Κοινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα και του Πρωθυπουργού της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς
Α. ΒΟΥΤΣΙΤΣ: Αξιότιμε Πρωθυπουργέ της φίλης χώρας κ. Τσίπρα, αξιότιμοι δημοσιογράφοι, θα ήθελα να σας πω ότι είχαμε σοβαρές συζητήσεις πολύ μακράς διάρκειας. Πριν από όλα, τονίσαμε τη μεγάλη φιλία που υπάρχει ανάμεσα στον σερβικό και τον ελληνικό λαό, ανάμεσα στις δύο χώρες μας. Οι συνομιλίες μας δεν βασίστηκαν στο παρελθόν μας, αλλά πριν από όλα σε αυτό που πρέπει να κάνουμε στο μέλλον. Και όταν μιλάμε για αυτό, νομίζω ότι είναι σημαντικό να τονίσω, τα τρία κύρια ζητήματα, από τη δική μας οπτική γωνία.
Πρώτα από όλα, τα οικονομικά θέματα: Οι εμπορικές μας συναλλαγές το 2016 ανέρχονται σε 377 εκατομμύρια ευρώ και όταν υπολογιστεί και ο Δεκέμβριος, θα είναι γύρω στα 390 εκατομμύρια ευρώ. Θεωρούμε ότι αυτά δεν είναι αρκετά και ότι μπορούμε να κάνουμε ακόμη πιο πολλά μαζί, να αυξήσουμε τις εμπορικές συναλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό ο τουρισμός είναι πολύ σημαντικός και όχι μόνο για τους Σέρβους που επισκέπτονται την Ελλάδα – που επισήμως είναι ο πρώτος προορισμός για τους πολίτες μας – αλλά για πρώτη φορά έχουμε μεγάλη αύξηση των Ελλήνων τουριστών στη Σερβία. Το 2015-2016, είχαμε αύξηση 37%, δηλαδή 52.070 επισκέπτες, ενώ οι διανυκτερεύσεις άγγιξαν το 49%.
Αυτό που θεωρούμε ότι είναι πολύ σημαντικό και το οποίο μπορούμε να κάνουμε, είναι να αυξήσουμε τις εξαγωγές των αγροτικών μας προϊόντων. Νομίζω ότι εμείς ως Σερβία δεν κάναμε αρκετά πάνω στο θέμα αυτό. Είναι πολύ σημαντικό θέμα και συζητήσαμε στρατηγικά εγώ και ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας καθώς και οι αντιπροσωπίες μας προκειμένου να έχουμε ένα καλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο που θα συνδέει το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη. Εμείς, από την πλευρά μας, έχουμε κι ένα πρόσθετο πρόβλημα διότι σήμερα χρειάζονται 49 ώρες από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Βουδαπέστη για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Εάν μπορούσαμε να μειώσουμε τον χρόνο σε κάτω από 30 ώρες το 2020, είμαι σίγουρος ότι οι σιδηρόδρομοί μας θα είχαν μερικά εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδος και έτσι θα βοηθούσαμε και τις εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών μας, που είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα τα οποία πρέπει να κάνουμε. Βεβαίως πρέπει να δούμε και την επιβατική κίνηση έτσι ώστε να μπορούμε να συνδέσουμε το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη σε 6 ώρες.
Επίσης, συζητήσαμε τη βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών – αν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για βελτίωση ανάμεσα σε δύο ήδη εξαιρετικά φιλικές χώρες. Εμείς δεν έχουμε συνηθίσει επτά χρόνια τώρα, να μην έχουμε συνάντηση σε επίπεδο πρωθυπουργών και νομίζω ότι είναι σημαντικό αυτές οι συναντήσεις να είναι πιο συχνές. Συνεννοηθήκαμε ότι θα έχουμε κοινή συνεδρίαση των κυβερνήσεών μας, την οποία ονομάσαμε «Ανώτατο Συμβούλιο των δύο Πρωθυπουργών και των δύο Κυβερνήσεων», την άνοιξη στη Θεσσαλονίκη. Θα ετοιμάσουμε συγκεκριμένα θέματα και έχουμε πολλά να κάνουμε στο επόμενο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να δείξουμε στους πολίτες των δύο χωρών μας το τί μπορούμε να κάνουμε από κοινού για όλους.
