Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ένωσης Κεντρώων για την ερώτηση και για την ευκαιρία που μου δίνει να τοποθετηθώ και να ενημερώσω το Σώμα, μετά από την πολύ σημαντική εξέλιξη που είχαμε την προηγούμενη Δευτέρα στο Eurogroup γι’ αυτήν την επί της αρχής συμφωνία.
Θα ήθελα να αποσαφηνίσω ορισμένα πράγματα και να πω στον κ. Λεβέντη ότι τον ευχαριστώ, διότι ήταν ο μόνος που μπήκε στον κόπο να μου καταθέσει ερώτηση. Άλλοι συνάδελφοί του, δεν έκριναν σκόπιμο να αξιοποιήσουν την ώρα του Πρωθυπουργού, διότι πιστεύουν ότι είναι προτιμότερο να κρύβονται πίσω από μονολόγους και όχι από τον ζωντανό, τον αληθινό διάλογο μέσα στο Κοινοβούλιο.
Με την ευκαιρία αυτή, λοιπόν, εγώ θέλω να επαναλάβω ότι θα είμαι εδώ για τους Αρχηγούς των κομμάτων κάθε Παρασκευή, αρκεί να με ρωτάνε. Θα είμαι εδώ για να απαντώ σε εύκολες και σε δύσκολες ερωτήσεις, σε εύκολες και σε δύσκολες στιγμές. Μπορεί να με κατηγορήσετε για πολλά, όχι όμως για το ότι κρύβομαι. Άλλοι κρύβονται αυτές τις μέρες και φαίνεται και από τα έδρανα σήμερα στο Κοινοβούλιο ποια είναι γεμάτα και ποια είναι άδεια.
Κύριε Πρόεδρε, θα έχω την ευκαιρία να απαντήσω επί της ουσίας σε όλα σας τα ερωτήματα. Θέλω εισαγωγικά να πω ότι έχετε δίκιο. Δεν είναι σύνηθες αυτό που αποφασίστηκε επί της αρχής την προηγούμενη εβδομάδα, διότι είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, όπου υπάρχουν οι λογικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δηλαδή οι ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μόνο να παίρνουν, όχι να παίρνουν και να δίνουν. Προχθές αποφασίστηκε κάτι το οποίο έχει μια πρωτοτυπία. Και στο σκέλος αυτό θεωρώ ότι είναι εξαιρετική επιτυχία της διαπραγματευτικής ομάδας και θα εξηγήσω γιατί. Επιτρέψτε μου, όμως, να σας κάνω μια ολοκληρωμένη ενημέρωση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ελληνική Κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες, μεταξύ άλλων, κάνει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια σε δύο παράλληλα μέτωπα. Από τη μια προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του τρέχοντος προγράμματος και από την άλλη να ολοκληρώσει με επιτυχία και χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση για την ελληνική κοινωνία, χωρίς πρόσθετη λιτότητα, τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Θέλω να πω ότι αυτή η δουλειά που γίνεται αποδίδει καρπούς. Θα ξεκινήσω από το πρώτο σκέλος, το σκέλος της προσπάθειας να πετύχουμε τους στόχους υλοποίησης του προγράμματος και να πετύχουμε τους στόχους του προγράμματος. Νομίζω ότι είναι πλέον παραδεκτό και είναι παραδεκτό από όλους, τόσο από τους θεσμούς που συμμετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα, όσο όμως και από τους σημαντικότερους διεθνείς οργανισμούς, ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι υπερκαλύπτονται και η οικονομία ανακάμπτει σταθερά.
Σας θυμίζω τις καταστροφολογικές προβλέψεις, τις Κασσανδρικές προβλέψεις πέρσι τέτοιο καιρό μετά το τέλος της πρώτης αξιολόγησης, όταν είχε θεσμοθετηθεί ο περιβόητος δημοσιονομικός διορθωτής, ο κόφτης. Είχαν, λοιπόν, σπεύσει όλοι να προεξοφλήσουν ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να πιάσουμε αυτούς τους στόχους, άρα ο λεγόμενος κόφτης θα εφαρμοστεί και θα πετσοκόψει και συντάξεις και εισοδήματα και τα πάντα.
Θυμάμαι ακόμα του περασμένου καλοκαιριού τα δημοσιεύματα -ψευδή όλα- ότι έχουμε πέσει έξω στα έσοδα, έχουμε καταστραφεί ήδη και ότι οσονούπω θα ενεργοποιηθεί ο κόφτης. Τελικά, όχι μόνο δεν ενεργοποιήθηκε ο κόφτης, αλλά ενεργοποιήθηκε ο δότης, δώσαμε. Δώσαμε εφάπαξ δέκατη τρίτη σύνταξη, 620 εκατομμύρια ευρώ, στους χαμηλοσυνταξιούχους, παρά τις αντιρρήσεις και κάποιων εκ των πιστωτών, όχι όλων, αλλά και τη μη συναίνεση εδώ στη Βουλή, την αντίρρηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με την αδιανόητη στάση της ψήφου αποχής -νομίζω ότι ήταν «Παρών», που είναι το ίδιο ουσιαστικά-, αφού δεν πήρε θέση, δεν επικρότησε, δεν υπερψήφισε ένα μέτρο, για πρώτη φορά σε επτά χρόνια προγράμματος, παροχής στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Διαψεύστηκαν, λοιπόν, οι Κασσάνδρες. Και τελικά, ενώ μας έλεγαν ότι δεν θα πιάσουμε τον στόχο για 0,5% πλεόνασμα το 2016, τα αποτελέσματα της υπεραπόδοσης της οικονομίας δείχνουν ότι θα υπερβούμε το 2% πλεόνασμα το 2016, όχι το 0,5%. Και την ίδια στιγμή, ενώ οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάκτησης της οικονομίας το 2016 ήταν προβλέψεις για ύφεση 0,3% με 0,4%, τελικά τα στοιχεία της Κομισιόν, της Eurostat αποδεικνύουν ότι είχαμε ανάπτυξη το 2016, γυρίσαμε σε θετικό πρόσημα, σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά 0,3%, δηλαδή 0,6% με 0,7% πάνω από τις προβλέψεις.
