Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διέκρινα από τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας κ. Δένδια μια αμηχανία κατά την τοποθέτησή του. Ανέβηκε στο Βήμα για να μας πει ότι θα υπερψηφίσει τελικά την πρόταση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον κ. Παπαντωνίου, αλλά το ένα τρίτο της ομιλίας του το έφαγε για να μας εξηγεί ότι είναι πρόχειρα γραμμένη αυτή η πρόταση, καθ’ ότι μάλιστα δεν είχε γίνει και ορθογραφικός έλεγχος -είχε περάσει από τον αυτόματο διορθωτή του υπολογιστή και εκεί που έπρεπε να γράφει «φρεγάτες» έγραφε «φράγματα»- και το άλλο ένα τρίτο της ομιλίας του το έφαγε για να συγκρίνει την υπόθεση Παπαντωνίου, με τα εκατομμύρια των μιζών για τα εξοπλιστικά προγράμματα, με μία μήνυση που έκαναν Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προς τον κ. Πολάκη και τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας, με αφορμή το γεγονός ότι -λέει- δεν του είχα δώσει εγώ την αρμοδιότητα να εποπτεύει τη μοριοδότηση στο ΚΕΕΛΠΝΟ. Συγκρίνετε εσείς αν έχει κανένα νόημα και κρίνετε εσείς αν έχει νόημα…

Μπορεί κανείς να βάζει στην ίδια ζυγαριά τις μίζες των εκατομμυρίων στα εξοπλιστικά προγράμματα, τη μίζα για τη ρεμούλα στο ΚΕΕΛΠΝΟ, με αυτούς που προσπαθούν να βγάλουν στο φως όλα όσα εσείς διαπράξατε όλα αυτά τα χρόνια; Αλίμονο!

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πραγματικά δεν ήθελα να ξεκινήσω έτσι, αλλά οι τοποθετήσεις που κάνατε μας βοηθούν, είναι αυτό που λένε στο ποδόσφαιρο «πάρε, βάλε», πάρε πάσα, βάλε γκολ. Οι τοποθετήσεις που κάνατε από εδώ, από αυτό το Βήμα, είναι ενδεικτικές και της αμηχανίας σας αλλά και της μεγάλης βιασύνης που έχετε τώρα τελευταία. Γι’ αυτό ζητάτε και διαρκώς εκλογές, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά μην τυχόν και μια σειρά από υποθέσεις που για χρόνια απασχολούν τον ελληνικό λαό πάρουν σειρά για να μπαίνουν στο φως. Θα μου πείτε ότι θα μπουν στο φως, αλλά υπάρχει και το ζήτημα της παραγραφής. Θα τοποθετηθώ, λοιπόν, και γι’ αυτό αναλυτικά.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα αφορά τον κ. Παπαντωνίου, πρώην Υπουργό Άμυνας των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, και προκλήθηκε ύστερα από αίτημα των Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, δηλαδή των Βουλευτών της Πλειοψηφίας, και έχει ως αφετηρία έξι ποινικές δικογραφίες, που διαβιβάστηκαν πρόσφατα στη Βουλή. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό έγινε στα τέλη του προηγούμενου έτους. Στις δικογραφίες αυτές περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η τεράστια ζημία που υπέστη το ελληνικό δημόσιο από μια σειρά συμβάσεις για εξοπλιστικά προγράμματα, συμβάσεις οι οποίες φέρουν την υπογραφή του εν λόγω πρώην Υπουργού.

Επειδή αυτή η συζήτηση, εξ όσων γνωρίζω, όπως όλες άλλωστε, μεταδίδεται ζωντανά από το Κανάλι της Βουλής, και επειδή οι πολίτες που μας παρακολουθούν τούτη την ώρα βιώνουν εδώ και επτά χρόνια μια σκληρή δημοσιονομική πραγματικότητα, σκοπεύω να μιλήσω με λόγια απλά και καθαρά. Θέλω, λοιπόν, να κάνω τρεις παρατηρήσεις.