Το τρίτο θέμα που συζητήσαμε είναι τα πολιτικά θέματα, τα θέματα της περιφερειακής σταθερότητας. Στηρίζουμε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή διαδικασία. Θεωρούμε την Ελλάδα μια από τις χώρες κλειδιά στα Βαλκάνια και σε όλη την περιοχή και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα, βεβαίως είναι η φίλη μας και νομίζω ότι ρεαλιστικά και σοβαρά αναλύσαμε την κατάσταση στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Ευχαριστούμε την Ελλάδα για το γεγονός ότι δεν αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, παρόλο που ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε εμείς για να διατηρήσουμε την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Ευχαριστούμε πάρα πολύ την Ελλάδα για το θέμα αυτό και ελπίζουμε ότι η Ελλάδα αυτή τη θέση θα τη διατηρήσει και στο μέλλον.
Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι βρίσκονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους επενδυτές της χώρας μας. Υπάρχουν πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ, τα περισσότερα είναι στις τράπεζες. Και παρά τα προβλήματα που υπήρχαν λόγω των σχέσεων της ΕΕ και του ΔΝΤ απέναντι στις ελληνικές τράπεζες, οι ελληνικές τράπεζες στη Σερβία, δεν είχαν προβλήματα, δεν υπήρχε ανακεφαλαίωση παρόλο που δεν ήταν εύκολοι καιροί.
Θα συνεργαστούμε στο θέμα του μεταναστευτικού και θέλω να ευχαριστήσω την Ελλάδα για τη στήριξη στη Δημοκρατία της Σερβίας στον ευρωπαϊκό της δρόμο. Πάντα μπορούμε να υπολογίζουμε στους Έλληνες φίλους μας και τους ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό. Έχουμε συζητήσει και με άλλους παραδοσιακούς εταίρους εκτός ΕΕ. Και εκεί, υπάρχει συνεννόηση, και με τη Ρωσική Ομοσπονδία και με την Κίνα, για να συνεχιστούν οι παραδοσιακά καλές μας σχέσεις.
Και πάλι καλωσορίσατε, αξιότιμε κύριε Τσίπρα! Πιστεύω ότι θα μπορέσουμε με νέες συναντήσεις – γιατί δεν μπορούμε σε μια μόνον ημέρα μόνο να αλλάξουμε κάτι – να έχουμε έναν νέο δρόμο, τον οποίο ορίσαμε σήμερα. Έτσι οι δύο χώρες μας ακόμη πιο δυνατά θα ξεκινήσουν στο κοινό μας μέλλον.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Α. ΤΣΙΠΡΑΣ: Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Πρωθυπουργό Βούτσιτς για την υποδοχή, τη φιλοξενία και τις ιδιαίτερα εποικοδομητικές συνομιλίες που είχαμε.
Οι δύο λαοί μας είναι γνωστό ότι συνδέονται με σημαντικούς ιστορικούς, πολιτιστικούς και πνευματικούς δεσμούς, με σχέσεις που βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό, την ειλικρινή φιλία και την αλληλεγγύη σε δύσκολες στιγμές. Υπάρχουν κοινές πνευματικές, θρησκευτικές παραδόσεις, κυρίως, όμως, υπάρχει η κοινή πορεία στις δύσκολες στιγμές της ιστορίας. Στις δύσκολες στιγμές της ιστορίας, οι λαοί μας βρέθηκαν από την ίδια μεριά μαχόμενοι για ιδανικά και αξίες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά της Ιστορίας. Αργότερα διατηρήσαμε πολύ στενές σχέσεις εποικοδομητικής συνεργασίας. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι κατά τη διάρκεια της πολύ μεγάλης και δύσκολης περιπέτειας για τον σέρβικο λαό, των βομβαρδισμών, η Ελλάδα στάθηκε αλληλέγγυα και οι Έλληνες στο πλευρό του σέρβικου λαού. Και σήμερα βρισκόμαστε σε μια κοινή προσπάθεια, βαθαίνουμε την ειρήνη και τη συνεργασία σε μια πολύπαθη περιοχή, την περιοχή των Βαλκανίων και συνδράμουμε στην προσπάθεια της Σερβίας να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Φέτος συμπληρώνουμε 150 χρόνια, ανεπισήμως, από τη σύναψη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των χωρών μας. Και αυτό είναι μια σημαντική αφορμή για να ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις μας που παραμένουν πάντοτε ουσιαστικές. Όμως, πιστεύω ότι πρέπει και σε διπλωματικό επίπεδο να αξιοποιήσουμε τη δυναμική που διαμορφώνουν τα συναισθήματα αλληλεγγύης και φιλίας ανάμεσα στους λαούς μας. Στη βάση αυτών των πολύ ισχυρών δεσμών είχα σήμερα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τον Πρωθυπουργό Βούτσιτς, να ανταλλάξουμε απόψεις σε μία σειρά από ζητήματα. Συζητήσαμε για τις διμερείς μας σχέσεις και για τις εξελίξεις στη γειτονιά μας και στην Ευρώπη γενικότερα. Επισημάναμε τη σημασία της μεταξύ μας συνεργασίας, όχι μόνο για τους λαούς μας αλλά και για την ευρύτερη περιφερειακή σταθερότητα και ευημερία. Τονίσαμε τη σημαντική οικονομική μας συνεργασία, με την Ελλάδα να αποτελεί την τρίτη δύναμη, από άποψη επενδύσεων, στη Σερβία. Και βεβαίως επισημάναμε το γεγονός ότι για τους Σέρβους πολίτες η Ελλάδα είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός τουριστικός προορισμός. Στο πλαίσιο αυτό συμφωνήσαμε ότι πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένα βήματα για να αναβαθμίσουμε ακόμη περαιτέρω τη συνεργασία μας, προκειμένου αυτή η συνεργασία να γίνει στρατηγική συνεργασία.
