Απάντηση ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιά, σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, μετά το πέρας της Διεθνούς Διάσκεψης για το Μεσανατολικό (Παρίσι, 15.01.2017)

Σημερινά δημοσιεύματα, κυρίως στο politico, αμφισβητούν τη θετική επιρροή σας σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα της Διάσκεψης στη Γενεύη για το Κυπριακό;

Αυτοί που είναι η φωνή του κυρίου τους, δηλαδή των Τούρκων, είναι λογικό να θεωρούν ότι επιτυχία στη Γενεύη θα ήταν επιτυχία αν παραδινόμασταν στους Τούρκους, νομιμοποιούσαμε τα παρεμβατικά τους δικαιώματα, και την ικανότητα/δυνατότητά τους να κατέχουν τμήμα της Κύπρου. Εμείς έχουμε διαφορετική αντίληψη: πρέπει να εφαρμοστεί ο ευρωπαϊκός και διεθνής νόμος, πρέπει να αποδοθεί στην Κύπρο η κυριαρχία, να αποδοθούν το μέγιστο δυνατό των δικαιωμάτων στους τουρκοκυπρίους, και το μέγιστο δυνατό αίσθημα ασφάλειας στους ελληνοκυπρίους.

Εδώ έχουν γίνει μια σειρά από διαστρεβλώσεις των γεγονότων, πχ λένε ότι επειδή οι τεχνικές ομάδες ξεκινούν να συνεδριάζουν την άλλη εβδομάδα, εμείς διακόψαμε την διαδικασία. Δεν είναι αλήθεια. Τόσο ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, όσο και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, όπως και εγώ, προτείναμε να συνεχιστεί προχθές, την Παρασκευή, η Διάσκεψη της Γενεύης σε πολιτικό επίπεδο. Όπως ήταν και προγραμματισμένο. Και γιατί έπρεπε να συνεχιστεί σε πολιτικό επίπεδο και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό; Για να δοθούν οι οδηγίες πως θα δουλέψουν οι τεχνικές ομάδες. Διότι οι Τούρκοι, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη διαπραγμάτευση, και σηκωθήκαν και φύγανε πρωί-πρωί της Παρασκευής, είπαν ότι δεν έχουμε χρόνο για πολιτικές διαβουλεύσεις και ας συνεδριάσουν οι τεχνικές ομάδες. Χωρίς πολιτικές οδηγίες δεν μπορούν, όμως, να συνεδριάζουν οι τεχνικές ομάδες. Είχαμε προγραμματίσει πολιτικές διαβουλεύσεις και τη συνέχιση της Διάσκεψης σε πολιτικό επίπεδο για την Πέμπτη και την Παρασκευή και εκείνοι το ακυρώσανε. Και είναι καταπληκτικό ότι υπάρχουν ευρωπαϊκά, ελληνικά ή και άλλα ΜΜΕ τα οποία υιοθετούν αυτούς που ακυρώσανε τη συμφωνηθείσα διαδικασία στη Γενεύη. Κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και επιπλέον μετά, να ρίχνουν τα βάρη σε αυτούς που επιμένουν στις συμφωνίες.

Δήλωση Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, σε δημοσιογράφους (Γενεύη, 13.1.2017)

Βρισκόμαστε σε μια συνεχή διαπραγμάτευση και μάχη για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Δίκαιη λύση του Κυπριακού σημαίνει, πριν απ’ όλα, απάλειψη των αιτιών που το προκάλεσαν, δηλαδή την κατοχή και την παρουσία κατοχικών στρατευμάτων και την ύπαρξη του συστήματος εγγυήσεων που παραβιάστηκε κατάφωρα.

Θέλουμε μια λύση δίκαιη και όχι σαθρή. Όπως ξέρετε, είχαμε συμφωνήσει με όλα τα μέρη και με τον Ο.Η.Ε. ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης θα είναι «open ended», δηλαδή θα είναι ανοικτή και δεν θα σταματήσει εάν υπάρξει διακοπή.

