Ξεκίνησε χτες, 7/2/2017 το πρόγραμμα μετακίνησης βρεφών από τα δημόσια μαιευτήρια και αποκατάστασής τους σε ανάδοχες οικογένειες, με την μεταφορά των πρώτων βρεφών από τα μαιευτήρια «Έλενα» και «Αλεξάνδρα» στο νέο χώρο που δημιουργήθηκε στο «Αναρρωτήριο Πεντέλης» (πρώην ΠΙΚΠΑ ή Νταού Πεντέλης) και στην πτέρυγα, η οποία ανακαινίσθηκε πλήρως για να φιλοξενεί μέχρι 15 βρέφη και νήπια.
Σε σχετική συνέντευξη Τύπου, που παραχωρήθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης από τα Παιδικά Χωριά SOS και το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, παρουσιάστηκε το πρόγραμμα, ενώ η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου ενημέρωσε, πως ήδη έχει ετοιμαστεί το προσχέδιο του νέου νόμου για την αναδοχή και την υιοθεσία, το οποίο θα κατατεθεί για δημόσια διαβούλευση, ώστε να προχωρήσει το ταχύτερο η ψήφισή του.
Το πρόγραμμα υποδέχεται βρέφη από όλα τα δημόσια μαιευτήρια της χώρας, με στόχο η παραμονή τους στο «Αναρρωτήριο Πεντέλης» να μην υπερβαίνει τους 9 με 10 μήνες. Παράλληλα, μέσω του προγράμματος, θα δίνεται η δυνατότητα και σε άλλα βρέφη και παιδιά που φιλοξενούνται στον ξενώνα βρεφών SOS και στην Παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας» να αποκαθίστανται σε ανάδοχες οικογένειες.
Οι βασικοί στόχοι του προγράμματος είναι να μειωθεί ο κίνδυνος της ιδρυματοποίησης και του κοινωνικού στιγματισμού των παιδιών και να τους δοθεί η δυνατότητα να μεγαλώσουν σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον. Στην πρώτη διετία λειτουργίας του προγράμματος, προβλέπεται η δημιουργία μίας δεξαμενής 150 κατάλληλα επιλεγμένων, εκπαιδευμένων και προετοιμασμένων αναδόχων οικογενειών και η αποκατάσταση τουλάχιστον 100 παιδιών, ηλικίας από 0 έως 12 ετών συνολικά.
Κατάλληλοι για να γίνουν ανάδοχοι γονείς είναι οικογένειες, αποτελούμενες από συζύγους με ή χωρίς παιδιά και μεμονωμένα άτομα με ή χωρίς παιδιά ηλικίας από 30 έως 60 ετών. Τα πρόσωπα, που θα αναλάβουν τη φιλοξενία και τη φροντίδα των παιδιών, θα πρέπει να είναι σωματικά και ψυχικά υγιείς ενήλικοι, με ειλικρινή διάθεση να προσφέρουν ένα ζεστό και ασφαλές περιβάλλον σε παιδιά άλλων γονιών για ένα χρονικό διάστημα που προσδιορίζεται τόσο από τις ανάγκες κάθε παιδιού όσο και από τις δικές τους δυνατότητες, τη διαθεσιμότητά τους και την καταλληλότητά τους, όπως αυτή επαναξιολογείται ανά τακτά διαστήματα από τους αρμόδιους επαγγελματίες που υλοποιούν το πρόγραμμα.