Κυρίες και Κύριοι,
Αξιότιμε Γενικέ Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση σας να απευθυνθώ σήμερα στην Ετήσια Ευρωπαϊκή Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας.
Ενός Οργανισμού που έχει τον κρίσιμο ρόλο της προστασίας της υγείας του πληθυσμού σε ολόκληρο τον κόσμο, σε μια περίοδο μάλιστα μεγάλων αλλαγών σε παγκόσμιο αλλά και περιφερειακό επίπεδο.
Αποτελεί λοιπόν για μένα μεγάλη τιμή και ταυτόχρονα όμως, μεγάλη ευθύνη να εκπροσωπώ την Ελλάδα στη σημερινή σας διαδικασία.
Μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο, δύο εκ των σημαντικότερων προκλήσεων της εποχής μας: την οικονομική κρίση και την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση.
Δύο κρίσεις τις οποίες η διεθνής κοινότητα φάνηκε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει.
Δύο κρίσεις που μας οδήγησαν – ειδικά στην Ευρώπη – μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα:
Θα απαντήσουμε στις προκλήσεις της εποχής μας, μέσα από την αλληλεγγύη, το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το διεθνές δίκαιο; Ή θα αποφασίσουμε ότι η καλύτερη επιλογή είναι να προστατέψουμε μονάχα το δικό μας έθνος και να αφήσουμε τις υπόλοιπες επιλογές στα χέρια των αγορών;
Η χώρα μου επέλεξε τον πρώτο δρόμο, ο οποίος είναι, επίσης, αυτός που επιτρέπει στην Ευρώπη να έχει μέλλον.
Δεχθήκαμε σημαντικά πλήγματα στον τομέα της υγείας, λόγω της οικονομικής κρίσης και των μέτρων λιτότητας που μας επιβλήθηκαν, ενώ είχαμε, επίσης, να διαχειριστούμε και τους μεγάλους αριθμούς προσφύγων και μεταναστών, που βρέθηκαν στην Ελλάδα.
Αλλά αποφασίσαμε, ότι ο μόνος τρόπος να προστατέψουμε και να στηρίξουμε την κοινωνία ήταν να ενισχύσουμε την καθολική υγειονομική περίθαλψη και ταυτόχρονα να βάλουμε τα δυνατά μας ώστε όλες οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού – συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών – να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κάνει τεράστια βήματα με σκοπό να επουλώσει τις πληγές των πολιτών της, οι οποίες προκλήθηκαν από τα σκληρά μέτρα λιτότητας των τελευταίων οχτώ χρόνων.
Μέτρα που αναμφίβολα, επηρέασαν την κατάσταση της υγείας αλλά και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης των πολιτών της χώρας.
Την ίδια στιγμή, νιώθω ότι τοποθετούμαι εδώ και εκ μέρους όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι στηρίζουν τις ιδρυτικές αρχές της.
Των Ευρωπαίων πολιτών που πιστεύουν ότι η επένδυση στην υγεία σημαίνει προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της κοινωνικής ισότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Απέναντι σε εκείνους που επιδιώκουν να αποδυναμώσουν το κεκτημένο του κοινωνικού κράτους και θεωρούν ότι η υγειονομική περίθαλψη πρέπει να είναι ένα προνόμιο, αποκλειστικά για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Απέναντι σε αυτούς που πιστεύουν ότι η υγειονομική περίθαλψη πρέπει να είναι προνόμιο μονάχα για τους πολίτες μιας χώρας αλλά όχι για τους μετανάστες που ζουν σε αυτή.
Αλλά, όπως επισημαίνετε και εσείς εδώ, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας: «Η Υγεία δεν είναι απλά η έλλειψη ασθένειας ή σωματικής ανικανότητας, αλλά μια κατάσταση πλήρους φυσικής, ψυχολογικής και κοινωνικής ευεξίας».
Η αναβάθμιση της Υγείας και των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, συνιστά ένα θεμελιώδες ανθρώπινο και κοινωνικό δικαίωμα.