Σε αυτή τη βάση, συμφωνήσαμε να συνεχιστεί με τη μορφή συνομιλιών μεταξύ ειδικών και πιο συγκεκριμένα, από πλευράς ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, με μια αντιπροσωπεία υπό τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου. Η διαπραγμάτευση θα συγκληθεί εκ νέου την άλλη εβδομάδα και όταν θα ωριμάσουν οι συνθήκες, θα λάβει τη μορφή διϋπουργικής με τη συμμετοχή και άλλων εκπροσώπων.

Είμαστε ικανοποιημένοι που για πρώτη φορά στην ιστορία του Κυπριακού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει τεθεί με σαφήνεια το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας και αποτελεί, μάλιστα, ειδικό θέμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πρέπει δε να σας εξηγήσω ότι αποτρέψαμε μια μεθοδευμένη αποτυχία της διάσκεψης.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μόλις έκανε μια δήλωση ο Πρόεδρος Ερντογάν για τη στάση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις. Πως τη σχολιάζετε ;

Την Παρασκευή, η τουρκική Αντιπροσωπεία εγκατέλειψε τη Γενεύη λέγοντας ότι είχε και άλλα σημαντικότερα πράγματα να κάνει, όπως να ασχοληθεί με το Συριακό και τη συνταγματική μεταρρύθμιση και ότι επιθυμούσε να γίνει μια μη οργανωμένη συζήτηση μεταξύ εμπειρογνωμόνων. Στα πόδια το έβαλαν αυτοί που έφυγαν. Εμείς είμαστε ακόμα εδώ.

 

Συνέντευξη ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά κατά τη Διάσκεψη για το Κυπριακό (Γενεύη, 12.1.2017)

Ήθελα να σας πω καλησπέρα, δεν έχουμε τελειώσει. Θα ήθελα να σας ενημερώσω για το που βρισκόμαστε από το πρωί.

Καταρχάς, νομίζω ότι είχαμε καλές συζητήσεις, θετικό κλίμα και αυτό που θέλουμε να υπάρξει, δηλαδή μια δίκαιη, λειτουργική λύση του Κυπριακού, βρίσκεται πάντα στην ακτίνα του υλοποιήσιμου και του πραγματοποιήσιμου.

Το πρωί είχα μια εκτενή συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κύπρου, τον κ. Αναστασιάδη. Κατόπιν συναντήθηκα με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύντομα με τον κ. Γιούνκερ και αναλυτικότερα με την κα Μογκερίνι. Επίσης, είδαμε μαζί με τον Αναπληρωτή Υπουργό, τον κ. Κατρούγκαλο, τον Υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, κ. Τζόνσον και τη βρετανική Aντιπροσωπεία. Εν συνεχεία, είχαμε την έναρξη της διάσκεψης, όταν κάναμε όλοι μας από μια ομιλία, την οποία νομίζω ότι έχετε ήδη λάβει. Επίσης, πραγματοποιήθηκε γεύμα στο οποίο συμμετείχαν οι δύο κοινότητες, η ΕΕ, ο ΟΗΕ και οι 3 εγγυήτριες δυνάμεις. Μετά το γεύμα είχαμε μια ξεχωριστή συνάντηση μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και έπειτα είχαμε διμερή συνάντηση με τον ίδιο τον ΟΗΕ. Στις 6.30’ θα έχουμε το δεύτερο μέρος της Διάσκεψης για σήμερα. Δηλαδή, συνολικά θα διεξαχθούν 8 συναντήσεις.

Νομίζω ότι το βράδυ, θα έχουμε μία ανακοίνωση, η οποία θα αναφέρει ότι έγιναν βήματα προς θετική κατεύθυνση για να προωθηθεί η λύση του Κυπριακού. Πιθανολογώ, σύμφωνα με όσα έχουν δείξει οι συζητήσεις μέχρι τώρα, ότι θα επιβεβαιωθεί η κατ’ αρχήν συμφωνία μας για τη δημιουργία μιας ομάδος ειδικών, οι οποίοι θα ετοιμάσουν έναν κατάλογο ερωτήσεων στη βάση του οποίου θα γίνει στις 23 Ιανουαρίου –πιθανόν, το λέω πάλι, αφού αυτά μένει να επιβεβαιωθούν στο δεύτερο μέρος της συζήτησης- συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών. Επικεφαλής απ’ την πλευρά μας σε αυτή την ομάδα είναι ο Πρέσβυς, Δ. Παρασκευόπουλος, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου μας και επικεφαλής των διπλωματών μας.

