Στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου, που παραχώρησε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ανέφερε:
Χθες και σήμερα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, συζητήσαμε και αποφασίσαμε τα επόμενα βήματα για το σύνολο σχεδόν των πιο σημαντικών ζητημάτων που αφορούν την ΕΕ. Συζητήσαμε για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Άμυνα, για τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία και την Τουρκία, για το Κυπριακό, για τη διαχείριση των προσφυγικών και των μεταναστευτικών ροών, το Brexit, την ευρωπαϊκή οικονομία και το διεθνές εμπόριο, τις αποφάσεις για το κλίμα.
Πίσω από ένα πολύ μεγάλο εύρος θεμάτων, πιστεύω ότι το κρίσιμο ερώτημα που τα διαπερνά είναι το ευρύτερο ερώτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του διεθνούς ρόλου που πρέπει να έχει η ΕΕ σε μια μεταβατική φάση, όχι μόνο για τις κοινωνίες της και για τις κοινωνίες μας, αλλά και για τη γειτονιά μας, ακόμα και για τις διατλαντικές σχέσεις. Θεωρώ ότι το βασικό ερώτημα στο οποίο επανερχόμαστε σταθερά, είναι το κατά πόσον μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις παγκόσμιες ευρωπαϊκές και περιφερειακές προκλήσεις πάντοτε μέσω μιας ρεαλιστικής διπλωματικής προσέγγισης και στη βάση του διεθνούς δικαίου, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και των ευρωπαϊκών αξιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, επαναβεβαιώσαμε την ακλόνητη στήριξή μας στη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, τονίζοντας τη σημασία που έχει η έγκαιρη λήψη διεθνών μέτρων για την προστασία του κλίματος.
Ως προς τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας επίσης νομίζω πως έγινε ένα σημαντικό βήμα. Συμφωνήσαμε ότι δεν μπορούμε παρά να προχωρήσουμε συλλογικά, με περαιτέρω συντονισμό και ενίσχυση των κοινών μας δυνατότητων. Η Ευρώπη πρέπει να έχει τη δική της πολιτική άμυνας για να ενισχύσει το ρόλο της ως σημαντικού παγκόσμιου παίκτη και βεβαίως για να αναβαθμίσει το διεθνή και περιφερειακό ρόλο της, ένας ρόλος που σήμερα αναδεικνύεται από τις εξελίξεις ως πιο κρίσιμος από ποτέ. Έχουμε επισημάνει εξάλλου και στις διακηρύξεις μας στις συνόδους των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Νότου ότι το μέλλον της Ευρώπης σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από την προώθηση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη Μεσόγειο και σε ό,τι αφορά και τη χώρα μας, για την ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ασφαλώς η επιτυχία αυτού του σημαντικού βήματος – κάποιοι θα έλεγαν «ιστορικού» βήματος κι εγώ θα έσπευδα να υιοθετήσω αυτό το χαρακτηρισμό – αυτής της προσπάθειας, πιστεύω ότι θα εξαρτηθεί από μια σειρά παράγοντες: πρώτα και κύρια, κατά πόσον θα μάθουμε συλλογικά από τα λάθη του παρελθόντος και θα μπορέσουμε να συμβάλουμε ουσιαστικά στην προώθηση της ειρήνης, της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην περιοχή μας. Επίσης, από το κατά πόσον τα πολιτικά εργαλεία, που έχει στη διάθεσή σας η ΕΕ για να ασκήσει πίεση προς τις τρίτες χώρες, θα συνοδεύονται και από την αποτελεσματικότερη δυνατή χρήση διπλωματικών εργαλείων για την επίλυση των διαφορών και την ενίσχυση της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες, όπου αυτό είναι δυνατόν. Και βεβαίως, από το κατά πόσον θα μπορέσουμε με ισορροπημένο τρόπο να προωθήσουμε τις δυνατότητές μας στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, χωρίς όμως να υποβαθμίζουμε, για παράδειγμα, άλλους τομείς κρίσιμους για την πολιτική μας, όπως της συνοχής, της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας. Χτες λοιπόν κατά τη διάρκεια συζήτησης για τη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα, θέσαμε το ζήτημα – και νομίζω ότι οι δεσμεύσεις που λάβαμε ήταν επαρκείς – προκειμένου τα χρήματα που θα δοθούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ενιαίας άμυνας και ασφάλειας και το κοινό Ταμείο να μην αφαιρεθούν από κονδύλια που αφορούν άλλους χρήσιμους πόρους και ιδιαίτερα τους πόρους που αφορούν τα Ταμεία Συνοχής.