Δεν είναι μόνο ζήτημα καλής ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, αλλά ένα ζήτημα που αφορά την εφαρμογή συνεκτικών πολιτικών που βάζουν φραγμό στις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες πίσω από την πρόκληση ασθενειών και των προβλημάτων υγείας.
Αιτίες όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, η έλλειψη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης ή η ελλιπής και κακή διατροφή.
Η σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την ευπάθεια του πληθυσμού – ειδικά στις τάξεις όσων βρίσκονται στη χαμηλότερη κοινωνικό-οικονομική βαθμίδα – έχει αποδειχθεί, μέσα από το σχετικό ερευνητικό έργο.
Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε ανάγκη από μια πολιτική για την Υγεία, προτεραιότητα της οποίας θα είναι η στήριξη των αδυνάμων και των ευπαθών ομάδων, με στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ύπαρξη των ανισοτήτων βρίσκεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Διακήρυξης της Άλμα Άτα σχετικά με την «Υγειονομική Περίθαλψη για όλους».
Στην Ελλάδα, έχοντας βιώσει – με τραυματικό τρόπο – τις επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας και του κοινωνικού κράτους, έχουμε επιλέξει να προωθήσουμε την τελευταία διετία, ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα στους τομείς αυτούς.
Βασισμένο σε άξονες που περιλαμβάνουν:
Την καθολική υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού
Τις θετικές διακρίσεις υπέρ του Δημόσιου Συστήματος Υγείας
Τη βελτίωση των διοικητικών λειτουργιών του Δημόσιου Συστήματος Υγείας
Την εξάλειψη του φαινομένου της «παθητικής ιδιωτικοποίησης» του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και των πρόσθετων βαρών που επωμίζονταν οι πολίτες, πληρώνοντας από την τσέπη τους.
Τη μεταρρύθμιση που αφορά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
Την έμφαση στα δικαιώματα των ασθενών
Αυτή είναι η απάντηση μας στην κρίση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, των ανισοτήτων όσον αφορά την πρόσβαση σε αυτό και την αρνητική τάση στην περίθαλψη του πληθυσμού, ειδικά σε μια περίοδο υψηλού ρίσκου και πολλαπλών προκλήσεων για την υγεία των πολιτών.
Παρά την ασυμμετρία ανάμεσα στις πιεστικές ανάγκες και τους διαθέσιμους πόρους και παρά τους περιορισμούς στο επίπεδο των δαπανών, έχουμε καταφέρει να κάνουμε σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Αναδιανέμοντας τις κρατικές δαπάνες και συνδυάζοντας πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό και την κοινωνική ασφάλιση, έχουμε τα παρακάτω επιτεύγματα:
Πρώτον, έχουμε διασφαλίσει την καθολική, δωρεάν και ισότιμη πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στο δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Με αυτό τον τρόπο, καταφέραμε επιτέλους να βάλουμε ένα τέλος στην περίοδο «υγειονομικής φτώχειας» στη χώρα μας, ικανοποιώντας έτσι το στόχο τόσο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που περιγράφει η φράση «κανένας δεν μπορεί να εγκαταλείπεται μόνος του».
Δεύτερον, στηρίξαμε και σταθεροποιήσαμε το Δημόσιο Σύστημα Υγειονομικής Περίθαλψης. Αυξήσαμε το ποσοστό της δημόσιας δαπάνης για τη Υγεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 4,7% το 2015, σε 5,1% για το 2016 και το 2017. Στελεχώσαμε με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, πολλά νοσοκομεία τα οποία ήταν άδεια. Αναβαθμίσαμε τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δομών. Βελτιώσαμε τη διαφάνεια καθώς και την κοινωνική λογοδοσία στον τομέα της διοίκησης. Επενδύσαμε στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Προστατέψαμε την επιστημονική και επαγγελματική ακεραιότητα των νέων γιατρών και ενισχύουμε την προσπάθεια ώστε να αναστραφεί το φαινόμενο του brain drain.
