Σε συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων και του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, στις 13.12.2016, ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Νίκος Κοτζιάς, δήλωσε:
«Όπως ξέρετε, ξαναήρθα στις Βρυξέλλες πριν μερικές μέρες γιατί είχαμε το διήμερο του ΝΑΤΟ, μετά είχαμε το διήμερο του ΟΑΣΕ, ενώ χθες και σήμερα είχαμε τα Συμβούλια Εξωτερικών και Γενικών Υποθέσεων. Το δεύτερο το παρακολουθεί κανονικά ο κ. Κατρούγκαλος, αλλά περιείχε θέμα δικής μου αρμοδιότητας, δηλαδή τη διεύρυνση της ΕΕ και τις διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Χθες, στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, ασχοληθήκαμε με το Κονγκό, τη Συρία, την Αφρική και το μεταναστευτικό – με τον τρόπο που το βλέπει όμως το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. Σήμερα είχαμε τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, δηλαδή τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία.
Ως προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, υπήρχε μία συζήτηση ανάμεσα στην Κροατία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την προσαρμογή του εκλογικού νόμου και γενικά του συνταγματικού πλαισίου, γιατί στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το Σύνταγμα του 1995 έχει ένα πρόβλημα, αναφέρεται σε τρεις εθνοτικές ομάδες και κατά συνέπεια, όποιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ότι ανήκει σε μια από αυτές, βρίσκεται de facto εκτός συνταγματικού καθεστώτος για ορισμένες νομικές καταστάσεις. Για το λόγο αυτό χρειάζεται μία προσαρμογή – πρόκειται για ζήτημα επί του οποίου η Κροατία έχει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα.
Για τη βόρεια γειτονική μας φίλη χώρα, όπως την αποκαλώ, δηλαδή για την πΓΔΜ, δεν υπήρξε συζήτηση. Πραγματοποιήθηκε χθες ένα πρόγευμα εργασίας που οργάνωσαν τρεις χώρες και συμμετείχαν άλλες δύο, η Μάλτα και η Φιλανδία. Από την εποχή δηλαδή που υπήρχαν 18 κράτη-φίλοι της πΓΔΜ, στη συνέχεια έπεσαν στα έντεκα και χθες είχαν πέντε Υπουργούς μόνο. Δεν έγινε κάποια σοβαρή συζήτηση. Γενικά, ήλπιζαν κάποιοι σε καθαρή νίκη του κυβερνητικού κόμματος από τη μεριά των Σλαβομακεδόνων. Αυτή δεν επήλθε. Το τελικό αποτέλεσμα είναι 51 προς 49 οι έδρες, δηλαδή είναι πολύ μικρή η διαφορά. Επιπλέον, το καινούριο αλβανικό κόμμα, το Dvizenje Besa, μπήκε ανάμεσα στα άλλα δύο. Αλλά, επί της ουσίας, δεν υπήρξε συζήτηση.
Στο σχέδιο συμπερασμάτων για την πΓΔΜ, νομίζω ότι ορθά τονίζεται ο θετικός ρόλος των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Το πόσο καλά αυτά προχωρούν το αποδεικνύει το γεγονός ότι έχουν ξεχάσει ποιος τα άρχισε. Θυμάμαι ότι τον Ιούνιο του 2015, όταν ήταν να πάω πρώτη φορά στα Σκόπια και τους μίλησα στο Συμβούλιο του Λουξεμβούργου για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, δε με πίστευαν γιατί δε θεωρούσαν ότι θα είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Είναι πάρα πολύ εντατικά, όπως ξέρετε. Φτιάχνεται τώρα ξανά η σιδηροδρομική γραμμή Μοναστήρι – Φλώρινα. Φτιάχνεται ένας αγωγός φυσικού αερίου από Θεσσαλονίκη προς Σκόπια. Υπήρχε ένας παλιός, ο οποίος μετέφερε πετρέλαιο και ο οποίος πρέπει να καθαρίσει. Έχουν φτιαχτεί στο πλαίσιο της διασυνοριακής συνεργασίας, συνεργασίες στους τομείς του τουρισμού, της ανταλλαγής πληροφοριών, της πυρόσβεσης, καθώς και της έρευνας, με συνεργασίες ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων. Υπάρχει μια αναγνώριση στα κείμενα της ΕΕ γι’ αυτό το ρόλο. Υπογραμμίζεται, επίσης, ο ρόλος της πολιτικής κρίσης στην πΓΔΜ και της ανάγκης βέβαια, όπως πάντα, να λυθεί το ονοματολογικό ζήτημα. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι θα υπάρξουν πολλές διαβουλεύσεις για να διαμορφωθεί κυβέρνηση και ίσως κάποιοι, όχι εγώ ασφαλώς – το υπογραμμίζω – να σκεφτούν να κάνουν εκλογές την άνοιξη ξανά, εάν δε επιτευχθεί πλειοψηφία. Η πλειοψηφία είναι 61 έδρες, σας θυμίζω. Το DUI, το αλβανικό κύριο κόμμα, έχει πάρει 10, ο Γκρουέφσκι 51. Πρόκειται για 61 έδρες, αλλά είναι το όριο ακριβώς των βουλευτικών εδρών με το οποίο διαμορφώνεται μία πλειοψηφία.
