Κυρίες και κύριοι,

Χαιρετίζω την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του 5ου Ελληνικού Φόρουμ για τις εξαγωγές. Το φετινό Φόρουμ είναι αφιερωμένο στο «νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό μοντέλο» που έχει ανάγκη η χώρα μας. Και αυτό το καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο.  Διότι, σήμερα, έχει πλέον πλήρως καταδειχθεί ότι η κρίση που ζούμε δεν ήταν μια κρίση μόνο δημοσιονομική ή κρίση χρέους. Πρωτίστως, ήταν μια κρίση του παραγωγικού υποδείγματος, της άνισης κατανομής του εισοδήματος και ενός κλειστού συστήματος εξουσίας.

Η διαμόρφωση, συνεπώς, ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος με μεγαλύτερη εξωστρέφεια, περισσότερες εξαγωγές και μεγαλύτερη υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώρια παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες είναι όρος για να βγούμε από την κρίση.

Η ανάγκη  της μετάβασης σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης, εξωστρεφούς και δίκαιης ανάπτυξης δεν είναι καινούρια. Αντίθετα, προϋπήρχε και η μη ανταπόκριση στην ανάγκη αυτή υπήρξε μια από τις αιτίες της κρίσης. Σήμερα, η στροφή προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξωστρέφεια είναι επιτακτική, αναγκαστική. Πρέπει σε σχετικά σύντομο χρόνο να κάνουμε ό,τι δεν έγινε επί δεκαετίες.

Πράγματι, μια ματιά στα ιστορικά στατιστικά στοιχεία δείχνει ότι με την ένταξη στην Ε.Ε., και κυρίως με την υιοθέτηση του ευρώ, υπήρξε μια ισχυρή τάση αύξησης των εισαγωγών. Οι εισαγωγές εκτόπιζαν, χωρίς αντιστάσεις, σε πολλούς τομείς την εγχώρια παραγωγή και ως ποσοστό του ΑΕΠ συνέκλιναν προς τα μέσα επίπεδα της Ε.Ε. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τις εξαγωγές. Έτσι το έλλειμμα ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών που διευρυνόταν συνεχώς καλυπτόταν τελικά με δανεισμό.

Συγκεκριμένα, ήδη από το 2002 το έλλειμμα του ισοζυγίου ξεπερνούσε τα 20 δισ. και σταδιακά διευρύνθηκε, ξεπερνώντας τα 32 δισ. το 2008.

Όπως είχε αναγνωρίσει στην αρχή της κρίσης ο κ. Γιουνκέρ, η Ελλάδα, δανειζόταν με ευκολία για να χρηματοδοτεί την κατανάλωση εισαγόμενων  προϊόντων. Προκαλεί εντύπωση που αυτή η διάσταση έχει εντελώς ξεχαστεί, ιδίως τα τελευταία χρόνια.

Η χρεοκοπία της χώρας ήταν συνεπώς χρεοκοπία και του προϋπάρχοντος παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου.

Η εξωστρέφεια και η αύξηση των εξαγωγών προϋποθέτουν εθνική στρατηγική για τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας

Η αύξηση των εξαγωγών και η υποκατάσταση των εισαγωγών προϋποθέτουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες τόσο ως προς την τιμή, όσο και ως προς την ποιότητά τους.

Η ως τώρα στρατηγική στηρίχθηκε στη δραστική μείωση των μισθών, τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Η στρατηγική της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης των μισθών, όχι μόνο δεν απέδωσε αλλά είχε και αρνητικά αποτελέσματα.

Η στρατηγική αυτή καθηλώνει την οικονομία στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και αδυνατεί να θωρακίσει τη χώρα από τον ανταγωνισμό προϊόντων, από χώρες με ακόμη χαμηλότερους μισθούς.

Κυρίως, όμως, η στρατηγική αυτή δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, μεταξύ των οποίων  είναι και το ανθρώπινο δυναμικό. Έτσι, μια από τις χειρότερες συνέπειες αυτής της πολιτικής υπήρξε η φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, επειδή το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο δεν δημιουργεί ευκαιρίες αξιοποίησης ή διότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί.

Η κυβέρνηση, παρά τους δημοσιονομικούς και άλλους περιορισμούς. δημιουργεί τους όρους για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αυτής δηλαδή που στηρίζεται σε μονιμότερους παράγοντες, όπως είναι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας, η ενσωμάτωση της έρευνας και της καινοτομίας, η αξιοποίηση της γνώσης, η ανάδυση προτύπων μιας νέας κοινωνικά υπεύθυνης εξωστρεφούς και καινοτόμας επιχειρηματικότητας.

Ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, η δημιουργία ειδικών αναπτυξιακών εργαλείων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την έρευνα, η ενεργοποίηση του εξωδικαστικού διακανονισμού, για τα χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά Ταμεία, η απλούστευση των διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, η βαθμιαία ανάκτηση της δυνατότητας χρηματοδότησης της οικονομίας, είναι μερικά από τα εργαλεία που συμβάλλουν ήδη ή αναμένεται να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Νέα παραγωγική ταυτότητα

Η εξωστρέφεια και η διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών προϋποθέτουν επίσης μια νέα παραγωγική ταυτότητα της χώρας, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Ο τουρισμός και η ναυτιλία είναι σημαντικοί τομείς, αλλά δεν μπορούν μόνοι να καλύπτουν ένα συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα, αν δεν υπάρξει επαρκής και διεθνώς εμπορεύσιμη εγχώρια παραγωγή. Ούτε το πρόβλημα αυτό είναι καινούριο, αλλά η αντιμετώπισή του είναι τώρα επιτακτική.

Ιστορικά, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας ήταν εξαρτημένο από τις εισαγωγές, οι οποίες χρηματοδοτούνταν με τις εισπράξεις από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και το δανεισμό. Η υποτίμηση της δραχμής εκτόνωνε τις περιοδικές κρίσεις ανταγωνιστικότητας. Και γνωρίζουμε ότι προσφυγή στην υποτίμηση ήταν αρκετά συχνή, ιδίως από τη φιλελευθεροποίηση των συναλλαγών, δηλαδή από τη δεκαετία του ‘70 και μετά. Με τη συμμετοχή μας στο ευρώ, αυτός ο μηχανισμός δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί και αυτό ήταν γνωστό.

Πώς θα καλυπτόταν, λοιπόν, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών μετά τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη;  Οι απαντήσεις που δίνονταν τότε, από επίσημες πηγές, ήταν ότι το έλλειμμα θα καλυπτόταν με αύξηση του ειδικού βάρους της βιομηχανίας και ειδικά της μεταποίησης  στη διάρθρωση της οικονομίας. Αυτό, όμως, δεν συνέβη. Με ευθύνη των τότε κυβερνήσεων, αλλά και των τραπεζών, άφθονοι πόροι διοχετεύθηκαν στην οικοδομική δραστηριότητα, την κατανάλωση, τη χρηματοδότηση των εισαγωγών.

Η έξοδος συνεπώς από την κρίση αλλά και η βιώσιμη συμμετοχή μας στο ευρώ απαιτούν μια νέα παραγωγική ταυτότητα, στην οποία θα είναι αυξημένη η συμμετοχή της μεταποίησης, της αγροτοδιατροφικής παραγωγής, καθώς και των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Οι ανοδικές τάσεις που παρουσιάζει η βιομηχανική παραγωγή τα τελευταία δύο χρόνια, δείχνουν ότι αυτό είναι εφικτό υπό τον όρο ότι αυτές οι τάσεις θα υποστηριχθούν από μια σύγχρονη και συνεκτική βιομηχανική πολιτική.

Θεσμική ανασυγκρότηση και ο νέος ρόλος του Κράτους

Η εξωστρέφεια, με την έννοια της αλληλεπίδρασης, της συνεργασίας και της διάδρασης εσωτερικών και εξωτερικών διαδικασιών δεν αφορά μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις, ούτε αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα. Αφορά όλη την οικονομία και την κοινωνία. Γι’ αυτό προϋποθέτει τη θεσμική αξιοπιστία, τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης και τον προωθητικό και συνεργατικό ρόλο τους κράτους.

Πολλοί δημόσιοι φορείς διαθέτουν σημαντικές εμπειρίες και τεχνογνωσία η οποία θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε άλλες χώρες.

Οι δυνατότητες αυτές δεν περιορίζονται μόνο σε ανώτατα εκπαιδευτικά και ερευνητικά Ιδρύματα, τα οποία ήδη συμμετέχουν δραστήρια σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα, αλλά και σε πολλούς άλλους φορείς. Θα πρέπει, επομένως, αυτές οι δυνατότητες να οργανωθούν και να υπάρξει μια στρατηγική εξωστρέφειας και για το δημόσιο τομέα.

Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και για τον ιδιωτικό τομέα. Πέρα από τις μεγάλες επιχειρήσεις, ορισμένες από τις οποίες έχουν με επιτυχία διεθνοποιήσει τη δράση τους, τόσο η μεσαία επιχειρηματικότητα όσο ακόμη και η μικρή, μπορούν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρουν οι διεθνείς αγορές μέσα από σχήματα συνεργασίας των ίδιων των παραγωγών ή και σχήματα συνεργασίας κράτους-ιδιωτών και  κοινωνικών φορέων, μέσω των οποίων θα υπερβούν τους περιορισμούς των μικρών μεγεθών και θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έχει η πρόσβαση σε μεγάλες αγορές. Ακόμη και στον τομέα των συνεταιρισμών και της κοινωνικής οικονομίας υπάρχουν δυνατότητες διεθνούς δικτύωσης και συνεργασίας.

Η εξωστρέφεια, λοιπόν, όχι μόνο με την έννοια των εξαγωγών αλλά με την έννοια της διεθνούς συνεργασίας και της προέκτασης της δράσης στο διεθνή χώρο, δεν περιορίζεται στενά στην οικονομία αλλά αφορά τη νέα παραγωγική, την κοινωνική, την πολιτισμική ταυτότητα της μεταμνημονιακής Ελλάδας, την οποία πρέπει να συνδιαμορφώσουμε.

Αυτό προσδιορίζει και το ρόλο του κράτους στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής. Έναν προωθητικό ρόλο, ευρύ και ουσιαστικό στον τομέα του σχεδιασμού, της ρύθμισης, της υποστήριξης, της διαμόρφωσης των αναγκαίων θεσμών, της χρηματοδότησης, της οργάνωσης συνεργασιών και συνεργιών τόσο εντός του ευρύτερου δημόσιου χώρου όσο και μεταξύ δημοσίων, ιδιωτικών και κοινωνικών φορέων.

Αλλαγή με τη συμμετοχή της κοινωνίας και όχι με όρους «εξωτερικής επιβολής»

Οι αιτίες της κρίσης που ζούμε είναι αναμφίβολα εσωτερικές, ενδογενείς. Δύσκολα θα βρει κάποιος άλλη χώρα με τις δυνατότητες που είχε η δική μας χώρα στα χρόνια πριν από την κρίση.  Και όμως, αντί να χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω δυνατότητες για να δημιουργηθεί μια βιώσιμη, δίκαιη και παραγωγική οικονομία, καταλήξαμε σε μια οδυνηρή χρεοκοπία.

Επομένως, έχουμε να κάνουμε πολλά και είναι δική μας ευθύνη να τα κάνουμε ανεξάρτητα από τα Μνημόνια∙ για τον εκσυγχρονισμό και τον ψηφιακό μετασχηματισμό  της δημόσιας διοίκησης, για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών και δίκαιων φορολογικών μηχανισμών, για την κοινωνική επανανομιμοποίηση των θεσμών, για τη συγκρότηση ενός νέου βιώσιμου Κοινωνικού Κράτους καθολικών υπηρεσιών και παροχών.

Αυτές όμως και άλλες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν με όρους εξωτερικής επιβολής. Η παραγωγική και θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας απαιτεί τη συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών.

Το τέλος των Μνημονίων και της επιτροπείας είναι προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξωστρέφεια.

Πέραν αυτού, η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο ελληνική. Είναι μέρος και της κρίσης της ΕΕ. Έγινε διπλή λόγω της ανετοιμότητας αλλά και της απροθυμίας των ευρωπαϊκών αρχών να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων επερχόμενων κρίσεων.   Και μόνο ο θεσμός της επαναγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ που ισχύει σήμερα, το γνωστό ως QE, αν ίσχυε από το 2009, η Ελλάδα δεν θα απέφευγε ασφαλώς την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή,  θα μπορούσε να αποφύγει όμως τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές και τη συνακόλουθη  χρεοκοπία.

Επτά χρόνια μετά την κρίση η χώρα παραμένει αποκλεισμένη από τις αγορές δανεισμού και από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και είναι η χώρα που το έχει περισσότερο ανάγκη.

Επιβαλλεται «καθαρή λύση» στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου

Εν όψει λοιπόν και του κρισίμου Eurogroup που θα γίνει στις 15/6 θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η ελάφρυνση του χρέους  δεν μπορεί χωρίς συνέπειες να μετατίθεται διαρκώς στο μέλλον. Η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών, αλλά αφορά τη δυνατότητα της χώρας να βγει από την κρίση και να κάνει το αναγκαίο άλμα προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την  εξωστρέφεια. Και τούτο γιατί οι αποφάσεις για το χρέος επηρεάζουν τρία κρίσιμα μεγέθη:

  • Τα επιτόκια δανεισμού
  • Τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση της οικονομίας
  • Την πιστοληπτική ικανότητα και το επενδυτικό ρίσκο της χώρας

Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, είναι προφανές ότι κάθε προσπάθεια για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα έχει περιορισμένα αποτελέσματα αν το κόστος δανεισμού, με το βαθμό υπερχρέωσης των επιχειρήσεων, είναι πολλαπλάσιο εκείνου των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα οδηγήσει σε δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού, όχι μόνο του Κράτους αλλά και των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών. Αντίστοιχα θα βελτιωθούν η ρευστότητα και οι δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας. Σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αυτή δεν επηρεάζει μόνο τους όρους δανεισμού αλλά και το επενδυτικό ρίσκο της χώρας. Όσο το ρίσκο αυτό, όπως συμβαίνει σήμερα, είναι υψηλό, αυτό δρα αποτρεπτικά για επενδύσεις εκτός και αν αυτές εξασφαλίζουν πάρα πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους.

Αν για οποιοδήποτε λόγο τα παραπάνω δεν συμβούν, τότε τα επιτόκια θα παραμείνουν σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα, η ρευστότητα θα είναι ανεπαρκής για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και το  επενδυτικό ρίσκο θα παραμένει αποτρεπτικό για πολλές επενδύσεις.

Η άποψη ότι η ελάφρυνση του χρέους  θα αναστείλει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στηρίζεται στη λανθασμένη υπόθεση ότι η στασιμότητα της οικονομίας και η μαζική ανεργία αποτελούν, σύμφωνα με την παράδοξη αυτή άποψη, το κατάλληλο περιβάλλον για μεταρρυθμίσεις! Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καταστροφική προσέγγιση που καταδικάζει την οικονομία σε καταστολή και την κοινωνία στην ανεργία, τη φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής. Και αυτό το περιβάλλον εξαντλεί τις αντοχές της κοινωνίας. Αντίθετα, ένα περιβάλλον ανάπτυξης και θετικών προοπτικών είναι το πλέον κατάλληλο για την πραγματοποίηση των αλλαγών που έχει ανάγκη η κοινωνία.

Διατυπώνεται, επίσης, η άποψη ότι η στάση των δανειστών οφείλεται στη μειωμένη αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια επικίνδυνα μυωπική άποψη. Πρώτον, διότι όλοι αναγνωρίζουν ότι η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της και δεύτερον, διότι η εν λόγω στάση των δανειστών ισχύει διαχρονικά. Και αν έχει τεθεί ένα θέμα εμπιστοσύνης, αυτό αφορά όχι τη σημερινή κυβέρνηση αλλά τις ελίτ, που σύμφωνα με άποψη αυτή, ευθύνονται για την κρίση, τη διαφθορά και την πελατειακή λειτουργία του κράτους.  Ωστόσο και η άποψη αυτή, αν και ορθή ως διαπίστωση, είναι υποκριτική όταν χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την επ’ αόριστον συνέχιση της λιτότητας και της επιτροπείας, διότι εκείνοι που υποφέρουν από αυτή την πολιτική, δεν είναι οι ελίτ, αλλά ο ελληνικός λαός  και η ιδιαίτερα νεολαία.

Για αυτό είναι, από κάθε άποψη, αναγκαίο αλλά και εφικτό το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, να κάνει έστω και την ύστατη ώρα ό,τι δεν έκανε στα προηγούμενα, χωρίς καμιά ουσιαστική δικαιολογία και χωρίς καμία ευθύνη της χώρας, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και με το παραπάνω.

Υπόθεση όλων το εθνικό σχέδιο για το μέλλον

Τα μνημόνια και η επιτροπεία ούτε πρέπει αλλά ούτε και μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως ένα  «χωρίς τέλος καθεστώς», όπως ίσως κάποιοι εκ των δανειστών θα επιθυμούσαν.

Χωρίς να αγνοούμε, λοιπόν, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που έχουμε ακόμη προς τους δανειστές, γίνεται  κάθε μέρα πιο φανερό ότι η Ελλάδα χρειάζεται το δικό της σχέδιο για το μέλλον, τη δική της στρατηγική για ανάπτυξη και ευημερία.

Παρόλο που, ασφαλώς υπάρχουν διαφορές τόσο ως προς το οικονομικό όσο και ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο της εν λόγω στρατηγικής, αποτελεί πιστεύω κοινό δημοκρατικό και πατριωτικό καθήκον, κοινή ευθύνη και κοινό στόχο, η διεκδίκηση και η κατάκτηση εκείνων των βαθμών αυτονομίας, εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, που θα μας επιστρέψουν να ανταποκριθούμε στην ανάγκη αυτή.