Στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, σε συνέχεια των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της άτυπης Συνόδου των 27, που πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες στις 9 και 10 Μαρτίου, ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ανέφερε:
«Μπορώ να πω ότι σε αυτό το διήμερο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καλύψαμε σχεδόν το σύνολο των θεμάτων που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση: Το προσφυγικό, το μεταναστευτικό, την αναβάθμιση του ρόλου της ΕΕ στην ασφάλεια, τα κρίσιμα θέματα που αφορούν την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, την πορεία και τη σταθερότητα των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά βέβαια, και τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης ενόψει της Διακήρυξης της Ρώμης στη Σύνοδο της Ρώμης για τα 60 χρόνια από την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Επιτρέψτε μου να σας πω επιγραμματικά κάποιες σκέψεις και κάποιες πληροφορίες για τις συζητήσεις που διεξήχθησαν αυτές τις δύο ημέρες σε αυτούς τους επιμέρους τομείς. Θα ξεκινήσω από την οικονομία. Υπήρξε μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων, με τη συμμετοχή και του Μάριο Ντράγκι, για την πορεία και τις επιδόσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και τις επιδόσεις του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά. Από την πλευρά μας, επιμείναμε στο σχέδιο των συμπερασμάτων – εντός εισαγωγικών η λέξη συμπερασμάτων διότι για πρώτη φορά υπήρξε η στάση μιας χώρας που ακύρωσε τη δυνατότητα να εγκριθούν συμπεράσματα, όχι γιατί διαφωνούσε με αυτά, αλλά γιατί διαφώνησε με το πρόσωπο που επελέγη από την πλειοψηφία για την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να το λέω σχέδιο συμπερασμάτων, έστω και σε εισαγωγικά, γιατί ήταν η συμφωνία όλων των κρατών μελών. Στο σχέδιο λοιπόν αυτό, πετύχαμε να συμπεριληφθεί ειδική αναφορά για τις ειδικές προσπάθειες, τις ειδικές πρόσθετες και παράλληλες δράσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας στα κράτη μέλη όπου η ανεργία παραμένει δυσανάλογα υψηλή.
Όπως επεσήμανα χθες, μπορεί να δίνεται η αίσθηση ότι στο σύνολο της ΕΕ των 28 έχουμε επανέλθει στα επίπεδα της ανεργίας που ήμασταν πριν την κρίση, όμως αυτό δεν έχει καμία συμμετρικότητα. Διότι αν δει κανείς τα μεγέθη στον ευρωπαϊκό Νότο, στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και στο Βορρά θα διαπιστώσει ότι, ενώ πριν από την κρίση η Ελλάδα και η Γερμανία για παράδειγμα, είχαν ανεργία 8,5%, μετά την κρίση η Ελλάδα ανέβηκε στο 27%, ενώ η Γερμανία έπεσε στο 4,5%. Αυτές λοιπόν οι δομικές ανισότητες, οι δομικές ανισορροπίες, είναι που μας αναγκάζουν να δούμε και συγκεκριμένες πολιτικές προκειμένου να βγούμε από αυτές τις μεγάλες ανισότητες. Πετύχαμε λοιπόν να υπάρξει αναφορά. Πρόκειται, θα έλεγα, για μια έμμεση αλλά σαφή παραδοχή ότι η πολιτική της λιτότητας και η επιλογή των δυσβάσταχτων κοινωνικών επιπτώσεων στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, πρέπει να αντιμετωπιστούν – και πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα στις χώρες εκείνες όπου έχουν δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ζημιά.
Επισημάναμε επίσης, ότι τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο εφαρμογής του προγράμματος, έχει ανάγκη όχι από περισσότερη λιτότητα, αλλά από μεγαλύτερη ενίσχυση των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων. Η στροφή προς την ανάπτυξη πρέπει να περιλαμβάνει πρώτον, την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και δεύτερον, την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα βέβαια, δική μας υποχρέωση είναι η επεξεργασία ενός σχεδίου για την ανάπτυξη, για την αναπτυξιακή μας στρατηγική, με προτεραιότητες την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας, την αναχαίτιση της ανεργίας, την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ένα σχέδιο σαν αυτό, το οποίο ενέκρινε την προηγούμενη εβδομάδα το Υπουργικό Συμβούλιο και βρίσκεται στο στάδιο μιας ευρύτατης κοινωνικής διαβούλευσης. Με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να επισημάνω για μια ακόμα φορά, ότι η αναπτυξιακή προοπτική είναι η μοναδική επιλογή που έχουμε και για τη βιωσιμότητα του προγράμματος, και για τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά βεβαίως και για το μεγάλο μας στόχο που είναι η οριστική έξοδος από την κρίση.