Τρίτον, αντιμετωπίσαμε αποφασιστικά τα φαινόμενα διαφθοράς και κατασπατάλησης στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Τέταρτον, εξασφαλίσαμε αξιόπιστη υγειονομική φροντίδα σε χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού των παιδιών, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η προσφυγική κρίση δεν θα οδηγήσει σε προβλήματα για τη δημόσια υγεία, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να ενισχύσουμε την ήδη υπάρχουσα αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες από ελληνική κοινωνία.
Πέμπτον, προωθήσαμε μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, που εκκρεμούσαν για δεκαετίες. Η σημαντικότερη ήταν αυτή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, η οποία αυτή την περίοδο, οργανώνεται στη βάση αποκεντρωμένων δομών και ταυτόχρονα, ενίσχυσης του θεσμού του οικογενειακού γιατρού. Και θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω ότι η τεχνική βοήθεια και η συμβολή του Ευρωπαϊκού τμήματος του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας σε αυτή τη μεταρρύθμιση, ήταν εξαιρετικά πολύτιμη.
Έκτον, διευκολύναμε την πρόσβαση των ασθενών σε απαραίτητα καινοτόμα φάρμακα, αντιμετωπίζοντας ένα πρόβλημα που υπήρχε για χρόνια στην Ελλάδα σχετικά με την αξιολόγηση της φαρμακευτικής καινοτομίας και καταφέρνοντας να εξασφαλίσουμε καλύτερες τιμές για ακριβά σκευάσματα, όπου αυτό είναι αναγκαίο.
Αναμφίβολα, έχουμε να κάνουμε ακόμα πολύ σημαντικά βήματα ώστε να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος και να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα.
Χρειαζόμαστε πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις και δύσκολα μέτρα.
Αλλά την ίδια στιγμή, έχουμε ανάγκη μιας παγκόσμιας συναντίληψης στη βάση του ότι η προστασία της υγειονομική περίθαλψης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – στο πλαίσιο των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ – δεν συνιστούν προνόμιο ή πολυτέλεια.
Είναι ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που έχουμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του καιρού μας.
Γνωρίζω ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποτελεί ένα σύμμαχο σε αυτή την προσπάθεια και θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά για το έργο που κάνετε προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Γενικό Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Είχε προηγηθεί συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Γενικό Διευθυντή του ΠΟΥ, Tedros Adhanom Ghebreyesus, στην οποία υπογράμμισε τη δέσμευση της κυβέρνησης πως ο τομέας της Υγείας αποτελεί υψηλή προτεραιότητα.
Ο Πρωθυπουργός τόνισε ότι παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς καταφέραμε με σκληρή δουλειά να υλοποιήσουμε την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στο σύστημα Υγείας, ενισχύοντας παράλληλα τη δημόσια περίθαλψη, διασφαλίζοντας την αξιοπρεπή υγειονομική φροντίδα των προσφύγων και μεταναστών και προσθέτοντας κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
Ο Γενικός Διευθυντής τόνισε ότι «σας προσκαλέσαμε σήμερα, αναγνωρίζοντας τις πολύ σημαντικές προσπάθειες που κάνετε για τα θέματα της Υγείας (ειδικά στην καθολική κάλυψη του πληθυσμού και στη φροντίδα των προσφύγων/μεταναστών) παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε και αντιμετωπίζετε λόγω της οικονομικής και προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, επιβεβαιώθηκε η εξαιρετική συνεργασία της Ελλάδας με τον ΠΟΥ, η οποία θα ενισχυθεί από την ίδρυση μόνιμου γραφείου του ΠΟΥ στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ αναγνώρισε τις ελληνικές προσπάθειες, τονίζοντας ότι «κατά την επίσκεψή μου στη χώρα, με ενέπνευσε η αποφασιστικότητα της Ελλάδας για παροχή καθολικής υγειονομικής κάλυψης παρά την οικονομική κρίση, καθώς και η γενναιόδωρη υγειονομική στήριξη στους πρόσφυγες και μετανάστες κατά τη διάρκεια της μεγάλης προσφυγικής κρίσης».