Όσον αφορά τώρα το Κυπριακό, είχα την ευκαιρία χτες να θέσω το ζήτημα και έγινε μια ουσιαστική, νομίζω, συζήτηση. Είχα την ευκαιρία να τονίσω ότι πρόκειται για ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό ζήτημα. Ίσως το πιο κρίσιμο διακύβευμα για την αναβάθμιση του διεθνούς και περιφερειακού ρόλου της ΕΕ αποτελεί σήμερα η προοπτική εξεύρεσης μιας δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, βεβαίως και η εξασφάλιση του σεβασμού των σχέσεων καλής γειτονίας στο Αιγαίο, όπου δυστυχώς – κι αυτό είχα τη δυνατότητα να το τονίσω – το τελευταίο διάστημα, παρά το γεγονός ότι από την ελληνική πλευρά είναι απολύτως προφανές ότι γίνονται βήματα προσέγγισης του διαλόγου και της καλής γειτονίας, από την πλευρά των γειτόνων μας έχουμε δυστυχώς μια ένταση. Είχαμε τους προηγούμενους μήνες μια ένταση της αεροναυτικής δραστηριότητας και της παραβατικότητας στο Αιγαίο. Υπογράμμισα ότι στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να δώσουμε μια νέα ώθηση στις ευρωτουρκικές σχέσεις και να εργαστούμε για μια πραγματικά στρατηγική συνεργασία στη βάση της ενταξιακής πορείας της γείτονος, στο βαθμό που και από την άλλη μεριά θα δούμε τη διάθεση για βήματα ουσιαστικά, βήματα καλής γειτονίας, αλληλοσεβασμού και κυρίως σεβασμού των διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου. Με αυτό το όραμα πιστεύω ότι η ΕΕ σε συνεργασία με τον ΟΗΕ μπορούν να έχουν ένα καθοριστικό ρόλο στις εν εξελίξει συνομιλίες, στην πορεία δηλαδή για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό. Πιστεύω, και το τόνισα και χτες, ότι η ΕΕ και όχι η Κύπρος – δεν είναι δηλαδή ένα ζήτημα που αφορά μόνο τις δύο χώρες ή Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αλλά ένα ζήτημα που αφορά την ΕΕ – πιστεύω λοιπόν ότι η ΕΕ δοκιμάζεται σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, δοκιμάζει δηλαδή τις δυνατότητές της και στο Κυπριακό. Τις δυνατότητές της να στηρίξει το δίκαιο αίτημά μας για κατάργηση του αναχρονιστικού πλαισίου των εγγυήσεων και για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί, δίνοντας μια νέα προοπτική. Όχι μόνο στην επανενωμένη Κύπρο, που θα είναι βεβαίως και κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή. Σε συντονισμό με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, εξέφρασα την ελπίδα ότι οι επικείμενες συνομιλίες στην Ελβετία θα θέσουν τις βάσεις για αυτή τη δίκαιη και βιώσιμη λύση που σας ανέφερα, ότι δηλαδή θα προχωρήσουμε ένα βήμα προς τα μπροστά. Υπογράμμισα ότι η Ελλάδα θα καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να σημειωθεί πρόοδος στο κρίσιμο κεφάλαιο της ασφάλειας στο οποίο εμπλέκεται.
Ως προς το μεταναστευτικό και προσφυγικό θέμα, συμφωνήσαμε στη Σύνοδο στα μέτρα που αφορούν τη διαχείριση των ροών της Κεντρικής Μεσογείου και επαναβεβαιώσαμε τη στήριξή μας στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Συμφωνήσαμε να υπάρξουν κοινά βήματα για τη συγκρότηση ευρωπαϊκών μηχανισμών επιστροφής των μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους και επανήλθαμε στη συζήτηση στο κρίσιμο ζήτημα του ορισμού των ασφαλών τρίτων χωρών για επιστροφή των ατόμων, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί. Πρέπει να σας πω ότι διεκδικήσαμε και πετύχαμε να αποφασιστεί – αποφασίστηκε – ότι η λίστα των ασφαλών τρίτων χωρών δεν θα είναι μια υπόθεση που θα αφορά αποκλειστικά τα κράτη μέλη της πρώτης υποδοχής, αλλά θα είναι μια συνολική ευρωπαϊκή υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ το ερχόμενο διάστημα με ευθύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα αναλάβει τις εργασίες για να συγκροτήσει μια λίστα για το ποιες χώρες αναγνωρίζει ως ασφαλείς τρίτες χώρες.