Συμφωνήσαμε, λοιπόν, το επόμενο διάστημα να συστήσουμε ένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, που θα συγκληθεί για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, την προσεχή άνοιξη. Μια πόλη που έχει ιστορικό ρόλο στις σχέσεις μας, αλλά πρέπει να αποκτήσει και κομβικό, στρατηγικό ρόλο για το μέλλον μας.
Συζητήσαμε, στο πλαίσιο αυτό, για τις ευκαιρίες που ανοίγονται στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών, της συνδεσιμότητας και της υψηλής τεχνολογίας και της πληροφορικής, όπως το εξαιρετικά σημαντικό σχέδιο για τη σιδηροδρομική διασύνδεση Βελιγραδίου-Θεσσαλονίκης. Και συνολικότερα, για τη δυνατότητα να φέρουμε τις δύο χώρες πιο κοντά μέσα από ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο, που θα συνδέει τόσο τους πολίτες μας, που θέλουν να μετακινηθούν, θα δίνει, όμως, και τη δυνατότητα σε εμπορεύματα από το λιμάνι του Πειραιά να πηγαίνουν σε πολύ ταχύτερο διάστημα στο Βελιγράδι.
Μιλήσαμε, επίσης, για τις επιχειρηματικές δυνατότητες που υπάρχουν. Θα έχουμε αργότερα και το Ελληνο-Σερβικό Επιχειρηματικό Φόρουμ, στο οποίο συμμετέχουν εκατοντάδες εταιρείες και από τις δύο χώρες.
Βεβαίως, δεν παραλείψαμε να κουβεντιάσουμε και για τις περιφερειακές εξελίξεις στη γειτονιά μας. Τα Βαλκάνια είναι μία περιοχή που αντιμετωπίζει όχι μόνο τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αλλά και τις δικές της προκλήσεις. Εξέφρασα την ανησυχία μου για τις φωνές αλυτρωτισμού, εθνικισμού και μισαλλοδοξίας, που, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα ταλανίζουν την περιοχή μας και θέτουν προσκόμματα στην οριστική συμφιλίωση και στην εμπέδωση των σχέσεων καλής γειτονίας και σταθερότητας και προόδου στην περιοχή. Και από κοινού τονίσαμε ότι το μέλλον των Βαλκανίων μπορεί να χτιστεί μόνο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, του αμοιβαίου σεβασμού, του διαλόγου και της συνεργασίας. Όχι με παραβιάσεις, όχι με επεμβάσεις, όχι με προκλήσεις και με αμφισβήτηση της διεθνούς νομιμότητας, όχι με αναθεωρητικές λογικές ως προς τις διεθνείς συνθήκες. Φαινόμενα του παρελθόντος πιστεύω ότι δεν έχουν πλέον θέση στα Βαλκάνια και δεν βοηθούν σε καμία περίπτωση την ευρωπαϊκή πορεία των Βαλκανίων, την κοινή ευρωπαϊκή πορεία όλων των χωρών των Βαλκανίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τονίσαμε τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει η Σερβία για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Μεταξύ άλλων, και μέσω της συνέχισης του δύσκολου, αλλά εξαιρετικά απαραίτητου διαλόγου με την Πρίστινα. Υπογράμμισα, από πλευράς μου, ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή εξασφαλίζεται με κοινά αποδεκτή λύση στο ζήτημα του Κοσσόβου και ότι με αυτό τον γνώμονα η Ελλάδα θα παραμείνει σταθερή στις θέσεις της, θέσεις αρχών, σε αυτό το ζήτημα.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβεβαιώσαμε περαιτέρω τη στρατηγική σημασία της ενσωμάτωσης της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια προοπτική που, όπως γνωρίζετε, η χώρα μας, η Ελλάδα, στηρίζει ενεργά και σταθερά, αναγνωρίζοντας τις πολύ μεγάλες δυσκολίες και τις θυσίες του σερβικού λαού για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Και βεβαίως, από την πλευρά μας, διατυπώσαμε την πρόθεσή μας να συμβάλουμε ώστε αυτός ο στόχος να υλοποιηθεί.