Ξέρετε, αυτά που για κάποιους σε αυτή εδώ την Αίθουσα είναι ψιλά γράμματα, είναι η βάση πάνω στην οποία διαμορφώνονται οι συνθήκες για να κλείσει με επιτυχία και χωρίς την αποδοχή παράλογων απαιτήσεων η δεύτερη αξιολόγηση.
Έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος, στο σκέλος που αφορά -και που είναι και το βασικό θέμα της ερώτησης που κατατέθηκε σήμερα- το τι έγινε προχθές, τι αποφασίστηκε προχθές.
Στο Eurogroup, λοιπόν, της 20ης Φεβρουαρίου έγινε ένα καθοριστικό βήμα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Και το βήμα αυτό είναι μια κατ’ αρχήν συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική Κυβέρνηση και τους επικεφαλής των θεσμών.
Συνομολογήθηκαν, λοιπόν, οι βασικές αρχές στις οποίες θα κινείται η συμφωνία για την αξιολόγηση, στην οποία βεβαίως θα καταλήξουν μετά από διαπραγμάτευση των τεχνικών λεπτομερειών τα τεχνικά κλιμάκια, τα οποία επιστρέφουν στην Αθήνα αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα.
Ας δούμε, λοιπόν, τι έχουμε στα χέρια μας σήμερα. Πρώτον, επιστρέφουν οι Θεσμοί την επόμενη εβδομάδα για να ολοκληρωθεί άμεσα η τεχνική συμφωνία.
Δεύτερον, από την αρχή των διαπραγματεύσεων η ελληνική Κυβέρνηση επέμεινε στη θέση ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο δεν δικαιολογεί τη λήψη νέων μέτρων λιτότητας, αλλά αντίθετα μια τέτοια κίνηση θα συνιστούσε φραγμό στις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, οι οποίες άλλωστε καταγράφονται, όπως είπα πιο πριν, και στις εκτιμήσεις όλων των Θεσμών.
Αυτή τη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης την εκφράσαμε και εγώ προσωπικά και ο Υπουργός των Οικονομικών και όλη η Κυβέρνηση με όλους τους τρόπους και σε όλους τους τόνους και αφορούσε το ότι δεν θα δεχθούμε ούτε ένα ευρώ επιπλέον λιτότητα.
Όταν το είπα εγώ αυτό σε συνέντευξή μου σε καθημερινή εφημερίδα, με λοιδορήσατε και μέσα στη Βουλή και έξω από τη Βουλή και στα μέσα ενημέρωσης. Με είπατε ψεύτη, ενώ η ηπιότερη εκ των κριτικών που άκουσα ήταν ότι αποτελούσε μια διαπραγματευτική τακτική και ότι δεν το εννοούσα.
Αυτή, λοιπόν, η θέση για ούτε ένα ευρώ επιπλέον λιτότητα στην ήδη βεβαρημένη ελληνική κοινωνία και οικονομία έγινε σεβαστή. Και έγινε σεβαστή από όλους. Σεβάστηκαν τους αριθμούς, τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Προσέξτε όμως! Αυτές οι επιδόσεις στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα των θυσιών των Ελλήνων πολιτών. Αυτές είναι οι θυσίες του ελληνικού λαού. Αυτό σεβάστηκαν!
Με δεδομένο, λοιπόν, αυτό, νομίζω ότι την προηγούμενη Δευτέρα υπήρξε μια σημαντική μεταστροφή όλων των πλευρών στην κατεύθυνση, αν προτιμάτε, της υπέρβασης της λιτότητας και της επικέντρωσης –γιατί εκεί θα επικεντρωθούν οι διαπραγματεύσεις- σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν «αλλαγή στο μείγμα της πολιτικής» που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα και όχι στην επιπλέον επιβάρυνση.
Αν με ρωτάτε, κύριε Λεβέντη, εάν συμφωνώ εγώ προσωπικά και η Κυβέρνησή μου στην αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής μείγματος πολιτικής, θα σας πω όχι. Όμως, όταν πας σε μια διαπραγμάτευση, είναι προφανές ότι θα κερδίσεις, αλλά θα αναγκαστείς να κάνεις και κάποιες υποχωρήσεις.
Το ζήτημα όμως, κύριε Λεβέντη, είναι ότι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν πολύ κρίσιμες διαπραγματεύσεις που επιβάρυναν τον ελληνικό λαό με λιτότητα που αφαίρεσε το 25% του εθνικού πλούτου από το 2010 έως το 2015, με αποτέλεσμα πάντοτε να χάνουμε και ποτέ να κερδίζουμε.
Και σήμερα έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι πετύχαμε έναν έντιμο συμβιβασμό. Συμφωνήθηκε για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια –και αυτό είναι κρίσιμο- να αφήσουμε πίσω την αρχή της διαρκούς λιτότητας και να επανακαθορίσουμε προτεραιότητες στη βάση πλέον της προώθησης πολιτικών που θα ενισχύουν τη διαπιστωμένη αναπτυξιακή τάση της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για πολιτικές που πρέπει να ενισχύουν –και αυτή είναι η μεγάλη προσπάθεια που θα κάνουμε σε διαπραγματευτικό επίπεδο το επόμενο διάστημα- την παραγωγή νέου πλούτου, τις επενδύσεις, την εργασία.