Παρατήρηση πρώτη: Μιλάμε για πράξεις ή παραλείψεις που συνέβησαν το 2003. Πόσο έχουμε σήμερα; 2017. Έχουν περάσει, δηλαδή, δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια και μόλις σήμερα καλείται η Βουλή να συγκροτήσει προανακριτική επιτροπή και μάλιστα όλες οι πτέρυγες της Βουλής λένε ότι θα την υπερψηφίσουν.

Με τι άραγε σχετίζεται αυτή η αδιανόητη καθυστέρηση, αφού όλοι συναινούν ότι πρέπει να γίνει προανακριτική, και μάλιστα, όταν μιλάμε για υποθέσεις που ζημίωσαν το δημόσιο με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ; Σχετίζεται με την απροθυμία της Βουλής να διερευνήσει ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων σε τέτοιου είδους υποθέσεις;

Σχετίζεται μήπως με πολιτικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, που τόσα χρόνια δεν επρόκοψαν να φέρουν τη δικογραφία στη Βουλή; Σχετίζεται μήπως με κάποιου είδους συνομωσία σιωπής, ομερτά, όπως λένε στην γλώσσα της μαφίας;

Ο κόσμος που μας ακούει περιμένει με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον μια καθαρή απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Και ξέρετε, δεν την περιμένει αυτή την απάντηση από τους Βουλευτές των κομμάτων που υπέβαλαν το αίτημα για σύσταση προανακριτικής, δηλαδή από τους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Οι πολίτες ξέρουν πολύ καλά ότι εάν δεν υπήρχε πολιτική αλλαγή τον Γενάρη του 2015, αυτή η συζήτηση εδώ στη Βουλή, η προανακριτική για τα εξοπλιστικά της περιόδου που ήταν Υπουργός ο κ. Παπαντωνίου δεν θα γινόταν ποτέ. Εάν περιμένει μια καθαρή απάντηση ο ελληνικός λαός, την περιμένει από τα κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο και που είχαν την ευθύνη. Την περιμένει από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα που οδήγησαν εν τέλει τη χώρα στη χρεοκοπία και σήμερα ζητούν και τα ρέστα.

Μόνο που αυτή την απάντηση ο ελληνικός λαός, εάν την περιμένει, απ’ ό,τι φαίνεται, ματαίως θα την περιμένει. Δεν πρόκειται να την λάβει ποτέ. Γιατί ακόμη και στη σημερινή συζήτηση και παρά το γεγονός ότι, απ’ ό,τι φαίνεται, εξαναγκάστηκαν αυτά τα δυο κόμματα να τοποθετηθούν θετικά στο αίτημα για τη διενέργεια προανακριτικής, αφού πρωτίστως άλλα κόμματα είχαν, επίσης, προλάβει να ταχθούν θετικά και φοβήθηκαν την απομόνωση, ακόμη και σήμερα, ενώ έχουν πει ότι θα υπερψηφίσουν, οι Αρχηγοί τους επέλεξαν να φυγομαχήσουν, να απουσιάσουν από τη συνεδρίαση.

Η κ. Γεννηματά μάλιστα, όπως πληροφορήθηκα πριν από δέκα μέρες από τον Πρόεδρο της Βουλής, ζήτησε να αναβληθεί η συνεδρίαση την προηγούμενη βδομάδα, προκειμένου να είναι παρούσα. Παρ’ όλα αυτά, επέλεξε να απουσιάζει. Φρόντισε, βέβαια, να αφήσει στο πόδι της μάλλον –εξ όσων άκουσα, δεν θέλω να σας κατηγορήσω, κύριε Λοβέρδο- ως συνήγορο υπεράσπισης του κ. Παπαντωνίου, απ’ όσα άκουσα… Τα άκουσα από το γραφείο μου, σας άκουσα με προσοχή. Σας άκουσα με προσοχή, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι επέλεξε να απουσιάζει η Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Την ίδια, ομοίως, σιωπή και απουσία επέλεξε ο κ. Μητσοτάκης. Αλίμονο, δεν υπήρχε πτήση, ώστε να μιλήσει το πρωί και να φύγει αργότερα, εάν έπρεπε να είναι στη Μάλτα.