Επίσης, συμφωνήσαμε ότι πρέπει να εντείνουμε τον διάλογο μεταξύ μας και στο θέμα της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Ιδιαίτερα να αποφύγουμε φαινόμενα που είδαμε πέρυσι, κατά τη διάρκεια του περσινού έτους, όταν κάποιες δυνάμεις επέβαλαν τη διαχείριση αυτού του ευρωπαϊκού ζητήματος με λογική αποκλεισμών και μονομερών ενεργειών.
Τέλος, είχα την ευκαιρία να ενημερώσω και για τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Ευχαρίστησα για τη σταθερή στάση της Σερβίας, στάση υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου και τόνισα την προσήλωση της Ελλάδας στις συνομιλίες για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού, με κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από το νησί.
Θέλω, λοιπόν, να κλείσω λέγοντας πως είμαι πεπεισμένος ότι η σημερινή επίσκεψή μας στο Βελιγράδι μπορεί να δώσει το έναυσμα για την απαραίτητη αναζωογόνηση των ιστορικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες μας. Προσβλέπουμε στην περαιτέρω ενδυνάμωση αυτών των σχέσεων. Η ελληνο-σερβική συνεργασία είναι για μας στρατηγικής σημασίας επιλογή, μια επιλογή που πιστεύουμε ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη, τη συνεργασία, την ειρήνη στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων.
Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις, θα ήθελα για άλλη μια φορά να ευχαριστήσω τον Πρωθυπουργό Βούτσιτς για την υποδοχή του και να εκφράσω τη βεβαιότητά μου ότι σήμερα κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα μια ιστορική σχέση ανάμεσα σε δύο λαούς, που μπορεί να αποβεί ιστορική, και ως προς το θετικό αποτέλεσμα που θα παράγει, για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή που δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα κομμάτι του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σας ευχαριστώ.
Γ. ΦΑΣΟΥΛΑΣ (ΕΡΤ): Ερώτηση και για τους δύο Πρωθυπουργούς: Αναφερθήκατε στα οικονομικά οφέλη. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποια είναι τα πολιτικά οφέλη που προκύπτουν από τη συνεργασία μεταξύ Αθηνών και Βελιγραδίου. Και κάτι άλλο: Και σε τι βάθος χρόνου βλέπετε την υλοποίηση του σχεδίου της σιδηροδρομικής σύνδεσης Πειραιά –Βελιγραδίου;
Α. ΒΟΥΤΣΙΤΣ: Θα προσπαθήσω σύντομα να απαντήσω, αλλά πιστεύω ότι θα σας ενδιαφέρει πιο πολύ η απάντηση του κ. Τσίπρα. Εμείς ξεκινήσαμε το μέρος του σιδηροδρόμου μας προς την πόλη Νις. Δεν είναι με την πρέπουσα ταχύτητα που θεωρούμε, αλλά είμαστε έτοιμοι, διότι η κατάσταση του προϋπολογισμού μας είναι όλο και καλύτερη και για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό το σχέδιο αυτό και θα το ξεκινούσαμε αμέσως. Χρειάζονται, όμως, κάποια χρόνια για να ολοκληρωθεί, δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, οπωσδήποτε χρειάζονται μερικά χρόνια για την υλοποίηση του έργου.