Στη συζήτηση για τη μετανάστευση, θέσαμε επί τάπητος τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών σε ό,τι αφορά την περιοχή της Μεσογείου. Είχα την ευκαιρία να τονίσω ότι πρέπει να παραμένουμε σε εγρήγορση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των δικτύων διακινητών. Η συζήτηση ήταν επικεντρωμένη στην κεντρική Μεσόγειο, εντούτοις πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε πολλούς διαφορετικούς δρόμους διακίνησης – υπάρχει ένας κορμός που διακλαδώνεται σε διάφορα κλαδιά. Ένα από αυτά είναι εκείνο που έρχεται από την κεντρική Αφρική και πηγαίνει προς την Ιταλία. Ένα άλλο είναι το κλαδί της διακίνησης που έρχεται προς το Αιγαίο. Αλλά ο κορμός του συστήματος των διακινητών, κατά την εκτίμησή μας είναι ενιαίος και θα πρέπει να δούμε συνολικά και τη συνέχιση της εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, αλλά βεβαίως και τις απαραίτητες δράσεις στην κεντρική Μεσόγειο, τη συνεργασία με τη Λιβύη και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που πρέπει να δείξει η ΕΕ για την αποκατάσταση της σταθερότητας στη μεσογειακή αυτή χώρα.
Παρουσίασα τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλουν οι ελληνικές αρχές για να μπορέσουν να διαχειριστούν το τεράστιο αυτό βάρος των αιτημάτων ασύλου με αποτελεσματικότητα από τη μια, αλλά και στα πλαίσια του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου από την άλλη. Και βέβαια, μίλησα για το μεγάλο βάρος που σηκώνουν τα νησιά μας, ζήτησα να υπάρξει επιτάχυνση σε ό,τι αφορά τη στελέχωση των υπηρεσιών EASO στα νησιά και τη διαδικασία της μετεγκατάστασης που παρότι έχει ξεκολλήσει, είμαστε πολύ μακριά ακόμα από τους αρχικούς στόχους – ήταν για περίπου 60.000 και έχουν γίνει γύρω στις 12.000 [μετεγκαταστάσεις]. Επεσήμανα παράλληλα την ανάγκη να υπάρξει μια δίκαιη αναθεώρηση του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, όπου τα βάρη να μη φορτώνονται στις χώρες πρώτης υποδοχής.
Στη συζήτηση για την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τα Δυτικά Βαλκάνια, μιλήσαμε για την ανάγκη ενίσχυσης των δυνατοτήτων της ΕΕ στους τομείς ασφάλειας και άμυνας, δεδομένης της αυξανόμενης αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή. Η Ελλάδα στηρίζει αυτή την προοπτική στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναβάθμισης του διεθνούς και περιφερειακού ρόλου της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τα Δυτικά Βαλκάνια, επεσήμανα τη μεγάλη ανησυχία μας για τις εξελίξεις στην περιοχή, σε μια περιοχή με πολύ βαριά ιστορία, όπως γνωρίζετε. Η ανησυχία μου αυτή εντοπίζεται στην άνοδο του εθνικισμού, στις διεθνοτικές εντάσεις, στις πολιτικές κρίσεις, στην πολιτική αποσταθεροποίηση, αλλά και στην ενίσχυση του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς όμως και στην επιρροή τρίτων χωρών. Τόνισα ότι η επιβεβαίωση της πολιτικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Βαλκάνια είναι σήμερα απαραίτητη περισσότερο από ποτέ. Πρέπει να δώσουμε το σήμα, το μήνυμα, στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των χωρών αυτών και βεβαίως στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, στην ανάδειξη μιας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας, στην εδραίωση του κράτους δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ και να ενημερώσω τους ομολόγους μου και για την κλιμάκωση της προκλητικής ρητορικής, αλλά και της στρατιωτικής δραστηριότητας στο Αιγαίο, από την πλευρά της Τουρκίας. Τόνισα την ποσοτική και ποιοτική κλιμάκωση ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες, επαναλαμβάνω, όχι μόνο της ρητορικής, αλλά και της στρατιωτικής δραστηριότητας. Υπογράμμισα ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί και θα αποτελεί πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας και για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και για τα Βαλκάνια. Διατηρεί και θα συνεχίσει να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους για διάλογο και συνεργασία με όλες τις γειτονικές χώρες. Την ίδια στιγμή, όμως, θα παραμένει ακλόνητη και σταθερή στην υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου, αλλά και στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Τόνισα ότι το μήνυμα όλων προς την Τουρκία, ένα σημαντικό εταίρο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που άλλωστε βρίσκεται σε ενταξιακή διαδικασία, πρέπει να είναι αυτό: Ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο και βεβαίως ο σεβασμός των σχέσεων καλής γειτονίας.
