Η πρόσφατη οικονομική κρίση έπεισε τη διεθνή κοινότητα πως μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη είναι βιώσιμη μόνο μέσω συντονισμένων δράσεων απέναντι στις προκλήσεις που τα δημογραφικά δεδομένα, το δημόσιο χρέος, οι ανισορροπίες στα εμπορικά ισοζύγια, και η απουσία μεταρρυθμίσεων δημιουργούν, σε αντίθεση με την θεώρηση ότι είναι απλώς ζήτημα μακροοικονομικών επιδόσεων.
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες που επλήγησαν από την κρίση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σχετικά παραδείγματα. Ως ανεπτυγμένη οικονομία, μέλος μια ισχυρής νομισματικής ένωσης που έχει επιτύχει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης στο παρελθόν, είμαστε έτοιμοι να εισέλθουμε σε τροχιά ανάπτυξης.
Επτά χρόνια μετά το πρώτο σχέδιο διάσωσης, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, έναντι χρηματοδοτικής υποστήριξης. Έχουμε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μας παρά το τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής.
Κατά τα δύο τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει υπεραποδώσει. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το αναγνώρισε πρόσφατα, αναθεωρώντας προς τα πάνω τις προβολές του για τα πρωτογενή, πλεονάσματα: από το 0,1% του ΑΕΠ στο 3,3% το 2016, από το 0,7% του ΑΕΠ στο 1,8% το 2017, και ούτω καθεξής.
Αυτή η υπεραπόδοση είναι το αποτέλεσμα μιας προοδευτικής φορολογικής πολιτικής που εκσυγχρόνισε το φορολογικό μας σύστημα και αντιμετώπισε τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη χάρισε στην Ελλάδα την πρώτη θέση στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις το 2015. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη δημιουργία ενός φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος που παρέχει δίκαιους όρους προς όλους τους οικονομικούς παράγοντες, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, χρηματοδοτικά εργαλεία, και επενδυτικά κίνητρα. Εν ολίγοις, έχουμε θέσει τη βάση για ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που επικεντρώνεται στην καινοτομία και τις εξαγωγές.
Βασιζόμενοι στα παραπάνω, είμαστε σε θέση τώρα να δημιουργήσουμε ένα συνεκτικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που αντιμετωπίζει τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, και τον κίνδυνο εγκλωβισμού σε μακροχρόνια ανεργία. Ο συνδυασμός μια ισχυρής οικονομίας από κοινού με ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας εγγυάται ανάπτυξη για όλους και άμβλυνση των αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων.
Η Ελλάδα αλλάζει επιτέλους σελίδα. Ωστόσο, είναι κομβικής σημασίας να προχωρήσουμε με αποφασιστικά βήματα σε ό,τι αφορά στο ελληνικό χρέος, κατά τρόπο που δεν επιβαρύνει ούτε με ένα ευρώ τους ευρωπαίους φορολογούμενους. Οι τεχνικές λύσεις που το καθιστούν πολιτικά βιώσιμο υπάρχουν.
Ο έγκαιρος προσδιορισμός των μέσο και μακροπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα δημιουργήσουν έναν ηπιότερο δημοσιονομικό διάδρομο και τον ζωτικό χώρο για βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό με τη σειρά του θα επιτρέψει την συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα ανοίξει το δρόμο για την επιστροφή μας στις αγορές και θα δώσει το σήμα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα πως η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα.
Η σύγκρουση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ σχετικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος στερεί από την οικονομία μας πολύτιμο χρόνο και καθυστερεί την αναμενόμενη επιστροφή στην ανάπτυξη.
Έχουμε δεσμευτεί να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις που αναλάβαμε απέναντι στους πιστωτές μας παρά το πολιτικό κόστος που μπορεί να επιφέρουν, αλλά ο ασφαλέστερος δρόμος για να το διασφαλίσουμε είναι ενισχύοντας την ανάπτυξη και δίνοντας ένα τέλος στην τιμωρητική προσέγγιση του παρελθόντος.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί μια απομονωμένη, ιδιόμορφη περίπτωση αλλά το πεδίο όπου όλα τα υποβόσκοντα προβλήματα της Ευρώπης έρχονται στην επιφάνεια. Το παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον βρίσκεται σε καθεστώς αβεβαιότητας. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ακόμα τις συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης παράλληλα με νέες προκλήσεις, όπως η προσφυγική κρίση. Αυτές τροφοδοτούν τον ευρωσκεπτικισμό και εγείρουν υπαρξιακούς κινδύνους για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση σε μια περίοδο που η απάντηση είναι περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη.
Πατερναλιστικές, τεχνοκρατικές και ελιτίστικές προσεγγίσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν την απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς. Μονάχα εμβαθύνοντας τη δημοκρατία και προσφέροντας αλληλεγγύη μπορούμε να προσφέρουμε ελπίδα και προοπτική στο ευρωπαϊκό όραμα σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς.
Το έχουμε κάνει στο παρελθόν. Μπορούμε να το κάνουμε ξανά.