Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
συνηθίζουμε να λέμε πως η παιδεία είναι ένα θέμα εθνικής σημασίας, είναι ένα θέμα εθνικό. Και είναι, υπό την έννοια πως είναι ο παράγοντας που καθορίζει το συνολικό πνευματικό επίπεδο ενός λαού. Μα είναι, θα έλεγα, και θέμα βαθιά κοινωνικό, γιατί επηρεάζει τον τρόπο που οι άνθρωποι μαθαίνουν να λειτουργούν μέσα σε μια κοινωνία και επειδή καθορίζει τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες και στη γνώση, που στις μέρες μας είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κριτήριο για τη δυνατότητα όλων των πολιτών να έχουν εφόδια, προκειμένου να μπορέσουν να έχουν μια ζωή και μια πρόοδο και να έχουν και τις κατάλληλες εκείνες παροχές από την πολιτεία και την κοινωνία, ώστε να μπορέσουν να χαίρουν όλες τις δυνατότητες εξέλιξής τους σε ισότιμη βάση.
Αυτό, όμως, θα έλεγα εγώ ότι είναι και ένα βασικό κοινωνικό δικαίωμα ταυτόχρονα, αλλά και ένα μέσο για να ασκούν έλεγχο και κριτική οι πολίτες προς την εξουσία. Συνεπώς, η παιδεία δεν είναι μόνο μια υπόθεση εθνική, αλλά είναι, εν τέλει, και ζήτημα Δημοκρατίας.
Ήρθα, λοιπόν, σήμερα στη Βουλή για να μοιραστώ τις σκέψεις μου, σε μια μέρα προσπάθειας για την επανεκκίνηση των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ της χώρας.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή, ελπίζοντας ότι δεν θα μακρηγορήσω. Όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας, ξέραμε πως και στον τομέα της παιδείας είχαμε μπροστά μας ένα διπλό και παράλληλο έργο, να αλλάξουμε όλες τις διαλυτικές συνθήκες που είχαν δημιουργήσει στα χρόνια των μνημονίων οι ακραίες παρεμβάσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων και ταυτόχρονα, όμως, να επιχειρήσουμε να στήσουμε κι ένα άλλο όραμα για την εκπαίδευση, να βάλουμε στο παρόν τα θεμέλια του μέλλοντος της εκπαίδευσης στη χώρας μας.
Ξεκινήσαμε αυξάνοντας, παρά τις εξαιρετικά ασφυκτικές, θα έλεγα, δημοσιονομικές συνθήκες το 2015, τη χρηματοδότηση της παιδείας στο 2,8% του ΑΕΠ, αντί να υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις που είχαν πάρει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, που ήταν δεσμεύσεις για να την κατεβάσουμε στο 1,8% του ΑΕΠ.
Και του χρόνου αυξάνουμε ακόμα περισσότερο τη χρηματοδότηση σε πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα, όπως είχαμε δεσμευτεί. Στην επόμενη διετία θα δώσουμε 65 εκατομμύρια ευρώ, 30 εκατομμύρια τον ένα χρόνο και 35 εκατομμύρια τον επόμενο, αρχής γενομένης από τον προϋπολογισμό του 2018.
Και θέλω να το πω αυτό, διότι είναι σωστό να λέμε ότι δεν είναι μόνο τα χρήματα και ότι χρειάζεται να συζητήσουμε για τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, για το μοντέλο της εκπαίδευσης, για το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης, για το περιεχόμενο της γνώσης στα σχολειά μας και τα πανεπιστήμια, η αλήθεια, όμως, είναι πως ιδιαίτερα στα δημόσια πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα την τελευταία πενταετία η κατάσταση έχει γίνει ασφυκτική. Τόσο ασφυκτική, που καμία σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν θα μπορεί να προχωρήσει γρήγορα, εάν δεν προσπαθήσουμε βήμα-βήμα, ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες, να αποκαταστήσουμε αυτή τη χρηματοδοτική στενότητα, την ασφυξία των τελευταίων χρόνων.
Το δεύτερο πράγμα που επιχειρήσαμε να κάνουμε, -εάν το πρώτο ήταν να αυξήσουμε μέσα στα πλαίσια που μπορούσαμε τις δαπάνες, δηλαδή να πάμε στο 2,8%, και όχι στο 1,8 και τώρα που ανασαίνουμε περισσότερο, να τις αυξήσουμε ακόμα περισσότερο- και τα καταφέραμε, ήταν αυτό που ίσως θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο σε μια φυσιολογική χώρα. Δηλαδή, τι; Να ανοίγουν τα σχολεία σε όλη τη χώρα και στο πιο απομακρυσμένο νησί και στα πιο ορεινά χωριά στην ώρα τους με βιβλία και να έρχονται οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στην ώρα τους και όχι τον Δεκέμβρη.
Και νομίζω ότι ο Σεπτέμβρης του 2016 ήταν ένα ορόσημο, γιατί όλα τα σχολειά και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές άνοιξαν στην ώρα τους με τους εκπαιδευτικούς στη θέση τους και με τα βιβλία στα χέρια των μαθητών από τη πρώτη σχεδόν μέρα.
Και ξέρετε κάτι; Ορισμένες φορές σε αυτήν τη χώρα το να μιλάς για το αυτονόητο δεν είναι κάτι δεδομένο. Διότι η συνήθης κριτική που ασκείται σε αυτήν την Κυβέρνηση, πέραν των άλλων, των ιδεολογικών, των πολιτικών διαφορών, είναι η κριτική περί ανικανότητας. Μακάρι να ήσασταν και εσείς τόσο ανίκανοι τα προηγούμενα πέντε μνημονιακά χρόνια και να ανοίγατε τα σχολειά στην ώρα τους!
Ή ίσως η χώρα, εάν ήσασταν τόσο ανίκανοι, να μην είχε βρεθεί στη θέση που βρέθηκε!
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εδώ και πολλούς μήνες έγιναν εξαντλητικές συζητήσεις με το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας για το σχέδιο που σήμερα φέρνουμε στην κρίση της Ολομέλειας της Βουλής. Και υπήρξαν βεβαίως -διότι αυτό είναι και στοιχείο της δημοκρατίας μας, ο αντίλογος, οι διαφορετικές απόψεις- σημαντικές συνθέσεις και εντυπωσιακές συγκλίσεις στο μεγαλύτερο μέρος, θα έλεγα, του νομοσχεδίου που σήμερα σας παρουσιάζουμε. Υπήρξαν συγκλίσεις που το βελτίωσαν, χωρίς όμως να αλλάζουν τη φιλοσοφία του. Μια φιλοσοφία που συνοψίζεται σε περισσότερη δημοκρατία, σε θέσπιση ακαδημαϊκών κανόνων, στο άνοιγμα των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στα οικονομικά ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού και στη σύνδεση των ιδρυμάτων με την κοινωνία και με αυτό που ονομάζουμε προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Όταν αναλάβαμε, βρήκαμε τα πανεπιστήμια φορτωμένα με αποτυχημένες δομές διοίκησης, με τα διαβόητα συμβούλια διοίκησης -που ήταν η μεγάλη μεταρρύθμιση της πρώην Υπουργού, της κ. Διαμαντοπούλου- με ανθρώπους άλλοτε ικανούς και καταξιωμένους επιστήμονες καλών προθέσεων, από τους οποίους όμως ζητήθηκε –χωρίς να το θέλουν οι ίδιοι- να παρεμβαίνουν στα ΑΕΙ και τελικά να έχουν αποφασιστικό λόγο στον προσδιορισμό των διοικήσεών τους και σε άλλες περιπτώσεις ανθρώπους με ελάχιστες γνώσεις για τα πανεπιστήμια στη χώρα μας και την ελληνική πραγματικότητα.
