Στην τακτική φθινοπωρινή Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορεί να μην πήραμε πολύ σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την άμεση προοπτική, το άμεσο μέλλον, όμως συζητήσαμε πάρα πολύ ουσιαστικά θέματα, στρατηγικά ζητήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Είχαμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε το κρίσιμο θέμα που αφορά το μέλλον της Ευρώπης και τις διαδικασίες μετασχηματισμού, καθώς και την πορεία της συζήτησης, τον οδικό χάρτη που θα μας οδηγήσει σε αυτές τις προτεινόμενες αλλαγές. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε το Brexit και την πορεία των διαπραγματεύσεων, το μεταναστευτικό ζήτημα, πολύ σημαντικό βεβαίως, το οποίο μας απασχόλησε τα προηγούμενα χρόνια και θα μας απασχολήσει και στο μέλλον, καθώς είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της επόμενης μέρας. Και βεβαίως κουβεντιάσαμε χθες βράδυ αναλυτικά τη σχέση της ΕΕ με την Τουρκία.
Σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, είχα την ευκαιρία, από κοινού με τον Ιταλό ομόλογό μου και τον Ισπανό να καταθέσουμε τον προβληματισμό μας τόσο για τις τρέχουσες ροές όσο και για τους μελλοντικούς κινδύνους, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει κυρίως να κάνει με τις μεγάλες ανισότητες ανάμεσα στην Ευρώπη και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Εξέφρασα την ανησυχία μου για το γεγονός ότι, παρά τη σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική – δύσκολη όμως – συμφωνία με την Τουρκία, οι ροές υφίστανται ακόμα, σε πολύ μικρότερο βαθμό βεβαίως, αλλά υφίστανται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διατηρούμε την εγρήγορσή μας και να βρούμε έναν τρόπο πιο άμεσης και πιο αποτελεσματικής διαχείρισης των ροών, σε μία κατεύθυνση βέβαια που δε θα διαρρηγνύει το πλαίσιο των αξιών μας. Σε αυτήν την κατεύθυνση συζητήσαμε τόσο τη δυνατότητα μελλοντικής ενίσχυσης των χωρών προέλευσης των προσφύγων και των μεταναστών, τις διπλωματικές πρωτοβουλίες για να τερματιστεί η κρίση στις χώρες αυτές, να τερματιστούν οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, όσο, όμως, και την άμεση διαχείριση, όπου είχα την ευκαιρία να καταθέσω κάποιες προτάσεις για την πιο αποτελεσματική διαχείριση των προσφυγικών ροών.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποφασίσαμε να έχουμε μία στάση ψύχραιμη, αλλά και αυστηρή ταυτόχρονα, απέναντι στην Τουρκία. Αυστηρή, διότι είναι φανερό πως υπάρχουν αποκλίσεις από τα προαπαιτούμενα, προκειμένου να προχωρήσει η σύγκλιση. Υπάρχουν παραβιάσεις στο Αιγαίο πολύ σημαντικές καθημερινά, τις οποίες επεσήμανα, αδυναμία επίλυσης του Κυπριακού, αλλά και απομάκρυνση από το πνεύμα της Κοπεγχάγης. Συνεπώς, το μήνυμά μας προς τη Γείτονα είναι ένα μήνυμα αυστηρό. Ταυτόχρονα, όμως, και ψύχραιμο, υπό την έννοια ότι συνεχίζουμε να πιστεύουμε τη μεγάλη σημασία της διατήρησης της ενταξιακής προοπτικής και της ενταξιακής πορείας. Ταυτόχρονα, δίνουμε ιδιαίτερο βάρος και ιδιαίτερη σημασία στη συνεργασία μας με την Τουρκία για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, ενός παγκόσμιου προβλήματος, στο οποίο η Τουρκία έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο.