Είναι πολιτική επιλογή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Και είναι πολιτική επιλογή, η οποία δίνει την ευκαιρία στον ελληνικό λαό να βγάλει τα συμπεράσματά του και για την αμηχανία σας και για τη σιωπή σας και για τη φυγομαχία σας.

Παρατήρηση δεύτερη. Δυστυχώς, με βάση αυτά που ορίζει το Σύνταγμα, το αδίκημα της απιστίας σε βάρος του δημοσίου για τον κ. Παπαντωνίου έχει παραγραφεί από το μακρινό 2006, δηλαδή εδώ και έντεκα χρόνια. Χρειάστηκαν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μόνο για να ολοκληρωθεί η δικαστική διερεύνηση.

Ως γνωστόν, βάσει της συνταγματικής διάταξης για την ευθύνη των Υπουργών, στα τρία πρώτα χρόνια κάθε πολιτικό πρόσωπο που ενδεχομένως να έχει εμπλακεί στο συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα της απιστίας, έχει ήδη ξελασπώσει και συνεπώς η δικαστική διερεύνηση, εάν και εφ’ όσον ολοκληρωθεί ποτέ, μετά τα τρία χρόνια δεν μπορεί να «ακουμπήσει» το ίδιο το πολιτικό πρόσωπο παρά μονάχα διάφορους παρατρεχάμενους αυτού.

Πολύ βολικό δεν ακούγεται; Και θέλω εδώ να είμαι ξεκάθαρος. Υπάρχει βαρύτατη πολιτική ευθύνη γι’ αυτούς που πέρασαν στο Σύνταγμα της χώρας αυτή την εκτρωματική διάταξη, η οποία προσφέρει ασυλία και κάλυψη σε κάθε Υπουργό που ζημιώνει το δημόσιο στο συντομότερο δυνατό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος.

Και σήμερα, απολύτως υποκριτικά όλοι δημοσίως, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, στον δημόσιο διάλογο όταν αναφέρονται σε αυτό το έκτρωμα, ένα έκτρωμα που είναι, θα έλεγα, ντροπή για μια ευρωπαϊκή, κατά τα άλλα, χώρα, καταθέτουν την ντροπή τους, τη διαφωνία τους και τη μελλοντική πρόταση και υπόσχεση ότι θα καταργηθεί.

Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό το άρθρο δεν προέκυψε από παρθενογένεση ούτε το βρήκαμε γραμμένο στην πέτρα του Μωυσή με τις δέκα εντολές. Κάπως προέκυψε. Και δεν προέκυψε, εξ όσων γνωρίζω, από τους Βουλευτές και τα κόμματα που σήμερα συγκροτούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Προέκυψε από εσάς. Προτάθηκε από τον κ. Βενιζέλο , όχι από τον Ελευθέριο, δεν πάμε τόσο μακριά. Προτάθηκε από άλλον Βενιζέλο, τον οποίο ο κ. Λοβέρδος, όποτε βλέπει το όνομά του, εξανίσταται. Όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και ψηφίστηκε από διακόσιους εξήντα οκτώ Βουλευτές σε αυτήν εδώ την Αίθουσα με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, με ευρύτατη συναίνεση, κυρία Μπακογιάννη, ευρύτατη συναίνεση που σας αρέσει ιδιαίτερα, και μάλιστα σε μια εποχή που ακόμα η ταύτιση των δύο κομμάτων, μεγάλων τότε, των κομμάτων σας, δεν ήταν και τόσο εύκολη. Εκεί, όμως, τα βρήκατε.

Και προφανώς, δεν επρόκειτο περί λάθους. Είναι η θεσμική σας συνεισφορά σε αυτόν τον τόπο, η συνταγματική σας ασπίδα, προκειμένου να έχετε την ευχέρεια να ξελασπώνετε χωρίς να χρειαστεί να καταβάλετε πολύ μεγάλη προσπάθεια.

Τι δεν καλύπτει, όμως, αυτή η συνταγματική ασπίδα που προστατεύει εδώ και πολλά χρόνια τη διαπλοκή; Ένα πράγμα δεν καλύπτει: Το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος.

Τι δεν καλύπτει η παραγραφή που θεσμοθετήσατε στο Σύνταγμα; Να έχει πάρει ένας Υπουργός λεφτά, να τα έχει βάλει στην τσέπη του και να μην έχει φροντίσει με τρόπο μεθοδικό να συγκαλυφθούν τα ίχνη αυτών των χρημάτων.