Η μεταστροφή αυτή μας φέρνει και στο τρίτο σημαντικό δεδομένο στο οποίο ήθελα να αναφερθώ. Αυτό είναι ένα δεδομένο σημαντικό των όσων συνομολογήθηκαν στο Eurogroup, ότι δεν υπάρχει πλέον η παράλογη απαίτηση -που δεν είναι τελευταία, είναι απαίτηση που υπάρχει στο τραπέζι από τα Χριστούγεννα του ’15, θα αναφερθώ λίγο σε αυτό- για επιπλέον μέτρα λιτότητας 2% του ΑΕΠ, 3,6 δισεκατομμύρια με βάση την αντιστοίχιση στο σημερινό ΑΕΠ, 4,5 δισεκατομμύρια με βάση την αντιστοίχιση ενδεχομένως του ΑΕΠ στο 2019 και μάλιστα για μετά τη λήξη του προγράμματος. Αντιθέτως, το πλαίσιο στο οποίο πλέον συζητάμε είναι ότι όποιες μεταρρυθμίσεις συμφωνηθούν θα εφαρμοστούν από 1-1-2019 υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα έχουν μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Τι σημαίνει αυτό, όμως. Αυτό πρακτικά σημαίνει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι για κάθε ευρώ πιθανής επιβάρυνσης από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα προτείνουν οι πιστωτές μας, οι δανειστές μας και στις οποίες θα επιμείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στις οποίες προεξοφλώ ότι εμείς δεν είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς για αυτές, θα υπάρχει και ένα ευρώ αντίστοιχης ελάφρυνσης από τις μεταρρυθμίσεις που θα προτείνουμε εμείς.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο, καθώς είναι αρκετοί εκείνοι που για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας κάνουν ότι αυτό δεν το κατανοούν και κάνουν ότι δεν κατανοούν τη συμφωνία.
Ακούσαμε, λοιπόν, και από τη Νέα Δημοκρατία αλλά και από δημοσιογραφικά χείλη να λέγεται ότι οι όποιες ελαφρύνσεις θα τελούν υπό την αίρεση επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων. Μάλιστα, κάποιοι προχώρησαν παραπέρα και είπαν ότι αυτό που συμφωνήσαμε –λέει- αφού αμφισβήτησαν ότι υπάρχει καν συμφωνία και αφού συνέχισαν στο ίδιο βιολί για το αν θα κλείσει η αξιολόγηση.
Είναι, λοιπόν, αρκετοί αυτοί που κάνουν πως δεν κατανοούν τη συμφωνία. Ακούσαμε να λένε ότι δεχτήκαμε μέτρα και σε ό,τι αφορά τα θετικά θα είναι απλά υποσχέσεις που δεν θα εφαρμοστούν ποτέ. Γιατί, λένε, υπήρξε μια διατύπωση από τον επικεφαλής του Eurogroup που μιλούσε για την εφαρμογή τους εφόσον υπάρχει δημοσιονομικός χώρος. Θέλω, λοιπόν, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό. Καταλαβαίνω βέβαια εδώ ότι με δικαιολογία την τεχνική συζήτηση υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να θολώσουν τα νερά.
Ακούστε, όμως, ποια είναι η επί της αρχής συμφωνία, γιατί πρέπει να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός κυρίως. Είμαι βέβαιος ότι όλοι καταλαβαίνετε ποια είναι η συμφωνία, αλλά πρέπει να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός. Τόσο, λοιπόν, τα μέτρα επιβάρυνσης από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα προτείνουν οι Θεσμοί όσο και τα μέτρα ελάφρυνσης από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα προτείνει η ελληνική Κυβέρνηση θα ψηφιστούν ταυτόχρονα στο ελληνικό Κοινοβούλιο και κανένα από αυτά τα μέτρα δεν θα τελεί υπό αίρεση.
Άλλωστε, επαναλαμβάνουμε κάτι το οποίο πολλάκις έχουμε τονίσει, ότι δεν υπάρχει το νομικό και το θεσμικό πλαίσιο με βάση το ελληνικό Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, να ψηφίζονται στη Βουλή των Ελλήνων μέτρα υπό αίρεση. Τα μέτρα αυτά, λοιπόν, θα έχουν έναρξη εφαρμογής την 1η Ιανουαρίου του 2019, κάτι το οποίο άλλωστε είναι σύνηθες στην κοινοβουλευτική πρακτική, να ψηφίζονται μέτρα τα οποία η εφαρμογή τους, η έναρξη ισχύς τους αρχίζει αργότερα.
Θα ήθελα να πω και κάτι άλλο. Εξήγησε εχθές εδώ στη Βουλή ο Υπουργός των Οικονομικών, πού βρίσκεται το κλειδί, πού βρίσκεται το μυστικό. Το μυστικό βρίσκεται στη φράση του Επιτρόπου κ. Μοσκοβισί, ο οποίος κατά τη συνέντευξη τύπου της Δευτέρας είπε ότι τα μέτρα θα έχουν net, στην αγγλική δηλαδή καθαρό, μηδέν, μηδενικό, καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, θα είναι μέτρα μηδενικής επιβάρυνσης. Και θα με ρωτήσει κάποιος καλόπιστος και όχι κακόπιστος: «Για ποιον λόγο, λοιπόν, λένε κάποιοι ότι τα θετικά μέτρα θα εφαρμοστούν, μόνο εφόσον υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος το 2019; Μήπως εννοούν ότι θα είναι υπό αίρεση;». Η απάντηση εδώ είναι κατηγορηματική: Όχι, δεν υπάρχει καμία αίρεση και εξηγούμαι με λεπτομέρειες, γιατί συνήθως στις λεπτομέρειες λένε ότι κρύβεται ο διάβολος. Ο δημοσιονομικός χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος αφορά τις προβλέψεις και όχι τα αποτελέσματα. Αυτή τη στιγμή η Κομισιόν, μέσω της Eurostat, προβλέπει ότι με την κατάσταση ως έχει σήμερα -με τα μέτρα δηλαδή τα οποία σήμερα έχουν ψηφιστεί και με την πορεία της οικονομίας και με τις προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης για το 2017 και 2018-, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 που μεταφέρεται και στο 2019 θα είναι 3,5% του ΑΕΠ. Επομένως, οποιοδήποτε επιπλέον μέτρο επιβάρυνσης ψηφιστεί με ημερομηνία εφαρμογής από 1η Ιανουαρίου του 2019, δημιουργεί σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις τον αντίστοιχο δημοσιονομικό χώρο για ελάφρυνση.
Επομένως, αν παραδείγματος χάριν υπάρξουν μέτρα επιβάρυνσης 1% του ΑΕΠ το 2019, τότε αυτομάτως δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος ισόποσος 1% του ΑΕΠ, ώστε να εφαρμοστούν και αντίστοιχα μέτρα ελάφρυνσης το 2019, ύψους 1% του ΑΕΠ.
Άρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχει καμία αίρεση και καμία άλλη προϋπόθεση. Μόνη προϋπόθεση που υπάρχει είναι η οικονομία μας να συνεχίσει αυτήν την πορεία -εγώ θα έλεγα την εντυπωσιακή πορεία-, ανόδου των τελευταίων μηνών. Βεβαίως, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης θα έλεγα ότι είναι και μια σημαντική προϋπόθεση όχι μόνο για να συνεχίσει, αλλά για να επιταχύνει αυτήν τη θετική, την εντυπωσιακά θετική πορεία η ελληνική οικονομία.
Βεβαίως, δεν θα ακούσετε από εμάς ούτε πανηγυρισμούς ούτε θριαμβολογίες. Δεν θριαμβολογούμε. Δεν μπορούμε, όμως, να κρύψουμε και την ικανοποίηση μας, γιατί για πρώτη φορά ακούμε από επίσημα χείλη -και αναφέρομαι στους επικεφαλής των Θεσμών- για την ανάγκη επιτέλους να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος της λιτότητας στην Ελλάδα. Να υπάρξει μετά από επτά χρόνια τερματισμός στην επιμονή, στην παράλογη επιμονή για επιπλέον λιτότητα. Υπάρχει, βέβαια, ακόμα δρόμος μπροστά μας. Η τεχνική δουλειά που θα γίνει το επόμενο διάστημα θα είναι σημαντική.
Δεν κρύβω, όμως, και ούτε θέλω να είμαι φειδωλός στις δηλώσεις μου και στην απόδοση των ευσήμων και στον Ευκλείδη Τσακαλώτο και στον Γιώργο Χουλιαράκη, σ’ όλη τη διαπραγματευτική ομάδα που κατάφερε κάτι το οποίο εσείς ούτε που μπορούσατε να φανταστείτε ότι θα συμβεί. Γι’ αυτό και είχατε βάλει όλα σας τα αυγά σε ένα καλάθι, ότι θα αποτύχουμε.
Αποτελεί, λοιπόν, μια ηχηρή απάντηση αυτό που συνέβη σε όσους καταστροφολογούσαν ότι θα τα δώσουμε όλα, ότι θα αναγκαστούμε σε μια άτακτη υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα και ούτω καθ’ εξής.
Σήμερα βλέπω πολύ ανήσυχους τους συναδέλφους της Νέας Δημοκρατίας και υπάρχει ένα ερώτημα: Ειδικά ο κ. Μητσοτάκης, που πρωταγωνίστησε σ’ αυτά τα σενάρια της καταστροφής, γιατί δεν λέει κάτι; Εντάξει, ειπώθηκε ότι ο άνθρωπος έπαθε ένα κρυολόγημα τις τελευταίες μέρες. Χθες τον είδα στην απόδοση στο δημόσιο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και του ευχήθηκα περαστικά. Δεν μπορούσε να κάνει μια γραπτή δήλωση; Δεν μπορεί να μας πει μια άποψη; Την προηγούμενη Παρασκευή δεν ήταν εδώ και έλεγε «μας οδηγείτε στον γκρεμό, στην καταστροφή, δεν θα κλείσει η διαπραγμάτευση;». Γιατί δεν μιλάει;
Χθες και προχθές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας αλλά και ο επικοινωνιακός μηχανισμός που έχει στηθεί, για να προστατεύει τη Νέα Δημοκρατία, ανακάλυψαν ότι δήθεν -και μάλιστα με πολύ μεγάλη αγωνία- ο κ. Τσακαλώτος είναι κρυμμένος και έψαχναν να τον βρουν. Δεν ξέρω αν πήγαν και στην κ. Νικολούλη, για να κάνουν έρευνα ή στον κ. Χαρδαβέλα. Έψαχναν να τον βρουν και ο Τσακαλώτος ήρθε χθες στη Βουλή και απάντησε στην ερώτηση. Θα βρεθεί την ερχόμενη Τρίτη, μετά την Καθαρά Δευτέρα, στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων και θα μιλήσει. Αυτό το οποίο αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον, είναι να δούμε πότε ο Αρχηγός σας θα μιλήσει. Και είναι πραγματικό δύσκολο να μιλήσει, γιατί βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Θα ήθελα, λοιπόν, να επανέλθω και στο θέμα της ερώτησης του Προέδρου της Ένωσης Κεντρώων και να έρθω σε ένα τέταρτο δεδομένο της επί της αρχής συμφωνίας, που για μας είναι πολύ σημαντικό.
Το τέταρτο αυτό δεδομένο είναι ότι διαμορφώνεται η δυνατότητα -και αυτό ίσως να είναι κι ένα από τα σημαντικότερα θέματα της διαπραγμάτευσης στο τεχνικό πεδίο- επιστροφής της εργασιακής κανονικότητας πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος και πάντα στη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μια εξαίρεση από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι μια εξαίρεση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, όπως επέλεξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις στο θέμα των εργασιακών σχέσεων.
Αυτά, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι τα δεδομένα. Καταλήξαμε σ’ αυτό το περίγραμμα συμφωνίας, το οποίο είναι θετικό για την ελληνική πλευρά και καταλήξαμε μετά από κοπιώδη προσπάθεια και διαπραγμάτευση. Φτάσαμε ως εδώ, γιατί δεν ακολουθήσαμε την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων, που εν μία νυκτί υπέγραφαν ό,τι παράλογο και αντικοινωνικό μέτρο έπεφτε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απλώς για να κερδίσουν πολιτικό χρόνο. Αυτήν την πεπατημένη μας καλούσαν να υιοθετήσουμε σε ένα διαρκές κρεσέντο ανευθυνότητας ο κ. Μητσοτάκης και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Να βάλουμε, δηλαδή, την υπογραφή της χώρας σε λευκά χαρτιά που στη συνέχεια θα συμπληρώνονταν με μέτρα αφαίμαξης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτή, λοιπόν, η εποχή έχει τελειώσει. Και νομίζω ότι το γνωρίζουν πια όλοι και στο εξωτερικό. Το αποδείξαμε στην πρώτη αξιολόγηση, όταν δεν δεχτήκαμε τις παράλογες απαιτήσεις. Το αποδεικνύουμε και στην πορεία για την δεύτερη αξιολόγηση, όταν πράξαμε το ίδιο επιμένοντας στα πραγματικά στοιχεία και στον στοιχειώδη οικονομικό εξορθολογισμό που επιτάσσει η διαχείριση του ελληνικού προγράμματος.