Κατά τις συζητήσεις που είχαμε ακούσαμε πολλές ιδέες, υπήρξαν διαφωνίες. Το κεντρικό πρόβλημα που τίθεται προς συζήτηση και επί του οποίου δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων, είναι ασφαλώς το ζήτημα των εγγυήσεων, των παρεμβατικών δικαιωμάτων και της ασφάλειας.

Εμείς πιστεύουμε -και νομίζω ότι καλά κάνουμε- ότι πρέπει να καταργηθεί το καθεστώς των εγγυήσεων. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στη δημιουργία –μια πιθανότητα είναι αυτή- μιας διεθνούς ομάδας που να παρακολουθεί και να συντάσσει, υπό το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, εκθέσεις για το πώς θα πηγαίνει η υλοποίηση των αποφάσεων. Είναι φανερό ότι η δικιά μας πλευρά δεν θέλει παρεμβατικά δικαιώματα και επιθυμεί αποχώρηση του στρατού. Ως προς την αποχώρηση του στρατού θέλουμε, κατά πρώτο λόγο, να είναι συνεχής η ροή, μια μεγάλη αποχώρηση την πρώτη εβδομάδα, αν όχι και από την πρώτη μέρα και μετά μια συνεχής αποχώρηση. Θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία. Να μην εκδηλωθεί διάθεση αναδιάρθρωσης που να προκαλεί άλλου είδους σχήματα, όπως για παράδειγμα ξέρετε ότι κάποιοι σκέπτονται για βάσεις. Επίσης, προτείναμε -και έχω κάνει συζητήσεις και με την μέχρι τις 31 του Δεκέμβρη Προεδρία του ΟΑΣΕ- να υπάρξει, υπό την ομπρέλα του ΟΗΕ, μια ειδική ομάδα που να καταγράψει με ακρίβεια το μέγεθος του τουρκικού στρατού -αλλά και της ΕΛΔΥΚ, αφού δεν έχουμε καμιά αντίρρηση εμείς- τον οπλισμό που διαθέτει, τον τύπο του οπλισμού και να μπορεί αυτή η ομάδα εν συνεχεία –ο ΟΑΣΕ έχει μεγάλη εμπειρία, όπως και ο ΟΗΕ- να καταγράφει τη ροή αποχώρησης των στρατευμάτων.

Νομίζω ότι είχαμε μια δημιουργική συζήτηση. Για πρώτη φορά, όπως ξέρετε, τέθηκαν, εχθές, χάρτες στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις 2 κοινότητες. Είχαμε ξαναδεί χάρτες, αλλά επρόκειτο για πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και προτάσεις του Ανάν, ενώ τώρα είχαμε χάρτες απ’ τις δύο κοινότητες και για πρώτη φορά έγινε μια συνδυασμένη συζήτηση ανάμεσα στις εγγυήτριες δυνάμεις, διότι διμερώς έχουμε συζητήσει και με την Τουρκία και με τη Βρετανία. Προσπαθούμε εδώ και πάρα πολύ καιρό -από τον Απρίλη του 2015- να οργανωθεί αυτή η συζήτηση, αν και πολλοί θέλησαν να την αποφύγουν, να την αναβάλουν.

