Είναι το ελληνικό πρόγραμμα σε σωστή τροχιά; Σίγουρα αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα για το οποίο τόσο ο Ελληνικός λαός όσο και οι πιστωτές μας ενδιαφέρονται. Και παρόλα αυτά, με όλες τις συζητήσεις και τις διαφωνίες το να επικεντρωθεί κανείς σε αυτό το ερώτημα δεν είναι πάντα εύκολο.

Αρχίζω με το ζήτημα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ τόσο το ΔΝΤ όσο και ο κ. Σόιμπλε ζητούν περισσότερες μεταρρυθμίσεις, αυτό δεν φαίνεται να βασίζεται σε μια σαφή αντίληψη του τι έχει ήδη επιτευχθεί. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, η ομάδα τεχνικής βοήθειας του ΔΝΤ για τα φορολογικά  έσοδα ήταν στην Αθήνα και εξήρε την ελληνική πλευρά για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης φορολογικής αρχής. Ήταν αυτή η απόφαση, η οποία νομοθετήθηκε το περασμένο καλοκαίρι και υλοποιήθηκε τον Ιανουάριο, η οποία έχει ξεμπλοκάρει ένα αδιέξοδο που είχε γίνει σαφές τα έτη 2013 – 14.

Τώρα, οι σύμβουλοι του ΔΝΤ, αναφέρουν ότι είναι περισσότερο θέμα της σταθεροποίησης και υποστήριξης της προόδου που έχει σημειωθεί. Όσον αφορά την αγορά προϊόντων και την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων έχουμε ολοκληρώσει την πρώτη και την δεύτερη  εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ (η ολοκλήρωση των οποίων ήταν ευθύνη των προηγούμενων κυβερνήσεων), και ήδη έχουμε υλοποιήσει περίπου 160 από τις 360 δράσεις της “δικής” μας, τρίτης εργαλειοθήκης, όπως έχουμε συμφωνήσει με τον Οργανισμό. Αυτά τα αποτελέσματα οδήγησαν τον ΟΟΣΑ να μας έχει τοποθετήσει στην κατηγορία «star performer» όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Να δώσω ένα τελευταίο παράδειγμα: το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων έχει προχωρήσει περισσότερο από όσο θα ανέμενε οποιοσδήποτε, και σε δύο χρόνια έχουν επιτευχθεί περισσότερα από όσα οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν επιτύχει μέσα στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησής τους. Παράλληλα, ψηφίστηκε ο νόμος για την Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας, η οποία θα διαχειρίζεται δημόσια περιουσιακά στοιχεία και διαθέτει ήδη Διοικητικό Συμβούλιο, CEO και πρόεδρο, και είναι έτοιμη να αυξήσει την αξία των δημοσίων επιχειρήσεων και δημόσιων ακινήτων προς όφελος των δημοσίων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, αλλά και των πιστωτών.

Συνεπώς, η άποψη του ΔΝΤ  ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν επιβραδυνθεί απέχουν πολύ από την αλήθεια και -πιστεύω, ακράδαντα, ότι κανείς ανεξάρτητος παρατηρητής θα υποστήριζε μια τέτοια άποψη. Επίσης δεν είναι σωστό το ΔΝΤ να ζητά περισσότερες περικοπές συντάξεων και τη μείωση  του αφορολόγητου. Υπάρχει βεβαίως ένα εύλογο επιχείρημα υπέρ της αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δαπανών, πράγμα το οποίο είναι επίσης σε πάρα πολύ καλό δρόμο με μια εντυπωσιακή επισκόπηση Κοινωνικών Δαπανών Πρόνοιας που γίνεται με την στήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει υποστηρίξει ότι έχουμε κάνει αρκετά για την ώρα, ότι η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης το 2017 είναι μια ζωτικής σημασίας μεταρρύθμιση, και ότι οποιαδήποτε περαιτέρω αναδιάρθρωση των κοινωνικών δαπανών θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ανασταλεί έως ότου τα αποτελέσματα από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί να είναι εμφανή.