Έχουμε φυσικά απόλυτη συναίσθηση του χρονικού ορίζοντα εντός του οποίου θα πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, για να μπορέσει να ενισχυθεί η αναπτυξιακή τάση της ελληνικής οικονομίας και οι πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Όπως, όμως, έχουμε καταλάβει, είναι εξίσου σημαντικό με το πότε θα κλείσει η αξιολόγηση και το πώς θα κλείσει η αξιολόγηση.
Οι βάσεις της συμφωνίας που ετέθησαν προχθές επιτρέπουν πλέον να κινηθούμε ταχύτατα το επόμενο διάστημα και να φθάσουμε σε μια τελική και προωθητική συμφωνία από κοινού με τους θεσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε επί των πραγματικών στοιχείων και μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, τόσο για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος όσο και για το λεγόμενο δημοσιονομικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος.
Βρισκόμαστε πλέον σε μια φάση που τον τόνο τον δίνει ο οικονομικός ορθολογισμός και ο ρεαλισμός. Συνεπώς, -και θέλω αυτό να το τονίσω και από το Βήμα τη Βουλής- προτάσεις όπως αυτές του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών για στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% επί μια δεκαετία ήρθε η ώρα να φύγουν από το τραπέζι.
Με τον τρόπο αυτό πιστεύω ότι θα ανοίξει ο δρόμος για την υιοθέτηση ενός αξιόπιστου και ρεαλιστικού σχεδίου, που σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, θα εμπεδώσει την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και θα ξεκλειδώσει τις δυνατότητες που αυτή έχει.
Με την ολοκλήρωση δε αυτών των βημάτων και την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η Ελλάδα θα κάνει το αποφασιστικότερο βήμα για την έξοδο από την κρίση και τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Με δύο λόγια, λοιπόν, κλείνει ο κύκλος της λιτότητας και μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο πολύ πιο σημαντική για την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια, στην περίοδο που το κεντρικό στοιχείο θα είναι η παραγωγή νέου πλούτου, θα είναι η προσέλκυση επενδύσεων, θα είναι η ενίσχυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Και όλα αυτά με στόχο την εκπλήρωση του υπ’ αριθμόν ένα εθνικού στόχου, που είναι η δραστική μείωση της ανεργίας μέσα από την δημιουργία σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Έχουμε ήδη εκκινήσει από καιρό τον σχεδιασμό μας σε αυτόν τον τομέα. Θέλω να σταθώ -και θα κλείσω, κύριε Πρόεδρε, για να πω και στην δευτερολογία μου ορισμένα πράγματα, αν χρειαστεί- σε κάτι που απασχόλησε τη συζήτηση μεταξύ των επικεφαλής των θεσμών και της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, αλλά ενδεχομένως λίγο να ενδιαφέρει τον αντιπολιτευτικό οίστρο στην Ελλάδα και ότι ορισμένες φορές για τα πιο σημαντικά και τα πιο σοβαρά πράγματα δεν μιλάμε.
Αναφέρομαι στην πρωτοβουλία μας για την χρηματοδότηση ενός προγράμματος ενεργητικής καταπολέμησης της ανεργίας. Είναι ένα πρόγραμμα το οποίο επιδιώκουμε να τροφοδοτήσει μέσα από τις επενδύσεις την ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και την κοινωνική οικονομία με χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας τα επόμενα δυόμισι χρόνια.
Στόχος μας διαπραγματευτικός, αυτό που συζητάμε και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο επί των αντιμέτρων -έτσι νομίζω τα βαφτίσαμε εδώ στην Ελλάδα- είναι να καταλήξουμε με τους εταίρους μας σε μια τεχνική συμφωνία ότι όποιο ποσό δαπανηθεί για το πρόγραμμα αυτό δεν θα προσμετράται στον υπολογισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Εκεί εμείς ρίχνουμε ως Κυβέρνηση το βάρος των προσπαθειών μας το επόμενο διάστημα, διότι μόνο έτσι μπορεί στην πράξη και όχι μόνο στους αριθμούς να επέλθει η πραγματική ανάκαμψη για την κοινωνική πλειοψηφία και κυρίως για τη νέα γενιά.
Δυστυχώς, βέβαια, σε αυτή τη συζήτηση είμαστε απελπιστικά μόνοι στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά πιστεύω ότι με τις τελευταίες εξελίξεις και με το κλείσιμο της αξιολόγησης μέχρι τις 20 Μαρτίου, θα έχουμε τη δυνατότητα να συζητάμε εδώ και να αντιπαρατιθέμεθα, κύριε Πρόεδρε της Ένωσης Κεντρώων για τα σημαντικά θέματα, που είναι πώς θα μειωθεί η ανεργία, πώς θα δημιουργηθεί νέος πλούτος, πώς θα προστατευθεί η κοινωνική πλειοψηφία, πώς, επιτέλους, η χώρα θα βγει από αυτήν τη μεγάλη περιπέτεια, την άρση της κυριαρχίας της, την επιτροπεία, που έχει βρεθεί τα τελευταία επτά χρόνια.
Κι αν θέλετε, και προσωπικός μου στόχος, αλλά και στόχος αυτής της Κυβέρνησης, είναι να είμαστε η κυβέρνηση που θα αψηφήσει τις Κασσάνδρες και με στοχοπροσήλωση, με αποφασιστικότητα, με σταθερότητα θα το πετύχει αυτό, θα τα καταφέρει. Θα καταφέρουμε να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια, να βγάλουμε τη χώρα από την άρση κυριαρχίας, να βγάλουμε τη χώρα από την επιτροπεία, να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση.
Σας ευχαριστώ.