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για το Brexit, πρέπει να σας πω με πάσα ειλικρίνεια ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, όμως η απόσταση είναι ακόμα μεγάλη. Η διάθεσή μας απέναντι στον βρετανικό λαό δεν είναι τιμωρητική διάθεση. Είναι ιστορικές οι ρίζες και οι σχέσεις των λαών της Ευρώπης με τον βρετανικό λαό. Μας αφορά και μας ενδιαφέρει η επόμενη μέρα, η δυνατότητα οι Ευρωπαίοι πολίτες να μη χάσουν το πλαίσιο των δικαιωμάτων που έχουν σήμερα όσοι από αυτούς ζουν ή σπουδάζουν στη Βρετανία. Μας ενδιαφέρει η πολύ στενή σχέση με τη Βρετανία. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές που θα πρέπει να γεφυρωθούν το ταχύτερο δυνατό, για να μη βρεθούμε στην επόμενη τακτική Σύνοδο του Δεκέμβρη μπροστά σε μια πολύ δύσκολη συζήτηση.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το μέλλον της Ευρώπης, αποφασίσαμε τον οδικό χάρτη. Η είδηση είναι ότι συμφωνήσαμε, παρά το ότι υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ουσία, ότι μέχρι τον Ιούνη πρέπει να πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις. Εγώ ζήτησα αυτή η συζήτηση να μη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. Να είναι διαφανής, οι προτάσεις να κατατίθενται ανοιχτά και η συζήτηση να διεξαχθεί και με την παρουσία του λαϊκού παράγοντα, υπό την έννοια ότι πρέπει στις χώρες μας, αλλά και ανοικτά μέσω των νέων τεχνολογιών του διαδικτύου, αυτόν τον διάλογο να τον διεξάγουμε με τρόπο ανοικτό, δημόσιο, διαφανή και διαδραστικό. Οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να συμμετάσχουν στη συζήτηση που αφορά το μέλλον τους και την επόμενη μέρα της τελικής συγκρότησης και λειτουργίας της ΕΕ. Πιστεύω ότι από το Γκέτεμποργκ και μετά, που έχουμε ορίσει τις θεματικές συζητήσεις, και κυρίως μετά και τη συγκρότηση της γερμανικής κυβέρνησης – φαντάζομαι στις αρχές του νέου έτους – αυτή η συζήτηση θα πάρει τη συγκεκριμένη μορφή και την αποκρυστάλλωση σε ό,τι αφορά επιμέρους τομές και αλλαγές. Βρισκόμαστε σε μία ίσως πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της ΕΕ διαδικασία, διότι δεν αρκούμαστε και δεν κλείνουμε – αν θέλετε – τη διαδικασία μονάχα στην απαραίτητη σύνθεση των διαφορετικών απόψεων, αλλά θέλουμε και την καταγραφή των διαφορετικών εκδοχών, δεδομένου ότι παραμένει ανοικτή η πιθανότητα να δημιουργηθούν συνθέσεις για κάποιους που επιθυμούν πιο γενναία βήματα προς τα εμπρός, χωρίς να αποκλείουν κανέναν άλλο. Να δοθεί δηλαδή η δυνατότητα να προχωρήσουν όσοι το επιθυμούν και να μην εμποδιστούν από όποιους μπορεί να είναι πιο επιφυλακτικοί ή πιο συντηρητικοί. Η φιλοδοξία μας είναι να προχωρήσουμε σε μια πολύ ουσιαστική συζήτηση, διότι, θα χρησιμοποιήσω κάτι τετριμμένο – έχει ακουστεί πολλές φορές, αλλά νομίζω ταιριάζει στην παρούσα συγκυρία – όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι αν δεν αλλάξουμε, θα βουλιάξουμε. Πιστεύω λοιπόν ότι όλοι έχουμε αποφασίσει ότι πρέπει να αλλάξουμε, θα δούμε, όμως, πώς και προς τα πού. Η Ελλάδα θα παίξει καθοριστικό ρόλο, με πολύ συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις, σε αυτήν τη συζήτηση.