Τα συμβούλια αυτά δεν φτιάχτηκαν εν τέλει για να αποτελέσουν αυτό που λέει το όνομά τους, δηλαδή συμβουλευτικούς παράγοντες, αλλά για να αναλάβουν να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, επιτρέψτε μου την έκφραση, της τότε Κυβέρνησης και να ξεριζώσουν από τα πανεπιστήμια ανεπιθύμητες τότε διοικήσεις. Και γι’ αυτό είχαν το δικαίωμα –προσέξτε- να απορρίπτουν ακόμα και υποψηφιότητες μελών ΔΕΠ για τις διοικήσεις των πανεπιστημίων, για τη θέση του Πρύτανη και του Κοσμήτορα. Και εντελώς συμπωματικά απέρριψαν τις υποψηφιότητες όλων σχεδόν των υποψηφίων που ήταν αντίθετοι με την πολιτική της τότε Κυβέρνησης, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να παρουσιάσουν, σε πολλές περιπτώσεις, και ένα επίσημο σκεπτικό για την απόρριψη των υποψηφιοτήτων.
Μας κατηγορείτε, λοιπόν, για κρατισμό και για παρεμβατισμό στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώ υπερασπιστήκατε τον πιο αντιδημοκρατικό θεσμό στον ακαδημαϊκό χώρο από τη μεταπολίτευση και μετά. Υπήρξε, άραγε, ένας θεσμός που να υποβάθμιζε τη νοημοσύνη των πανεπιστημιακών με τόσο σαφή τρόπο τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια; Υπάρχει, άραγε, κάποια αντίστοιχη διαδικασία σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια; Καταργούμε, λοιπόν, τα συμβούλια διοίκησης για να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία και το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Πρόκειται, θα έλεγα, για μια στοιχειώδη κίνηση σεβασμού προς την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Μας κατηγορείτε, επίσης, ότι δεν θέλουμε τη σύνδεση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τις συνεχώς εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας, ενώ εμείς στην πραγματικότητα καινοτομούμε με σχέδιο και ιδρύουμε σε κάθε περιφέρεια της χώρας Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Με απλά λόγια, συγκροτούμε δομές που θα βοηθούν τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, αλλά και τα ερευνητικά κέντρα να συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και των τοπικών κοινωνιών.
Γιατί εμείς έτσι αντιλαμβανόμαστε πως μπορεί να έρθει η πρόοδος, από την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, όχι από τον εξοντωτικό ανταγωνισμό, με το να προσπαθούν τα ανώτατα ιδρύματα να διεκδικούν χρηματοδοτήσεις για κοινά ερευνητικά προγράμματα και όχι με το να προσπαθούν το ένα να βγάλει το μάτι του άλλου, όπως οι απόψεις της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης θέλουν, για να καταφέρουν τελικά να επιβιώσουν μονάχα τα πιο δυνατά και εγώ θα πρόσθετα, ενδεχομένως, όχι τα πιο δυνατά, αλλά τα πιο διαπλεκόμενα.
Και θέλω να σταθώ λίγο εδώ, διότι μέχρι σήμερα γνωρίζαμε για τον βιολογικό δαρβινισμό, ξέραμε για τον κοινωνικό δαρβινισμό, αλλά τώρα θα μάθουμε ότι υπάρχει και ο πανεπιστημιακός δαρβινισμός. Τον μάθαμε από μια πρόσφατη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος μας είπε ότι επιθυμεί ένα μοντέλο εξοντωτικής αξιολόγησης στα ΑΕΙ και μάλιστα αξιολόγησης συνδεδεμένης με τον προϋπολογισμό, με τις κρατικές δαπάνες, ώστε στο τέλος όσα ιδρύματα δεν ανταπεξέρχονται, να μην επιβιώνουν, να πέφτουν στον καιάδα.
Χαίρομαι εγώ που η Αξιωματική Αντιπολίτευση λέει ευθαρσώς τις απόψεις της, γιατί έτσι μπορεί να γίνει μια ουσιαστική αντιπαράθεση ιδεών και να καταλάβει και ο ελληνικός λαός ποιες είναι οι απόψεις μας και τι προτείνουμε για την επόμενη μέρα.
Θα μου επιτρέψετε όμως να σχολιάσω αυτή την άποψη, που, επαναλαμβάνω, χαίρομαι που τη λέτε ευθέως. Είναι μια ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας και κυρίως για τη θέσμιση, για τον τρόπο λειτουργίας της ακαδημαϊκής μας κοινότητας. Είναι μια ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τα πανεπιστήμια της χώρας, την οποία εκφράζει –και μπράβο της που το εκφράζει ευθαρσώς- η νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη. Οραματίζεται πανεπιστήμια, που ριγμένα στην αρένα του ανταγωνισμού θα αλληλοσκοτώνονται για το ποιο απ’ όλα θα επιβιώσει. Με δυο λόγια συνθήκες ακαδημαϊκού survivor, όλοι εναντίον όλων και ο καθένας μόνος του.
Εμείς, από την άλλη πλευρά, λέμε αξιολόγηση ναι, αξιολόγηση προκειμένου τα πανεπιστημιακά ιδρύματα να γίνουν καλύτερα, όχι προκειμένου κάποια να επιβιώσουν και κάποια να εξοντωθούν, αλλά προκειμένου όλοι μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανεβάσουν το επίπεδό τους και να ανεβάσουν το επίπεδο της παρεχόμενης γνώσης στους φοιτητές μας, στους σπουδαστές μας, στη νέα γενιά αυτού του τόπου. Αξιολόγηση λοιπόν ναι, ακαδημαϊκή ζούγκλα όμως όχι.
Την ίδια στιγμή, εμείς μέσα από αυτό το νομοσχέδιο αποκαθιστούμε τη δυνατότητα των φοιτητών να έχουν λόγο για τις σπουδές τους, όπως γίνεται στα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Και εσείς που καμώνεστε εδώ μέσα κάθε φορά ότι είστε πιο Ευρωπαίοι από όλους τους υπόλοιπους, έπρεπε αυτό να το ξέρετε.
Δεν δίνουμε όμως τη δυνατότητα να ψηφίζουν απευθείας οι φοιτητές για την εκλογή των πρυτάνεων, γιατί εδώ έχουμε μια εμπειρία, που μας δείχνει ότι πραγματικά είχε διαμορφωθεί ένα πλαίσιο διαπλοκής και διαφθοράς μέσα στα ιδρύματα. Μόνο που, ξέρετε κάτι; Είναι υποκριτικό εσείς, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, να κάνετε αναφορά σε αυτό το πλαίσιο για να υπερασπιστείτε την άποψη ότι οι φοιτητές δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση και κανέναν λόγο για τις σπουδές τους, διότι αυτή τη διαφθορά και αυτή τη διαπλοκή την είχαν στήσει και την είχαν τροφοδοτήσει οι δικές σας παρατάξεις, οι φοιτητικές παρατάξεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, στα ελληνικά πανεπιστήμια -δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα- και βεβαίως πρυτανικά σχήματα, τα οποία οι τότε κυβερνήσεις ή οι κομματικοί σας σχηματισμοί στήριζαν και συμμετείχαν σε αυτό το αλισβερίσι. Διότι πολλές φορές οι αποφάσεις για το ποιον θα στηρίξει η φοιτητική παράταξη λαμβάνονταν στα κομματικά γραφεία, ούτε καν εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το να καταγγέλλετε, λοιπόν, τώρα εσείς, είναι τουλάχιστον υποκρισία.