Ακόμη, στο κεφάλαιο της οικονομίας, επεσήμανα ότι η σημερινή συζήτηση για τη διαχείριση της παγκοσμιοποίησης είναι μονοδιάστατη, διότι αν η ΕΕ εξαντλεί τις πολιτικές της στο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των αγορών, τότε λειτουργεί παθητικά ως εντολοδόχος τους και αγωγός των παρενεργειών της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια ΕΕ ρυθμιστή, ρυθμιστικό παράγοντα της παγκοσμιοποίησης και όχι απλά έναν αγωγό και έναν παθητικό εντολοδόχο. Αυτό βεβαίως σημαίνει και προτεραιότητα στην ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης, του κοινωνικού πυλώνα, ενός ξεχασμένου πυλώνα για πολλά χρόνια στην ΕΕ. Να πω συνοπτικά ότι έκανα τρεις επισημάνσεις: η μία αφορά στην ανάγκη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ενίσχυση της βιομηχανίας, της μικρομεσαίας και της νεοφυούς επιχειρηματικότητας σε όλο το εύρος της αλυσίδας αξίας, με στόχο την προσέγγιση επενδύσεων, τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων και την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων επιδοτήσεων. Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ευκαιρίες για ανάπτυξη, για δουλειές, για νέες θέσεις εργασίας, πρέπει να μπούμε σε μια λογική συντονισμού μιας ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής. Το δεύτερο που σημείωσα είναι ότι πρέπει να στοχεύσουμε στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αλλά με έμφαση στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια και στην αξιοποίηση του υψηλού δυναμικού στην ήπειρό μας και όχι σε ένα διαρκή ανταγωνισμό προς τα κάτω, σε ένα διαρκή ανταγωνισμό για τη μείωση του μισθολογικού κόστους, τον οποίο άλλωστε η Ευρώπη ποτέ δεν πρόκειται να τον κερδίσει.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε για τον προστατευτισμό και την άποψη κάποιων κρατών μελών ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί η δυνατότητα screening –η δυνατότητα ελέγχου και προστασίας στρατηγικών επενδύσεων – από τα κράτη μέλη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είχα την ευκαιρία να τοποθετηθώ και να υπογραμμίσω μια προφανή αντίφαση. Μια αντίφαση που συνίσταται στο ότι από τη μια μεριά συζητάμε για μια ενιαία στρατηγική προστατευτισμού απέναντι στις στρατηγικές επενδύσεις τρίτων χωρών και από την άλλη χρόνια τώρα – και μάλιστα στο όνομα της αμοιβαιότητας – αρνούμαστε να προχωρήσουμε τη συζήτηση για την αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, την αμοιβαιοποίηση των βαρών, για την τραπεζική ένωση και μια ενιαία φορολογική πολιτική. Αντιλαμβάνεστε ότι όσο αρνούμαστε το ένα και προσπαθούμε να επιταχύνουμε το άλλο, τα πράγματα είναι ετεροβαρή. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από χώρες ιδιαίτερα του Νότου, που χρειάζονται ξένες επενδύσεις, όπου τα επιτόκια δανεισμού είναι πολλές φορές υψηλότερα από αυτά που δανείζονται οι χώρες του Βορρά, να ζητείται η εκχώρηση της κυρίαρχης απόφασης ως προς την προώθηση των αναγκαίων στρατηγικών επενδύσεων στο όνομα μιας κοινής στρατηγικής, που όμως ουδέποτε έχουμε μέχρι τώρα συζητήσει. Στο βαθμό που θα ήταν ώριμο να κουβεντιάσουμε για μια νέα αρχιτεκτονική στην Ευρώπη που θα περιλαμβάνει την προοπτική της τραπεζικής ενοποίησης, της ενιαίας φορολογικής πολιτικής, της αμοιβαιοποίησης του ρίσκου, που θα περιλαμβάνει δηλαδή κανόνες προστασίας όλων, που θα δίνουν μια προοπτική οικονομικής σύγκλισης, πιστεύω ότι αυτή η συζήτηση είναι εύλογο να ανοίξει. Ας ανοίξει στο πλαίσιο – επαναλαμβάνω – μιας ευρύτερης συζήτησης για τη νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ, που ούτως ή άλλως έχει ξεκινήσει, όχι όμως επισήμως.
Κώστας Λασκαράτος (ΕΡΤ): Κύριε Πρόεδρε, σχετικά με το Κυπριακό, θα ήθελα να μας πείτε αν, μετά και από τις παρεμβάσεις σας στο χθεσινό δείπνο, είστε αισιόδοξος για τη Γενεύη 2, όπως τη λένε, και αν πιστεύετε, μετά τη συνάντησή σας με τον κ. Γιλντιρίμ, ότι θα κάνει κάποια βήματα αυτή τη φορά και η Τουρκία. Και [θα ήθελα] και ένα σχόλιο για τη νέα πρόκληση, την ανάγνωση του Κορανίου και την τέλεση προσευχής εντός της Αγίας Σοφίας. Έγινε και μετάδοση από την κρατική τηλεόραση της γείτονος και μάλιστα η απάντηση της Τουρκίας στην αντίδραση της Ελλάδας ήταν κάπως αιχμηρή και κάπως δηκτική, ενώ μας καλεί να γίνουμε μια μοντέρνα και δημοκρατική χώρα και να σεβαστούμε όλες τις θρησκείες.