Με δυο λόγια, δυο περιπτώσεις δεν καλύπτει, για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας: Ή να είναι αλαζόνας ή να είναι ερασιτέχνης. Βέβαια, εξ όσων γνωρίζουμε από εσάς που περάσατε από υπουργικά έδρανα, ερασιτεχνισμό σε τέτοια πράγματα δεν επιδείξατε. Αλαζονεία πολλές φορές.

Αν, λοιπόν, οποιοσδήποτε Υπουργός είχε φροντίσει να καλύψει τα ίχνη αυτού του χρήματος σε σχέση με τις ποινικές του ευθύνες, σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αν μπορέσει δε να αποδείξει ότι έβαλε αυτά τα χρήματα σε σακούλες και τα πήγε στο κόμμα, στα ταμεία του κόμματος, χωρίς να κρατήσει ούτε μισό ευρώ, επίσης απαλλάσσεται και η διερεύνηση σταματά. Και δεν το λέω τυχαία αυτό. Το λέω, διότι αφορά και την περίπτωση SIEMENS. Η SIEMENS είναι μια τέτοια περίπτωση.

Τότε, λοιπόν, θα με ρωτήσει κανείς καλοπροαίρετα: Αφού είναι έτσι τα πράγματα, εσείς τι την θέλετε τώρα την προανακριτική μετά από τόσο χρόνο;

Αλίμονο, κυρία Βούλτεψη. Αυτό είναι. Θα σας απαντήσω, λοιπόν, με ευθύτητα, κυρία Βούλτεψη, μιας και αναρωτιέστε. Είναι τρεις οι λόγοι για τους οποίους αποφασίσαμε την προανακριτική επιτροπή με τόσο μεγάλη καθυστέρηση.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι για εμάς το να πέσει άπλετο φως σε όλες τις υποθέσεις που συγκροτούν το παζλ της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, και κατ’ επέκταση της χρεοκοπίας της χώρας, αποτελεί ηθική υποχρέωση αλλά και πολιτική μας δέσμευση απέναντι στον ελληνικό λαό.

Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ο εν λόγω Υπουργός, όπως και άλλες περιπτώσεις που πιθανόν να ακολουθήσουν –γιατί δεν θα σταματήσουμε εδώ-, δεν ανήκει στην κατηγορία των αλαζόνων. Για παράδειγμα ο κ. Τσοχατζόπουλος, ο οποίος καταδικάστηκε όχι για το αδίκημα της απιστίας, θυμίζω, ούτε και γιατί με μεγάλη γενναιότητα καταλάβατε ότι δεν επρόκειτο για αριθμό τηλεφώνου, αλλά για τραπεζικό λογαριασμό. Δεν καταδικάστηκε ο κ. Τσοχατζόπουλος για απιστία, αλλά για ξέπλυμα χρήματος, αργότερα.

Και ο τρίτος λόγος είναι γιατί ψάχνοντας όλο και κάτι βρίσκει κανείς. Μπορεί για παράδειγμα, λέω εγώ, να ξεκινήσει να ψάχνει κανείς για τα εξοπλιστικά και πέραν των αυτονόητων που αναμένεται να βρει εκεί, να βρει και άλλα πράγματα. Να προκύψουν ενδεχομένως, μίζες από την περίοδο του χρηματιστηρίου. Μπορεί να συμβεί και αυτό. Γιατί, ξέρετε, ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, αρκεί να αποφασίσουμε κάποιες υποθέσεις να τις ξεκουκουλώσουμε, για να τις δει λιγάκι ο ήλιος. Αν τις δει ο ήλιος, να μείνετε βέβαιοι ότι ουδέν κρυπτόν. Και σε κάθε περίπτωση, εμείς αυτό θα κάνουμε. Θα τις ξεκουκουλώσουμε αυτές τις υποθέσεις.