Θα ήθελα, επίσης, να σας ενημερώσω ότι για το έτος 2016 ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Σερβίας ξεπέρασε το 2,8%. Κυρίως σημειώθηκε θεαματική πρόοδος στον τομέα της μεταποίησης. Να προσθέσω ότι ο προϋπολογισμός μας για το έτος 2016 κλείνει με πλεόνασμα.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση με την Ελλάδα, νομίζω ότι μεγάλο κέρδος για μας θα είναι το έργο της σιδηροδρομικής σύνδεσης, γιατί όσο η Ελλάδα είναι πιο κοντά στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη και εμείς είμαστε πιο κοντά στην Ελλάδα, αλλά και στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Και αυτό ειδικά είναι σημαντικό για τους Σέρβους, οι οποίοι πάνε πολύ συχνά στη Θεσσαλονίκη, αλλά και για τους Έλληνες που έρχονται στη Σερβία. Το έργο αυτό θα συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, ειδικά στον τομέα της μεταποίησης, τομέας που ενδιαφέρει πολύ και τις δύο πλευρές.
Εμείς θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε από την πλευρά μας για την υλοποίηση του έργου αυτού, θα προσπαθήσουμε το καλύτερο δυνατό σε συνάρτηση με τη βελτίωση της οικονομικής μας κατάστασης. Εξάλλου, το κόστος κατασκευής είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου. Πάντως, είμαστε αποφασισμένοι να υλοποιήσουμε το έργο και σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχουμε αποτελέσματα.
Α. ΤΣΙΠΡΑΣ: Θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά στη μεγάλη πολιτική, αλλά και οικονομική σημασία αυτής της στρατηγικής σχέσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία. Για τον εξής λόγο: Η Ελλάδα έχει ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα, που είναι η τοποθεσία της. Η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας κρίσιμος διαμετακομιστικός κόμβος για την ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς συνδέει την Ευρώπη, όχι μόνο με τη Μέση Ανατολή, αλλά νομίζω ότι με τη διάνοιξη του δεύτερου καναλιού στο Σουέζ και τη στρατηγική επιλογή της Κίνας να ακολουθήσει τον «δρόμο του μεταξιού», η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας κόμβος ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία.
Η Σερβία είναι μια χώρα που μπορεί να αποτελέσει τη «γέφυρα» ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Συνεπώς, η συνεργασία μας, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταφορών, μπορεί να ενταχθεί σε ένα συνολικότερο project ιδιαίτερης σημασίας για όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και αυτό συζητήσαμε σήμερα.
Δεν αρκεί να αναφερόμαστε μονάχα στην ιστορικότητα των σχέσεών μας. Πρέπει να μελετούμε τα βήματα εκείνα, τα συγκεκριμένα βήματα που θα δώσουν και μια νέα προοπτική σε αυτές τις ιστορικές σχέσεις. Δεν θέλω να μιλήσω για χρονοδιαγράμματα. Πρέπει να κάτσουμε να μελετήσουμε πολύ συγκεκριμένα, καλό είναι να μη λέμε μεγάλα λόγια, αλλά να μιλάμε με έργα. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε αυτές τις μεγάλες και σημαντικές ιδέες, τις οραματικού χαρακτήρα –θα έλεγα – σκέψεις.
Πολύ συγκεκριμένα, σε ένα επόμενο Ανώτατο Συμβούλιο, το οποίο θα οργανώσουμε σύντομα μέχρι την Άνοιξη, έχοντας όμως προηγουμένως μεταξύ των υπουργείων μας δει πολύ συγκεκριμένα τα βήματα που απαιτούνται, ώστε να προχωρήσουν τα έργα αυτά και να δημιουργηθούν προοπτικές υποδομών.
Πέρα από τη σιδηροδρομική διασύνδεση, όμως, θα ήθελα να σας πω και για ένα άλλο πολύ μεγάλο έργο, που μπορεί να αλλάξει τη γεωγραφία των Βαλκανίων. Γιατί, ξέρετε, εμείς πιστεύουμε ότι η γεωγραφία των Βαλκανίων πρέπει να πάψει να αλλάζει με πολεμικές επιχειρήσεις, με επιθέσεις, παρεμβάσεις και με εθνικιστικές αναφορές. Αλλά μπορεί να αλλάξει η γεωγραφία μέσα από την ειρηνική συνεργασία, μέσα από αναπτυξιακά προγράμματα, μέσα από projects που θα ενώνουν τους λαούς και δεν θα τους διχάζουν.