Αλέξης Τσίπρας: Σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ερωτήματός σας, θα σας πω ότι δεν μπορώ να είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος. Πιστεύω, όμως, ότι πρέπει με σοβαρότητα, με αποφασιστικότητα, να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν, προκειμένου να γίνουν βήματα προς τα μπροστά. Και αυτό προσπαθούμε. Επαναλαμβάνω, η θεώρησή μας είναι πως δεν πρόκειται για μια ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά για ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό πρόβλημα, που, θα έλεγα, ότι συναρτάται και με την προοπτική της σταθερότητας και της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και κατ’ επέκταση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική λύσης περνάει και μέσα από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και από την ατζέντα των σχέσεων αυτών. Συνεπώς, θα έλεγα ότι η χρονική συγκυρία κατά την οποία εκδηλώθηκε η πρώτη προσπάθεια, αλλά και τώρα η δεύτερη προσπάθεια, η δεύτερη απόπειρα, θα μπορούσε ένας αντικειμενικός κριτής να παρατηρήσει ότι δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Παρόλα αυτά, δε διαλέγεις εσύ τη συγκυρία ούτε τις συνθήκες, όμως μπορείς να διαλέξεις τη μεθοδολογία, τους συμμάχους και τα εργαλεία – που είναι το διεθνές δίκαιο – με τα οποία προσπαθείς να επιλύσεις ένα πρόβλημα με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Εμείς σε αυτή την κατεύθυνση κινούμεθα. Σε αγαστή συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε ό,τι θετικό υπάρχει – το ότι υπάρχουν δηλαδή δύο ηγέτες οι οποίοι θέλουν λύση – και να αμβλύνουμε ό,τι αρνητικό υπάρχει – τη συγκυρία την οποία ανέφερα πιο πριν – προσπαθώντας να έχουμε την ευρύτερη δυνατή στήριξη και από το ευρύτερο πλαίσιο των θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων, διότι οι ευρωπαϊκές χώρες νομίζω ότι θα έχουν άμεση επίπτωση από τη μία ή την άλλη εξέλιξη, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Αν έχουμε λύση, το οποίο όλοι επιδιώκουμε, η επανενωμένη Κύπρος θα είναι κράτος μέλος της ΕΕ. Συνεπώς, φαντάζομαι ότι όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά κανείς από τους 27 υπόλοιπους δε θα ήθελε να έχει σε ένα τραπέζι μία χώρα και έναν Πρόεδρο που θα βρίσκεται υπό τη διαρκή απειλή, την οποία θα προκαλεί η διαρκής παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στο νησί. Ούτε θα μπορούσε, πιστεύω, η ΕΕ και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες να δεχθούν ότι μία χώρα κράτος μέλος της θα βρίσκεται υπό τη διαρκή επήρεια της δυνητικής παρέμβασης μιας τρίτης χώρας, ως «εγγυήτριας». Και, βεβαίως, επιπτώσεις θα υπάρχουν και στην περίπτωση που δεν τα καταφέρουμε. Και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Διότι αντιλαμβάνεστε ότι οι επιπτώσεις δε θα έχουν να κάνουν μόνο με την απώλεια μιας ακόμα ευκαιρίας, αλλά και με την πιθανή ένταση στις ελληνοτουρκικές και στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Όλα αυτά πρέπει να τα λάβουμε υπόψη μας. Εγώ, θα έλεγα με δύο λόγια, έθεσα τους εταίρους μας προ των ευθυνών τους για το Κυπριακό και πιστεύω ότι αυτή η παρέμβαση είχε κάποιο αποτέλεσμα. Δεν μπορώ λοιπόν να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας αν είμαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Είμαι ρεαλιστής και πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν κάποια βήματα προόδου στην Ελβετία την επόμενη εβδομάδα.
Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, όπως θα διαπιστώσατε, η σταθερή και σθεναρή αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια ακόμα απόπειρα ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτισμικής μας κληρονομιάς να αξιοποιηθεί με έναν τρόπο που δεν αρμόζει ούτε στην ιστορία ούτε στο χαρακτήρα του έτυχε της ευρύτερης στήριξης της διεθνούς κοινότητας, της UNESCO, αλλά και του State Department των ΗΠΑ, με ανακοινώσεις που, από ό,τι έμαθα, εξέδωσαν σήμερα. Αντιλαμβάνεστε ότι όλοι κρινόμαστε και για τις προθέσεις μας, αλλά και για τις πράξεις μας και πιστεύω ότι η τουρκική πλευρά πρέπει να συμμορφωθεί με όλα όσα προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις, αλλά και με την προοπτική που θέλει να έχει ως χώρα στο διεθνές γίγνεσθαι. Αν θέλει να είναι μια χώρα η οποία θα έχει μια προοπτική προσέγγισης προς την Ευρώπη και προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει αυτές τις προκλήσεις να τις αφήσει κατά μέρος.
Θάνος Αθανασίου (ΚΥΠΕ): Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν μπορείτε να μας μεταφέρετε ποιες ήταν οι αντιδράσεις των εταίρων στο αίτημα για κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος της ασφάλειας και των εγγυήσεων, της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε η ΕΕ να το επιβάλει αυτό στην Τουρκία στη Διάσκεψη στην Ελβετία ή σε κάποια άλλη φάση; Επίσης, [θα ήθελα να σας ρωτήσω] αν συζητήσατε με τον κ. Αναστασιάδη το προσχέδιο του κειμένου του κ. Eide και αν αυτά τα οποία είδατε μας ικανοποιούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Αλέξης Τσίπρας: Νομίζω ότι υπάρχει πλήρης κατανόηση των θέσεών μας από τη μεγάλη πλειοψηφία – σχεδόν από όλους θα έλεγα – στο [Ευρωπαϊκό] Συμβούλιο σε ό,τι αφορά το θέμα του αναχρονιστικού πλαισίου των εγγυήσεων και της παραμονής κατοχικών στρατευμάτων στο νησί. Από εκεί και πέρα, αντιλαμβάνεστε ότι αυτή τη στιγμή οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Εντούτοις, είναι κρίσιμο, ιδιαίτερα κρίσιμο, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το καθένα ξεχωριστά, αλλά και εν συνόλω η ΕΕ με τα θεσμικά της όργανα, να έχει γνώση – πρωτίστως γνώση – και θέση πάνω στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.