Και μια, επιτρέψτε μου, τελευταία παρατήρηση, η τρίτη που υποσχέθηκα.  Όσοι λένε -γιατί το έχω ακούσει τις τελευταίες μέρες-, ότι αποφασίζουμε την προανακριτική για λόγους εντυπωσιασμού, θα το πω ευθέως, λένε ανοησίες. Γιατί η αλήθεια είναι, δυστυχώς, ότι κανείς σήμερα δεν εντυπωσιάζεται -και λέω πάλι δυστυχώς- από τέτοιου είδους αποκαλύψεις. Εκατομμύρια μίζες από εξοπλιστικά; Σου λέει «Και τι έγινε; Σιγά το σοβαρό. Ίσα-ίσα, που αν είμαστε και πολύ μάγκες μπορούμε και να μην έλθουμε στη Βουλή να τοποθετηθούμε». Όχι μόνο γιατί οι αποκαλύψεις παραπέμπουν σε υποθέσεις παλιές, όχι επειδή έχουν φροντίσει εντωμεταξύ να απομακρυνθούν πολιτικά δίπλα από τον κ. Παπαντωνίου, η μαγκιά του «ε, σιγά και τι έγινε», απορρέει από κάτι άλλο, πιο ανησυχητικό κατά την άποψη μου. Απορρέει από την ανοσία πια της κοινής γνώμης. Δεν λέμε δηλαδή και κάτι καινούριο σήμερα όταν μιλάμε για μίζες, της περιόδου των κυβερνήσεων των παχιών αγελάδων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα της περιόδου της διακυβέρνησης του κ. Σημίτη.

Δεν είναι πρωτάκουστα αυτά που λέμε. Είχαν γραφτεί από τότε, η κοινωνία βοούσε. Οι ιστορίες για μίζες και δημόσιο χρήμα που άλλαζε χέρια σε δευτερόλεπτα ήταν μέρος της καθημερινότητας, όχι μόνο στα εξοπλιστικά, αλλά και στα δημόσια έργα, σε δρόμους που στοίχησαν τέσσερις και πέντε φορές το πραγματικό τους κόστους. Στα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων, που δαπανήθηκαν για να κρατήσουν τότε ψηλά τη χρηματιστηριακή φούσκα και τα παιχνίδια που παίζονταν εκεί. Στην απίστευτη ρεμούλα των ολυμπιακών έργων, στο τραπεζικό χρήμα που πλούτισε χωρίς εγγυήσεις τους βαρόνους των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στη σκανδαλώδη φοροδιαφυγή των οικονομικά ισχυρών, στα δομημένα ομόλογα -για να μην λέτε ότι δεν θυμάμαι και τα επόμενα-, που ζημίωσαν με τεράστια ποσά τα αποθεματικά των ταμείων, στην προσπάθεια να συγκαλυφθούν και να κουκουλωθούν οι λίστες του μαύρου χρήματος από τις οποίες προκύπτουν σαφείς ενδείξεις λεηλασίας του δημόσιου πλούτου. Στα δάνεια, να μην ξεχνιόμαστε, στα θαλασσοδάνεια των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων που ξεπλύθηκαν ποινικά με επαίσχυντες τροπολογίες τελευταίας στιγμής στη Βουλή, πάλι με ευρύτερες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, όπως και το άρθρο που αφορά την ευθύνη των Υπουργών. Άλλη μια μεγάλη θεσμική σας συνεισφορά ήταν αυτή στον τόπο. Τροπολογία που ξέπλυνε τις ποινικές ευθύνες για τα δάνεια των δύο μεγάλων κομμάτων.

Θέλω σε αυτό το σημείο να πω το εξής: Τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, που κυβερνήσατε τη χώρα μέχρι το 2015, χρωστάτε πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ σε θαλασσοδάνεια. Μου είπατε ότι απουσιάζει ο κ. Μητσοτάκης, επειδή πήγε στη Μάλτα, να συναντήσει ομοϊδεάτες τους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες. Δεν αφορά μόνο τον κ. Μητσοτάκη αυτό. Ενδεχομένως να αφορά και την κ. Γεννηματά και όλους τους εκπροσώπους τον δύο κομμάτων που πηγαίνουν στο εξωτερικό και συναντούν ευρωπαίους –ηγέτες ή μη- οι οποίοι γνωρίζουν τι συνέβη τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Έχουν εικόνα του τι συνέβη τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι: Πώς πάτε και τους αντικρίζετε και συζητάτε μαζί τους ότι το συμφέρον της Ελλάδας είναι να ξανάρθετε εσείς στα πράγματα; Απορώ.