Τέλος, θα ήθελα να σας πω δυο λόγια ως προς την ίσως πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, εν όψει της Συνόδου στη Ρώμη και της Διακήρυξης της Ρώμης, και μετά τη δημοσίευση και της Λευκής Βίβλου, δηλαδή των επιλογών που έχουμε μπροστά μας για το μέλλον της Ευρώπης. Θεωρώ αυτή τη συζήτηση και ενδιαφέρουσα και απαραίτητη. [θεωρώ] απαραίτητο να γίνει χωρίς στερεότυπα, να ανοίξουν όλοι τα χαρτιά τους. Το χειρότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να κάνουμε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, αλλά και μεγάλους κινδύνους, που προέρχονται από την αδυναμία της να διατηρήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες της και ταυτόχρονα την αδυναμία της να είναι αποτελεσματική στη διαχείριση των κρίσεων που αντιμετωπίζει.
Τόνισα, όμως, την ανάγκη να μη μιλάμε για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, αλλά για την Ευρώπη των πολλών επιλογών. Δεν μπορεί να είναι όραμά μας μια πολύ συντηρητική αντίληψη περί της Ευρώπης των ισχυρών, του σκληρού πυρήνα, και κάποιων άλλων οι οποίοι θα ακολουθούν. Βεβαίως ούτε μπορούμε να συνεχίσουμε, όσοι επιθυμούμε να προχωρήσουμε στην εμβάθυνση της συνεργασίας μας – πολιτική και κοινωνική εμβάθυνση της συνεργασίας μας -, να μένουμε στάσιμοι, επειδή κάποιοι επιλέγουν την à la carte Ευρώπη, δηλαδή τη συμμετοχή στα καλά, αλλά εκεί όπου υπάρχει η υποχρέωση να δώσεις να μη θέλεις να δώσεις, όπως για παράδειγμα στο προσφυγικό, όπου κάποιες χώρες αρνούνται την αλληλεγγύη.
Έθεσα λοιπόν ως προτεραιότητα τη συζήτηση για την εξέλιξη της Ευρώπης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της κοινωνικής σύγκλισης και της κοινωνικής συνοχής. Μίλησα για την ανάγκη να ανοίξουμε όλοι τα χαρτιά μας, αλλά και να ξεκαθαρίσουμε προς τις χώρες εκείνες που αισθάνονται την απειλή ότι θα βρεθούν σε μια δεύτερη ή τρίτη ταχύτητα, ότι δε μιλάμε για αποκλεισμούς, ότι δε μιλάμε, αν θέλετε, για διαιρέσεις ή για εξαιρέσεις χωρών από τις σήμερα υφιστάμενες θεσμικές δομές ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή την ευρωζώνη ή το Schengen, αλλά ότι αντιθέτως μιλάμε για τη δυνατότητα όσοι το επιθυμούν να προχωρήσουν σε ακόμα βαθύτερη ενοποίηση της συνεργασίας και της κοινής τους δράσης.