Γι’ αυτό εμείς φέρνουμε έναν νόμο, με τον οποίο φτιάχνουμε ένα πλαίσιο να ψηφίζονται ξεχωριστά οι πρυτάνεις από τους αντιπρυτάνεις, γιατί οι διοικήσεις των ιδρυμάτων δεν είναι κόμματα, δεν κατεβαίνουν κόμματα, αλλά πρόσωπα με τις απόψεις τους. Και πολλές φορές είναι χρήσιμη και η σύνθεση διαφορετικών απόψεων στις διοικήσεις των ιδρυμάτων, αν αυτές υπάρχουν ανάμεσα στους πρυτάνεις και στους αντιπρυτάνεις.
Και επειδή δεν φοβόμαστε εμείς τους φοιτητές και το φοιτητικό κίνημα, αλλά ούτε και τους υποβαθμίζουμε και θεωρούμε ότι έχουν τη δυνατότητα μόνοι τους -και πρέπει αυτήν την εμπιστοσύνη και την αυτοπεποίθηση να τους την εμπνεύσουμε κιόλας- να προστατεύσουν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα από διάφορες δυνάμεις οι οποίες λειτουργούν προβοκατόρικα, επαναφέρουμε το πλαίσιο για το πανεπιστημιακό άσυλο, για το οποίο τόσο μεγάλη φασαρία έχει γίνει, εκεί που ήταν επί της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, πριν έρθει η κ. Διαμαντοπούλου και το αλλάξει, εκεί που το είχε η κ. Γιαννάκου.
Τι σας ενοχλεί τόσο πολύ σε αυτό; Τόσο πολύ πια είσαστε με τη νεοφιλελεύθερη εκσυγχρονιστική εκδοχή, που ακόμα και τα δικά σας πεπραγμένα τα θεωρείτε οπισθοδρόμηση και μας κατηγορείτε ότι επαναφέρουμε το πλαίσιο Γιαννάκου και δεν αφήνουμε αυτό της Διαμαντοπούλου; Εντάξει, πάρτε τους και στο κόμμα σας αν τόσο πολύ τους αγαπάτε, αλλά ελάτε να μιλήσουμε εδώ επί της ουσίας για το τι κάνουμε.
Διότι με το πανεπιστημιακό άσυλο, πράγματι, η δημόσια σφαίρα είχε βασανιστεί. Είχε βασανιστεί όχι εξαιτίας του στρεβλού θεσμικού πλαισίου, αλλά εξαιτίας της δυνατότητας που είχαν κάθε φορά μικρές ομάδες προβοκατόρικες, κυρίως λόγω της αδυναμίας παρέμβασης του ίδιου του φοιτητικού κινήματος, να δημιουργούν δεδομένα που ευτελίζουν και την έννοια του ασύλου, αλλά και την ίδια την έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Εμείς, όμως, θεωρούμε ότι πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα να διασφαλίζεται η ελεύθερη παρουσία όλων των ιδεών μέσα στα πανεπιστήμια, αρκεί να σέβονται όλοι τις στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες και διαδικασίες. Διότι η κατάργηση του ασύλου, όπως το γνωρίζαμε, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά η εμπειρία λέει ότι το ενέτεινε. Kαι μοναδικός τρόπος κατά την άποψή μας να επιλύονται εντάσεις μέσα στα πανεπιστήμια, είναι ο διάλογος εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας και στο πολιτικό επίπεδο. Έτσι λύνονται τα προβλήματα. Έτσι μπορούν να λύνονται τα προβλήματα και όχι με μαζικές αστυνομικές επιχειρήσεις, που θυμίζουν άλλες εποχές.
Με τον νόμο αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επίσης, σταματάμε και τη φάμπρικα των πολύ υψηλών διδάκτρων στα μεταπτυχιακά. Και ξέρετε, αυτό είναι κάτι που για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό. Τα δίδακτρα συχνά ορίζονται με όρους αγοράς και όχι με βάση το πραγματικό κόστος του κάθε μεταπτυχιακού προγράμματος. Τα αδικαιολόγητα υψηλά δίδακτρα, από τη μία, απλώς αυξάνουν τα έσοδα μιας μικρής μερίδας καθηγητών. Και εδώ συγκρουστήκαμε και με μικροσυμφέροντα. Γίναμε δυσάρεστοι σε ορισμένους. Τι να κάνουμε; Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν δίδακτρα υψηλά, που αποκλείουν από τις σπουδές όσους φοιτητές δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα αποπληρώνουν για να τελειώσουν τις σπουδές τους.
Και ορίζουμε αυστηρές προϋποθέσεις για να διαμορφώνεται, όπου αυτό είναι απαραίτητο, το ύψος των διδάκτρων και κυρίως ορίζουμε πως κανένας φοιτητής που έχει γίνει δεκτός σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα δεν θα αποκλείεται από αυτό, αν αποδεδειγμένα έχει οικονομική αδυναμία να πληρώσει τα δίδακτρα αυτά.
Για πρώτη, λοιπόν, φορά θέτουμε όρους για τη δωρεάν φοίτηση όσων έχουν τα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά αδυνατούν να πληρώσουν τα τέλη φοίτησης. Διότι οι σπουδές και τα μεταπτυχιακά πρέπει να είναι για όλους τους νέους και τις νέες που έχουν τα ακαδημαϊκά προσόντα και όχι μόνο για αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Ξέρουμε, βέβαια, πως και σε αυτό θα διαφωνείτε εσείς της Νέας Δημοκρατίας, αλλά νομίζω ότι πάνω σε τέτοιες διαφωνίες μας κρίνουν κάθε μέρα οι πολίτες.
Αυτός ο νόμος, όμως, φέρνει και μια σειρά από άλλες σημαντικές καινοτομίες. Ικανοποιεί το πάγιο αίτημα των πολυτεχνικών σχολών για ακαδημαϊκή ισοτιμία των πενταετών πτυχίων τους με master και την ταυτόχρονη απαρχή των διαδικασιών για την επίλυση ενός χρόνιου προβλήματος, που αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ΤΕΙ, συμπεριλαμβανομένων και των μηχανικών. Είναι ένα θέμα το οποίο συζητάμε χρόνια -θυμάμαι από τότε που Υπουργός Παιδείας ήταν ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής, ο κ. Κακλαμάνης. Συζητάμε και ξανασυζητάμε ένα θέμα, το οποίο μπορεί να λυθεί και πρέπει να λυθεί με συναινέσεις.
Η πρότασή μας είναι να προχωρήσουμε άμεσα στη σύνταξη ενός προεδρικού διατάγματος με τα επαγγελματικά προσόντα των αποφοίτων μηχανικών των ΤΕΙ, μέσα από τη συνεδρίαση μιας επιτροπής, που θα την απαρτίζουν εκπρόσωποι πολυτεχνικών σχολών των τμημάτων μηχανικών ΤΕΙ και εμπειρογνώμονες, που θα αποτελούνται από αποφοίτους των δύο θεσμών απολύτως ισότιμα.