Νομίζετε ότι δεν ξέρουν ποιοι είστε και τι κάνατε στα κόμματά σας τόσα χρόνια; Ή παριστάνετε τους καινούργιους στην πολιτική ζωή του τόπου; Δηλαδή, όταν συνέβαιναν αυτά εδώ, η Siemens, τα εξοπλιστικά, το μεγάλο σκάνδαλο στην υγεία, τότε εσείς ήσασταν κάπου αλλού, διαβάζατε.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Η σημερινή σας ψήφος υπέρ της εξεταστικής επιτροπής είναι καλοδεχούμενη μεν, δεν σας ξεπλένει δε. Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να παριστάνει την αθώα σε σχέση με τον κ. Παπαντωνίου. Μπορεί το μισό ΠΑΣΟΚ να ισχυρίζεται ότι η εποχή που είχε πολιτική σχέση με τον κ. Παπαντωνίου είναι πολύ παλιά, το άλλο μισό δια του κ. Λοβέρδου σήμερα να επιχειρεί με δικονομικά τερτίπια και επιχειρήματα να τον ξεπλύνει.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ένα πράγμα δεν ξεπλένεται εύκολα: Η στάση που κρατήσατε όλα αυτά τα χρόνια, την οποία κρίνει ο ελληνικός λαός. Γιατί το μεγαλύτερο έγκλημα των κομμάτων σας, των κομμάτων που κυβέρνησαν μέχρι το 2015, δεν είναι τόσο τα πιθανά αδικήματα των Υπουργών σας που θα διερευνηθούν και σε αυτήν την Επιτροπή. Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι η τοξικότητα με την οποία διαποτίσατε την ελληνική κοινωνία, ώστε κάθε υπόθεση ρεμούλας και αδιαφάνειας να γίνεται πλέον ανεκτή με απάθεια.

Το μεγαλύτερο έγκλημα που κάνατε είναι ότι δημιουργήσατε ένα δεδομένο, ένα καθεστώς του «έλα μωρέ, όλοι το ίδιο πάνω-κάτω, όλοι το ίδιο κλέφτες είναι». Το έγκλημα είναι ότι με αυτόν τον τρόπο υποβιβάσατε και εξευτελίσατε, θα έλεγα, την αξιοπρέπεια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Και αυτό δεν είναι μόνο ανήθικο. Είναι επικίνδυνο για την ίδια τη Δημοκρατία.

Και αντί για μια θαρραλέα αυτοκριτική για όλα αυτά που συνέβησαν αυτήν την εικοσαετία, είχατε το θράσος, όταν μάλιστα η χώρα βρέθηκε σε μεγάλη περιδίνηση εξαιτίας και των δικών σας ενεργειών, του μοντέλου της ανάπτυξης, της ρεμούλας, της διαπλοκής που οδηγηθήκαμε στην κατάσταση της χρεοκοπίας, είχατε το θράσος τότε, αντί για αυτοκριτική, να κουνάτε το δάχτυλο λέγοντας λίγο πολύ στους Έλληνες πολίτες ότι είναι αυτοί υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία, διότι στην καλύτερη περίπτωση τα φάγατε μαζί. Διότι αυτό ειπώθηκε και ότι πρέπει οι Έλληνες πολίτες να νιώθουν ένοχοι, γιατί τις εποχές που γινόταν αυτό το μεγάλο πάρτι έμεναν απαθείς και εξαπατημένοι να εμπιστεύονται σε εσάς τη διακυβέρνηση της χώρας, εναλλασσόμενοι τότε στην εξουσία.

