Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Πάντειο Πανεπιστήμιο για την πρόσκλησή μου απόψε ως ομιλητή, αλλά και το Μουσείο της Ακρόπολης για την πάντα ευγενική φιλοξενία του.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω προσωπικά την κυρία Κυβέλου αλλά και να τη συγχαρώ για την επιμέλεια του βιβλίου «Θαλάσσια Χωρικά Ζητήματα: Θαλάσσια Διάσταση της Εδαφικής Συνοχής, Θαλάσσια Χωροταξία, Βιώσιμη Γαλάζια Ανάπτυξη», από τις εκδόσεις Κριτική.
H εργασία αυτή αποτελεί μία συμβολή της διακεκριμένης καθηγήτριας στη διεύρυνση των αναπτυξιακών οριζόντων της Ελλάδας, μέσα και από την ανάδειξη της σημασίας του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, όπως επισημαίνεται ερωτηματικά και στον κεντρικό τίτλο της αποψινής εκδήλωσης «Η θάλασσα ένας νέος ορίζοντας για την Ελλάδα;». Η κυρία Κυβέλου, λοιπόν, με το έργο της απαντά καταφατικά σε αυτή την ερώτηση, επιχειρώντας να διανοίξει δρόμους και να αναδείξει δυνατότητες, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα ένα δημόσιο διάλογο, που ελπίζω να είναι ευρύς και γόνιμος.
Και θα ήθελα να τονίσω την ανάγκη ενός τέτοιου διαλόγου κοινωνικού, επιστημονικού και πολιτικού για το ζήτημα της ανάπτυξης και της ανασυγκρότησης της χώρας μετά την καταστροφική κρίση, διότι θα πρέπει να διδαχτούμε από την κρίση, να υπερβούμε τις αιτίες και όχι μόνο τα συμπτώματά της, αλλά και γιατί από πολλές απόψεις, τα ζητήματα της ανάπτυξης τίθενται με νέους, σε σχέση με το παρελθόν, όρους.
Επίσης, διότι ζούμε σε ένα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας. Μετά το Brexit και την προεδρική αλλαγή στις ΗΠΑ το μέλλον της Ευρώπης ξανατίθεται, με νέους όρους, ως ένα υπαρξιακό ερώτημα κατεύθυνσης και προσανατολισμού. Και επειδή ακούμε διάφορα περί Ευρώπης πολλών ή λίγων ταχυτήτων, το κρίσιμο θέμα δεν είναι οι ταχύτητες, αλλά οι ιεραρχίες και πώς αυτές κτίζονται, οι αποφάσεις και πώς αυτές λαμβάνονται, η διανομή και αναδιανομή του ρίσκου και του οφέλους της ενοποίησης και υπέρ ποιων γίνονται. Και αν σήμερα η ΕΕ αντιμετωπίζει κινδύνους ακόμη και αποσύνθεσης, αυτοί πηγάζουν πρωτίστως από το γεγονός ότι οι υποσχέσεις για σύγκλιση έχουν αντικατασταθεί από την πραγματικότητα των επίμονων αποκλίσεων και των ασύμμετρων σχέσεων στο εσωτερικό της. Οι ταχύτητες είναι σημαντικές, αλλά και αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, όπως και οι παραπάνω.
Για να έρθω, όμως, στο κάπως ειδικότερο θέμα της σημερινής συζήτησης, πράγματι, οι θάλασσες και τα νησιά μας με όλο το πολιτισμικό, οικολογικό και φυσικό πλούτο τους αποτελούν ένα κεντρικό συστατικό της ταυτότητας της χώρας μας. Με την έννοια αυτή, η νησιωτικότητα πρέπει να βρει μια πιο αναβαθμισμένη, κεντρική – θα έλεγα – θέση στο νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, της δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης, που στη δική μας αντίληψη αποτελεί στόχο, αλλά και μέσο της στρατηγικής για την έξοδο από τη κρίση.