Πιο μεγάλο ενδιαφέρον είχαν οι δυο χώρες, Τουρκία και Αλβανία. Όσον αφορά την Αλβανία, το σχέδιο των συμπερασμάτων είχε εννέα παραγράφους (47-55). Πρέπει να σας πω ότι είμαι ικανοποιημένος, διότι έγιναν αποδεκτές όλες οι ελληνικές προτάσεις και σε σχέση με την έκθεση της Επιτροπής που δεν τις είχε έτσι συντεταγμένες. Το ένα ζήτημα με την Αλβανία είναι ότι υπάρχουν πέντε προτεραιότητες που της έχουν τεθεί. Ορισμένες χώρες ήθελαν να περιορίσουν τη συζήτηση μόνο σε αυτή που αφορά στη δικαιοσύνη. Είναι ενδιαφέρων ο νόμος που φτιάξανε για τους δικαστές. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε ότι πολλοί από τους δικαστές στην Αλβανία δεν έχουν ούτε πτυχίο σπουδών, είναι όπως είχαμε παλιά τους πρακτικούς γιατρούς στην ελληνική επαρχία. Είναι οι πρακτικοί δικαστές, χωρίς, δηλαδή, τα τυπικά προσόντα, τα οποία πρέπει να τα αποκαταστήσουν.
Αυτές οι πέντε προτεραιότητες, ανέφερε η παράγραφος 48, ότι πρέπει να έχουν υλοποιηθεί πριν ανοίξει η διαπραγμάτευση για την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ. Υπήρξαν μερικές χώρες – και η Ιταλία σήμερα το επανέλαβε – που θα ήθελαν να έχουν μία ημερομηνία ένταξης, ένα χρονικό προσανατολισμό. Επ’ αυτού, υπήρξε συμφωνία και στο COREPER και στο Συμβούλιο ότι δεν πρόκειται να το πάρουν και δεν το πήραν. Επίσης, στην παράγραφο 49, η οποία αναφέρεται στο δικαστικό σύστημα, είχε ενταχθεί η μάχη ενάντια στη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα. Κάποιοι προσπάθησαν αρχικά να υποτιμήσουν αυτό το στοιχείο, αλλά το κατά πόσο κάποιος είναι έτοιμος να ενταχθεί στην ΕΕ συνδέεται και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο έχω πει δημοσίως ότι διοχετεύει χρήματα προς πάρα πολλές κατευθύνσεις.
Στην παράγραφο 50 είχε περιληφθεί η μάχη ενάντια στη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, αλλά επιπλέον και το ζήτημα του trafficking, δηλαδή το εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, το οποίο είναι ένα ζήτημα για το οποίο και στη Βουλή με παρακάλεσαν επίμονα να θέσω, ιδιαίτερα από πλευράς του γυναικείου κινήματος. Επίσης, είχε περιληφθεί το πρόβλημα του ξεπλύματος χρήματος, το οποίο, κατά τη γνώμη μας, είναι ισχυρό.
