Φίλες και φίλοι, πολίτες της Ήλιδας
Η πρωτοβουλία της Βουλής και του Δήμου Ήλιδας για τη μόνιμη έκθεση «Νίκος Μπελογιάννης» εδώ στην Αμαλιάδα, έχει εξαιρετικά συμβολική σημασία. Και είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή για όλους εμάς, που βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Αποτελεί απόδοση τιμής σε έναν άνθρωπο που έγινε σύμβολο του αγώνα για ειρήνευση και δημοκρατία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι ο Μπελογιάννης και οι εκατοντάδες Μπελογιάννηδες που οδηγήθηκαν στα αποσπάσματα από το μετεμφυλιακό κράτος, δεν εκτελέστηκαν επειδή αποτελούσαν κάποιου είδους κίνδυνο για το κράτος και την χώρα.
Εκτελέστηκαν μόνο και μόνο για να τορπιλιστεί τότε κάθε προοπτική πολιτικής και εθνικής συνεννόησης που θα εδραίωνε τη δημοκρατία στη χώρα μας μετά από τα σκληρά και βάρβαρα χρόνια του εμφυλίου. Εκτελέστηκαν για να συνεχίσουν και μετά την κατοχή να κυβερνούν στην ουσία τη χώρα μας οι ξένες δυνάμεις με τους αντιπροσώπους τους εδώ και όχι οι νόμιμα εκλεγμένες από το λαό κυβερνήσεις.
Για τον λόγο αυτόν, ο Μπελογιάννης, με το ήθος και τη στάση του απέναντι στους στρατοδίκες, ένας από τους οποίους ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος, καταξιώθηκε στη συνείδηση του λαού μας ως μια ιστορική μορφή, η ακτινοβολία της οποίας υπερβαίνει τα όρια της παράταξης που υπηρέτησε.
Ο Μπελογιάννης ήταν ένας από τους πολλούς φυλακισμένους κομμουνιστές, που το 1940, προσφέρθηκαν εθελοντικά να στρατευτούν και να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο.
Οι μηχανισμοί της δικτατορίας Μεταξά όμως, αρνήθηκαν να του δώσουν και σ’ αυτόν όπως και σε πολλούς άλλους, αυτή τη δυνατότητα.
Και, ακόμα χειρότερα, τους παρέδωσαν, δέσμιους στις Γερμανικές Αρχές Κατοχής, διαπράττοντας, επί της ουσίας, ένα εθνικό έγκλημα.
Μετά την δραπέτευσή του, ο Μπελογιάννης υπήρξε δραστήριο στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στην Πελοπόννησο, την εποχή που πολλοί από αυτούς που μεθόδευσαν την εξόντωσή του, πολεμούσαν στο πλευρό των κατακτητών, ως αξιωματικοί Ταγμάτων Ασφαλείας.
Αυτή του η δράση, ήταν που του έδωσε την δυνατότητα να κοιτάξει κατάματα τους στρατοδίκες και να πει την ιστορική εκείνη φράση:
«Αγαπάμε την Ελλάδα και τον λαό της, περισσότερο απ’ ότι αυτοί που μας κατηγορούν».
Η πρώτη καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του σε θάνατο, ήρθε σε μια στιγμή που το σύνολο της κοινής γνώμης και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου, πίστευαν ακράδαντα ότι είχε έρθει η ώρα να κλείσει η πληγή του Εμφυλίου.
Να υπάρξει εσωτερική ειρήνευση και συνεννόηση και να αποκατασταθούν πλήρως η Δημοκρατία και οι πολιτικές ελευθερίες στη χώρα.
Αίτημα όλου του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, ήταν να καταργηθούν τα στρατοδικεία και η θανατική ποινή για τα πολιτικά αδικήματα.
Αυτή τη δημοκρατική απαίτηση, αρνήθηκε τότε να υλοποιήσει το παρακράτος που κυβερνούσε τη χώρα μας.
Γιατί για τις δικές του επιδιώξεις, το εμφυλιακό κλίμα στην Ελλάδα έπρεπε να συνεχίζει να διατηρείται για πάντα, καθώς και ο φόβος του δήθεν κομμουνιστικού κινδύνου.