Δευτερολογία του Πρωθυπουργού
Κύριε Πρόεδρε της Ένωσης Κεντρώων, θα προσπαθήσω να σας δώσω απαντήσεις, αλλά επιτρέψτε μου να πω και ορισμένα πράγματα, γιατί είναι ευκαιρία που βρίσκομαι στη Βουλή.
Ξέρετε, όμως, εγώ είχα τη δυνατότητα σήμερα να απαντήσω σε όποιον μου έκανε ερώτηση. Εσείς, λοιπόν, μου καταθέσατε ερώτηση την Τρίτη το πρωί -στις 9.10΄ ήρθε η ερώτηση στον Πρόεδρο της Βουλής- μετά το Eurogroup. Οι άλλοι συνάδελφοί σας δεν θέλησαν, δεν το θεώρησαν σκόπιμο. Εσείς αξιοποιήσατε την κοινοβουλευτική διαδικασία και είμαι εδώ και απαντώ σε εσάς.
Από κει και πέρα, βεβαίως, έχω το δικαίωμα μέσα από τις απαντήσεις μου να ασκήσω και κριτική. Δεν ευθύνομαι εγώ που δεν υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να γίνει διάλογος και με την Αξιωματική Αντιπολίτευση. Άλλωστε, θα μπορούσε να προκαλέσει συζήτηση είτε δι’ ερωτήσεως σε εμένα είτε μέσα από τον Κανονισμό της Βουλής.
Θέλω, λοιπόν, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα τα οποία δεν έθιξα στην πρώτη μου ομιλία και τα οποία θέσατε εσείς. Μιλήσατε για το ασφαλιστικό.
Πρώτα απ’ όλα, κύριε Πρόεδρε, να σας πω το εξής: Όλο το προηγούμενο διάστημα έβγαιναν και έλεγαν στα μέσα ενημέρωσης, σε πηχυαίους τίτλους εφημερίδων, σε εκπομπές πολιτικού διαλόγου, ότι ο Τσίπρας είναι ψεύτης και ο Κατρούγκαλος μεγάλος ψεύτης και η Αχτσιόγλου επίσης ψεύτρα. Γιατί; Διότι, λέει, τους ισοπεδώσαμε όλους με τις ασφαλιστικές εισφορές.
Εμείς δεν βγήκαμε να πούμε ότι αυτές οι ασφαλιστικές εισφορές δεν επιβάρυναν ορισμένα εισοδήματα. Το είπαμε καθαρά. Βεβαίως. Μπορεί να είναι λάθος; Μπορεί να είναι μια διαφορετική αντίληψη; Μπορεί. Να μας κάνετε κριτική. Αλλά, δεν λειτουργήσαμε εν λευκώ, tabula rasa. Σε ένα συγκεκριμένο δημοσιονομικό πλαίσιο ήμασταν αναγκασμένοι όχι να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, αλλά να μπορέσουμε να φέρουμε μία λύση που δεν θα αύξανε την επιβάρυνση στους συνταξιούχους και στις κύριες συντάξεις και άρα θα έπρεπε να βρίσκει έσοδα από τις εισφορές.
Και πως κατανείμαμε αυτά τα βάρη στους πολίτες, στις εισφορές, στους ελεύθερους επαγγελματίες; Με βάση το εισόδημα.
Και τι είπαμε; Είπαμε ότι το 80% ελαφρύνεται και το 20% επιβαρύνεται. Έπεσαν όλοι να μας φάνε.
Βγήκε ο Υφυπουργός, ο κ. Πετρόπουλος, και είπε κάτι σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και τον κανιβάλισαν. Είπε, «Βγήκα στον δρόμο και ερχόντουσαν μαγαζάτορες και μου έλεγαν, πληρώνουμε λιγότερα» και τον κανιβάλισαν σε όλους τους σταθμούς.
Και βγαίνει χθες η έρευνα της ΕΣΕΕ. Ο κ. Κορκίδης είναι ΣΥΡΙΖΑ; Αν είναι ΣΥΡΙΖΑ, να μου το πείτε.
Βγαίνει, λοιπόν, χθες η έρευνα της ΕΣΕΕ και λέει ότι το 77% των ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων, βιοτεχνών, ελαφρύνεται από τις εισφορές, το 9% πληρώνει τις ίδιες και από εκεί και πέρα υπάρχει ένα 14% που επιβαρύνεται.
Είμαστε χαρούμενοι που επιβαρύνεται το 14%; Όχι. Υπάρχει πρόβλημα υπερβολικής επιβάρυνσης σε ορισμένους εξ αυτών; Υπάρχει. Το παραδέχομαι, κύριε Πρόεδρε. Όμως, δεν μπορεί διαρκώς σε αυτόν τον τόπο, στο όνομα της σκοπιμότητας μιας αντιπολιτευτικής ρητορικής, να κάνουμε το άσπρο – μαύρο, διότι η μεγάλη πλειοψηφία πληρώνει λιγότερες εισφορές. Πώς να το κάνουμε;
Μου είπατε ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα για τους φόρους. Δεν είμαστε εμείς αυτοί που επιβαρύναμε την ελληνική οικογένεια με φόρους. Το έκαναν οι προηγούμενες Κυβερνήσεις. Εμείς πράγματι αναγκαστήκαμε, κάτω από την ασφυκτική πίεση στην πρώτη διαπραγμάτευση, να κάνουμε μια επιβάρυνση στον συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων -δεν είναι θετικό αυτό- και στον ΦΠΑ. Όμως, τη μεγάλη επιβάρυνση την είχαν προκαλέσει αυτοί που μείωσαν -κατάφεραν κάτι πρωτοφανές πράγματι- τον εθνικό πλούτο κατά 25% μέσα σε τέσσερα χρόνια. Θα μου πείτε, όταν έχεις έναν γάιδαρο με φορτωμένο το σαμάρι βάρος και του βάλεις και έναν βόλο παραπάνω, δεν αντέχει. Θα συμφωνήσω μαζί σας, αλλά είναι άδικη η κριτική αυτή.