Σε αυτή, λοιπόν, την κατεύθυνση, πέραν της σιδηροδρομικής διασύνδεσης, βλέπουμε και την ιδέα της διασύνδεσης του Βελιγραδίου με τη Θεσσαλονίκη μέσω του νερού. Και εννοώ τη δυνατότητα με ένα μεγάλο έργο ο ποταμός Αξιός και ο ποταμός Μοράβας να συνδεθούν. Βεβαίως, είναι ένα έργο το οποίο απαιτεί επενδύσεις και άρα θα ήταν πολύ ενδιαφέρον το να δούμε εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρόγραμμα Γιούνκερ, θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μια τέτοια προοπτική.
Άρα, θέλω να πω ότι υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις πρέπει να μπουν με χαρτί και με μολύβι και να δούμε πώς μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, το συντομότερο δυνατόν. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Νομίζω ότι το επόμενο διάστημα μπορούμε να εργαστούμε εποικοδομητικά πάνω σε αυτή την προοπτική.
ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΑΝΓΙΟΥΓΚ: Για τον κ. Βούτσιτς: Έχουμε κοινά προβλήματα η Σερβία και η Ελλάδα. Μιλάμε για σχέσεις με γείτονες και για το Μεταναστευτικό, εάν υπάρχει η δυνατότητα από κοινού να λύνονται αυτά τα προβλήματα. [Σας ερωτώ] εάν η Σερβία μπορεί να βοηθήσει σε σχέση με τα Σκόπια, στη λύση αυτού του προβλήματος.
Και για τον κ. Τσίπρα: Εάν τον ανησυχεί η ενδυνάμωση των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη και πού βλέπει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην παγκόσμια οικονομική κρίση.
ΒΟΥΤΣΙΤΣ: Είχαμε πολλούς πολιτικούς στη Σερβία που ήθελαν να λύνουν όλα τα παγκόσμια ζητήματα και πάντα ήταν πολύ έξυπνοι, αλλά εμείς δεν καταφέραμε να λύσουμε τα δικά μας προβλήματα. Δεν είμαι από αυτούς που λύνουν τα προβλήματα άλλων, ειδικά όταν δεν μας καλεί και κανείς.
Έχουμε καλές σχέσεις με την Ελλάδα, θέλουμε να τις αναπτύξουμε. Συζητήσαμε σήμερα για όλο το φάσμα των σχέσεων στα Βαλκάνια και οι συνομιλίες μας απέβησαν χρήσιμες και εποικοδομητικές. Η Σερβία είναι μικρή χώρα για να διαδραματίζει κάποιο ρόλο σαν και αυτόν που διαδραματίζουν άλλες χώρες, οι οποίες λύνουν μεγάλα παγκόσμια ζητήματα.
Σε ό,τι αφορά εμάς, η Ελλάδα είναι καλοδεχούμενη σε συνομιλίες για την ειρηνική σταθερότητα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα είναι μεγαλύτερη χώρα από εμάς και έχοντας υπόψη αυτό είναι και πιο σημαντική χώρα, είναι φίλη μας. Ανέκαθεν υπολογίζαμε και συνεχίζουμε να υπολογίζουμε στη βοήθειά της. Πάντως, αν μπορούμε να βοηθήσουμε τη στιγμή που θα μας ρωτήσει κάποιος, είμαστε πάντα έτοιμοι να βοηθήσουμε. Αλλά εμείς από μόνοι μας να αυτοπροσκληθούμε, για να παίζει κάποιος το ρόλο του μεγάλου ηγέτη, αυτό δεν το κάνουμε.
Η δική μου δουλειά, ως Πρωθυπουργός της Σερβίας, είναι πρωτίστως να βρίσκω λύσεις στα προβλήματα της οικονομίας της χώρας μου, να επιβλέπω την εκτέλεση του προϋπολογισμού, να ασκώ πολιτική προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης της Σερβίας και την παγίωση της σταθερότητας στη χώρα μου. Και πιστέψτε με, ότι όλα αυτά δεν είναι καθόλου εύκολα. Πιστεύω, δε, ότι και οι γειτονικές χώρες στην περιοχή μας το κατανοούν.
Συζητήσαμε και διεθνή θέματα και είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά πράγματα από τον Αλέξη, διότι ανήκει περισσότερο στην «υψηλή κοινωνία» των Βρυξελλών. Εγώ επισκέπτομαι σπανιότερα τις Βρυξέλλες, σε σχέση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό που τις επισκέπτεται συχνά.