Ορισμένοι πίστευαν ότι στο δρόμο θα χανόταν το τρίπτυχο συζήτησης «εγγυήσεις- παρεμβατικά δικαιώματα- στρατός». Αυτό το είχαμε δει σε παλαιότερες διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες από ελληνικής σκοπιάς δεν υπήρχε επιμονή, αλλά υπήρχε μια -ας το πούμε- παθητική αποδοχή ότι αυτά τα ζητήματα θα παραμείνουν ή θα περιορισθούν απλώς.  Θεωρώ ότι είναι ένα θετικό βήμα και ένα δίδαγμα για την ελληνική διπλωματία το γεγονός ότι έχουμε ξεκινήσει σε πολλούς τομείς -και ένας από αυτούς είναι η Κύπρος- μια μακροπρόθεσμη διπλωματία, στηριγμένη -και θέλω να τους ευχαριστήσω δημόσια- πέραν από τους διπλωμάτες μας, τους εμπειρογνώμονες και τους νομικούς που έκαναν εξαιρετική δουλειά και από εξαιρετικούς επιστήμονες. Όπως ξέρετε, έχουμε μαζί μας πέντε καθηγητές διεθνούς δικαίου, οι οποίοι βοηθούν τη δουλειά μας πάρα πολύ και θα συνεχίσουν, εθελοντικά -θέλω να υπογραμμίσω το εθελοντικά- γιατί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, μέσα στην κρίση, υπάρχουν άνθρωποι που πονούν τη χώρα, που θέτουν τις γνώσεις και τον χρόνο τους εθελοντικά στη διάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών και νιώθουμε πολύ περήφανοι για αυτό.

Ως προς το καθαυτό θέμα, θέσαμε την ατζέντα και ο πυρήνας της ημερήσιας διάταξης, όσων συζητούσαμε εδώ, είναι τα θέματα που θέσαμε τον Απρίλιο 2015, όταν εξερχόμουν από τη συνάντησή μου με τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Υπενθυμίζω ότι τότε υπήρχε η εξής ερώτηση Τούρκου δημοσιογράφου: «εμείς, η Τουρκία, βιαζόμαστε να λύσουμε το Κυπριακό, εσείς δεν βιάζεσθε» και η απάντηση ήταν «εάν βιάζεσθε, μαζέψτέ τα και φύγετε».

Λοιπόν, από εκείνη τη συζήτηση, πολλοί θεώρησαν παράτολμο να τεθεί το θέμα των εγγυήσεων. Πάρα πολλοί θεώρησαν ότι δεν μπορεί να τεθεί τέτοια ημερήσια διάταξη, έτσι όπως είχε γίνει και στη διαπραγμάτευση του 2002-2004, αλλά και σε συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί το 2008-2009. Νομίζω ότι το δίδαγμα είναι η σημασία της επιστημονικής τεκμηρίωσης και της σταθερότητας σε ένα αίτημα. Δεν λέω ότι το κερδίσαμε, όμως έχει ενταχθεί στην ημερήσια διάταξη. Όπως λέμε στην πολιτική επιστήμη «έχει μπει στην ατζέντα των συζητήσεων» και μάλιστα θα έλεγα ότι αυτό είναι το κύριο θέμα και σήμερα και εφόσον συνεχίσουμε και αύριο και των συζητήσεων στις 23 του μήνα. Αυτό σημαίνει ότι υπενθυμίσαμε και σήμερα ότι το πρόβλημα του Κυπριακού δεν είναι μόνο ένα θέμα σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες, αλλά είναι πριν από όλα, ένα θέμα κατοχής της Κύπρου και παράνομης επέμβασης στο εσωτερικό της.

Το λέω αυτό, γιατί με τον ίδιο τρόπο, αντιμετωπίζουμε τα θέματα που συνδέονται με τους βόρειους γείτονες μας, τα Σκόπια και την Αλβανία, αφού έχουμε μακρόχρονες στρατηγικές και έχουμε θέσει θέματα στην ημερήσια διάταξη. Καταφέραμε να βάλουμε τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ως Ελληνική Κυβέρνηση και θέλουμε να λύσουμε τα προβλήματα που ήταν αδρανή, γιατί τα αδρανή προβλήματα συσσωρεύουν και άλλα προβλήματα, δεν λύνουν ζητήματα. Πρέπει –εφόσον η θέλησή μας και η γνώση μας υπάρχει- να στρέψουμε την ελληνική διπλωματία ακόμα περισσότερο προς τους σχεδιασμούς του μέλλοντος. Θα σας φέρω ένα πολύ μικρό παράδειγμα, όπως ξέρετε κλείσαμε, για λόγους οικονομίας, τις Πρεσβείες μας στη Ν. Ζηλανδία και το Σουδάν, αλλά έχω την ευχαρίστηση να πω ότι έχουμε το Προεδρικό Διάταγμα για να ανοίξουμε καινούργια Πρεσβεία στη Σιγκαπούρη, που είναι το κέντρο του αναδυόμενου κόσμου, των νέων τεχνολογιών, των νέων συνθηκών. Κλείσαμε μία σειρά Προξενεία στην Ευρώπη και ανοίγουμε μόνο ένα που είναι το Προξενείο στο Ερμπίλ, που ιστορικά αποτελεί στοιχείο της γεωστρατηγικής μας πολιτικής. Προσπαθούμε να δούμε τα ζητήματα πιο μακροπρόθεσμα, πιο στρατηγικά. Πρέπει να σας πω ότι το Υπουργείο, παρά τα όποια προβλήματα έχουμε -ξέρετε ότι έχω στείλει 91 υποθέσεις στον Εισαγγελέα- εξακολουθεί να είναι ένα Υπουργείο «διαμάντι», ένα καμάρι της χώρας, με ένα προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και υψηλού αισθήματος ευθύνης.