- Η αναγκαιότητα της θαλάσσιας χωροταξίας
Ο πρώτος παράγοντας, λοιπόν, που υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της θαλάσσιας χωροταξίας στη χώρα μας είναι ακριβώς ο νησιωτικός χαρακτήρας της. Αυτό επιβάλλει όχι απλώς να ακολουθήσουμε τις διεθνείς τάσεις και τις καλές διεθνώς πρακτικές, αλλά και να πρωτοπορήσουμε στη θεσμοθέτηση και την πρακτική εφαρμογή του χωρικού και του θαλάσσιου χωρικού σχεδιασμού. Και τούτο γιατί ακριβώς λόγω του νησιωτικού χαρακτήρα της χώρας χωρίς την οργανωμένη ρύθμιση του χώρου σε θάλασσα και στεριά, η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι ούτε βιώσιμη ούτε δίκαιη. Θα είναι άναρχη, σπάταλη και αυτοκαταστροφική. Και υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά παραδείγματα, και στη χώρα μας, που το επιβεβαιώνουν αυτό.
Υπάρχει, όμως, και ένας δεύτερος λόγος που υπογραμμίζει την ανάγκη του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού. Και αυτός είναι η αυξανομένη οικονομική σημασία των θαλασσών και οι κίνδυνοι άναρχης και καταστροφικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αλιεία, τις ποικίλες θαλάσσιες δραστηριότητες και τη λεγόμενη «γαλάζια οικονομία» -που κι εδώ υπάρχει ανάγκη ρυθμιστικών πλαισίων, αλλά και στις βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως είναι η εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και άλλων ορυκτών. Επιστημονικές απόψεις και ενδείξεις υποστηρίζουν ότι το κεφαλαίο αυτό, της ύπαρξης δηλαδή σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, παραμένει ενεργό και ανοιχτό ακόμη και σε θετικές εκπλήξεις για τη χώρα μας και αυτό επιβάλλει τη θεσμική και οργανωτική προετοιμασία για να ανταποκριθούμε συγκροτημένα στις όποιες εξελίξεις. Βεβαίως, το θέμα αυτό συνδέεται και με την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), όμως και εκεί που οι σχετικές οριοθετήσεις έχουν γίνει, κρίσιμος είναι ο ρόλος του θαλασσιού χωρικού σχεδιασμού.
Ένας τρίτος παράγοντας που διευρύνει ακόμη περισσότερο τη σημασία του χωρικού σχεδιασμού είναι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των σχετικών διαδικασιών δε μας επιτρέπει να αφήσουμε το θέμα αυτό για το μέλλον. Αντίθετα, πρέπει να διευρύνουμε τους χρονικούς ορίζοντες του σχεδιασμού. Στους τομείς που η επιστημονική γνώση μας παρέχει τα αναγκαία δεδομένα, πρέπει να προχωρήσουμε τολμηρά, εισάγοντας στους σχεδιασμούς του σήμερα τις ανάγκες του μέλλοντος, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής και των προβλεπόμενων συνεπειών, ακολουθώντας την αρχή της πρόληψης και όχι της αναμονής και της εκ των υστερών αντίδρασης.
- Κυβερνητικός σχεδιασμός
Η κυβέρνηση έχοντας επίγνωση της αναγκαιότητας και της σημασίας του χωρικού σχεδιασμού και της θαλάσσιας χωροταξίας υλοποιεί ένα σχεδιασμό με ορίζοντα πενταετίας ο όποιος περιλαμβάνει:
- Tην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2014/89/ΕΕ που προβλέπει τη θέσπιση Πλαισίου για το Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό. Η εν λόγω οδηγία είναι σημαντική, διότι θεσπίζει τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες που είναι αναγκαίοι για το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Θα επιτρέψει, λοιπόν, διάφορα ερευνητικά και άλλα έργα που και σήμερα σποραδικά πραγματοποιούνται, να γίνουν τμήμα μιας συγκροτημένης στρατηγικής.
- Την πρόοδο των διαδικασιών για την κύρωση του Πρωτόκολλου της Βαρκελώνης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Παράκτιων Ζωνών του ΟΗΕ.
- Την αναμενόμενη, εντός του 2017, ολοκλήρωση των περιφερειακών και τοπικών χωρικών σχεδίων.