Όσον αφορά την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη, εμείς στη Σερβία δεν αντιμετωπίζουμε προβλήματα αυτού του είδους.
ΤΣΙΠΡΑΣ: Να πω καταρχάς ότι για να μπορέσει κάποιος να βοηθήσει στην επίλυση ενός ζητήματος, υπάρχει μια προϋπόθεση: Να θέλουν και οι δύο πλευρές που έχουν τον πρόβλημα, να λυθεί το πρόβλημα. Άμα η μια πλευρά θέλει και η άλλη δεν θέλει, όσο και να προσπαθούν κάποιοι τρίτοι, δεν μπορούν να λύσουν κανένα πρόβλημα.
Με αυτή την έννοια, θέλω να πω με την ευκαιρία της ερώτησή σας ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια μια αξιόλογη υπομονή και επιμονή, γιατί εμείς δεν θέλουμε με τις γειτονικές μας χώρες να έχουμε διαφορές. Θέλουμε να λύνουμε τις διαφορές και θέλουμε συνεργασία.
Πρέπει, όμως, όλοι να κατανοήσουν ότι η συνεργασία και η επίλυση των διαφορών δεν μπορεί να γίνει εφικτή όταν κανείς επιμένει σε αλυτρωτικές θέσεις και σε εμμονές που αναδεικνύουν έντονα μια εθνικιστική διάθεση που δεν ταιριάζει στην περιοχή μας και δεν ταιριάζει στο πνεύμα της εποχής. Το μέλλον των Βαλκανίων δεν μπορεί να είναι η επιμονή και η εμμονή σε μια λογική που τα προηγούμενα χρόνια έχει κοστίσει στους λαούς μας.
Είπα, λοιπόν, και στην εισήγησή μου και επαναλαμβάνω ότι η Σερβία είναι μια κρίσιμη χώρα για την ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής. Αυτόν τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει μεταξύ των άλλων και μέσα από την προσπάθειά της να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και μέσα από τον απαραίτητο διάλογο με όλες τις χώρες της Βαλκανικής και με την Πρίστινα. Αυτόν, λοιπόν, τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει, οφείλει να τον συνεχίσει, να τον ενισχύσει για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.
Τώρα, σε σχέση με το ερώτημά σας για την άνοδο των εθνικιστικών και ρατσιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, θα σας απαντήσω ευθέως: Μας ανησυχεί. Και μας ανησυχεί κυρίως για το γεγονός ότι επηρεάζει τις πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν στην Ευρώπη σήμερα και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τα κρίσιμα ζητήματα.
Έχουμε δει στο παρελθόν κάποιες κυβερνήσεις, κάποιες πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στη διακυβέρνηση κρίσιμων χωρών, απέναντι στην ανησυχία της ενδυνάμωσης ρατσιστικών ή ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων στις χώρες αυτές όταν επίκεινται εκλογές, να υιοθετούν την πολιτική ατζέντα αυτών των δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, διότι ανοίγει, υιοθετώντας την πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς, δυνάμεις του Κέντρου. Ουσιαστικά, καθιστούν αυτές τις δυνάμεις, ανεξάρτητα από το αν μπορούν να εκπροσωπηθούν σε επίπεδο διακυβέρνησης, κρίσιμες δυνάμεις για την πολιτική κατεύθυνση των χωρών αυτών.
Υπό αυτή την έννοια, πιστεύω ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το επόμενο διάστημα υπάρχουν εκλογικές αναμετρήσεις σε σημαντικές χώρες στην Ευρώπη και πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι προτεραιότητα πρέπει να είναι το συλλογικό συμφέρον της Ευρώπης σε μια περίοδο όπου υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις αποσταθεροποίησης. Προτεραιότητα, λοιπόν, πρέπει να είναι το συλλογικό συμφέρον της Ευρώπης και όχι το πρόσκαιρο πολιτικό συμφέρον σε κάθε χώρα ξεχωριστά ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτή η δύσκολη χρονιά, το 2017, για την Ευρώπη, θα είναι μια χρονιά διεξόδου από το τέλμα που έχει δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα και όχι μια χρονιά έντασης του αδιεξόδου. Σε αυτή την κατεύθυνση θα εργαστούμε, σε αυτή την κατεύθυνση θα δουλέψουμε το επόμενο διάστημα, πιστεύοντας ότι αυτό είναι κρίσιμο και απαραίτητο και προς όφελος, φυσικά, των λαών μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.