Με άλλα λόγια, οι πρωτοβουλίες μας συντείνουν στη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης, γιατί ένα πρόβλημα που διαίρεσε κοινότητες μηχανικών επί τόσες δεκαετίες, προφανώς και δεν μπορεί να λυθεί με το πάτημα ενός κουμπιού, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι συνθήκες είναι πια ώριμες, ώστε να καθίσουν ισότιμα οι μηχανικοί να προτείνουν και να βρουν λύσεις.
Μας κατηγόρησαν ότι με τις ρυθμίσεις αυτές εξισώνουμε τα πανεπιστήμια με τα ΤΕΙ. Τα ΤΕΙ, όμως, είναι Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Οι διδάσκοντες εκεί είναι σε εκλεκτορικά σώματα καθηγητών πανεπιστημίων και συμμετέχουν σε επιτροπές διδακτορικού. Υπάρχει μια πραγματικότητα εδώ, την οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε και να τη χαιρετίσουμε. Υπάρχει πλέον ένα εξαιρετικά σημαντικό και αξιόλογο δυναμικό στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας. Υπάρχουν καθηγητές με υψηλά προσόντα, εργαστήρια που θα ζήλευαν μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ερευνητικές υποδομές και ομάδες υψηλών επιδόσεων.
Συνυφασμένη με την αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι και η διαδικασία που έχει ξεκινήσει –την εξαγγείλαμε πριν από δυόμισι περίπου μήνες στο Υπουργείο Παιδείας με την παρουσία μου εκεί- και αφορά την ίδρυση του πανεπιστημίου της Δυτικής Αττικής μετά από συζητήσεις βεβαίως και κοινή δουλειά με τα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά. Εκεί, με κριτήρια ακαδημαϊκά προχωρούμε στη δημιουργία ενός πόλου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που ταυτόχρονα, θα είναι σε επαφή και σύνδεση με τις αναπτυξιακές προοπτικές της Δυτικής Αττικής, μια περιοχή η οποία έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες, τις οποίες πρέπει να αξιοποιήσουμε, αλλά και πολύ μεγάλες προκλήσεις να αντιμετωπίσει.
Η δυναμική, που θα απελευθερωθεί από αυτήν τη διαδικασία, πιστεύουμε ότι θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, όχι μόνο για τη Δυτική Αττική, αλλά για ολόκληρη τη χώρα, ανοίγοντας επιτέλους τον δρόμο για συνέργειες περιφερειακών πανεπιστημίων και Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Και στον τομέα, όμως, της επαγγελματικής εκπαίδευσης γίνονται αποφασιστικά βήματα. Βρήκαμε τα Επαγγελματικά Λύκεια, τα ΕΠΑΛ, σε συνθήκες διάλυσης. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε φροντίσει να βγάλει τους καθηγητές τους σε διαθεσιμότητα για να μπορέσει έτσι να καταργήσει τις πιο δημοφιλείς ειδικότητες των ΕΠΑΛ και να κάνει τα παιδιά εκεί πελατεία για τα ιδιωτικά ΙΕΚ.
Εμείς από την άλλη τα αναβαθμίζουμε τα ΕΠΑΛ. Το έτος μαθητείας είναι πια μια πραγματικότητα. Μας κατηγορούσατε ότι θα είναι ένας θεσμός όπου τα παιδιά θα εργάζονταν χωρίς μισθό και ασφάλιση. Διαψευστήκατε και σε αυτό και μάλιστα, οικτρά. Η προοπτική που δίνουμε μέσω των νέων διετών δομών που ιδρύουμε στα ΑΕΙ και οι οποίες θα παρέχουν επαγγελματικά πιστοποιητικά ευρωπαϊκών προδιαγραφών, αναβαθμίζει τα ίδια τα ΕΠΑΛ και την τεχνική εκπαίδευση στη χώρα μας. Αυτά τα διετή προγράμματα θα είναι δωρεάν και θα είναι οργανωμένα μέσα στα ίδια τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω στο τέλος της παρέμβασής μου επί τροχάδην να θυμίσω μερικά ακόμη στοιχεία της πολιτικής μας στην Παιδεία: την αναμόρφωση των σχολικών προγραμμάτων για την Ιστορία και τα Θρησκευτικά, την ενίσχυση της Ειδικής Αγωγής για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό με την ίδρυση νέων σχολείων και τμημάτων και την κάλυψη όλων των κενών σε διδακτικό προσωπικό για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας στις φυλακές για να βγαίνουν οι άνθρωποι από τα αδιέξοδα που τους οδήγησαν εκεί μέσα, αλλά και τις αντισταθμιστικές δομές εκπαίδευσης που θα δημιουργηθούν από τις δομές θεραπείας από τα ναρκωτικά. Όλες αυτές είναι κινήσεις –θα έλεγα- ενός στοιχειώδους εκσυγχρονισμού, μα κι ενός στοιχειώδους ανθρωπισμού.
Επίσης, σχεδιάζουμε παρέμβαση για το επόμενο σχολικό έτος στα υπόλοιπα οχτακόσια τριάντα ολιγοθέσια –μονοθέσια, διθέσια και τριθέσια- σχολεία στη χώρα μας, που έχουν μόνο έναν δάσκαλο και βρίσκονται στις εσχατιές της πατρίδας μας, ώστε να συγκροτήσουν κι εκεί ολοήμερο τμήμα.
Θεσμοθετούμε, με τη βοήθεια βέβαια και τη συνδρομή των ίδιων των εκπαιδευτικών, χίλιες βιβλιοθήκες στα δημοτικά σχολεία της χώρας μας.
Η αιχμή, όμως, του μεταρρυθμιστικού μας προγράμματος είναι οι παρεμβάσεις στο Λύκειο. Υπάρχει ένα νομοσχέδιο, μια παρέμβαση που βρίσκεται ήδη σε διαβούλευση, σε πλατιά συζήτηση και θα έρθει με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής από τις θερινές διακοπές. Αναφέρομαι στις παρεμβάσεις που αφορούν κυρίως τη Β’ και τη Γ’ Λυκείου για την εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τα ΤΕΙ.
Το μεγάλο ερώτημα που πρέπει να απασχολεί την κοινωνία μας, είναι αν θα είμαστε μια κοινωνία με ακυρωμένο το Λύκειο και το σχολειό ως βασική εκπαιδευτική βαθμίδα, μια κοινωνία όπου οι εκπαιδευτικές διαδικασίες του Λυκείου θα επιτελούνται από θεσμούς ξένους προς τη δημόσια εκπαίδευση, στα φροντιστήρια δηλαδή, ή αν θα μπορέσουμε να ψάξουμε να βρούμε τους τρόπους για να προχωρήσουμε σε μια ριζική αναμόρφωση των διαδικασιών εισαγωγής στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ, μια ανάγκη που έχει ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία, ώστε να αναβαθμίσουμε την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στο σχολειό. Και βεβαίως να δώσουμε τη δυνατότητα στα νέα παιδιά, στην πιο κρίσιμη και ευαίσθητη ηλικία, να έχουν περισσότερες δυνατότητες και ευκαιρίες κρίσης των ικανοτήτων τους και όχι μια κι έξω σε μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή μας, όπως είναι αυτή των Πανελλαδικών Εξετάσεων στο τέλος της Γ’ Λυκείου.
