Η προγραμματική δήλωση του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ για τη μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους δήμους, με ταυτόχρονη περιστολή της χρηματοδότησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, αποκαλύπτει το πραγματικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αποτελεί εγγύηση για τη διαιώνιση της ανισότητας μεταξύ των περιοχών της χώρας, ανάλογα με την οικονομική αξία της γης τους. Δείχνει την αδιαφορία της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών τις οποίες θέλει να μετατρέψει σε πεδίο πειραματισμού για τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Υπενθυμίζουμε στον κ. Μητσοτάκη:
1. Ότι οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων στον τόπο κατοικίας του ίδιου διαφέρουν -εκ των πραγμάτων- σημαντικά από εκείνες λ.χ. των ορεινών ή παραμεθόριων ή γεωγραφικά απομονωμένων περιοχών της χώρας. Η υποκατάσταση, λοιπόν, μέρους των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων της Αυτοδιοίκησης από το φόρο ακίνητης περιουσίας που παράγεται και εισπράττεται σε κάθε τόπο και ο οποίος είναι συνάρτηση της αξίας των ακινήτων, αλλά και της πυκνότητας δόμησης, θα σήμαινε απλά τη θεσμοθέτηση της πλήρους ανισότητας και την απόλυτη αφαίμαξη των οικονομικά ασθενέστερων τοπικών κοινωνιών.
2. Ότι η κανονιστική αρμοδιότητα των Δήμων (όπου βεβαίως προβλέπεται συνταγματικά) δεν ανήκει σε «έναν Δήμαρχο», αλλά στα συλλογικά αιρετά όργανα των Δήμων, δηλαδή στα Δημοτικά Συμβούλια.
Δεν είναι πρόθεσή μας να αμφισβητήσουμε την «πνευματική ιδιοκτησία» του κ. Μητσοτάκη επί του ΕΝΦΙΑ, καθώς είναι γνωστό ότι ο ίδιος ήταν διακεκριμένο στέλεχος της κυβέρνησης Σαμαρά, που εμπνεύστηκε και επέβαλε το συγκεκριμένο φόρο. Οι θέσεις, όμως, που εξήγγειλε στη συνέντευξη τύπου αποτελούν μία ευθεία απειλή για τα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών, ενώ εγείρουν και σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητά τους.
Ευτυχώς, ο κόσμος της Αυτοδιοίκησης γνωρίζει ότι, με τον «Κλεισθένη Ι», έχουν ήδη θεσπιστεί νέα κριτήρια κατανομής των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, που διαμορφώνουν όρους δικαιοσύνης στη χρηματοδότηση των Δήμων (λαμβάνοντας λ.χ. υπ’ όψη τη νησιωτικότητα, την ορεινότητα, τις υποδομές, το τοπικό ΑΕΠ, την τοπική ανεργία κ.α.).
Η πολιτική της ΝΔ για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έτσι όπως αποκαλύφθηκε αυτές τις μέρες από τον κ. Μητσοτάκη, συμπυκνώνει την πεμπτουσία του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Συνδυάζει την οικονομική αφαίμαξη των δήμων μέσω της μείωσης της χρηματοδότησής τους από το κράτος, τη διαιώνιση της υποστελέχωσής τους με τη διατήρηση του κανόνα «1 προς 5» για τις προσλήψεις στο δημόσιο που φανατικά υποστηρίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την ιδιωτικοποίηση μέσα από την εκχώρηση κρίσιμων λειτουργιών των ΟΤΑ σε ιδιώτες.
Κατόπιν τούτων, οι διακηρύξεις του κ. Μητσοτάκη περί ισότητας ευκαιριών για όλους τους πολίτες αποδεικνύονται κενές περιεχομένου. Στη λογική της Νέας Δημοκρατίας δεν υπάρχουν πολίτες αλλά πελάτες που θα απολαμβάνουν τόσες υπηρεσίες όσες αντέχει η τσέπη τους.