Ως προς το έγγραφο Eide, είχαμε τη δυνατότητα να κουβεντιάσουμε επί μακρόν με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη όλες τις πτυχές, αλλά και τις καινούριες εξελίξεις και να τις αξιολογήσουμε. Θα μου επιτρέψετε να μην προβώ σε κρίσεις επί ζητημάτων που είναι ανοιχτά αυτή την ώρα πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Το μόνο που θέλω να πω είναι πως η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται να δεχθεί να πισωγυρίσουμε από κεκτημένα πάνω στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, ούτε, όμως, πρόκειται και να αντιδράσει βεβιασμένα. Θα βρεθούμε στη Γενεύη με αποφασιστικότητα, με καθαρή και ξεκάθαρη γραμμή πάνω στα κρίσιμα θέματα και με τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες – περισσότερες νομίζω δεν είχαμε ποτέ – πάνω στα κρίσιμα θέματα του Κυπριακού. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι δεν πρέπει να μας ανησυχεί ούτε να θεωρούμε ότι κάποιες κινήσεις μπορούν να δημιουργήσουν ρήγματα, ρωγμές, πάνω στη διαπραγματευτική μας γραμμή. Η διαπραγματευτική μας γραμμή είναι κρυστάλλινη, συμπαγής και πιστεύω ότι μπορεί να έχει αποτελέσματα.
Μανώλης Σπινθουράκης (Τα Νέα): Κύριε Πρόεδρε, επειδή υπήρξαν κάποιες αποφάσεις για τα θέματα της άμυνας, οι οποίες βασίζονται σε στοιχεία τα οποία δεν τα έχουμε μάθει ακόμα καλά – αναφορικά με αυτή την ενισχυμένη μόνιμη συνεργασία – θα μπορούσατε να μας ξεκαθαρίσετε αν θα πρέπει να γίνει μια μορφή ευρωπαϊκής άμυνας από ορισμένες μόνο χώρες ή αν πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους; Αυτό, από την άλλη μεριά, είναι σωστό; Να ανοιχτεί δηλαδή σε όλους και κάποιες χώρες να προστατεύονται με δαπάνες άλλων ή θα πρέπει να υπάρχει κάποια μορφή, όπως η ευρωζώνη, όπου για να μπεις, θα πρέπει να πληροίς κάποιες προϋποθέσεις;
Αλέξης Τσίπρας: Αυτά είναι ζητήματα τα οποία δεν έχουν πάρει ακόμα μια τελική μορφή. Δεν έχουμε αποκρυσταλλώσει, γιατί είναι θέματα που αφορούν – όπως είπα και για ένα άλλο ζήτημα που αφορά τον προστατευτισμό ή την οικονομία – τη συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει για τη νέα αναγκαία αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Αυτό το οποίο αποφασίσαμε χθες είναι η ανάγκη να υπάρξει ένα ταμείο, δαπάνες δηλαδή, που θα κατευθύνονται προκειμένου να εξυπηρετούν κοινούς στόχους. Αντιλαμβάνεστε, όμως, ότι αυτό είναι κάτι το οποίο ιδιαίτερα για εμάς, ως χώρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ως χώρα της οποίας τα σύνορά της είναι ταυτόχρονα και τα σύνορα της ΕΕ προς την Ανατολή και τον Νότο, είναι εξαιρετικά θετικό. Βεβαίως, υπό όρους και προϋποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκα πιο πριν. Αλλά, αντιλαμβάνεστε ότι μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση εδώ και επτά χρόνια είναι η μόνη χώρα που – εξ ανάγκης – έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στο ΑΕΠ της σε δαπάνες για την άμυνα. Και αυτές οι δαπάνες δεν είναι μόνο για την προστασία των συνόρων μας. Βεβαίως θα είναι ως επί το πλείστον γι’ αυτό, αλλά δεν είναι μόνο γι’ αυτό. Είναι και για την προστασία και την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Ιδίως όταν το τελευταίο διάστημα διαχειριστήκαμε μια τεράστια κρίση, την προσφυγική κρίση, που όλο το βάρος της Ευρώπης έπεσε στις δικές μας πλάτες, και μάλιστα σε συνδυασμό με την κρίση ασφαλείας που την ίδια ώρα εκδηλωνόταν στην περιοχή, αντιλαμβάνεστε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των εξόδων, των λειτουργικών δαπανών, δεν αφορά μόνο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, αφορά και την προστασία, και την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στην ΕΕ. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα μπροστά, υπό προϋποθέσεις – επαναλαμβάνω – πολύ θετικό και το πώς θα εξειδικευθεί το επόμενο διάστημα μένει να το δούμε.