Έτσι ώστε η εθνική κυριαρχία της χώρας να είναι διαρκώς υποθηκευμένη, οι ξένες παρεμβάσεις να θεωρούνται αναγκαίες και αυτονόητες, και η εθνική άμυνα να αντιμετωπίζεται ως φέουδο ξένων δυνάμεων.
Και όλα αυτά, συνέβαιναν την ώρα που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έγιναν δύσκολα αλλά αποτελεσματικά βήματα.
Όχι για την εξάλειψη των πολιτικών αντιθέσεων.
Αλλά για την ένταξή τους σε ένα δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς περιορισμούς στις πολιτικές ελευθερίες.
Για να σπάσει την ασπίδα της δημοκρατίας που υψώθηκε για να προστατεύσει τον Μπελογιάννη και τους άλλους καταδικασμένους, το στρατιωτικό και διπλωματικό παρακράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, ανέσυρε τότε την κατηγορία για κατασκοπία.
Νέες δίκες, ακόμα περισσότεροι κατηγορούμενοι, νέες καταδίκες σε θάνατο.
Και, παράλληλα, μια επικοινωνιακή εκστρατεία φόβου και εκβιασμού, που διέδιδε ότι αν ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του δεν εκτελεστούν, θα δυσαρεστηθούν οι σύμμαχοί μας, θα δυσαρεστηθούν οι Αμερικανοί και διακόψουν τη βοήθεια για το σχέδιο Μάρσαλ.
Ο Μπελογιάννης δεν αρνήθηκε στο στρατοδικείο την πολιτική του τοποθέτηση, δεν αρνήθηκε την ιδεολογία του.
Δεν το έκανε, παρ όλο που κάτι τέτοιο θα μπορούσε με βεβαιότητα να του σώσει τη ζωή.
Στην ιστορική του απολογία αναφέρθηκε στους αγώνες για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού μας.
«Αγωνιστήκαμε», είπε «δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την Αυγή και το Αύριο, και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και νέες εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων..».
Αυτό που διεκδίκησε, όμως, για λογαριασμό ολόκληρου του λαού, ήταν το δικαίωμα να επιστρέψει ο τόπος σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας.
Γι αυτό, η παγκόσμια έκκληση για την απονομή χάριτος στον Μπελογιάννη και τους καταδικασμένους συντρόφους του, στηρίχτηκε από διεθνούς κύρους προσωπικότητες, πέρα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος και της αριστεράς.
Ανάμεσα σε αυτούς, κορυφαίες μορφές του πολιτισμού, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πωλ Ελυάρ, αλλά και ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ζαν Πολ Σάρτρ, ο Ζαν Κοκτό. Και βέβαια ο Πάμπλο Πικάσο, που συνεισέφερε σε αυτή την εκστρατεία ειρήνης το πασίγνωστο σκίτσο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.
Την έκκληση υπέγραψαν 159 Βρετανοί βουλευτές και των δύο μεγάλων πτερύγων του βρετανικού κοινοβουλίου, καθώς και γάλλοι πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα, με πρώτον τον Στρατηγό Ντε Γκωλ.
Στην Ελλάδα, το κύμα αλληλεγγύης ήταν ανάλογο, παρά το γεγονός ότι το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεπε την πλήρη εκδήλωση αυτού του κύματος.
Θέλω όμως να αναφερθώ, στην έντιμη και αποφασιστική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος. Ενός ανθρώπου, που κάθε άλλο παρά για προοδευτικό ή για φιλοκομμουνιστή τότε θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν.
Στριμωγμένο από τη δημοκρατική κατακραυγή, το παρακράτος εκτέλεσε τον Μπελογιάννη άρον-άρον μαζί με τους άλλους τρείς καταδικασμένους, τον Δημήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Νίκο Καλούμενο, τις πρώτες ώρες της Κυριακής 30 Μαρτίου 1952, και μάλιστα πριν ακόμα ξημερώσει.