Αυτά για τώρα, στις 18:30 θα συνεχίσουμε για την διατύπωση της Ανακοίνωσης που έχουμε πει ότι θα βγει, καθώς και για την τεχνική ομάδα και τις ημερομηνίες της, αν θα επιβεβαιωθούν ή εάν θα υπάρξουν μερικές τροποποιήσεις.

Παρέμβαση Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, στην έναρξη της Διάσκεψης για το Κυπριακό (Γενεύη, 12.01.17)

Θαθελα να ευχαριστήσω τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και τον νέο Γενικό Γραμματέα, κύριο Γκουτέρες, ο οποίος από την πρώτη μέρα που ανέλαβε παλεύει για να λυθεί το πρόβλημα της Κύπρου. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τον κύριο Άιντε.

Έχουμε φιλικές σχέσεις με πάρα πολλούς από τους παριστάμενους σε αυτή την αίθουσα. Βλέπω ανθρώπους που γνωρίζω δεκαετίες, όχι μόνο από την Κύπρο, όχι μόνο από το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και από την Τουρκία, όπως και Τουρκοκύπριους.

Είμαστε σε μια περιοχή που μας δένουν πολλά πράγματα και πολλές ώρες συζητήσεων. Γιατί έχουν πραγματοποιηθεί αυτές οι ώρες των συζητήσεων; Γιατί θέλουμε να λύσουμε ένα ιστορικό πρόβλημα, το οποίο δεν το έχει κατασκευάσει η δικιά μας γενιά. Εμείς είμαστε μια γενιά που ελπίζουμε και θέλουμε να το λύσουμε. Ο Πρωθυπουργός μας γεννήθηκε το 1974 και από την στιγμή της γέννησής του ζει με το Κυπριακό πρόβλημα. Είμαστε η γενιά που θέλουμε, λοιπόν, τη λύση.

Θέλουμε να λύσουμε ένα ιστορικό ζήτημα και όπως συνηθίζω να λέω, η ιστορία δεν πρέπει να είναι φυλακή, αντιθέτως η ιστορία πρέπει να είναι σχολείο. Πρέπει να μάθουμε πώς να λύνουμε προβλήματα και όχι πώς να προκαλούμε και αυτή είναι η βούλησή μας.

Θέλουμε αυτή η λύση που θα βρούμε – είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε και ότι πρέπει να τη βρούμε- να ακολουθεί το πνεύμα και το γράμμα του καταστατικού χάρτη και των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό.

Θέλουμε να λύσουμε ένα πρόβλημα, αλλά συγχρόνως, θέλουμε και να υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει όλα τα τελευταία χρόνια. Η λύση που προωθούμε είναι μια λύση ιστορικής ευθύνης για ένα καλύτερο μέλλον για την Κύπρο.

Έχουμε την τύχη να υπάρχουν δύο ηγέτες στο νησί, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο κ. Ακιντζί, οι οποίοι έχουν επιδείξει πολιτικό θάρρος, διορατικότητα, σοβαρότητα στο να λύσουν το κοινό τους πρόβλημα. Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε στην Κυβέρνηση -αλλά και πάντοτε ως Ελλάδα- είχαμε στόχο μας την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της Κύπρου.

