκολύνουν τις επαφές μεταξύ των δύο λαών μας μετά το τέλος της πανδημίας. Και βεβαίως, ανέφερα – και νομίζω συμφωνούμε όλοι – ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων είναι η αποκλιμάκωση και η αποφυγή ενεργειών και δηλώσεων που δυναμιτίζουν το κλίμα. Γιατί, νομίζω δεν σας λέω κάτι καινούριο. Μέχρι πριν ελάχιστο καιρό, μέχρι πριν λίγους μήνες, οι παραβατικές ενέργειες είχαν αυξηθεί δραματικά, επιβαρύνοντας τις προσπάθειες για να δημιουργήσουμε αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης που σήμερα προσπαθούμε. Οι θέσεις μας για αυτά τα θέματα είναι γνωστές.
Θέλω εδώ να αναφέρω, όντας στην πρωτεύουσα της Τουρκίας, ότι χτες ήμουν την Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και εκεί είχα τη δυνατότητα να συζητήσω τα θέματα που αφορούν την ελληνική κοινότητα. Επίσης, για εμάς – πρέπει να το πω αυτό – υπάρχει στην Ελλάδα μουσουλμανική μειονότητα. Αυτό αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάννης, αυτή είναι η επίσημη άποψη του ελληνικού κράτους.
Επίσης, παρακάλεσα στις συζητήσεις μας να μην υπάρχουν προβολές ψευδών ειδήσεων, προκλητικών ρητορικών που προβάλλονται από συγκεκριμένους κύκλους και οι οποίες δεν βοηθούν σε αυτό το θετικό κλίμα, το οποίο συμφωνήσαμε να προωθήσουμε.
Σήμερα συζητήσαμε και πολλά περιφερειακά θέματα με τον Mevlüt, όπως είναι φυσικό, αρχής γενομένης από την Πενταμερή για το Κυπριακό που οργανώνει ο ΟΗΕ στη Γενεύη σε δύο εβδομάδες. Εμείς ευελπιστούμε ότι όλες οι πλευρές θα προσέλθουν με εποικοδομητικό πνεύμα, ώστε να είναι δυνατό να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Όπως γνωρίζετε, μοναδική λύση, που είναι αποδεκτή από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία στη βάση των σχετικών αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή η λύση είναι συμβατή και με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και επίσης, βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσω την ανάγκη, στο πλαίσιο αυτό, της αναζήτησης λύσης επιτέλους του Κυπριακού, να υπάρχει αποχή από ενέργειες που παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μιλήσαμε βεβαίως και για τα θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Υπογραμμίζω πάλι, για δεύτερη φορά, ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, εφόσον η Τουρκία το επιθυμεί. Γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι σαν γείτονες και οι δύο πλευρές έχουμε να κερδίσουμε πολλά από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από μία Τουρκία πλήρως ενταγμένη στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Επίσης, πιστεύουμε – αλλά δεν είμαστε εμείς που θα το κρίνουμε αυτό – ότι ο τουρκικός λαός στην πλειοψηφία του επιθυμεί την ένταξη της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό το λόγο, όπως επεσήμανε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είμαστε ανοιχτοί να εξετάσουμε θετικά καίρια ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα την απελευθέρωση των θεωρήσεων, τη «visa liberalisation». Ένα ζήτημα όπου εμείς πάντοτε είχαμε πάρει μία εποικοδομητική θέση μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά, όπως ισχύει για κάθε υποψήφια χώρα, υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας που πρέπει να τηρείται: ο σεβασμός στις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού κεκτημένου, που ως γνωστόν περιλαμβάνει τον πλήρη σεβασμό της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του συνόλου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μία διπλή προσέγγιση. Το ενδεχόμενο λήψης μέτρων υπάρχει πάντα στο τραπέζι του Συμβουλίου. Εάν υπάρξουν παραβατικές και παράνομες ενέργειες σε βάρος της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο λήψης μέτρων. Βεβαίως, απευχόμαστε τις παράνομες ενέργειες με όλη μας την καρδιά.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία ιδιαίτερη αναφορά σε ένα ζήτημα που δυστυχώς επηρεάζει αρνητικά τις διμερείς μας σχέσεις, αλλά και την ενταξιακή πορεία, νομίζω, της Τουρκίας. Και αυτό αφορά την απειλή πολέμου, εφόσον η Ελλάδα εφαρμόσει τα αναφαίρετα δικαιώματά της που προέρχονται από την UNCLOS και το Διεθνές Δίκαιο. Η στάση αυτή αντίκειται στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και δεν συνάδει ούτε με έναν Νατοϊκό Σύμμαχο, ούτε με τις σχέσεις καλής γειτονίας και με την προώθηση αυτών των σχέσεων.
Η Τουρκία συνεχίζει να μην αποδέχεται τη Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία όχι μόνον αντικατοπτρίζει εθιμικό δίκαιο, αλλά έχει επικυρωθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα είναι τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Και χαρακτηριστικό παράδειγμα μη συμμόρφωσης αποτελεί το γνωστό «μνημόνιο» μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, το οποίο έχει καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διότι παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών και δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας.