- Στη βάση των παραπάνω θα οργανωθεί, στη συνεχεία, η χάραξη της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για το Θαλάσσιο Χώρο, καθώς και η εκπόνηση των θαλασσίων χωροταξικών σχεδίων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Όλος αυτός ο θεσμικός εξοπλισμός θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο ως το 2021, όπως επιβάλλει και η ευρωπαϊκή Οδηγία, άλλα όχι μόνο γι’ αυτό. Εννοείται πως επείγουσες ανάγκες μπορούν να καλύπτονται με το υφιστάμενο θεσμικό οπλοστάσιο.
Το ζήτημα της θαλασσιάς χωροταξίας συνδέεται με το κεντρικό ζήτημα της εποχής μας, το ζήτημα των ανισοτήτων, κοινωνικών και περιφερειακών, φυσικών και ανθρωπογενών. Ο σχεδιασμός, γενικά, όπως και ο χωρικός σχεδιασμός ειδικότερα, δεν είναι μια ουδέτερη τεχνική διαδικασία. Αντιθέτως, έχει εξ αρχής κοινωνικό πρόσημο. Αφενός καλείται να συμβάλει στην άρση καταστροφών και κοινωνικών αδικιών, που έχουν ήδη συντελεστεί, αφετέρου, δρώντας προληπτικά, καλείται να αποτρέψει τη διεύρυνση ή την εμφάνιση νέων ανισοτήτων. Όπως υποστηρίζει και η κυρία Κυβέλου στην εργασία της, η χωρική δικαιοσύνη αποτελεί προέκταση και συμπλήρωση της κοινωνικής και της οικονομικής δικαιοσύνης. Και με αυτή την έννοια, η διαδικασία του χωρικού σχεδιασμού δεν αφορά μόνο στο χωρικό καταμερισμό των δραστηριοτήτων, άλλα και στον επαναπροσδιορισμό των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, την εμπορευματοποίηση και τα κοινά αγαθά.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς, που διευρύνουν τις χωρικές ανισότητες από την άποψη του επιπέδου ζωής, η χωροταξική πολιτική πρέπει να στοχεύει σε αναδιανεμητικές διαδικασίες με την έννοια μιας μεγαλύτερης «χωρικής δικαιοσύνης», προκειμένου να μην προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες μια τρίτη ανισότητα, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο τόπο διαβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό μια «αλληλεγγύη των χωρικών ενοτήτων» θα επέτρεπε να περιοριστεί ο κοινωνικός κατακερματισμός, συνέπεια της άνισης κατανομής των δραστηριοτήτων στο χώρο, που προκύπτει τόσο λόγω των «φυσικών χαρακτηριστικών» ή της «γεωγραφικής θέσης» όσο και εξαιτίας των «ανθρωπογενών χωρικών χαρακτηριστικών», όπως είναι τα πολιτισμικά στοιχεία και τα στοιχεία των χρήσεων γης.
Παράλληλα, η έννοια της από-εμπορευματοποίησης θα μπορούσε να διευρυνθεί για να συμπεριλάβει ζητήματα ποιότητας ζωής, όπως η διατήρηση και προστασία της φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή στην πραγματικότητα ολόκληρη η κλίμακα αξιών που η χωροταξία, ακόμα και κάτω από τη σημαία της πολιτικής εδαφικής συνοχής, αντιπροσωπεύει. Ήδη όμως καθίσταται σαφές ότι μιλώντας για χωροταξία και για χωρικό σχεδιασμό ουσιαστικά αναφερόμαστε στην ανάγκη όχι απλώς χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά αλλαγής του συνολικού αναπτυξιακού υποδείγματος. Και αυτό είναι φυσικό, αφού η οργάνωση του χώρου είναι αλληλένδετη και στην ουσία αφορά την οργάνωση της κοινωνίας, των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων.