Είπα ότι αυτό, για να προχωρήσει σωστά, έχει δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι όλη αυτή η συζήτηση να διεξαχθεί και οι αποφάσεις να παρθούν εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών συνθηκών και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Δεν μπορούμε να παρακάμπτουμε τις ευρωπαϊκές συνθήκες ή ακόμα χειρότερα να τις υπερβαίνουμε ερήμην των λαών, ερήμην των πολιτών. Υπάρχει λοιπόν το πλαίσιο για να γίνουν όλα αυτά. Δεύτερον, η προϋπόθεση, την είπα ήδη νομίζω, αυτές οι ενισχυμένες συνεργασίες να είναι ανοικτές, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις. Σας έδωσα, νομίζω, ένα ευρύτατο πλαίσιο για το τι συζητήθηκε και είμαι ανοικτός στις ερωτήσεις σας».
Ερώτηση: «Κύριε Πρόεδρε, ήθελα να ρωτήσω αν όντως ζητήσατε από την κυρία Lagarde να δεσμευτεί το Ταμείο δίπλα στην Ελλάδα, όπως δήλωσε η ίδια στη Le Parisien, συμπληρώνοντας βέβαια πως για να γίνει αυτό, εκτός από τις μεταρρυθμίσεις, πρέπει να είναι βιώσιμο το χρέος της χώρας».
Α. Τσίπρας: «Με τη Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι γνωστό ότι έχω κατά καιρούς επικοινωνία, διαρκή επικοινωνία, όχι πάντα εύκολη – οι διαφωνίες είναι δεδομένες -, αλλά ειλικρινή και έντιμη επικοινωνία. Είναι αλήθεια ότι ζήτησα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να ξεκαθαρίσει τη στάση του, να μη σπαταλάει το χρόνο, να κρατήσει μία σταθερή θέση και να δεσμευθεί ότι, με βάση τα τεχνοκρατικά πρότυπα που απαιτούνται για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι απαραίτητες συγκεκριμένες κινήσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Αναφέρομαι βεβαίως σε αυτό που όλοι ονομάζουν “μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους”. Σε αυτή τη βάση ναι βεβαίως ζήτησα τη δέσμευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι δε θα είναι – θα χρησιμοποιήσω μια έκφραση που χρησιμοποίησα πριν– à la carte, δηλ. μόνο με τα μέτρα σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις και στο ζήτημα του χρέους [να υπάρχει] η γνωστή ευρωπαϊκή τακτική του “να πετάμε τη μπάλα μπροστά”, αλλά ότι θα φτάσουμε τώρα, πολύ σύντομα, σε μια συνολική λύση για το ελληνικό πρόβλημα».
Ερώτηση: «Οι εκπρόσωποι των θεσμών έφυγαν από την Αθήνα και οι συζητήσεις συνεχίζονται. Μπορείτε να μας δώσετε ένα χρονοδιάγραμμα που έχουμε μπροστά μας σε σχέση με το κλείσιμο της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο, αλλά και για τη συνολική συμφωνία σε σχέση με το ΔΝΤ»;
Α. Τσίπρας: «Κατά την άποψή μου, υπήρξε πράγματι πολύ σημαντική πρόοδος όλο αυτό το διάστημα. Κάθισαν σχεδόν δέκα μέρες τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα. Αυτή η πρόοδος έχει καταγραφεί και στις ανακοινώσεις που βγήκαν αμέσως μετά, αλλά και στην ανακοίνωση του euro–working group χθες το βράδυ. Νομίζω ότι αυτή η πρόοδος μας κάνει αισιόδοξους ότι βρισκόμαστε ακόμα εντός των χρονοδιαγραμμάτων και των στόχων που έχουν θέσει. Είναι, κατά την άποψή μου, εφικτό να έχουμε τη συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο μέχρι το Eurogroup της 20ης Μαρτίου και απολύτως εφικτό, από εκεί και πέρα, να έχουμε τον Απρίλη τη συνολική συμφωνία που θα αφορά και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Άρα, βρισκόμαστε, επαναλαμβάνω, κοντά και χρονικά και πολιτικά σε μια συνολική συμφωνία για το ελληνικό πρόγραμμα, κάτι το οποίο διεκδικούσαμε και ζητάγαμε εδώ και πάρα πολύ καιρό. Υπάρχει βεβαίως καθυστέρηση, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, είναι γνωστό πού οφείλεται αυτή, αλλά νομίζω ότι πρέπει να δούμε το θετικό, ότι υπάρχει δηλαδή προοπτική διεξόδου, θετικής διεξόδου».
