Στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Economist στην Φρανκφούρτη μίλησαν σήμερα εκ μέρους της κυβέρνησης ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Αλέξης Χαρίτσης. Το συνέδριο είχε ως θέμα «Ματιά στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον της Ευρώπης-Ελλάδα: Επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές;»
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στην ομιλία του ζήτησε να υπάρξει σαφήνεια από τους θεσμούς και τα κράτη-μέλη στο θέμα του χρέους στο επόμενο Eurogroup και επισήμανε ότι η Ελλάδα τήρησε «τις δεσμεύσεις της σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις».
«Ύστερα από τέτοια προσπάθεια, αυτό που ζητά η ελληνική κυβέρνηση είναι σαφήνεια στο θέμα του χρέους. Και αυτό δεν βρέθηκε στο τραπέζι του Eurogroup στις 22 Μαΐου. Η σαφήνεια είναι σημαντική, για τον ελληνικό λαό, καθώς ύστερα από πολλά χρόνια υπάρχει η προοπτική για μια νέα αρχή. Είναι επίσης πολύ σημαντική για τους επενδυτές. Οι επενδυτές χρειάζεται να γνωρίζουν με ποιο τρόπο η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Άρα είναι απολύτως κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη να έχουμε σαφήνεια. Αυτό είναι που ζητάμε από τη συνεδρίαση του τον Ιούνιο».
Ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ακόμα μεταξύ άλλων:
«Νομίζω ότι εάν δεν έχουμε μια ηθική διάσταση στην πολιτική μας και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τότε έχουμε μεγάλο πρόβλημα ως Ευρωπαίοι. Και ηθική σημαίνει ότι όταν μια χώρα έχει κάνει αυτό που της αναλογεί, όταν της έχει ζητηθεί να εφαρμόσει μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων, όταν έχει υλοποιήσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε το βάρος πράγματι πέφτει στους άλλους θεσμούς να βρουν μια λύση. Δεν μπορεί να είναι ηθικά σωστό και δεν μπορεί να είναι ηθικό μήνυμα προς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ότι η Ελλάδα υλοποίησε όλες τις μεταρρυθμίσεις και τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη μαζί με το ΔΝΤ δεν μπορούν να δώσουν σαφήνεια. Μπορούμε όλοι να διαφωνούμε για την έκταση της ελάφρυνσης χρέους που χρειάζεται αλλά η σαφήνεια και η επίτευξη συναίνεσης θα πρέπει επίσης να είναι μέρος της απάντησης».
«Το ΔΝΤ υποσχέθηκε να ενταχθεί στο πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2015. Έχουν περάσει πλέον 2 χρόνια από τότε. Και έχουμε μόνο 14 μήνες μέχρι τη λήξη του προγράμματος. Μου φαίνεται ότι είναι ώρα το ΔΝΤ να αποφασίσει τι θέλει να κάνει και τι νομίζει ότι πρέπει να γίνει».
«Η Γερμανία και η Ολλανδία επέμεναν στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό θα διασφάλιζε ένα αυστηρότερο πρόγραμμα είτε επειδή πίστευαν ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν είχαν την τεχνογνωσία. Εάν ισχύει αυτό, τότε δεν μπορεί το ΔΝΤ να είναι καλό για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και για συμβουλές σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά να μην έχει άποψη για την ελάφρυνση χρέους που χρειάζεται. Εάν η Ολλανδία και η Γερμανία πιστεύουν ότι το ΔΝΤ είναι ένας υπέροχος θεσμός που γνωρίζει περισσότερα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για πολλά θέματα, τότε σίγουρα μπορούν να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό με το ΔΝΤ για την τεχνογνωσία σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους».
Επίσης ο υπουργός Οικονομικών απευθυνόμενος στον κ. Μπενουά Κερέ ( μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ) που είχε υποστηρίξει ότι πρέπει να οριστούν κάποια κριτήρια για την είσοδό της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση – ζήτησε την άποψη της ΕΚΤ για το εάν συμμερίζεται τις απαισιόδοξες θέσεις του ΔΝΤ ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 1%, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει ένα μεγάλο πρόγραμμα ισχυρών μεταρρυθμίσεων και έχει συμφωνήσει και σε νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων πέραν της λήξης του προγράμματος. «Ποια είναι η άπoψη της ΕΚΤ; Πιστεύει ότι το πακέτο μεταρρυθμίσεων που συζητήθηκε στο EG δύο εβδομάδες πριν ήταν αρκετό για την βιωσιμότητα του χρέους, ή όχι;» είπε ο κ. Τσακαλώτος και συμπλήρωσε ότι είναι σημαντικό να διαθέτουμε ευρωπαϊκούς θεσμούς, με ευρωπαϊκή λογική, ανεξάρτητους και με άποψη την οποία υπερασπίζονται.
Τέλος, κριτική άσκησε στο οικονομικό μοντέλο της Ε.Ε το οποίο επί σειρά ετών απέκλειε σημαντικό τμήμα της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Η έξοδος από την κρίση, κατέληξε, θα συμβεί μόνον εάν ο κόσμος της εργασίας συμμετέχει στην ανάπτυξη.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης στην ομιλία του σημείωσε:
«Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια βελτίωσης παρά την αβεβαιότητα που συντηρεί η καθυστέρηση της διευθέτησης του χρέους. Μία καθυστέρηση για την οποία δεν ευθύνεται η ελληνική κυβέρνηση, όπως τόνισαν και οι περισσότεροι συμμετέχοντες στο συνέδριο. Τα στοιχεία των τελευταίων μηνών, όπως η μεγάλη αύξηση στη βιομηχανική παραγωγή, στις εξαγωγές και στο λιανεμπόριο, μαρτυρούν τη συσσωρευμένη αναπτυξιακή δυναμική, ενώ η θεαματική αύξηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων το 2016 έναντι της προηγούμενης χρονιάς, αποδεικνύει τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.» Η εικόνα αυτή δεν είναι τυχαία, τόνισε ο κ. Χαρίτσης αλλά αποτέλεσμα του συνολικότερου αναπτυξιακού σχεδιασμού που υλοποιεί το Υπουργείο Οικονομίας:
«Κινηθήκαμε από την πρώτη στιγμή με δύο στόχους. Να διοχετεύσουμε επαρκή ρευστότητα στην οικονομία ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση αποεπένδυσης των προηγούμενων ετών. Να ωθήσουμε την οικονομία σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, με κυριότερο το ιδιαίτερα μορφωμένο και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και που κατευθύνει την παραγωγή σε ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τους στόχους αυτούς υπηρετούμε συντονισμένα με όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία – τα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ, τα καινοτόμα χρηματοοικονομικά εργαλεία που αναπτύξαμε, τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο – αλλά και με μεγάλες θεσμικές πρωτοβουλίες που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.»
Κλείνοντας ο κ. Χαρίτσης εξέφρασε την πεποίθηση του πως: «Η ελληνική οικονομία είναι στα πρόθυρα μίας δυναμικής επανεκκίνησης με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Για να διασφαλιστεί ωστόσο αυτή η δυναμική πρέπει όλες οι πλευρές να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και να στηρίξουν έμπρακτα τις προσπάθειες της χώρας.»