Οι δημοκρατικές μας αρχές, οι αρχές έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ιστορία μας μέσα στις χιλιετηρίδες, μας δίδαξαν ότι πρέπει εξίσου να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα τόσο της ελληνοκυπριακής, όσο και της τουρκοκυπριακής Κοινότητας, αλλά και τα συμφέροντα των τριών μειονοτήτων του νησιού.

Ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Άιντε ιδιαίτερα γιατί υπήρξε ο πρώτος συνομιλητής που ανταποκρίθηκε στο ζήτημα της ύπαρξης τριών μειονοτήτων στην Κύπρο και δημοκρατικά οφείλουμε να τις λαμβάνουμε υπ’ όψιν, μολονότι βέβαια ο κύριος όγκος του πληθυσμού είναι οι δύο κοινότητες.

Θέλουμε την προστασία των δικαιωμάτων και θέλω να επαναλάβω αυτό που είπα στην πρώτη συνάντηση που είχα στον ΟΗΕ πριν από 20 μήνες: η λύση του κυπριακού πρέπει να αποδίδει τη μέγιστη δυνατή ισότητα και δικαιώματα στους Τουρκοκυπρίους. Πρέπει οι Τουρκοκύπριοι φίλοι μας, ως συμπολίτες των Ελληνοκυπρίων, να νιώθουν ότι η Κύπρος είναι το νησί τους· ότι πάνω σε αυτό το νησί μπορούν να ονειρεύονται το μέλλον τους· ότι μπορούν να σκέφτονται ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν σε αυτό το νησί.

Ότι θα είναι δικό τους νησί και ότι δεν ανήκει σε κανέναν άλλον, εκτός του κυπριακού λαού που συστατικό του είναι οι Τουρκοκύπριοι. Οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να νιώθουν ασφαλείς. Και πάνω από όλα, όπως συνηθίζω να λέω, όλες οι παρούσες και μέλλουσες γενιές Τουρκοκυπρίων, όπως βέβαια και Ελληνοκυπρίων, πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ονειρεύονται. Και να ονειρεύονται τον εαυτό τους σε αυτό το νησί, σε αυτή τη δικιά τους πατρίδα.

Από την άλλη οι Ελληνοκύπριοι πρέπει και δικαιούνται, επίσης, να νιώθουν ασφαλείς. Πρέπει να δικαιούνται να νιώθουν ότι δεν κινδυνεύουν σε αυτό το νησί και μαζί με τους Τουρκοκύπριους συμπολίτες τους και τις τρεις μειονότητες να είναι κύριοι του νησιού.

Για εμάς η Κύπρος είναι και σήμερα ένας φάρος σταθερότητας σε μια ασταθή περιοχή, αλλά μπορεί να γίνει συνολικά με τις δύο κοινότητες, μια δύναμη ειρήνης για την Μέση Ανατολή. Και ένα παράδειγμα ότι μπορούμε να λύσουμε ακόμη και αυτό που μας φαίνεται δύσκολο.

Τα προβλήματα υπάρχουν όχι μόνο για να τα περιγράφουμε, αλλά και για να τα λύνουμε. Βέβαια, η ζωή θα βγάλει μετά και άλλα προβλήματα. Αλλά θα πρέπει πρώτα να λύνουμε αυτά που υπάρχουν.

Θέλουμε λοιπόν μία λύση και γι’ αυτό συνεργαζόμαστε για την επανένωση της Κύπρου. Πιστεύουμε ότι η ενιαία Κύπρος θα δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Διότι όλες οι χώρες υποφέρουμε από την κρίση που υπάρχει στην περιοχή. Οι πόλεμοι σε Συρία και Ιράκ, η κατάσταση στην Λιβύη, η ευρύτερη αστάθεια που επικρατεί ως προς την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη όλων μας. Και των Κυπρίων αλλά και ημών.