Ερώτηση: «Γι’ αυτή την θεσμική συμφωνία, πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι για να κλείσει θα πρέπει να περιλαμβάνει και κάτι που αποτελεί ένα σημαντικό σημείο τριβής, δηλαδή τα εργασιακά και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων»;
Α. Τσίπρας: «Κοιτάξτε, νομίζω ότι το θέμα αυτό δεν μπορεί να λυθεί στο επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων. Και δεν μπορεί να λυθεί διότι είναι αυτονόητο ότι εκεί υπάρχει μια διαφωνία. Το ΔΝΤ έχει μια τεχνογνωσία και μια εμπειρία που αφορά κυρίως χώρες εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Αφορά κυρίως αναπτυσσόμενες χώρες, που εκεί έχει εφαρμόσει ένα εργασιακό μοντέλο, δεν νομίζω ότι είναι η ώρα να κρίνω εάν αποδίδει ή δεν αποδίδει, ξέρετε τις απόψεις μου. Εντούτοις η Ελλάδα είναι μια χώρα της ΕΕ και δη του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, άρα στην Ελλάδα εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο και υποχρέωση για την υπεράσπιση αυτού του κεκτημένου δεν έχει μόνο η Ελλάδα, αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Συνεπώς είναι ένα ζήτημα που εκ των πραγμάτων θα λυθεί και έχουν υποχρέωση να το υπερασπίσουν απέναντι στις απόψεις, τις σεβαστές απόψεις του ΔΝΤ, οι εταίροι της Ελλάδας τόσο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και στο επίπεδο του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών».
Ερώτηση: «Να σας πάω σε ένα τελείως διαφορετικό θέμα για τη συνάντηση που είχατε με τον κ. Αναστασιάδη και φυσικά τα όσα είπατε πριν από λίγο για την ένταση στο Αιγαίο και την στάση της Τουρκίας εν όψει και του δημοψηφίσματος. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η εξέλιξη των πραγμάτων σε σχέση με το Κυπριακό, το Αιγαίο και την στάση της Τουρκίας; Πιστεύετε ότι έχει χαθεί η ευκαιρία ή πιστεύετε ότι θα επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και σε τελευταία ανάλυση μήπως πιστεύετε ότι η ΕΕ θα έπρεπε να πιέσει λίγο περισσότερο τον Ερντογάν σε αυτή τη φάση»;
Α. Τσίπρας: «Δεν θα έλεγα ότι έχει χαθεί η ελπίδα, άλλωστε το τελευταίο που χάνεται σε αυτόν τον κόσμο είναι η ελπίδα και δεν πρέπει να την χάνουμε ποτέ. Εμείς πρέπει να μείνουμε, πιστεύω, στις θέσεις μας με αποφασιστικότητα, αλλά και με ανοιχτή την διάθεση πάντοτε του διαλόγου, με ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την γείτονα χώρα. Είναι κατανοητό ότι εν όψει του δημοψηφίσματος στην Τουρκία δεν αναμένουμε μέχρι την ημερομηνία του δημοψηφίσματος κάποιες κινήσεις επιστροφής στο τραπέζι του διαλόγου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να κόψουμε και τις γέφυρες. Θα περιμένουμε και θα παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις, θα υπερασπιζόμαστε σθεναρά την άποψη ότι πρέπει να προχωρήσουν οι συνομιλίες και να βρεθεί λύση στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, λύση βιώσιμη και λειτουργική, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε γι’ αυτή και ελπίζουμε ότι αμέσως μετά το δημοψήφισμα θα μπορέσουν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την οικοδόμηση ξανά μια θετικής ατζέντας και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών για το Κυπριακό».