Θέλω, όμως, πριν κλείσω να πω και δυο λόγια για την έρευνα, γιατί εμείς εργαζόμαστε για να κρατήσουμε τους νέους ανθρώπους στην Ελλάδα -και είναι ίσως το πιο μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου- για να δουλέψουν εδώ, να συμβάλλουν με τις ιδέες τους σ’ αυτό που ονομάζουμε «παραγωγική ανασυγκρότηση». Γι’ αυτό αυξήσαμε τη χρηματοδότηση στην έρευνα κοντά στο 1% του ΑΕΠ, ιδρύσαμε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, το ΕΛΙΔΕΚ, με πόρους 250.000.000 ευρώ, που με τη μόχλευση με τους ιδιωτικούς πόρους μπορούν να φτάσουν συνολικά το 1 δισεκατομμύριο και που ήδη έχει δώσει πάνω από πεντακόσιες υποτροφίες σε νέους επιστήμονες, υποψήφιους διδάκτορες και μετα-διδάκτορες για να παραμείνουν στη χώρα, αλλά και που ήδη δίνει την ευκαιρία σε νέους που έχουν φύγει να επιστρέψουν στη χώρα.
Φτιάξαμε το Ταμείο Συμμετοχών, επίσης με πόρους 250.000.000 ευρώ, μια δομή που θα έχει ως αποστολή το να παίρνει καινοτόμες επιστημονικές ιδέες και να στήνει πάνω σε αυτές νέες επιχειρήσεις, διότι έτσι εμείς καταλαβαίνουμε την έρευνα και τη συμβολή της στην κοινωνική πρόοδο και έτσι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα του επονομαζόμενου «brain-drain», δηλαδή της φυγής από τη χώρα των πιο δυνατών μυαλών της πατρίδας μας.
Ξέρουμε, επίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια, όσο κι αν αυτά έχουν δυσφημιστεί στο παρελθόν, και στα ερευνητικά κέντρα της πατρίδας μας γίνεται ουσιαστικό έργο. Η έρευνα που γίνεται και στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα και στα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας, είναι σπουδαία έρευνα και μέσα από τα δημόσια ερευνητικά κέντρα προκύπτουν ακόμα και επιχειρήσεις που αναπτύσσουν τεχνολογίες, που τις εξάγουν και καταλήγουν να συνεργάζονται ακόμα και με κολοσσούς.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή της Innoetics της οποίας ανακοινώθηκε πριν λίγο καιρό η εξαγορά της από την Samsung, μια εταιρεία αποκλειστικά από νέους Έλληνες επιστήμονες, που δημιούργησε μια καινοτόμα τεχνολογία, η οποία δεν είναι μόνο οικονομικά προσοδοφόρα, αλλά έχει και μια κοινωνική ανταποδοτικότητα, βελτιώνει τη ζωή των ανθρώπων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, απέναντι σε όλα αυτά που εμείς προτείνουμε, ελπίζω ότι και σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε την αντιπρόταση. Απέναντι σε αυτά που εμείς προτείνουμε αντιπαραβάλλεται το νεοφιλελεύθερο όραμα της Νέας Δημοκρατίας για την εκπαίδευση και η μόνη πρόταση αυτού του οράματος, όπως και κάθε άλλου σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας για τις παροχές προς τους πολίτες, θα έλεγα ότι συμπυκνώνεται σε μια και μόνο λέξη: ιδιωτικό. Ιδιωτικά σχολεία, ιδιωτικά πανεπιστήμια, ιδιωτικά νοσοκομεία, ιδιωτική ασφάλιση, ιδιωτικές υπηρεσίες καθαριότητας και φύλαξης, για να φτάσω ως εκεί, κοκ..
Όχι, εμείς δεν θα ευνοήσουμε αυτήν την επιχειρηματικότητα, που τρέφεται από τα κενά της κρατικής πολιτικής και στο τέλος καταλήγει να κοστίζει στο κράτος και στους πολίτες πολύ περισσότερα.
Εμείς από την άλλη πλευρά επιχειρούμε να δημιουργήσουμε και να ευνοήσουμε την επιχειρηματικότητα της καινοτομίας και του κοινωνικού οφέλους και ίσως είναι μια ευκαιρία σήμερα να ακούσει η ελληνική κοινωνία ποια είναι η άλλη πρόταση, η νεοφιλελεύθερη πρόταση. Διότι εμείς, για να το γενικεύσω, δεν αντιμετωπίζουμε και την κοινωνία ή τους πολίτες σαν μια αμόρφωτη μάζα, ως αδαή πλειοψηφία, όπως τη χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης.
Να σας πω και κάτι άλλο. Ακριβώς επειδή εμείς δεν θεωρούμε ότι είναι η αδαής πλειοψηφία, η οποία κρίνει τους πολίτες, κρίνει τις πολιτικές αποφάσεις…
Ίσως γι’ αυτό, άλλωστε, όταν θέλετε να απευθυνθείτε σε μια κοινωνική κατηγορία, πιστεύετε ότι η επικοινωνία αρκεί και όχι το περιεχόμενο των προτάσεών σας. Πιστεύετε, δηλαδή, ότι αν πάτε στους αγρότες και καθίσετε σε δεμάτια από άχυρο, θα τους πείσετε ότι έχετε πρόταση για την αγροτική πολιτική ή όταν πάτε στους ψαράδες και καθίσετε στους πάγκους.
Εσείς, λοιπόν, αντιμετωπίζετε τους ανθρώπους σαν αυτό που σας συμφέρει να είναι. Εμείς τους αντιμετωπίζουμε σαν αυτό που αξίζει να γίνουν, πολίτες μορφωμένοι, με γνώση, σε μια δημοκρατική κοινωνία, που θα δίνει ισότιμες ευκαιρίες σε όλους.
Ευχαριστώ πολύ.
Δευτερολογία
Θέλω να κάνω κάποιες μικρές επισημάνσεις. Στην αρχή της ομιλίας του ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για την κακή νομοθέτηση και για τις τροπολογίες της τελευταίας στιγμής.
Θα ήταν πράγματι ουσιαστικό να μιλήσουμε σ’ αυτήν τη Βουλή για τη δυνατότητα της καλύτερης δυνατής νομοθέτησης. Όταν, όμως, αυτή η κατηγορία εκστομίζεται από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και του Αρχηγού της, που κυβέρνησαν τον τόπο τα προηγούμενα έτη, έτη κατά τα οποία η χώρα βρέθηκε, όπως και τώρα, υπό την αυστηρή παρακολούθηση και επιτροπεία των δανειστών, ακούγεται εξαιρετικά υποκριτικό. «Στο σπίτι του κρεμασμένου…», λέει μια παροιμία.
Ξεχάσατε ότι νομοθετούσατε σχεδόν αποκλειστικά με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου;
Στο σπίτι του κρεμασμένου, λοιπόν, δεν μιλάνε για σκοινί. Όμως, θέλω να σας εξηγήσω ποια είναι η διαφορά της ανάγκης υλοποίησης των στόχων ενός προγράμματος –το επαναλαμβάνω, γιατί θέλω να είμαι ειλικρινής- που είναι πάρα πολλές φορές εξαιρετικά ασφυκτικοί ως προς τον χρόνο υλοποίησης και ταυτόχρονα της υλοποίησης μέτρων εξισορρόπησης -τα οποία εσείς ποτέ δεν σκεφτήκατε κατά τη διάρκεια της θητείας σας- των επιπτώσεων που έχουν στην ελληνική κοινωνία και στους Έλληνες πολίτες τα μέτρα της δημοσιονομικής προσαρμογής που ενισχύουν το κοινωνικό κράτος και αντιμετωπίζουν ανάγκες.