Στην παράγραφο 51 γινόταν αναφορά σε ένα ζήτημα που από πέρυσι έχουμε θέσει. Πέρυσι, για πρώτη φορά έγινε σχετική αναφορά και φέτος αναφέρεται πιο καθαρά. Το θέμα αφορά στην υποχρέωση της Αλβανίας να αναγνωρίζει μειονοτικά δικαιώματα σε όλη την επικράτειά της. Αυτό είναι μία ουσιαστική αναίρεση της πολιτικής του Χότζα για μειονοτικές ζώνες. Ξέρετε, δηλαδή, ότι στο παρελθόν, στην Αλβανία, βγαίνοντας από τη μειονοτική ζώνη, έπαυε κανείς να έχει μειονοτικά δικαιώματα, να μιλά λ.χ. στα δικαστήρια στη γλώσσα του. Επίσης, δεν αναγνωρίζονταν περιοχές ως μειονοτικές, όπως είναι η Χειμάρρα, με τα γνωστά επεισόδια που έχουμε κατά καιρούς. Άρα, θεωρώ μεγάλη μας επιτυχία, εκτός του ότι κατορθώσαμε να περιληφθούν αντί για ένα θέμα πέντε ζητήματα, το γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε ξανά η ανάγκη αναγνώρισης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων σε όλη την επικράτεια της Αλβανίας. Επιπλέον σε αυτό, στην ίδια φράση που αφορά στις μειονότητες, αναφέρεται η υλοποίηση και η συμπερίληψη σε όλες τις δράσεις του αλβανικού κράτους των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας αυτών των μειονοτήτων. Αυτά είναι δύο ζητήματα, το ένα το έχουμε προσθέσει από πέρυσι και φέτος επιβεβαιώθηκε και επεκτάθηκε και στα θέματα της ιδιοκτησίας. Είναι ένα καινούριο θέμα που έχει θέσει η ελληνική εξωτερική πολιτική – ή μάλλον με τον καινούριο τρόπο που το θέσαμε – και ενσωματώθηκε στα κείμενα της ΕΕ.
Επίσης, η παράγραφος 52 περιελάμβανε τον αποκλεισμό από δημόσια αξιώματα ανθρώπων που βρίσκονται υπό κατηγορία για εγκληματική δράση. Οι παράγραφοι 53-54 αφορούν στη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος επί της οποίας συμφωνούν εξαρχής όλοι, καθώς και στο καλύτερο κλίμα για επενδύσεις. Το σημείο αυτό μας ενδιαφέρει γιατί υπάρχουν ελληνικές επενδύσεις στην Αλβανία που δε γίνονται πάντα σεβαστές.
Τέλος, στην παράγραφο 55, περιελήφθη κάτι που προωθούμε πολύ συστηματικά, η σημασία της καλής γειτνίασης με ό,τι συνακόλουθο έχει για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει δηλαδή ζήτημα που θελήσαμε και να μην εντάχθηκε στο σχέδιο των συμπερασμάτων. Έχουμε καινούρια ζητήματα που ετέθησαν για πρώτη φορά στα συμπεράσματα του Συμβουλίου και νομίζουμε ότι θα βοηθήσουν να προστατεύσουμε τα δικαιώματα της ελληνικής γηγενούς εθνικής μειονότητας, όπως και τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα.
Θα ήθελα να πω, όμως, ότι αυτά τα ανοιχτά ζητήματα με την Αλβανία, εντάσσονται σε ένα πλαίσιο καλής διάθεσης της χώρας μας απέναντι στη χώρα αυτή. Θέλουμε η Αλβανία να ενταχθεί στην Ευρώπη. Εκτιμούμε ότι έχουν γίνει βήματα ανασυγκρότησης της Αλβανίας. Αλλά δε δεχόμαστε δύο πράγματα: Πρώτον, να διαμορφώνονται πελατειακές σχέσεις από τρίτα ευρωπαϊκά κράτη προς υποψήφιες χώρες και να αξιολογούνται αυτές οι χώρες στη βάση πελατειακών σχέσεων και συμφερόντων. Δεύτερον, συμπληρωματικά ως προς το πρώτο, να γίνεται μια διαδικασία à la carte, δηλαδή, αντί να ισχύουν όλες οι αρχές που ίσχυαν μέχρι τώρα για ένταξη στην ΕΕ, ξαφνικά να μην ισχύουν για τη μια ή για την άλλη χώρα.
Εμείς θέλουμε την Αλβανία στην ΕΕ και πιστεύουμε ότι θα είναι μεγάλο κέρδος για λόγους γεωγραφικούς και οικονομικούς, αλλά για λόγους καλής γειτνίασης. Είναι συνεπώς προς το συμφέρον της χώρας, καθώς και για τη σταθερότητα των Δυτικών Βαλκανίων, η ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ. Αλλά η ένταξη πρέπει να γίνει με ευρωπαϊκό τρόπο, με ευρωπαϊκή αξιολόγηση, στη βάση ευρωπαϊκών αξιών και αρχών και όχι στη βάση κάποιας άλλης σκοπιμότητας. Και εμείς έχουμε πει στην Αλβανία ότι είμαστε διατεθειμένοι και ανοιχτοί σε ο,τιδήποτε χρειαστούν την ειδικότητά μας, την εμπειρογνωμοσύνη μας, να τους τη διαθέσουμε. Γιατί, όπως γνωρίζετε, με την Αλβανία είμαστε επίσης ανοιχτοί σε μια σειρά από θέματα διαπραγμάτευσης, την οποία τους έχουμε πει να συνεχίσουμε.