Παραβιάζοντας έτσι την σιωπηρή αρχή ότι εκτελέσεις δεν γίνονται ποτέ τη νύχτα και ποτέ την Κυριακή, αρχή που σεβάστηκαν στον τόπο ακόμα και οι Γερμανοί κατακτητές.
Και το έκαναν έτσι, γιατί έτρεχαν να προλάβουν τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Χαρίτων, όπου επρόκειτο να συγκληθεί την επόμενη ημέρα.
Η καταφυγή σε τέτοιες μεθόδους, όμως, ήταν η πραγματική τους ήττα. Ήταν η ηθική ήττα του αντιδραστικού παρακράτους, που προσπαθούσε αγωνιωδώς να χειραγωγήσει τη δημοκρατία και να διατηρήσει ζωντανό το εμφύλιο μίσος στην πατρίδα μας.
Επιτρέψτε μου σ’ αυτό το σημείο, φίλες και φίλοι να σταθώ και σε μια άλλη πλευρά του Νίκου Μπελογιάννη.
Στα γραπτά που άφησε, στην πολιτική του κληρονομιά, στην πνευματική του κληρονομιά. Το ένα αφορά τη μελέτη της κυριαρχίας του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα και το άλλο αφορά την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Έργα που δείχνουν την ωριμότητά του, το ευρύ πεδίο των ενδιαφερόντων του, την αγάπη του για τη γνώση και τη θεωρητική εργασία, ακόμα και σε συνθήκες στέρησης της ελευθερίας του.
Και όλα αυτά, φανταστείτε, πριν καν ολοκληρώσει τα 40 του χρόνια.
Και πρέπει να πω, βεβαίως, ότι ο Μπελογιάννης δεν ήταν μία εξαίρεση σε σχέση με αυτό που συνέβαινε στην εποχή του. Ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ολόκληρης γενιάς αγωνιστών, που συνδύαζε την ιδεολογική και πολιτική της στράτευση, με τη διαρκή πνευματική και επιστημονική αναζήτηση.
Είναι προφανές ότι για την Αριστερά ο Μπελογιάννης είναι ένας ήρωας, που παρέμεινε πιστός στις αρχές και τις ιδέες του μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όμως, εγώ σήμερα απ’ αυτόν εδώ τον τόπο, από την πλατεία Μπελογιάννη και από το Μουσείο, που σήμερα παραδίδουμε στην ιστορία αυτού του τόπου, στην εθνική μας ιστορία, θέλω να αναφερθώ στην ευρύτερη παρακαταθήκη, όχι μόνο για την Αριστερά. Και να πω ότι είναι η ευρύτερη παρακαταθήκη, η ευθεία και μαχητική υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών. Μια παρακαταθήκη που σήμερα έρχεται να αναγνωρίσει σχεδόν το σύνολο του δημοκρατικού κόσμου στον τόπο.
Ναι, στο δημοκρατικό πλαίσιο χωράνε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Τις διεξάγουμε, όμως, τιμώντας την ιστορία μας, αλλά το κυριότερο, τις διεξάγουμε κοιτάζοντας και προχωρώντας προς τα μπροστά. Όχι γυρίζοντας πίσω.
Θέλω, λοιπόν, να συγχαρώ, να συγχαρώ για μια ακόμα φορά τη Βουλή και τον Δήμο Ήλιδας, για την πρωτοβουλία αυτή, τον ελάχιστο φόρο τιμής στον Νίκο Μπελογιάννη.
Έναν άνθρωπο σύμβολο του αγώνα για τη δημοκρατία στον τόπο μας, στην περίοδο μάλιστα που υπήρξε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα μας.
Θέλω να καλωσορίσω αυτή τη μόνιμη έκθεση «Νίκος Μπελογιάννης», με την πεποίθηση ότι η γνώση και η επαφή με την πρόσφατη ιστορία μας, μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την κριτική σκέψη, μόνο κέρδος μπορεί να είναι για την ίδια τη δημοκρατία.
Και θέλω να κλείσω με τους στίχους του ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, που έλεγε: «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».
Αυτό το αίμα είναι δικό μας και δικό σας. Αυτή η Ιστορία ανήκει σε όλους τους Έλληνες, σε όλους μας..