Αναφορικά με το μεταναστευτικό-προσφυγικό, επισήμανα – και νομίζω συμφωνήσαμε – ότι είναι ευρω-τουρκικό ζήτημα. Οι υποχρεώσεις της Τουρκίας απορρέουν από τη Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας του 2016. Ο φίλος μου Mevlüt μου είπε την τουρκική επιθυμία για την υπογραφή μίας νέας συμφωνίας. Όποια συμφωνία όμως και να υπάρχει, για να πετύχει η υλοποίησή της πρέπει να γίνουν αναγκαίες ενέργειες και να υπάρχει η απαραίτητη βούληση, ώστε να τερματισθεί η εγκληματική δράση δικτύων μετακίνησης μεταναστών. Και αναφέρθηκα καθαρά στην απόπειρα εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού στον Έβρο το προηγούμενο διάστημα.
Επίσης, συζητήσαμε θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς. Η προσδοκία αναστροφής της απόφασης μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, καθώς και της απόφασης της μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τζαμί, εκφράστηκε προς την τουρκική πλευρά. Εμείς πιστεύουμε ότι μία τέτοια αναστροφή είναι προς το συμφέρον και της Τουρκίας και της εικόνας της Τουρκίας διεθνώς.
Αγαπητέ μου Mevlüt, ολοκληρώνω κάνοντας μία σύντομη αναφορά στις περιφερειακές προκλήσεις στη Συρία, στη Λιβύη. Νομίζω ότι πρέπει και στις δύο χώρες αυτές – θα το συζητήσουμε και μετά στο δείπνο – να βοηθήσουμε, ώστε να λυθούν συνολικά οι μακροχρόνιες κρίσεις, με τη διαφύλαξη της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας και των δύο χωρών, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Κυρίες και κύριοι, η Ελλάδα και η Τουρκία είναι προορισμένες από τη γεωγραφία να ζουν μαζί σε μία περιοχή με πολλά σύνθετα προβλήματα. Είτε στα Βαλκάνια, είτε στη Μέση Ανατολή, είτε στον Καύκασο. Είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών, και της Ελλάδας και της Τουρκίας, να συνεργαστούμε για την εμπέδωση της ασφάλειας, της σταθερότητας και της ευημερίας στις περιοχές αυτές στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας. Αυτή είναι η άποψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη και αυτή την άποψη ήρθα να εκφράσω σήμερα εδώ στην Άγκυρα, με την ελπίδα οι σχέσεις μας να πάνε μπροστά. Δεν αγνοούμε την πραγματικότητα, ξέρουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο. Αλλά ελπίζω ότι σήμερα μπορούμε να πούμε ότι μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα, το οποίο θα αποβεί εις όφελος και των δύο χωρών μας και κυρίως των δύο λαών μας.
Θα ήθελα, επίσης, με την ευκαιρία αυτή να διατυπώσω προς το φίλο μου Mevlüt την πρόσκληση να επισκεφθεί την Αθήνα, σε χρόνο που θα καθορίσουμε από κοινού και θα μας δώσει την ευκαιρία να συνεχίσουμε τη συζήτηση επί τη βάση της ατζέντας μας και τελικά, να προετοιμάσουμε από τις συζητήσεις μας τη συνάντηση του Προέδρου Erdoğan με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Και πάλι ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία σήμερα εδώ, αγαπητέ μου Mevlüt.».
Δευτερολογία Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια
«Ευχαριστώ, αγαπητέ μου Mevlüt, που μου επιτρέπεις να απαντήσω. Φαντάζομαι οι συνεργάτες σου είναι «βασιλικότεροι του βασιλέως» και θα προτιμούσαν να μην το κάνω, αλλά δεν γίνεται.
Να τα θέσω με τη σειρά:
Νομίζω ότι η ελληνική θέση όσον αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είναι σαφής πάντοτε. Και δεν νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που τα ακούτε. Και θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν περιμένατε, αγαπητέ μου Mevlüt, να μην τα πω εδώ στην Άγκυρα. Δηλαδή να έρθω εδώ στην Άγκυρα και να παρουσιάσω τα πράγματα σαν να μην έχει συμβεί τίποτε στο Αιγαίο και σαν να μην έχει συμβεί τίποτε στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η θέση της Ελλάδας είναι σαφής: η Τουρκία έχει παραβιάσει στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Και όχι μόνον αυτό, έχει παραβιάσει τα ίδια τα δικαιώματα κυριαρχίας της Ελλάδας. Έχει κάνει 400 υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος Mevlüt. Πάνω από ελληνικό έδαφος. Δεν υπάρχει καμία διάταξη δικαίου που να επιτρέπει πτήση πάνω από το ελληνικό έδαφος. Δεν μιλάω για τη θάλασσα.