Αλλά όταν η συζήτηση υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, δεν σας μένει τίποτα άλλο από το να επινοείτε διαδικαστικά κωλύματα και να πετάτε τη μπάλα στην εξέδρα. Το λέω αυτό γιατί ο κ. Παπαντωνίου μπορεί σήμερα να φαίνεται ακάλυπτος πολιτικά, παρά τις προσπάθειές του να ταυτιστεί απολύτως με το σημερινό ΠΑΣΟΚ τις οποίες ενίσχυσε η τοποθέτηση του κ. Λοβέρδου σήμερα, μπορεί ό,τι προκύψει εις βάρος του από τη συγκεκριμένη εξεταστική να βαρύνει τον ίδιο και όχι το κόμμα του, ή το σύστημα πολύ περισσότερο που επέβαλε αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης και τη δυνατότητα να γίνεται ρεμούλα στα εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά εγώ ένα πράγμα θέλω να πω κλείνοντας τη σημερινή συζήτηση:

Όσο έχουμε εμείς την πλειοψηφία σε αυτήν τη Βουλή -και θα την έχουμε σας διαβεβαιώνω για πολλά ακόμη χρόνια- δεν πρόκειται να αφήσουμε τίποτα από όλα αυτά να πέσει κάτω. Όλες οι υποθέσεις διαφθοράς θα φτάσουν μέχρι τέλους. Να ξέρετε και κάτι ακόμα: Η μάχη για την διαφάνεια δεν σταματάει εκεί. Υπάρχουν και άλλες υποθέσεις προς διερεύνηση.

Σε ό,τι αφορά την υπόθεση της Novartis και συνολικά –θα έλεγα- τις υποθέσεις που αφορούν το πάρτι στον χώρο της υγείας -μία εξ’ αυτών διαβιβάστηκε ως δικογραφία πρόσφατα στη Βουλή και αφορά στελέχη, Υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης- έχω την αίσθηση ότι κατά τη συζήτηση αυτών των υποθέσεων δεν θα είστε τόσο ανέμελοι όσο παρουσιάζεστε σήμερα κατά τη συζήτηση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον κ. Παπαντωνίου, ούτε τόσο «τζάμπα» υπερασπιστές της διαφάνειας. Το λέω αυτό διότι δεν θα αργήσει πολύ αυτή η ώρα. Έχω την αίσθηση ότι την επόμενη εβδομάδα θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Δεν θα αργήσει και η ώρα που θα διερευνηθούν σε βάθος αυτές οι υποθέσεις και πραγματικά περιμένουμε να δούμε εκεί τη μεγαλοσύνη σας και τη δέσμευσή σας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Θέλω, λοιπόν, να κλείσω με το εξής: Η Κυβέρνηση αυτή είναι απολύτως προσηλωμένη, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στην υπόθεση της διαφάνειας. Για τον σκοπό αυτό θα κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας, είτε μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, το οποίο εσείς έχετε διαμορφώσει, προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια σχετικά με το μεγάλο πάρτι που λεηλάτησε τον τόπο, είτε και με θεσμικές πρωτοβουλίες στις οποίες τα κόμματα της Αντιπολίτευσης σύντομα θα κληθούν, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν, να πάρουν θέση, να τοποθετηθούν. Η Συνταγματική Αναθεώρηση, ο διάλογος της οποίας έχει ξεκινήσει, είναι μια τέτοια πρωτοβουλία στην οποία αναμένεται να κριθούν οι προθέσεις όλων μας.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, σήμερα καλώ το Σώμα να υπερψηφίσει την πρόταση για την συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής για τις υποθέσεις των εξοπλιστικών προγραμμάτων επί υπουργίας του κ. Παπαντωνίου. Είμαι βέβαιος ότι κατά τη διάρκεια αυτής της διερεύνησης θα ακουστούν πολλά και ο κόσμος που θα παρακολουθεί θα τα συνειδητοποιήσει και η αλήθεια θα βρεθεί και έχει σημασία να βρεθεί η αλήθεια, ανεξαρτήτως του αν είναι κάποια από τα αδικήματα παραγεγραμμένα.

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο δεσμευόμαστε να προβούμε και σε κάθε θεσμική πρωτοβουλία που θα διασφαλίζει τη διαφάνεια στη χώρα και θα αποκαθιστά το θεσμικό κύρος του κοινοβουλευτικού συστήματος, γιατί αυτή είναι η δέσμευσή μας απέναντι στον ελληνικό λαό και αυτήν τη δέσμευση θα την τηρήσουμε στο ακέραιο.