Θεωρούμε ότι πρέπει να βρούμε τη βέλτιστη λύση θέτοντας ως κριτήριο να είναι δίκαιη, να ανταποκρίνεται στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ταυτόχρονα, να είναι πειστική, ώστε οι δύο κοινότητες να ψηφίσουν υπέρ και να κυρωθεί μέσω των δημοψηφισμάτων που θα ακολουθήσουν.

Στην Ελλάδα, πιστεύουμε -και το έχουμε διατυπώσει- ότι το καθεστώς των εγγυήσεων είναι παρωχημένο. Πιστεύουμε – και προσωπικά πιστεύω- ότι είναι ένα καθεστώς της εποχής της αποικιοκρατίας. Το έχουμε ξεπεράσει. Και δεν είναι ανάγκη να το ζητήσει κανείς. Σήμερα οι σχέσεις των κρατών συνδέονται με αλληλεξάρτηση και με την θετική εκδήλωση ήπιας ισχύος (soft power).

Πιστεύουμε ότι ο φόβος ή ο κίνδυνος χρήσης βίας από τρίτους πρέπει να εξαλειφθούν από τον χάρτη της Κύπρου. Πιστεύουμε ότι πρέπει να συμφωνήσουμε στην οριστική λύση του προβλήματος ασφάλειας της Κύπρου.

Και αυτό σημαίνει αποχώρηση των στρατευμάτων, κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ, ίσως με έναν δημιουργικό ρόλο του ΟΑΣΕ. Πιστεύουμε ότι η Κύπρος πρέπει να βρει ένα καθεστώς εσωτερικής ασφάλειας.

Όπως ξέρετε, ουδέποτε μιλήσαμε είτε σε συναντήσεις, είτε δημοσίως για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού ζητήματος, διότι μας ενδιαφέρει μεν, αλλά δεν δικαιούμαστε κάτι τέτοιο, καθότι έχουμε να κάνουμε με ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Μας ενδιαφέρει όμως η ασφάλεια όλων των πολιτών.

Πιστεύω βαθειά ο ίδιος και η κυβέρνησή μου ότι αυτό το σχέδιο που με θάρρος προωθούν οι δύο ηγέτες φέρνει μια κατάσταση διαφορετική από το 1963. Η δημιουργία δύο Πολιτειών στην Κύπρο, η σε μεγάλο βαθμό αυτοκυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων, η αυτοδιοίκησή τους, αποτελεί την μέγιστη εγγύηση ότι θα πράξουν καλά τα του οίκου τους. Είτε όσον αφορά τον επιμέρους οίκο τους, είτε όσον αφορά τον συνολικά την Κύπρο.

Πιστεύω επίσης ότι η καλύτερη εγγύηση για τα δικαιώματα των πολιτών, συλλογικά και ατομικά, αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ευχαριστώ πάρα πολύ τον Πρόεδρο Γιούνκερ, που ξέρουμε πόσο φορτωμένο είναι το πρόγραμμά του, όπως επίσης και την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ, κα Μογκερίνι, για την παρουσία τους και τη συμβολή τους.

Εμείς ως Ελλάδα ξέρουμε ποιο είναι το κόστος αν κάποιος παραβιάσει κανόνες της ΕΕ και ξέρουμε ότι η ΕΕ διαθέτει πάρα πολλά εργαλεία για να επιβάλει αυτό που θεωρεί σωστό. Δεν το λέμε φιλολογικά. Τα τελευταία επτά χρόνια το έχουμε συναντήσει και πιστεύουμε ότι η ΕΕ έχει τα μέτρα και τα μέσα να υπερασπιστεί τα συμφωνηθέντα έναντι οιουδήποτε, εντός ΕΕ και εντός Κύπρου, θελήσει να αποκλίνει από αυτά. Το ίδιο πιστεύω και για τον ΟΗΕ.