Παραλάβαμε μια ανεργία -και δείτε τις επίσημες στατιστικές- στο 27,5% και σήμερα είναι στο 23% και ο στόχος μας είναι η ανεργία το επόμενο διάστημα να μειωθεί. Και εδώ πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μεγάλος εθνικός στόχος για την χώρα για τα επόμενα χρόνια είναι να επανέλθει η κανονικότητα στην εργασία και να βρουν θέσεις εργασίας σταθερές, μόνιμες τα νέα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό, να πάμε από το brain drain στο brain gain, στο να ξανακερδίσουμε, δηλαδή, την εργασία για τη νέα γενιά.
Τώρα θέλω να μου επιτρέψετε, κύριε Πρόεδρε, να αναφερθώ -γιατί δεν μπορώ να μην αναφερθώ- και στην ουσία, αν θέλετε, της ερώτησής σας, που ήταν τα θέματα της συμφωνίας την προηγούμενη εβδομάδα, την Δευτέρα που μας πέρασε, και τις δυνατότητες που θα έχουμε από εδώ και στο εξής.
Καταρχάς, να σας πω ότι εμείς είμαστε ανοιχτοί να κουβεντιάσουμε. Ρωτάτε με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε ότι αυτός ο οποίος θα χάνει, θα μπορέσει να ισοσκελίσει την απώλεια. Υπάρχουν οι δυνατότητες τεχνικά να το κουβεντιάσουμε. Προτείνατε και εσείς σκέψεις, ιδέες, απόψεις. Είμαστε ανοιχτοί σε αυτό. Και φαντάζομαι ότι θα έχει ένα νόημα και στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων την Τρίτη, αντί να συζητάτε σαχλαμάρες, κουτσομπολιά για τα πρωινάδικα, για το αν ο Τσακαλώτος είναι εδώ ή δεν είναι εδώ και πού ήταν και πού είναι -ξέρετε, οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τηλεθέαση, οπότε αφήστε τα αυτά για τα πρωινάδικα, μην ασχολείστε εσείς με αυτά. Να κουβεντιάσουμε επί της ουσίας, με ποιον τρόπο σε αυτό το πλαίσιο συμφωνίας που έχουμε, θα μπορέσουμε πράγματι να έχουμε μια όσο το δυνατόν δικαιότερη κατανομή των βαρών αλλά και των ελαφρύνσεων.
Και θέλω να μου επιτρέψετε να πω, κύριε Λεβέντη, και δύο λόγια, διότι παρακολουθώ τη δική σας στάση, μια στάση κεντρώα, κριτική, δηλαδή, και στους μεν και στους δε. Εντάξει. Ορισμένες φορές είσαστε μάλιστα και πιο -ας το πω έτσι- θετικός να δοθούν βάρη στο όνομα της Ευρώπης, να πάρουμε τα βάρη. Γι’ αυτό λέτε διαρκώς να μοιραστούμε όλοι μαζί, την πολιτική ευθύνη κ.λπ..
Ξέρετε, όμως, εδώ δεν είμαστε μόνοι μας. Εδώ έχουμε απέναντί μας ορισμένους πιστωτές, οι οποίοι ήταν πολύ σκληροί για τη χώρα, οι οποίοι τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να μιλάνε για τέλος της λιτότητας. Μάλιστα, επιμένουν και σε επιλογές, οι οποίες έχουν ένα αρνητικό κοινωνικό πρόσημο.
Εγώ, λοιπόν, θέλω να σας πω το εξής: Εμείς είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε το βάρος της ευθύνης. Και είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε το βάρος της ευθύνης μόνοι μας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, διότι μόνοι μας το σηκώνουμε δυο χρόνια τώρα, δίνοντας μια μάχη για να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια απέναντι σε παράλογες απαιτήσεις. Και κρινόμαστε από τον ελληνικό λαό. Αλλά κρίνεται και η Αντιπολίτευση, κύριε Λεβέντη. Κρίνεται και η Αντιπολίτευση για αυτό.
Στην πρώτη αξιολόγηση ο κ. Μητσοτάκης, νέος τότε Αρχηγός, ενώ είχε βγει και είχε πει, «δεν βιάζομαι», τον πίεσαν προφανώς διάφορα εκδοτικά συμφέροντα που βιάζονταν για τα δάνειά τους και διάφοροι άλλοι ακραίοι εντός της Νέας Δημοκρατίας και ενώ ήταν σε όλους πασιφανές ότι είναι παράλογες οι απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον μέτρα λιτότητας -και ήταν από τα Χριστούγεννα του 2015 γνωστό αυτό- αντί να βγει να πάρει θέση τότε, σφύριζε αδιάφορα και ξαφνικά άρχισε να λέει, «να μην κλείσει η αξιολόγηση, να γίνουν εκλογές». Το ίδιο επανέλαβε και τη δεύτερη φορά.
Ξέρετε κάτι; Στην πολιτική είναι λογικό να κάνουμε λάθη. Καλό, όμως, είναι να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Έρχεται, λοιπόν, και επαναλαμβάνει το ίδιο. Και τι έρχεται και λέει και μάλιστα με πολύ χειρότερο τρόπο; Όταν επαναφέρει το Ταμείο την ίδια αξίωση στη δεύτερη αξιολόγηση, όχι μόνο δεν παίρνει θέση έναντι αυτής της αξιώσεως, όχι μόνο δεν λέει στον ελληνικό λαό τι προτείνει να κάνουμε, όχι μόνο δεν βάζει πλάτη, αλλά πηγαίνει στο Βερολίνο λίγο πριν την κρίσιμη διαπραγμάτευση και ρίχνει τα βάρη στην ελληνική πλευρά, διότι –λέει- καθυστερεί.
Και δεν το κάνει μόνο ο κ. Μητσοτάκης. Το κάνουν και οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στη συζήτηση για το ελληνικό πρόγραμμα στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου ήταν οι μόνοι από όλες τις πτέρυγες που μίλησαν, οι οποίοι τοποθετήθηκαν εναντίον της χώρας -όχι της Κυβέρνησης- και απέδωσαν ευθύνες για τις καθυστερήσεις.