Το 2014, λοιπόν, όσο ήσασταν στην τελευταία χρονιά της διακυβέρνησης, είχατε νομοθετήσει περίπου διακόσιες εβδομήντα τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Εμείς το 2016 έχουμε μεγαλώσει κατά τι αυτόν τον αριθμό, πράγματι, όμως η διαφορά είναι ότι εσείς είχατε εξήντα νομοσχέδια ενώ εμείς πάνω από ενενήντα.
Δεν τις υπερδιπλασιάσαμε. Είναι είκοσι παραπάνω.
Προσέξτε, όμως, την ειδοποιό διαφορά. Εμείς ψηφίσαμε πράγματι με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, τον Δεκέμβρη του 2016 την εφάπαξ δέκατη τρίτη σύνταξη, ενώ εσείς αποχωρήσατε από το Κοινοβούλιο.
Εμείς φέραμε με τροπολογία της τελευταίας στιγμής την απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ για τη Λέσβο και την Κω, όταν εσείς αποχωρήσατε από το Κοινοβούλιο.
Εσείς, όμως, τι ψηφίζατε με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής μεταξύ άλλων; Την ασυλία στους τραπεζικούς που διαχειρίστηκαν τα θαλασσοδάνειά σας. Αυτά ψηφίζατε με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής! Άρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μην μιλάτε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου.
Αντιθέτως, εάν θέλετε να κάνουμε μια ουσιαστική συζήτηση για το πώς θα φροντίζουμε από εδώ και στο εξής να κάνουμε ό,τι μπορούμε, προκειμένου να έχουμε αυτό που ονομάζουμε καλή νομοθέτηση, είμαστε ανοιχτοί σε διάλογο ο οποίος μπορεί να διεξαχθεί και στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, όπου τέτοια ζητήματα μπορούν να συζητηθούν.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχομαι τώρα στα θέματα τα οποία αναφέρθηκαν από την τοποθέτηση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ο κ. Μητσοτάκης με τη σημερινή του ομιλία επανεπιβεβαίωσε αυτό στο οποίο αναφέρθηκα στην πρωτομιλία μου. Στην πραγματικότητα έχει ένα σχέδιο και ένα πρόγραμμα ακραία νεοφιλελεύθερο και ότι αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι το δημόσιο, αλλά το ιδιωτικό.
Μας μίλησε σήμερα για άλλη μια φορά για το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μας κατήγγειλε, γιατί γυρνάμε στην ανομία του θεσμικού πλαισίου Γιαννάκου, φεύγοντας από θεσμικό πλαίσιο Διαμαντοπούλου. Αυτό μας κατήγγειλε, την ανομία που είχε διαμορφώσει η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή με Υπουργό την κ. Γιαννάκου. Αυτή είναι η ανομία;
Και βεβαίως μας κατήγγειλε για το γεγονός ότι αποκαθιστούμε μια πρωτοφανή αντιδημοκρατική πρακτική για ακαδημαϊκά ιδρύματα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, αυτό των συμβουλίων, όπου είχαν τη δυνατότητα να λογοκρίνουν και να ακυρώνουν υποψηφιότητες για τις διοικήσεις των πανεπιστημίων, να ακυρώνουν υποψηφιότητες πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων για τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Ταυτόχρονα, έκανε για άλλη μια φορά μια συνήθη υπέρβαση. Διαστρέβλωσε τις θέσεις μας σε σχέση με την αξιολόγηση. Θέλω να επισημάνω ότι στο νομοσχέδιο προβλέπεται διπλή αξιολόγηση των μεταπτυχιακών ιδρυμάτων, ενώ προηγουμένως είχαμε μια φορά.
Και ουσιαστικά αυτό το οποίο δεν είπε, αλλά έτσι είναι η πραγματικότητα, θα το πω εγώ: Ανέδειξε μια αντίληψη για την αξιολόγηση που δεν αφορά σε αυτήν καθ’ αυτήν την αξιολόγηση της διαδικασίας ή των ιδρυμάτων, αλλά είναι η χρησιμοποίηση της αξιολόγησης ως εργαλείο, προκειμένου να επιβληθούν ακραίες επιλογές, είτε αυτές αφορούν στην κατάργηση ιδρυμάτων είτε αυτές αφορούν στη μείωση δημόσιων δαπανών είτε αυτές αφορούν στην απόλυση δημοσίων υπαλλήλων.
Διότι άλλο πράγμα είναι η αξιολόγηση που θα κάνει καλύτερα τα ιδρύματα, άλλο πράγμα είναι η αξιολόγηση που θα βοηθήσει και το εκπαιδευτικό προσωπικό και τους φοιτητές μας να γίνουν καλύτεροι και άλλο πράγμα είναι αυτή η αξιολόγηση, η οποία χρησιμοποιείται -επαναλαμβάνω- ως μέσο προκειμένου να δικαιολογηθούν προειλημμένες αποφάσεις μείωσης δημόσιων δαπανών για τη δημόσια παιδεία, προκειμένου να ευνοηθούν ανταγωνιστικά ιδιωτικά συμφέροντα στην παιδεία.
Βεβαίως, ίσως να μην έχει ξεχάσει ο κ. Μητσοτάκης και τη θητεία του ως Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, όπου ήθελε να αξιοποιήσει το εργαλείο της αξιολόγησης, προχωρώντας σε μια διαδικασία από την οποία εκ των προτέρων είχε προσδιοριστεί ότι σχεδόν το 25% όσων θα τεθούν στη διαδικασία της αξιολόγησης έπρεπε να θεωρηθούν άχρηστοι, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος της απόλυσής τους από το Δημόσιο.
Αυτήν την αξιολόγηση δεν τη θέλουμε. Θέλουμε την πραγματική και ουσιαστική αξιολόγηση που θα συνδράμει για να γίνουν τα ιδρύματα καλύτερα και όχι για να κόψουμε κι άλλο δαπάνες.
Τέλος, κύριε Μητσοτάκη, κατάλαβα ότι αυτοί οι επικοινωνιολόγοι που σας προτείνουν να αφήνετε τους ανθρώπους να κάθονται πάνω σε σανό, σας πρότειναν να μιλήσετε σήμερα και για τον νέο άνθρωπο, τον φοιτητή της Δυτικής Αττικής. Μα, πώς νοιάζεστε εσείς γι’ αυτόν τον νέο άνθρωπο από τη Δυτική Αττική;
Ήσασταν πέντε χρόνια κυβέρνηση και μειώσατε τις δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση τραγικά, στραγγαλίσατε τα δημόσια πανεπιστήμια, αυτόν τον νέο άνθρωπο που δεν έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει στο εξωτερικό ή να πάει σε κάποιο άλλο ιδιωτικό κολλέγιο, άρα πάει στο δημόσιο σχολειό -και χωρίς δυνατότητα να σπαταλήσει τα λεφτά του στα φροντιστήρια- και στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Πώς εσείς νοιάζεστε γι’ αυτόν τον νέο άνθρωπο, στον οποίο αναφερθήκατε, από μια λαϊκή γειτονιά της Δυτικής Αττικής; Πώς θέλετε να πείσετε ότι νοιάζεστε γι’ αυτόν; Τι κάνατε όταν ήσασταν κυβέρνηση γι’ αυτούς τους ανθρώπους;
Μόλις γυρίσουμε από τη θερινή ανάπαυλα της Βουλής φέρνουμε ένα εμβληματικό -θα έλεγα- νομοσχέδιο, το οποίο είναι ήδη σε διαδικασία διαβούλευσης, για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, γιατί αφορά τον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιδράτε και σε αυτό.
Είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο θέλει να καταργήσει τις πανελλαδικές εξετάσεις, που αποτελούν μια διαδικασία υποβολής των νέων ανθρώπων σε εξοντωτικό στρεσάρισμα και κρίσεις μόνο μιας φοράς. Έχουν βέβαια αδιάβλητο χαρακτήρα –θα συμφωνήσω με την παρέμβασή σας σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, είναι όντως αδιάβλητη- από την άλλη πλευρά, όμως, είναι πραγματικότητα σήμερα στη χώρα ότι το σχολειό -και κυρίως το λύκειο- έχει γίνει πάρεργο των φροντιστηρίων.
Ιδίως αυτό δημιουργεί εμπόδια στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων και της Δυτικής Αττικής, για τα οποία παιδιά των λαϊκών οικογενειών εσείς όψιμα εμφανιστήκατε σήμερα να νοιάζεστε. Δεν μπορείτε να πείσετε, κύριε Μητσοτάκη, γι’ αυτό.
Και κλείνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με το εξής. Ο κ. Μητσοτάκης δεν εξάντλησε την τοποθέτησή του στα θέματα της παιδείας. Αντιθέτως, για άλλη μια φορά, βρέθηκε σε αυτό εδώ το Βήμα να μας κατηγορεί για τα ίδια, γνωστά και γνωστά, τα οποία βεβαίως εδώ και δυο χρόνια δεν χάνει ευκαιρία κατά καιρούς να τα αναφέρει.
Κύριε Μητσοτάκη -το είπα και πριν- βλέποντας και τις παρεμβάσεις των Βουλευτών σας, το επιθετικό ύφος με το οποίο οι ευγενικοί κατά τα άλλα συνάδελφοι αναφέρθηκαν στον Υπουργό Παιδείας, θέλω να σας ρωτήσω γιατί αυτά τα νεύρα. Τι έχετε πάθει;
Από τότε που έκλεισε η δεύτερη αξιολόγηση και είχαμε μια συμφωνία που ανοίγει δρόμους προοπτικής για την οικονομία, μια συμφωνία για το χρέος με την οποία άνοιξαν οι δρόμοι για την πετυχημένη έξοδο της χώρας στις αγορές, δίνετε την αίσθηση -εσείς προσωπικά, αλλά και οι Βουλευτές σας, τα στελέχη σας- ότι βρίσκεστε σε κατάσταση νευρικής κρίσης.
Μέσα σε ενάμιση μήνα -15 Ιουνίου έκλεισε η αξιολόγηση- έχετε ζητήσει τρεις διαφορετικές εξεταστικές επιτροπές: Μία για τον Καμμένο -δεν ξέρω αν επιμένετε, αλλά τη ζητήσατε-, μία για τον Βαρουφάκη ξανά -ενώ γνωρίζατε ότι είχε γίνει η πρότασή σας σε προγενέστερη φάση και είχε απορριφθεί- και τώρα μία για τον Μαδούρο της Βενεζουέλας. Μέσα σε ενάμιση μήνα έχετε ζητήσει τρεις εξεταστικές επιτροπές. Πραγματικά είναι ένα εξαιρετικό ρεκόρ. Αν το διαιρέσουμε είναι περίπου μία εξεταστική κάθε δεκαπέντε ημέρες! Συνεχίστε έτσι.
Όμως, δεν είναι μόνο οι εξεταστικές επιτροπές που ζητάτε, πετώντας την μπάλα στην εξέδρα για τα σημαντικά ζητήματα του παρόντος, όπου υπάρχουν πολιτικά επιχειρήματα και διαφωνίες να αντιπαρατεθούμε. Είναι και η εν γένει συμπεριφορά σας. Ζητήσατε πριν από μια εβδομάδα από τα αυτοδιοικητικά σας στελέχη να μποϊκοτάρουν, να σαμποτάρουν, να μην παραβρεθούν σε μια διαδικασία που αφορά την Αυτοδιοίκηση κι έχει να κάνει με την προοπτική, το σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση των περιφερειών, επειδή θα ήταν εκεί ο Πρωθυπουργός. Κι ακόμα δεν διστάσατε να βάλετε απαγορευτικό στα στελέχη σας και στον ίδιο τον ανιψιό σας. Τι έχετε πάθει;
Μην ξινίζετε, κύριοι, το πρόσωπό σας! Κι εμείς θα έπρεπε να ξινίζουμε το πρόσωπό μας με μια αντιθεσμική συμπεριφορά.
Φτάσατε στο σημείο, κύριε Μητσοτάκη, να χάσετε κάθε ίχνος αστικής ευγένειας, η οποία κατά τα άλλα σας διακρίνει. Φτάσατε στο σημείο την ημέρα των γενεθλίων μου αντί για ευχές να μου απευθύνετε ύβρεις, ότι είμαι ψεύτης και κλέφτης. Εκεί έχετε οδηγηθεί.
Κύριε Μητσοτάκη, τα νεύρα δεν κάνουν καλό. Κι αντί κάθε δεκαπέντε μέρες να ανακαλύπτετε και κάτι και να ζητάτε και μια εξεταστική επιτροπή, μήπως εκεί στην Πειραιώς να φτιάχνατε μια εξεταστική επιτροπή για να ανακαλύψετε την αιτία που σας προκαλεί τόσα νεύρα; Διότι τα νεύρα στο τέλος δεν θα σας οδηγήσουν σε καλό.
Τριτολογία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις»
Μιας και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μου ευχήθηκε σε ήπιο και πράγματι τόνο αστικής ευγένειας «καλές διακοπές» δεν θα τον κακοκαρδίσω. Άλλωστε φαίνεται ότι τις χρειάζεται ο ίδιος ιδιαίτερα. Πράγματι η δευτερολογία σας ήταν σε ήπιους τόνους ακριβώς για να αποφύγετε να ταυτιστείτε με αυτό για το οποίο σας κατηγόρησα, για τα πολλά νεύρα. Δύο πράγματα όμως θα πω, κύριε Μητσοτάκη.