Νίκος Λιονάκης (ΑΠΕ-ΜΠΕ): Κύριε Πρόεδρε, είπατε πριν ότι λάβατε δεσμεύσεις ότι δεν θα αφαιρεθούν κονδύλια από την παιδεία, από την εκπαίδευση, από τη συνοχή, χάριν της ενίσχυσης [της άμυνας]. Υπήρξε κάποιο ζήτημα επ’ αυτού από κάποιο αξιωματούχο, από κάποια χώρα; Βάλατε εσείς θέμα και έτσι σταμάτησε; Και, δεύτερον, είδαμε ότι κανένα από τα θέματα δεν αφορά αυτό καθαυτό την Ελλάδα, το ελληνικό ζήτημα, την οικονομική κρίση. Μάλιστα, ο Γάλλος Πρόεδρος ανέφερε πριν στην κοινή συνέντευξη του με την κα. Άγκελα Μέρκελ ότι αυτή η Σύνοδος δεν είχε καθόλου στην ατζέντα την Ελλάδα και αυτό το χαρακτήρισε θετικό. Χαιρέτισε και τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Αυτό τί δείχνει για την μετέπειτα πορεία της χώρας μας; Μπορεί ένας Πρόεδρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία χώρα, να βοηθήσει την Ελλάδα ή να αλλάξει πορεία η Ευρωπαϊκή Ένωση;».
Αλέξης Τσίπρας: Να ξεκινήσω από το δεύτερο. Νομίζω κι εγώ ότι είναι θετικό διότι, αν [η Ελλάδα] ήταν θέμα, θα ήταν θέμα κρίσης. Δεν ήταν θέμα η Ελλάδα στη Σύνοδο, ακριβώς διότι – να το πω κι αυτό – είχαμε ξεκαθαρίσει ότι, αν δεν υπάρχει θετική κατάληξη στο Eurogroup, θα είναι θέμα και θα είχαμε κρίση. Το οποίο φάνηκε, τουλάχιστον όλοι την τελευταία στιγμή θέλησαν να το αποφύγουν και το απέφυγαν και αυτό είναι θετικό. Ίσως, βέβαια, θα ήταν καλύτερο η ΕΕ να μην αποφεύγει τις κρίσεις την τελευταία στιγμή, αλλά πριν καν δημιουργηθούν ή πριν εν πάση περιπτώσει μας έρχονται ως απειλητικό ενδεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ το γεγονός ότι είχαμε μια θετική εξέλιξη την προηγούμενη εβδομάδα στο Eurogroup και δεν χρειάσθηκε η παρέμβαση στη Σύνοδο Κορυφής ή μια έκτακτη Σύνοδος των χωρών της ευρωζώνης, ότι είναι μια θετική εξέλιξη και, σε ό,τι αφορά την ουσία της λύσης, έχουμε όπως επανέλαβα και στην Αθήνα, όχι το τέλος του δρόμου μεν, αλλά το άνοιγμα του δρόμου. Πλέον ο δρόμος είναι ανοικτός και αυτό το επιβεβαιώνουν σήμερα, και όλες αυτές τις ημέρες βέβαια, και οι ίδιες οι αγορές. Σήμερα είχαμε τη χαμηλότερη τιμή σε δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου από την έναρξη της κρίσης το 2010. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι εδώ τα λόγια περιττεύουν, διότι ο καθένας μπορεί να έχει τη δική του άποψη, τη δική του εκτίμηση. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο σκοπός μας επιτυγχάνεται. Θέλει, βεβαίως, ένταση της προσπάθειας, θέλει συνεννόηση, θέλει βήματα. Είχα τη δυνατότητα και με τον Πρόεδρο Μακρόν να τα συζητήσω αυτά κατ’ ιδίαν και με την κα. Μέρκελ, με την οποία είχα μια σύντομη συνομιλία. Νομίζω όμως ότι είναι μια θετική εξέλιξη και φαντάζομαι ότι το ίδιο θα δήλωσαν και αυτοί στην κοινή συνέντευξή τους που γίνεται ταυτόχρονα με τη δική μας.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σας ερώτημα, δεν χρειάστηκε να υπάρξει ευρύτατη συζήτηση σε ό,τι αφορά το θέμα αυτό. Τις ανησυχίες τις είχαμε θέσει εμείς εκ των προτέρων, διότι ξεκαθάρισε ο Πρόεδρος Γιούνκερ κατηγορηματικά ότι τα χρήματα για την άμυνα δεν θα αφαιρεθούν από κρίσιμα κονδύλια συνοχής, τα οποία τα έχει ανάγκη η ΕΕ, αλλά κυρίως οι χώρες εκείνες που το επόμενο διάστημα θα πρέπει να στηρίξουν πολιτικές συνοχής και ανάπτυξης.