Δευτερολογία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συζήτηση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τα Εξοπλιστικά

Πολύ σύντομα, κύριε Πρόεδρε.

Κύριε Δένδια, ο κ. Μητσοτάκης είχε ενημερώσει το Προεδρείο της Βουλής ότι θα είναι εδώ μέχρι τις 17:00, διότι μετά πρέπει να φύγει για να πάει στη Μάλτα για θεσμική του υποχρέωση. Είχα ενημερωθεί κι είχα κανονίσει και το πρόγραμμά μου έτσι, γιατί πραγματικά χαίρομαι να τον συναντώ και να ανταλλάσσουμε απόψεις στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού. Αυτό είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας.

Εξ όσων γνωρίζω, η συνεδρίαση ξεκίνησε από τις 10.00΄ το πρωί. Άρα, ήταν πολιτική επιλογή του Αρχηγού σας να μην τοποθετηθεί σήμερα. Πολύ ευγενικά το έκρινα. Ο ελληνικός λαός θα κρίνει. Έχει κάθε ευχέρεια, αν θέλει, να παρίσταται, αν δεν θέλει, να μην παρίσταται, να δίνει τον λόγο σε ένα πολύ έμπειρο κοινοβουλευτικά στέλεχος, στον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο. Δικαίωμά του είναι. Αλλά επιτρέψτε μου κι εμένα να κάνω το πολιτικό μου σχόλιο -δεν είναι αγένεια- να πω ότι σήμερα και οι δυο Αρχηγοί των κομμάτων που κυβέρνησαν για πολλά χρόνια τη χώρα και έχουν ευθύνη για τη διαφθορά και για τα φαινόμενα διασπάθισης δημόσιου χρήματος, τα παλιά που παρεγράφησαν σε ό,τι αφορά στα ποινικά αδικήματα, επέλεξαν την απουσία τους. Αυτό είναι μια πολιτική κριτική.

Σε ό,τι αφορά δε το επιχείρημά μας ότι θα πρέπει να αποφασίσουμε προανακριτική για τον κ. Πολάκη, θέλω να σας πω ότι υπάρχει μια παροιμία που λέει «ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη». Ο κ. Πολάκης κι αυτή η Κυβέρνηση με την επιμονή τους και με την επιμονή μας θα δικαιωθούμε. Θα βγούνε στη φόρα τα ανομήματα που αφορούν τον χώρο της υγείας, είτε αυτά είναι του ΚΕΕΛΠΟ είναι αυτά είναι της υπόθεσης Novartis είτε αυτά αφορούν το Ερρίκος Ντυνάν, που διαβιβάστηκε πρόσφατα. Θα επιμείνουμε και θα δικαιωθούμε. Είναι όμως άδικο για την κοινοβουλευτική σας εμπειρία να κάνετε συγκρίσεις σε ό,τι αφορά μια υπόθεση που ταλανίζει τη δημόσια σφαίρα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, εννοώ τις μίζες στα εξοπλιστικά, και είναι γνωστό –άλλωστε γι’ αυτό ψηφίζετε υπέρ-  με το ότι υπήρξε μια μήνυση που κυρίως αφορά υπαλλήλους του υπουργείου Υγείας για την οποία θα έπρεπε εμείς δήθεν να κάνουμε προανακριτική με ελεγχόμενο τον Αναπληρωτή Υπουργό.

Επαναλαμβάνω αυτό που είπα, διότι δεν το ακούσατε καλά. Σας είπα: «Όσο θα είμαι εδώ κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα είμαστε δυστυχώς για σας για πολλά ακόμα χρόνια, δεν πρόκειται να αφήσουμε τίποτα να πέσει κάτω».

Κατανοώ την αγωνία και τη δική σας και διάφορων άλλων φαντασμάτων του παρελθόντος που βγαίνουν στα τηλεοπτικά παράθυρα εσχάτως και ζητάνε εκλογές, αλλά εκλογές θα γίνουν το 2019 και θα τις κερδίσουμε. Και μέχρι τότε δεν θα πέσει τίποτα κάτω.