Το κύριο θέμα συζήτησης σήμερα ήταν η Τουρκία. Αντιλαμβάνεστε ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή δεν έχει, εξαιτίας της πολιτικής της, ούτε τις μεγαλύτερες συμπάθειες, ούτε τη μεγαλύτερη ακτινοβολία σε πολλά κράτη μέλη της Ευρώπης. Εμείς ταχθήκαμε εξαρχής ενάντια στο πραξικόπημα. Έχω υπογραμμίσει πάντα στα Συμβούλια της ΕΕ ότι έχει μεγάλη σημασία να είσαι ενάντια στα πραξικοπήματα, να υπερασπίζεσαι τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Γι’ αυτό έχει σημασία όταν είσαι ενάντια στα πραξικοπήματα, από ποια οπτική γωνία τα αντιπαλεύεις – από μια οπτική που σου δίνει δικαιώματα αυταρχισμού και προσωπικής εξουσίας ή από μια σκοπιά υπεράσπισης της δημοκρατίας και των θεσμών ή προσπάθειας περαιτέρω εκδημοκρατισμού αυτών. Ό,τι είπα για την Αλβανία ισχύει στο πολλαπλό για την Τουρκία, ότι δηλαδή θέλουμε τον εξευρωπαϊσμό και τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη χώρα. Εμείς έχουμε στρατηγική αντίληψη ότι είναι καλό για την περιοχή και τη σταθερότητά της, η Τουρκία να γίνει ευρωπαϊκή χώρα. Όμως, όπως υπογραμμίζουμε πάντα και το υπογραμμίσαμε και σήμερα, αυτό εξαρτάται πριν από όλα από την ίδια. Η προσωπική μου θέση και της κυβέρνησης είναι ότι δεν είμαστε εμείς που θα αποκλείσουμε την Τουρκία από την ΕΕ, αλλά θα είναι η ίδια που θα αποφασίσει αν θέλει να εξευρωπαϊστεί ή αν θέλει να αφήσει τον εαυτό της εκτός ΕΕ.
Το δεύτερο ζήτημα που υπογραμμίσαμε σήμερα ήταν ότι η όποια απόφαση παίρνουμε πρέπει να γίνεται κατανοητή και από την τουρκική κοινή γνώμη και από τις τουρκικές ελίτ, καθώς και να διαβάζεται με σωστό τρόπο. Η Τουρκία, μετά από τις βομβιστικές επιθέσεις και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που δέχτηκε τις τελευταίες ημέρες, θα διάβαζε μια πολιτική αποκλεισμού της από την ευρωπαϊκή διαδικασία ως εκδικητική από πλευράς ΕΕ, ενώ το θέμα του αποκλεισμού ή όχι εξαρτάται από το κατά πόσο η ίδια είναι διατεθειμένη να εξευρωπαϊστεί και να εκδημοκρατιστεί. Από αυτή τη σκοπιά, εμείς είμαστε υπέρ της διατήρησης όλων των διαύλων συνεννόησης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ίδιο κάνουμε σε εθνικό επίπεδο με την Τουρκία και δε συμφωνούμε με προτάσεις περί «παγώματος» των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας.
Καθώς πολλοί αναφέρουν ότι θα πρέπει να υπάρχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία επειδή λύνεται το Κυπριακό, επί τη ευκαιρία, είπα ότι θα πρέπει η Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα ζητήματα που βλέπει η Ευρώπη, να μην εμφανίζεται νευρική. Διακρίνεται από μια νευρικότητα και θα πρέπει να μη συμπεριφέρεται ως αναθεωρητική δύναμη, δηλαδή να θέτει ζητήματα όπως η Συνθήκη της Λωζάννης ή τα περί νήσων που, όπως αναφέρει η τουρκική αντιπολίτευση, είναι τάχα κατειλημμένα από την Ελλάδα. Εξηγώ πάντα στους Ευρωπαίους ότι μιλάμε ακόμα και για νησιά κατοικημένα και για νησιά όπως η Γαύδος, το πιο νότιο και απομακρυσμένο σημείο της χώρας.
Η συζήτηση στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΕΕ ήταν γενικά καλή, καθώς δέχονταν οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων Υπουργών ότι πρέπει να κρατήσουμε ανοιχτούς τους διαύλους και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα κατέγραψαν πάρα πολλοί συνάδελφοι τα μεγάλα προβλήματα στην ελευθερία του Τύπου, στην αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης, στις συλλήψεις κλπ».