Θέλω να μου επιτρέψετε να σας πω κάτι. Ξέρετε, η γερμανική γλώσσα έχει μια λέξη, που είναι αμετάφραστη στα ελληνικά. Λέγεται «fremdscham» και σημαίνει ντροπή για κάτι που κάνει κάποιος άλλος. Εγώ θέλω με αυτή τη γερμανική λέξη να αποδώσω το συναίσθημα που εγώ αισθάνομαι για τη στάση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο Βερολίνο λίγο πριν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.
Και αισθάνομαι ντροπή, διότι στο τέλος της ημέρας είναι μια στάση αντιπατριωτική. Και προσέχω τις λέξεις μου.
Θέλω, λοιπόν να πω κάτι, ρωτώντας εσάς, κύριε Λεβέντη, διότι δεν κάνω διάλογο εδώ με τους Βουλευτές. Απαντώ σε εσάς. Πείτε μου εσείς, θα έχανε ή θα κέρδιζε το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά και η ίδια η Αντιπολίτευση, αν στην πρώτη αξιολόγηση, αλλά και στη δεύτερη αξιολόγηση, βγαίνατε και λέγατε -κυρίως ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης- «διαφωνώ με την Κυβέρνηση, τα έχει κάνει λάθος η Κυβέρνηση, αλλά στηρίζω την εθνική προσπάθεια να μην επιβληθούν αυτές οι παράλογες απαιτήσεις».
Ποιος θα κέρδιζε; Ποιος θα έχανε και ποιος θα κέρδιζε; Όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες και ο φίλος μου ο Ευκλείδης, που είναι Αγγλοσάξων και μιλάει τα αγγλικά καλά, «win-win» θα ήταν για αυτόν. Δηλαδή, εάν δεν τα καταφέρναμε εμείς, θα έβγαινε και θα έλεγε, «Ορίστε, τους στηρίξαμε και πάλι είναι τόσο άχρηστοι που δεν τα κατάφεραν». Και τώρα που τα καταφέραμε, θα είχαν τη δυνατότητα τουλάχιστον να βγουν και να πουν, «τα κατάφεραν επειδή τους στηρίξαμε και διαμορφώσαμε ένα εθνικό μέτωπο». Ούτε, όμως, αυτή η στοιχειώδης ευφυΐα δεν υπάρχει.
Γιατί, κύριε Λεβέντη; Διότι το πάθος για την επιστροφή στις καρέκλες της εξουσίας για να συνεχίσουν αυτό το καταστροφικό έργο που κάνανε όλες αυτές τις δεκαετίες, είναι ισχυρότερο από το πατριωτικό καθήκον.
Θέλω, όμως, να κλείσω λέγοντας το εξής: Αυτό το οποίο ορισμένοι δεν καταλαβαίνουν στη χώρα είναι ότι το 2015 δεν είναι το ίδιο για τη χώρα με το 2017. Γιατί; Διότι αυτά τα δύο χρόνια έχουν γίνει πολλά και σημαντικά. Ξέρετε, κάποιοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι υπάρχει η δυνατότητα της πολιτικής διαπραγμάτευσης και νομίζουν ότι είναι μόνο τα τεχνικά κλιμάκια. Η όποια διέξοδος βρέθηκε τώρα, βρέθηκε στο πεδίο της πολιτικής και όχι στο πεδίο των τεχνοκρατών. Δεν κατάλαβαν καν ότι η χώρα από το 2015 και μετά έχει αλλάξει, ότι η χώρα δεν είναι μόνη, ότι η χώρα δεν είναι πια ικέτης.
Δεν κατάλαβαν ότι σε αυτό το μεσοδιάστημα επισκέφθηκαν τη χώρα μας σπουδαίοι ηγέτες. Μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ήρθε εδώ ο Πρόεδρος Ομπάμα, ήρθε ο Πρόεδρος Πούτιν, ήρθε ο Πάπας Φραγκίσκος για το προσφυγικό, ήρθε ο Πρόεδρος Ολάντ, ήρθαν οι ηγέτες του Νότου. Ήρθαν εδώ και δημιούργησαν ένα μέτωπο, μια ασπίδα, αν θέλετε, σε παράλογες απαιτήσεις σε πολιτικό επίπεδο. Διαμορφώθηκαν νέες συμμαχίες και νέοι συσχετισμοί. Ήρθε ο Πρόεδρος Γιούνκερ, ήρθε ο Πρόεδρος Τουσκ.
Δεν κατάλαβαν ότι η Ελλάδα σταμάτησε πια να είναι η χώρα της καρπαζιάς και της ικεσίας, όπως την παραλάβαμε εμείς το 2015. Και έγινε μία χώρα, η οποία παίζει σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο, ακολουθεί με σοβαρότητα και σχεδιασμό μία στρατηγική ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με τις τριμερείς μας συνεργασίες με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ, με την παρεμβατικότητά μας και στο Κυπριακό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τον κρίσιμο ρόλο που παίξαμε στο προσφυγικό, ώστε να υπάρξει αυτή η δύσκολη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας και να υπάρξει μία διευθέτηση. Δεν κατάλαβαν τίποτα.
Δεν κατάλαβαν ακόμα τίποτα όταν ο Πρόεδρος Ομπάμα εδώ ήρθε για να κάνει την τελευταία του παρουσία ως Πρόεδρος, βγάζοντας αυτό τον λόγο που θα μείνει στην ιστορία για την Ελλάδα. Νομίζανε ότι η Ελλάδα παραμένει η χώρα της καρπαζιάς. Τώρα, λοιπόν, έπαθαν στραπάτσο.
Λυπάμαι πολύ που δεν καταλαβαίνουν. Εγώ θα τους ζητήσω και θα ζητήσω και από σε εσάς και θα ζητήσω και από όλους, από όλες τις πολιτικές πτέρυγες να συνειδητοποιήσουν ότι η χώρα θα βγει από την κρίση, γιατί είμαστε αποφασισμένοι να βγει αυτή η χώρα από την κρίση και γιατί είναι αποφασισμένος ο ελληνικός λαός να γυρίσουμε σελίδα. Και αυτό πια το καταλαβαίνει και ο τελευταίος Έλληνας.