Νίκος Σβέρκος (Εφημερίδα των Συντακτών): Κύριε Πρόεδρε, μετά τη συμφωνία του Eurogroup, η ανάπτυξη έχει μπει σε πρώτη προτεραιότητα όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για την ΕΕ. Μάλιστα οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, η κα. Μέρκελ και ο κ. Μακρόν, μίλησαν για την ανάγκη να υπάρξει ανάπτυξη στην Ελλάδα και να στραφεί, τέλος πάντων, το πρόγραμμα προς αυτή την κατεύθυνση. Η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί επίσης βασικό παράγοντα στην επίτευξη της ανάπτυξης. Βάσει όμως της συζήτησης που διεξήχθη για τον έλεγχο των επενδύσεων τρίτων χωρών σε ευρωπαϊκό έδαφος, θεωρείτε ότι μπορεί να υπάρξουν εμπόδια στο άμεσο μέλλον σε επενδύσεις και συμπράξεις που θα κάνει η Ελλάδα και προέρχονται από χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, για τις οποίες μάλιστα είχατε και πολύ προχωρημένες συζητήσεις;».
Αλέξης Τσίπρας: Κοιτάξτε, θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντί σας. Η όλη συζήτηση δε διεξάγεται προκειμένου να μην υπάρξουν επενδύςεις σε χώρες που τις χρειάζονται, όπως η Ελλάδα, αλλά διεξάγεται διότι κάποιες ισχυρές χώρες στην ΕΕ θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνει ανταγωνιστική με ίσους όρους απέναντι σε άλλες ανταγωνιστικές χώρες και κυρίως σε αναδυόμενες οικονομίες που έχουν στο εσωτερικό τους ισχυρές μορφές προστατευτισμού.
Θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση ευλόγως ανοίγει στο ανώτατο επίπεδο της ευρωπαϊκής ηγεσίας. Εντούτοις, θεωρώ ότι δεν μπορεί να καταλήξει, διότι συναρτάται και από μια συζήτηση, η οποία έπρεπε να είχε προηγηθεί και να είχαμε καταλήξει κιόλας. Αν θέλουμε να έχουμε κοινή οικονομική στρατηγική, πρέπει να έχουμε και κοινά εργαλεία προστασίας. Αν δεν υπάρχει αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, ευρωομόλογο δηλαδή, για να το πω για να το καταλάβουμε όλοι τι εννοώ, αν δεν υπάρχει ενιαία τραπεζική ένωση και εγγυήσεις των καταθέσεων σε όλες τις χώρες, αν δεν υπάρχει ενιαία φορολογική πολιτική, ένα πλαίσιο δηλαδή που να δίνει, αν όχι ίσες, τουλάχιστον συγκλίνουσες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης και σε Βορρά και σε Νότο και σε Ανατολή και σε Δύση, πώς μπορούμε εμείς να προχωρήσουμε, με ταχύτατα βήματα; Εγώ θεωρώ ότι πρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση, εγώ είμαι υπέρ αυτής της προοπτικής, να κουβεντιάσουμε δηλαδή για μια Ευρώπη, η οποία αν αναπτύσσεται με ίσους όρους, θα κοιτάζει το συμφέρον της και όχι το ξεχωριστό συμφέρον της κάθε μιας χώρας, του κάθε κράτους-μέλους. Αλλά πώς θα προχωρήσουμε στην εκχώρηση τόσο σημαντικών εργαλείων κυριαρχίας, εάν πρωτίστως δεν εξασφαλίσουμε όρους σύγκλισης;
Αυτό το θέμα έθεσα στη Σύνοδο και νομίζω ότι έχει γίνει κατανοητό. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτή είναι μια συζήτηση, οι αποφάσεις δεν είναι οριστικές, ουσιαστικά προσεγγίσαμε το θέμα, μια διατύπωση κάναμε σε μια κοινή δήλωση, δεν υπάρχει κάποια εκχώρηση κυριαρχίας, αλλά ανοίγει μια συζήτηση, την οποία πιστεύω πρέπει να δούμε σε ένα συνολικό πλαίσιο. Και έχω την πεποίθηση ότι αμέσως μετά και το τέλος του εκλογικού κύκλου, δηλαδή αμέσως μετά και τις εκλογές στη Γερμανία, αυτή η συζήτηση θα ανοίξει ουσιαστικά. Και ως τότε δεν πρέπει να έχετε καμία ανησυχία για επενδύσεις που γίνονται στην Ελλάδα. Άλλωστε, πρέπει να σας πω ότι η συζήτηση αυτή δεν αφορά εν γένει επενδύσεις τρίτων χωρών, αλλά αφορά επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς που αποκτούν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής, η οποία όμως, επαναλαμβάνω, συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο, αυτή δηληδή η ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική.