Ερώτηση: «Κύριε πρόεδρε, από την μία λέτε ότι συζητάτε με την κ. Λαγκάρντ για το θέμα του χρέους και την ίδια στιγμή είναι το ΔΝΤ αυτό που τορπιλίζει τις συνομιλίες για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση ζητώντας στην πραγματικότητα εντελώς αντιαναπτυξιακά μέτρα, όπως περισσότερες απολύσεις και μείωση των συντάξεων. Με δεδομένο ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν δείξει μέχρι στιγμής την αλληλεγγύη τους με την Ελλάδα, πώς περιμένετε την συγκεκριμένη στιγμή να ξεμπλοκάρει το θέμα και να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση»;
Α. Τσίπρας: «Έχουμε μια εμπειρία, επτά χρόνια δεν είναι λίγα. Το ΔΝΤ κάνει την δουλειά του, ζητάει αυτά που ξέρει να ζητάει, που έχει μάθει να ζητάει. Επαναλαμβάνω όμως ότι η Ελλάδα είναι χώρα του ευρωπαϊκού πλαισίου, οι αποφάσεις δεν παίρνονται από ένα θεσμό, αλλά από το σύνολο των θεσμών, κάποτε τους ονομάζαμε τρόικα, τώρα είναι κουαρτέτο και βεβαίως υπό την διαρκή επίβλεψη και άλλων θεσμών όπως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) . Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι σε ορισμένα ζητήματα η συζήτηση δεν μπορεί να περιοριστεί στο πλαίσιο μόνο μιας τεχνικής συζήτησης. Επαναλαμβάνω, οι θέσεις που έχει το ταμείο σε αυτά τα θέματα είναι γνωστές εδώ και 7 χρόνια, δεν είναι καινούργιες. Έχει υπάρξει όμως όλο αυτό το διάστημα μεγάλη πρόοδος. Το ότι έχει υπάρξει όμως πρόοδος οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υιοθετούνται πάντοτε αυτές οι απόψεις. Έτσι πιστεύουμε και αισιοδοξούμε ότι θα έχουμε πολύ σύντομα τη δυνατότητα να φτάσουμε σε ένα θετικό αποτέλεσμα που θα δίνει μια συνολική λύση, αλλά θα προστατεύει και την κοινωνία διότι αυτός είναι ο στόχος μας, η λύση που θα δοθεί να είναι και κοινωνικά βιώσιμη».
Ερώτηση: «Κύριε πρόεδρε, θα ήθελα να σας ρωτήσω, επειδή αναφερθήκατε και στο θέμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και στην ποσοτική χαλάρωση, και επειδή ήταν και η Γερμανίδα Καγκελάριος Merkel αλλά και ο M. Draghi, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν είχατε κάποιες επαφές μαζί τους και εάν τους θέσατε τα δύο αυτά ζητήματα τα οποία είναι βασικά για να κλείσει συνολικά η συμφωνία».
Α. Τσίπρας: «Προφανώς ήμασταν σε ένα τραπέζι, συζητάγαμε, άρα είχαμε και την δυνατότητα στο περιθώριο να κουβεντιάσουμε και για το ελληνικό θέμα. Θέλω να σας πω ότι ειδικά η Καγκελάριος Μέρκελ ήταν εξαιρετικά αισιόδοξη, ανησυχητικά ίσως αισιόδοξη. Εγώ κρατάω και μια, αν θέλετε, «πισινή» σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα γιατί έχω μια εμπειρία. Νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι στις Βρυξέλλες προεξοφλούν ότι θα κλείσει θετικά το ελληνικό ζήτημα εντός των επόμενων ημερών. Οι περισσότεροι προεξοφλούν αυτό που σας είπα, ότι δηλαδή τον Απρίλη θα πάμε σε μια συνολική λύση».
Ερώτηση: «Αφού αναφερθήκαμε στις διαπραγματεύσεις, θα ήθελα να σας ρωτήσω, επειδή πολλά έχουν ειπωθεί και πολλά έχουν γραφεί για τις σχέσεις σας με τον Ε. Τσακαλώτο, εάν ισχύει αυτό που λένε στην Αθήνα, ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά»;
Α. Τσίπρας: «Εξαρτάται ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να βάζουν φωτιές, αλλά καμιά φορά υπάρχει καπνός και από τις στρακαστρούκες ξέρετε, όχι μόνο από τις φωτιές και εδώ πρόκειται για επικοινωνιακές στρακαστρούκες της αντιπολίτευσης σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δημιουργήσει ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Οι Απόκριες όμως τελείωσαν, οπότε και οι στρακαστρούκες θα σταματήσουν να μας απασχολούν».