Επίσης, θεωρώ μεγάλη υπόθεση αυτό που διαβάζω για τη δημιουργία πολιτειακών αστυνομιών, ομοσπονδιακής αστυνομίας και διεθνούς αστυνομίας, γιατί και αυτές εγγυώνται την ασφάλεια όλων των μερών. Προσπάθησα και ως ακαδημαϊκός να μελετήσω ποια είναι τα προβλήματα που προκαλούν ανασφάλεια και για τις δυο κοινότητες. Στο βαθμό που κατανοώ, τα προβλήματα ανασφάλειας που υπάρχουν στο εσωτερικό της Κύπρου αντιμετωπίζονται με αστυνομικά μέσα, αντιμετωπίζονται με δικαιοσύνη. Δεν απαιτείται οποιαδήποτε έξαρση αρνητικών φαινομένων, παρέμβαση στρατού, βομβαρδισμοί ή ό,τι άλλο.

Γι ‘αυτό πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε μια Κύπρο ανεξάρτητη και κυρίαρχη με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο -και θα το αναλύσουμε κατά τις διαπραγματεύσεις και τις συνομιλίες μας- να εφαρμοστούν συμφωνίες τέτοιες, όπως ήταν οι συμφωνίες στάθμευσης των γερμανικών στρατευμάτων το 1990, κατά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από την ανατολική Γερμανία. Η συγκεκριμένη συμφωνία στάθμευσης -που είχε προσωρινό χαρακτήρα- είναι ένα καλό παράδειγμα.

Επίσης, έχουμε υποβάλει, από πλευράς μας, συγκεκριμένη πρόταση φιλίας μεταξύ Κύπρου, Τουρκίας και Ελλάδας. Όπως λέω στους Τούρκους φίλους μου – τους οποίους σέβομαι πάρα πολύ- ο Αλλάχ έριξε ζαριές και μας έριξε σε μια γωνιά του κόσμου και πρέπει σε αυτή τη γωνιά του κόσμου να συμβιώσουμε κατά τον πιο δημιουργικό και καλό τρόπο. Πρέπει να ακολουθήσουμε- αν θέλει κανείς- ακόμα και τους ειδικούς κανόνες της κοινωνίας μας, της παράδοσής μας και της θρησκείας μας.

Πιστεύω επίσης ότι το μέλλον ολόκληρης της Κύπρου βρίσκεται στην ΕΕ, όπως και το μέλλον της Τουρκίας. Δράττομαι της ευκαιρίας να πω για άλλη μια φορά ότι, η Ελλάδα είναι σταθερός φίλος και σύμμαχος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Αν υπάρχει μια χώρα στην ΕΕ που πιστεύει σε αυτή την προοπτική για την Τουρκία είμαστε εμείς.

Πιστεύουμε ότι στο βαθμό που θα λύσουμε τα προβλήματά μας -είμαι σίγουρος ότι θα το κάνουμε- η Κύπρος, η Ελλάδα και η Τουρκία μέσω ενός Συμφώνου Φιλίας θα συνθέσουμε ένα ισχυρό τρίο μέσα στην ΕΕ, μέσα στον κόσμο που ανήκουμε, σε έναν κόσμο που ένα ισχυρό ψήφισμα του ΣΑ ΟΗΕ θα κατοχυρώσει την κυριαρχία της ενωμένης Κύπρου.

Οι ευκαιρίες στη ζωή δεν δίνονται κάθε μέρα: από τον έρωτα που καταλήγει σε γάμο, μέχρι τη συζήτηση που θα έχουμε εδώ και θα καταλήξει σε μια ενιαία και κυρίαρχη Κύπρο που θα λειτουργεί ως υπεύθυνος παράγοντας στην ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική σκηνή.

Θέλω να ευχαριστήσω ξανά τον ΓΓ του ΟΗΕ, κ. Γκουτιέρες, τον Ειδικό Απεσταλμένο του ΓΓ ΟΗΕ, κ. Άιντε, τον κ. Γιούνκερ και την κα Μογκερίνι, να ευχαριστήσω τους φίλους μου από την τουρκική Αντιπροσωπεία, τις κυπριακές Αντιπροσωπείες, καθώς και τη βρετανική για όλες τις συζητήσεις που είχαμε, για τον κοινό καημό που λέμε εμείς στην Ανατολή και για τα συναισθήματά μας.

Η πολιτική, όπως λέω, θέλει ορθολογισμό, αλλά και συναίσθημα. Με αυτά τα δύο θα λύσουμε το κυπριακό πρόβλημα.

Ευχαριστώ πολύ.