Μαρία Ψαρά (News247): «Δύο ερωτήσεις: Με την πρώτη θα σας γυρίσω πίσω στην Τουρκία. Σας ενημέρωσαν χθες στο δείπνο, αν δεν κάνω λάθος, για τις επαφές που είχαν ο Πρόεδρος Τουσκ και ο Πρόεδρος Γιούνκερ με τον Ερντογάν, όταν επισκέφθηκε εδώ τις Βρυξέλλες για το ΝΑΤΟ. Τι εντύπωση υπάρχει για όλα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της Τουρκίας και, δεδομένης της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το μεταναστευτικό που λειτουργεί κατά κοινή ομολογία, υπάρχει η πρόθεση να επεκταθεί κάπως αυτή η συνεργασία ή να αλλάξει σε σχέση με αυτό που συμβαίνει στο εσωτερικό; Και επίσης μιλήσατε για πρωτοβουλίες που μπορεί να αναλάβει η ΕΕ για την ανάδειξή της στη γειτονιά μας, στην περιοχή μας, και θα ήθελα να μας αναλύσετε λίγο περισσότερο τί εννοείτε και ποιος ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτή τη διαδικασία. Ευχαριστώ».
Αλέξης Τσίπρας: Νομίζω ότι εκ των πραγμάτων ο ρόλος της Ελλάδας στην ανάδειξη του διεθνούς ρόλου της ΕΕ, ως μιας κρίσιμης δύναμης για την αντιμετώπιση των διεθνών και περιφερειακών προκλήσεων, είναι πολύ σημαντικός και πολύ κρίσιμος. Και αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα ιδιαίτερο γεωστρατηγικής σημασίας σημείο, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Συνεπώς, ας ξεκινήσω λέγοντάς σας ότι η πιο κρίσιμη πρωτοβουλία από την πλευρά της ΕΕ είναι η αντιμετώπιση των κρίσεων. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα. Και δυστυχώς οι κρίσεις είναι αρκετές. Υπάρχει κρίση και πόλεμος στη Συρία, υπάρχει διαρκής, εδώ και χρόνια, κρίση στη Μέση Ανατολή, υπάρχει κρίση στη Λιβύη, και βεβαίως υπάρχει ένταση στις ευρωτουρκικές, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και υπάρχει και το άλυτο, δυσεπίλυτο μάλλον, ζήτημα εδώ και 40 και πλέον χρόνια, που είναι το Κυπριακό. Αν, λοιπόν, θέλει να ξεκινήσει από κάπου η Ευρώπη να αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο της, θα πρέπει να ξεκινήσει από τη γειτονιά της, για να μπορέσει να αναβαθμιστεί αυτός ο ρόλος και να έχει και μεγαλύτερη ικανότητα να λύσει και άλλες μεγάλες κρίσεις στον πλανήτη. Άρα, λοιπόν, το Κυπριακό είναι ένα τεστ, ένα κρίσιμο τεστ, όπως και οι σχέσεις με την Τουρκία είναι ένα κρίσιμο τεστ.
Τώρα όσον αφορά την ερώτησή σας για το εσωτερικό της Τουρκίας ή μάλλον για τις συζητήσεις που είχε ο Πρόεδρος Ερντογάν με τους Προέδρους Τουσκ και Γιούνκερ, νομίζω ότι η ενημέρωση που μας έκαναν επιβεβαιώνει την εκτίμηση που έχω μετά τη συνάντησή μου με τον Πρόεδρο Ερντογάν στο Πεκίνο, αλλά και μετά τη συυνάντησή μου με τον Τούρκο Πρωθυπουργό στην Αθήνα. Δηλαδή, ότι η Τουρκία μετά από μια μακρά περίοδο έντασης με την Ευρώπη μετά το δημοψήφισμα αναζητεί οδούς επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη. Δεν ξέρω πόσο ειλικρινές και πόσο βαθύ είναι αυτό. Από την άλλη, δεν ξέρω και πόσο διάθεση υπάρχει από την πλευρά της Ευρώπης να προχωρήσει ουσιαστικά. Εμείς επαναλάβαμε και στην τουρκική ηγεσία και χθες στην ευρωπαϊκή ηγεσία τις σταθερές μας θέσεις. Είμαστε υπέρ της προσέγγισης της Τουρκίας προς την ΕΕ. Είμαστε αταλάντευτα θετικοί στην προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, και τόνισα χθες ότι όσοι, ενδεχομένως εκ πρώτης όψεως ευλόγως, θέτουν αντιρρήσεις εστιάζοντας στα ανθρώπινα δικαιώματα, καλό θα είναι να πάνε να ρωτήσουν πόσο υποκριτικό ακούγεται αυτό σε αυτούς τους ανθρώπους σήμερα στην Τουρκία που υφίστανται διακρίσεις και πιέσεις σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πόσο, δηλαδή, στο όνομα των υπαρκτών αυτών πιέσεων θα ήθελαν οι ίδιοι να σταματήσει η ενταξιακή προοπτική, άρα κάθε ελπίδα αυτές οι πιέσεις να αμβλυνθούν, κάθε ελπίδα να υπάρξει ουσιαστικός εκδημοκρατισμός. Εμείς, λοιπόν, έχουμε σταθερές και πάγιες θέσεις και παλεύουμε αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα προς όφελος και των εθνικών συμφερόντων, αλλά κυρίως προς όφελος της ασφάλειας, της σταθερότητας, της ειρήνης και της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.