Φθάνουμε, έτσι, στον πυρήνα της κρίσης, αλλά και του συγχρόνου ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού προβλήματος. Γιατί το 2010 δε χρεοκόπησε απλά μια ανέμελα ελλειμματική δημοσιονομική διαχείριση, αλλά όλο το μοντέλο ανάπτυξης συνυφασμένο με το σύστημα εξουσίας και το μοντέλο διακυβέρνησης που διαμορφώθηκε στην ύστερη φάση της μεταπολίτευσης. Εκείνο που ευθύνεται για την κρίση ήταν ένα υπόδειγμα ρηχής και άναρχης ανάπτυξης, ένας άνισος και σπάταλος τρόπος διανομής του πλούτου και αξιοποίησης των διαθεσίμων πόρων. Ένα κλειστό σύστημα, ένα «καρτέλ» δικομματικής εξουσίας που είχε υπό τον αποκλειστικό έλεγχό του το κράτος, τους ευρωπαϊκούς πόρους, τις τράπεζες, τα ΜΜΕ και άλλους μηχανισμούς της πολιτικής, της επικοινωνιακής και της οικονομικής εξουσίας. Τα διάφορα εκτεταμένα σκάνδαλα που κατά καιρούς αποκαλύπτονται, οι πρακτικές των πολυεθνικών, όπως της Siemens ή της Novartis, τα πλέγματα διαπλοκής περί το τραπεζικό σύστημα και τα ΜΜΕ δεν αποτελούσαν εξαιρέσεις ή μεμονωμένες υπερβολές, αλλά κανονικότητες ενός συστήματος ατιμωρησίας. Επομένως, η έξοδος από την κρίση μπορεί να νοηθεί και να γίνει εφικτή μόνο στη βάση ενός νέου παραγωγικού, αξιακού και κοινωνικού υποδείγματος βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Από χώρα με υψηλή κατανάλωση, στηριγμένη στις εισαγωγές και την «τουριστική μονοκαλλιέργεια», μπορούμε και πρέπει να καταστούμε χώρα που επενδύει στη γνώση και την καινοτομία, που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, που έχει εξωστρεφή προσανατολισμό και αποκτά με αυτό τον τρόπο μια νέα παραγωγική ταυτότητα.
Η μετάβαση αυτή δεν προκύπτει «αυτόματα» ή «αυθόρμητα» από τις αγορές, αλλά με σχέδιο, με κίνητρα και συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων δρώντων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, καθώς και η δέσμη των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Παράλληλα σε αντίθεση με την πολιτική της μείωσης των μισθών, που όπως καταδεικνύουν και οι μελέτες του ΔΝΤ δεν επέφερε ουσιαστική τόνωση της ανταγωνιστικότητας, εμείς επιχειρούμε και προωθούμε την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω της επένδυσης στη γνώση, της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας, της βέλτιστης αξιοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου, τη νέα κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα.
Θα ολοκληρώσω με το ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης. Η θέση μας είναι ότι η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε και μπορούσε να έχει ήδη ολοκληρωθεί. Διότι τα περισσότερα θέματα έχουν κλείσει και τα όποια θέματα μένουν ανοιχτά μπορούν να κλείσουν αν υπάρξει η πολιτική βούληση από όλες τις πλευρές.
Η μοναδική αιτία και ο αποκλειστικός λόγος της καθυστέρησης οφείλεται σε αποκλίνουσες εκτιμήσεις μεταξύ των δανειστών σε ό,τι αφορά πτυχές του Προγράμματος.
Συγκεκριμένα, η Γερμανία και ορισμένες άλλες χώρες θεωρούν αναγκαία τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό Πρόγραμμα, αρνούνται όμως τις εκτιμήσεις του Ταμείου για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, άρα και την ανάγκη περαιτέρω ελάφρυνσής του. Το ίδιο το ΔΝΤ ενώ υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει υποφέρει από υπερβολική λιτότητα, συστήνει πρόσθετα μέτρα. Το ίδιο συνέβη πέρυσι με την πρώτη αξιολόγηση και επαναλαμβάνεται και τώρα. Στην ίδια τη Γερμανία πάλι, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το ελληνικό Πρόγραμμα, ακόμη και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως έδειξε η δημοσιοποίηση επιστολής του Αντικαγκελάριου Γκάμπριελ στην Καγκελάριο Μέρκελ. Τέλος, όπως έδειξε και η σημερινή ανακοίνωση του ΔΝΤ, διαφορετικές εκτιμήσεις υπάρχουν ακόμη και στο εσωτερικό του Ταμείου.