Όσον αφορά το θέμα της μειονότητας, της μουσουλμανικής μειονότητας: αυτό το λέει η Λωζάννη, δεν το λέμε εμείς. Και τη Λωζάννη, αν θυμάμαι καλά, την έχει υπογράψει και η Τουρκία. Αυτή είναι η Συνθήκη. Μπορεί να αρέσει στην Τουρκία, μπορεί να μην αρέσει στην Τουρκία, αλλά η Λωζάννη ισχύει και θα ισχύει.
Όσον αφορά την UNCLOS: η UNCLOS είναι τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Την έχει υπογράψει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι μόνο τα κράτη, αλλά και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν η Τουρκία θελήσει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγώ ελπίζω ότι θα θελήσει, θα αποδεχθεί και την UNCLOS, τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Όσον αφορά το μεταναστευτικό, ειλικρινά νομίζω ότι μετά από τα γεγονότα του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου δεν θα έπρεπε η Τουρκία να κάνει μάθημα στην Ελλάδα. Εμείς είμαστε έτοιμοι πράγματι, όπως είπες κι εσύ, να προχωρήσουμε σε μία νέα σελίδα. Αλλά η νέα σελίδα προϋποθέτει μία αντίληψη, καμιά φορά, του τί κάνει κανείς λάθος και τί κάνει σωστό. Νομίζω, λοιπόν, ότι ήταν μάλλον όχι σωστό το συγκεκριμένο ζήτημα.
Θα ήθελα λοιπόν να πω ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε μία θετική ατζέντα σιγά-σιγά με την Τουρκία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αλλαγή των πάγιων, διαρκών θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν σημαίνει εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Και θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Ελλάδα, Mevlüt, δεν είναι «τρίτοι». Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι το Συμβούλιο στο οποίο ανήκουμε και στο οποίο έχουμε προτείνει να ανήκετε κι εσείς, όταν γίνετε μέλος. Άρα δεν είναι τρίτος, είναι η οικογένειά μας. Είναι οι χώρες με τις οποίες ζούμε μαζί, είναι οι χώρες με τις οποίες συμμεριζόμαστε τις ίδιες αξίες, είναι οι χώρες με τις οποίες συμμεριζόμαστε ένα κοινό μέλλον, ένα κοινό όραμα, ένα χώρο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως λέω πάντα, είναι το πιο υπερήφανο παράδειγμα συνύπαρξης κρατών στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Η Ελλάδα είναι περήφανη για τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι περήφανη για το ευρωπαϊκό κεκτημένο και θα συνεχίσει να λειτουργεί σύμφωνα με αυτό.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι για την ευκαιρία που μου έδωσες. Θα πρότεινα δε να μην οδηγηθούμε σε έναν ατέρμονο διάλογο επί αυτών, επί των οποίων ξέρουμε ότι διαφωνούμε. Αλλιώς θα χαλάσει αυτό το οποίο επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε σήμερα, μετά την εξαιρετική συνάντηση με τον Πρόεδρο Erdoğan.»
Τριτολογία Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια
«Δεν άκουσα, αλλά θα προσπαθήσω να περιορισθώ σε ένα-δύο λεπτά, για να πω απλώς ότι πράγματι ζητάμε να βρούμε μια θετική ατζέντα. Αυτό είναι η λύση.
Αλλά η θετική ατζέντα σημαίνει αντίληψη της θέσεως του άλλου. Έθεσες Mevlüt δύο θέματα:
Αποστρατικοποίηση των νησιών. Γιατί υπάρχει στρατός στα νησιά; Υπάρχει γιατί απειλούνται από κάπου. Ο στρατός κοστίζει χρήματα. Δεν θέλουμε να χαλάμε χρήματα χωρίς λόγο. Υπάρχει κανείς να ισχυρίζεται αυτή τη στιγμή ότι δεν υπάρχει στρατιωτική απειλή και αποβατική δύναμη απέναντι από τα νησιά; Εάν δεν υπάρχει, είναι καλό να μας το πουν.
Τα 6 έως 10 μίλια στον αέρα και τη θάλασσα, αν θυμάμαι καλά, ξεκινάνε το 1930. Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε για πρώτη φορά το 1975. Μετά από 50 χρόνια, μετά από μισό αιώνα.
Συμφωνώ, πρέπει να βρούμε λύσεις και να μην καλύπτουμε τις διαφωνίες. Και να βρούμε μια κοινή θετική ατζέντα. Θέλω, όμως, ειλικρινά να πω προς τη τουρκική πλευρά ότι αυτό θα επιτευχθεί Mevlüt, εάν αντιληφθείτε και τις ευαισθησίες τις δικές μας και αν αντιληφθείτε τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε. Ελπίζω η διαφωνία μας, παρεμπιπτόντως, να μην σε οδήγησε να ματαιώσεις την πρόσκληση για δείπνο, διότι πεινάω εξαιρετικά.»