Κύριε Μητσοτάκη, εμείς δεν διεκδικούμε το προνόμιο της κοινωνικής ευαισθησίας, αλίμονο! Όμως, ο ελληνικός λαός και ιδίως αυτοί που εμείς θέλουμε να εκπροσωπούμε και γι’ αυτό πολλές φορές μας κατηγορείτε για ταξική μεροληψία και κοινωνική μεροληψία -και σήμερα το είπατε, ότι θέλουμε να τους εξισώσουμε τάχα μου όλους προς τα κάτω και δεν αφήνουμε κάποιους να σκαρφαλώσουν- αυτές, λοιπόν, οι κοινωνικές κατηγορίες έχουν μνήμη και ξέρουν πάρα πολύ καλά ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι διαχειριστήκανε τις προσδοκίες, τις ελπίδες τους σε ένα πελατειακό κράτος το οποίο εσείς οικοδομήσατε όλα αυτά τα χρόνια, ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι λεηλάτησαν τις δυνατότητες αυτού του τόπου χωρίς να φτιάξουν καμία υποδομή για αυτούς τα χρόνια της ανάπτυξης και ξέρουν και ποιοι είναι αυτοί που χρεοκόπησαν τη χώρα. Και τα χρόνια των μνημονίων, την πρώτη καταστροφική πενταετία, -διότι δεν πέσατε με αλεξίπτωτο στη χώρα, κύριε Μητσοτάκη, Υπουργός των κυβερνήσεων Σαμαρά – Βενιζέλου ήσασταν- αυτούς τους ανθρώπους τους αντιμετωπίσατε σχεδόν σαν ανθρώπους ενός κατώτερου θεού. Κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από τις περικοπές που κάνατε, αλλά και από την επιλογή σας να αντιμετωπίσετε με εχθρότητα, με μίσος ανθρώπους οι οποίοι ως επί το πλείστον προέρχονται από αυτά τα κοινωνικά στρώματα, όπως για παράδειγμα τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, που δικαιώθηκαν τώρα χάρη στις δικές μας προσπάθειες.
Εμείς, κύριε Μητσοτάκη, πράγματι παραλάβαμε τη χώρα σε μια κατάσταση πρωτοφανούς λεηλασίας, ασφυξίας, χρεοκοπίας. Εσείς την αφήσατε εκεί και είχατε φτιάξει και το σχέδιο της «παρένθεσης». Όμως βήμα το βήμα, με σκληρή δουλειά καταφέρνουμε και ανοίγουμε δρόμους προοπτικής. Μέσα σε αυτή την πολύ δύσκολη προσπάθεια έχουμε πάντοτε την έγνοια μας για εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες τις οποίες εσείς αξιοποιήσατε ως πελατειακό προσωπικό και την πρώτη καταστροφική πενταετία εξωθήσατε στον Καιάδα.
Θέλω, λοιπόν, -να το πιστέψετε αυτό, γιατί δεν θα σας κάνουν καλό, επαναλαμβάνω, ούτε τα νεύρα ούτε η διαρκής επιστροφή στο παρελθόν- η πολιτική αντιπαράθεση να γίνει πάνω στα προγράμματα και στις θέσεις για το μέλλον, για την επόμενη μέρα. Τι έχετε να αντιπαραβάλετε εσείς πέρα από την μεμψιμοιρία, τη διαρκή σας καρτερία μπας και σκοντάψουμε και στην πρώτη αξιολόγηση και στη δεύτερη αξιολόγηση, τη μιζέρια με την οποία αντιμετωπίσατε την επιτυχή έξοδο της χώρας στις αγορές, τη διαρκή σας προσπάθεια να υπονομεύετε ό,τι θετικό μπορεί να δημιουργηθεί σε αυτόν τον τόπο που έχει πράγματι δεινοπαθήσει όλα αυτά τα χρόνια;
Ελάτε λοιπόν να μιλήσουμε για αυτούς τους ανθρώπους σήμερα και αύριο. Γιατί η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία που εμείς φέραμε στο Κοινοβούλιο ήταν για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, που εσείς δεν πιστεύατε, δεν θέλατε να αποδεχθείτε ότι υπάρχει ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» στον τόπο.
Και σήμερα έχουμε 1,57 δισεκατομμύρια ευρώ από περίπου 650 εκατομμύρια για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, για αυτούς τους ανθρώπους, και το 2019 θα έχουμε 2,57 δισεκατομμύρια ευρώ για αυτούς τους ανθρώπους, τα οποία εσείς τα ονομάζετε «φιλανθρωπία», «ψίχουλα», μας λέτε ότι τα σχολικά γεύματα είναι φιλανθρωπία, ενώ πράγματι εμείς θέλουμε σε συνθήκες κρίσης, διάλυσης, λεηλασίας, που εσείς φέρατε, να οικοδομήσουμε ξανά ένα κοινωνικό κράτος, το οποίο δεν οικοδομήσατε εσείς τα χρόνια της μεγάλης ευμάρειας.
Κύριε Μητσοτάκη, θέλω να κλείσω λέγοντάς σας ότι οι μεγάλες μας διαφορές στον χώρο της εκπαίδευσης είναι δεδομένες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Και μην προσπαθείτε τώρα να παριστάνετε εσείς ότι έρχεστε για να ενδιαφερθείτε με την κοινωνική πλειοψηφία. Όπως και σε εμάς, στην πολιτική μας, υπάρχει -και το παραδέχομαι- κοινωνική μεροληψία και ταξική μεροληψία πολλές φορές, έτσι και από τη δική σας πλευρά υπάρχει.
Όμως η μεροληψία που εσείς αποπνέετε από τις προθέσεις και από τις προτάσεις σας είναι η μεροληψία για τους λίγους, η μεροληψία για αυτούς οι οποίοι τα κατάφεραν και στα χρόνια της ανάπτυξης και δεν τράβηξαν κουπί στα χρόνια της κρίσης.
Κλείνω λοιπόν λέγοντάς σας ότι πράγματι ελπίζω αυτές οι διακοπές, τουλάχιστον, να σας απαλείψουν λίγο τα νεύρα, διότι η πολιτική ζωή του τόπου χρειάζεται συγκρούσεις πάνω στα πραγματικά επίδικα.
Αντί να καταθέτετε κάθε δεκαπέντε μέρες πρόταση για εξεταστική επιτροπή, ασχοληθείτε με τα προβλήματα τα πραγματικά και με τις προτάσεις σας για το πώς η χώρα θα βγει από την κρίση και θα ανοίξει ένας διάδρομος εξόδου. Είτε το θέλετε είτε όχι, εμείς ανοίγουμε διάδρομο εξόδου. Και στον χώρο της Παιδείας κάνουμε μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος και στη δημόσια διοίκηση και στο κοινωνικό κράτος. Ταυτόχρονα όμως ανοίγουμε την προοπτική της εξόδου από το τέλμα της χρεοκοπίας, στο οποίο εσείς βυθίσατε τον ελληνικό λαό και τη χώρα.
Όσους Μαδούρο και να ανακαλύψετε, όσο κι αν κάνετε τον κ. Βαρουφάκη βασικό σας σύμμαχο στην πολιτική σας, δεν θα καταφέρετε να πείσετε τον ελληνικό λαό, γιατί σας έχει κρίνει στο παρελθόν και γιατί κυρίως δεν έχετε άποψη για την επόμενη μέρα. Κάντε, λοιπόν, εξεταστικές επιτροπές για να ανακαλύψετε τις αιτίες των προβλημάτων σας και η αιτία των προβλημάτων σας είναι ότι χρεοκοπήσατε τη χώρα, είναι ότι έχετε μια ταξική μεροληψία απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και δεν έχετε πρόταση θετική για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Γι’ αυτό και το 2019, όταν ο ελληνικός λαός θα συγκρίνει το πού ήμασταν όταν παραλάβαμε και πού θα είμαστε όταν θα ξαναπάμε στην κάλπη, δεν θα επιλέξει εσάς, όσο κι αν στήνετε ευχάριστες επικοινωνιακές παραστάσεις πάνω σε σανό.