Ερώτηση: «Μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς η ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων θα προκαλέσουν αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα έτη»;
Α. Τσίπρας: «Νομίζω είναι απλό να το εξηγήσει κανείς αυτό, αν συνειδητοποιήσει ότι η απομείωση του χρέους, δηλαδή η απόφαση για την εφαρμογή των απαραίτητων μεσοπρόθεσμων μέτρων για την απομείωση του χρέους, αλλά και η ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα δώσουν το απαραίτητο σήμα στην επενδυτική κοινότητα και στις αγορές ότι η Ελλάδα έφυγε οριστικά από την περίοδο της κρίσης. Είναι το σήμα που αναμένουν οι επενδυτές για να επενδύσουν χωρίς αναστολές στην ελληνική οικονομία. Αντιλαμβάνεστε ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις, – το λένε εξάλλου όλοι οι οικονομολόγοι και νομίζω ότι σε αυτό έχουν δίκιο, δεν πρέπει να συμφωνούμε πάντοτε με τους οικονομολόγους, αλλά στα προφανή πρέπει να συμφωνούμε, – είναι αυτές που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα δώσουν τη δυνατότητα να ενισχυθούν οι ήδη θετικές προβλέψεις για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια».
Ερώτηση: «Θα θέλατε να δώσετε μια απάντηση στον τούρκο ομόλογό σας, τον κ. Τσαβούσογλου, ο οποίος σήμερα σε νέες του δηλώσεις χαρακτήρισε τον Έλληνα ΥΠΕΘΑ ως ένα «κακομαθημένο παιδί, αρχηγό ενός ρατσιστικού κόμματος», τόνισε ότι εσείς δεσμευτήκατε ότι δεν θα ξανακάνει δηλώσεις και επίσης χαρακτήρισε την Ψέριμο ως ένα «τουρκικό νησί που ο ΠτΔ πάτησε εκεί το πόδι του»;
Α. Τσίπρας: «Καταρχάς μην με υποβιβάζετε τόσο, ομόλογός μου είναι ο κ. Γιλντιρίμ. Εντούτοις δεν τις γνωρίζω αυτές τις δηλώσεις, αλλά βλέπω ότι το τελευταίο διάστημα έχει μια πολύ μεγάλη νευρικότητα ο Τούρκος ΥΠΕΞ. Επαναλαμβάνω, αυτή η νευρικότητα πιθανώς να οφείλεται στο ότι στην Τουρκία υπάρχει μια εσωτερική κατάσταση έντασης εν όψει του δημοψηφίσματος. Δεν δίνω ιδιαίτερο βάρος, ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτές τις δηλώσεις. Αντιθέτως πιστεύω ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να κρατήσει την ψυχραιμία της διότι σε τελική ανάλυση και οι κρίνοντες κρίνονται, η διεθνής κοινότητα μας παρακολουθεί, όλοι παρακολουθούν και την σοβαρότητα των δηλώσεων αυτών και τις κρίνουν. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι ήδη αυτές οι δηλώσεις έχουν απαντηθεί από το ομόλογο επίπεδο, δηλαδή από την πλευρά του ελληνικού ΥΠΕΞ».
Ερώτηση: «Όταν θα έλθει η ώρα στη Βουλή για τα μέτρα και τα αντίμετρα, θα ερωτηθεί η αντιπολίτευση; και πώς σχολιάζετε αυτό που λέει ο κ. Μητσοτάκης, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να ψηφίσει κανένα μέτρο»;
Α. Τσίπρας: «Κοιτάξτε, ο καθένας θα κάνει τις επιλογές του και θα κριθεί από τον ελληνικό λαό για την συνέπεια της στάσης του και για την σοβαρότητα της πολιτικής του. Απλά εγώ θα ήθελα να επισημάνω ότι ίσως αυτό να είναι ένα δώρο προς την κυβερνητική πλειοψηφία, όπως ήταν και η στάση έναντι των μέτρων που πήραμε τα Χριστούγεννα για 1.200.000 συνταξιούχους, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να πάρουν εφάπαξ πριν από τα Χριστούγεννα, κάτι που αποτέλεσε μια σημαντική ενίσχυση, αυτό που ονομάσαμε «13η σύνταξη». Ο καθένας λοιπόν θα κριθεί από τις πράξεις του, εγώ δεν θέλω να κάνω κανένα άλλο σχόλιο, άλλωστε δεν είναι και σωστό να φέρνουμε την εσωτερική κουζίνα στην Ευρώπη, στις Βρυξέλλες. Σας ευχαριστώ πολύ».