Παρά τις αντιφάσεις αυτές όμως, η θέση μας ήταν και παραμένει ότι ασφαλώς και μπορεί να υπάρξει διέξοδος και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Διότι ο χρόνος αποτελεί κρίσιμη παράμετρο. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα αποτελέσει ένα ισχυρό σήμα για τη θετική έκβαση του όλου Προγράμματος. Ελπίζουμε ότι το επόμενο διάστημα, ίσως και εντός της εβδομάδας, θα υπάρξουν εκείνες οι θεσμικές πρωτοβουλίες και οι σχετικές διαδικασίες, οι οποίες θα δρομολογήσουν λύση και θα οδηγήσουν σε διέξοδο εντός του Φεβρουαρίου.
Όλοι αναγνωρίζουν ότι το πρώτο Μνημόνιο απέτυχε επιφέροντας δραματικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, ενώ το δεύτερο ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Όπως αναγνωρίζει στη σημερινή ανακοίνωσή του και το ΔΝΤ, πίσω από την αποτυχία αυτή βρίσκεται «το μεγάλο κόστος των προγραμμάτων για την ελληνική κοινωνία», κάτι που εκφράζεται από τη δραματική πτώση των εισοδημάτων και την ιστορικά υψηλή ανεργία. Σε αντίθεση με το παρελθόν αυτό, σήμερα συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε το σε ισχύ Πρόγραμμα να ολοκληρωθεί στην ώρα του, το καλοκαίρι του 2018, όπως προβλέπεται, υπό τον όρο ότι δε θα επιβαρυνθεί το περιεχόμενό του με νέα μέτρα πέραν των συμφωνηθέντων. Και δεν το λέμε μόνο εμείς αυτό. Όπως δήλωσε πρόσφατα και ο επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί, «Είναι φυσιολογικό να ζητάμε η Ελλάδα να τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις της, αλλά μόνο τις δεσμεύσεις της. Όχι διαρκώς επιπλέον απαιτήσεις».
Η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης λοιπόν και η ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα επιτρέψουν την έξοδο της χώρας στις αγορές δανεισμού, γεγονός το οποίο θα επιτρέψει τη μείωση των επιτοκίων από τα σημερινά τους επίπεδα και την απεξάρτηση της χώρας από το θεσμικό δανεισμό.
Η επίτευξη των στόχων και η υπέρβασή τους σε πολλές περιπτώσεις, με επαναλαμβανόμενες προσπάθειες του ελληνικού λαού καθιστούν αυτό το θετικό σενάριο όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ρεαλιστικό.
Παρά τη διαρκή καταστροφολογία και τη μηδενιστική κριτική ορισμένων δυνάμεων της εγχώριας αντιπολίτευσης, όλοι οι ευρωπαϊκοί παράγοντες, αλλά και η σοσιαλιστική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και οι ομάδες των Οικολόγων και της Αριστεράς, αναγνωρίζουν αυτά τα θετικά αποτελέσματα και παίρνουν θέση υπέρ της άμεσης ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και της ανάγκης ολοκλήρωσης του Προγράμματος. Μόνο στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν φωνές που εύχονται το αντίθετο στο όνομα της όποιας μικροκομματικής ιδιοτέλειας.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει βεβαίως τις δικές της απόψεις για τις θέσεις και για το ρόλο των διάφορων θεσμών και παραγόντων στο ελληνικό Πρόγραμμα καθώς και για συμπεριφορές που σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται από αλαζονικές, υποτιμητικές «νεοαποικιακές» λογικές. Όμως αυτό που προέχει την παρούσα στιγμή δεν είναι ο επιμερισμός ευθυνών αλλά να αναζητηθούν εκείνα τα σημεία ισορροπίας που μπορούν να συνθέσουν ένα προωθητικό συμβιβασμό στη βάση της αμοιβαιότητας, μια θετική διέξοδο που χωρίς να συνιστά παραβίαση αρχών, θα διασφαλίζει τη θετική προοπτική, την ολοκλήρωση του Προγράμματος, την επιτάχυνση της ανάκαμψης και της απασχόλησης, την έξοδο εν τέλει από την κρίση. Για αυτό θα είναι όχι μόνο προς όφελος της Ελλάδας αλλά και προς όφελος ολόκληρης της Ευρώπης.