Όσον αφορά τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας η τρέχουσα κατάσταση θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: εάν συμπεριλάβει κανείς όλα τα επιδόματα για τους άνω των 65 ετών, τις συντάξεις και τις παροχές σε είδος, οι Έλληνες συνταξιούχοι είναι σε πολύ κακή θέση σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ, πόσω δε μάλλον με το τι συμβαίνει στη Γερμανία. Ομοίως, είναι επίσης λάθος η θέση ότι το μισό του ελληνικού λαού δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος. Αν κάνετε τους υπολογισμούς σωστά, και συγκρίνετε την Ελλάδα με την ΕΕ, χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία για όλες τις χώρες (κάτι που δεν κάνει το ΔΝΤ), τότε ο αριθμός όσων δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος πέφτει στο 12%, έναν αριθμό που δύσκολα κανείς θα έλεγε μεγάλο σε μια χώρα όπου το 20% του πληθυσμού διαβιεί κάτω από το όριο της φτώχιας ενώ το 35% είναι αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχιας ή του κοινωνικού αποκλεισμού.

Άραγε μπορούν στην πραγματικότητα να δικαιολογηθούν περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις και αυξήσεις στο φόρο εισοδήματος με βάση τις οικονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας; Είναι βέβαιο ότι αυτό είναι το κομβικό ερώτημα. Η Ελλάδα έχει δει το 2016 δυο συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2016. Η ανάπτυξη θα είναι θετική για το σύνολο του έτους και αναμένεται υπερβεί το 2,5% το 2017. Για το λόγο αυτό, και επειδή επιτέλους υπάρχει συντονισμένη προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της φοροδιαφυγής (για παράδειγμα η εισπραξιμότητα του ΦΠΑ έχει αυξηθεί, ειδικά σε μερικά από τα πιο γνωστά ελληνικά νησιά, όπως η Μύκονος και η Ρόδος), τα έσοδα έχουν εκτιναχθεί. Ως αποτέλεσμα, έχουμε υπερβεί το δημοσιονομικό στόχο μας για πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 κατά περίπου 1,7% του ΑΕΠ. Το 2015, το ΔΝΤ προέβλεπε για το 2016 ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους -0,3% (δηλαδή, προέβλεπε έλλειμμα), ενώ ο στόχος μας ήταν για 0,5% πλεόνασμα. Και ποιο είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα; Πάνω από 2%! Είναι άραγε λογικό να ζητείται να προ-νομοθετήθούν περισσότερα μέτρα για το 2019, μετά από μια τέτοια απόδοση; Ο Θεός μόνο γνωρίζει τι θα είχε απαιτηθεί αν δεν είχε επιτευχθεί ο στόχος!

Αλλά υπάρχει ένα ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα που διακυβεύεται. Η ελληνική κυβέρνηση έχει υποστηρίξει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Χρειαζόμαστε, όμως, αποφασιστικότητα (σ.σ. εκ μέρους του ΔΝΤ). Άρα, εάν το ΔΝΤ θέλει να ενταχθεί, θα πρέπει αποφασίσει πολύ γρήγορα και να σταματήσει να εγείρει παράλογες απαιτήσεις από εμάς, συμφωνώντας, ταυτόχρονα, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Ομοίως, ορισμένοι από τους Ευρωπαίους εταίρους μας χρειάζονται τη συμμετοχή του ΔΝΤ, και θα πρέπει να καταλήξουν σε έντιμο συμβιβασμό για το χρέος όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Η Ελλάδα και η Ευρωζώνη είναι σε μια κρίσιμη καμπή. Η Ελλάδα έχει επιδείξει μια δέσμευση στο πρόγραμμα τέτοια που, στοιχηματίζω, πολλοί θα αμφισβητούσαν το καλοκαίρι του 2015. Έχουμε βγει από την ύφεση με τις αγορές και τους επενδυτές να αναμένουν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την ένταξή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ως σημαντικά μηνύματα για επιστροφή στην ομαλότητα.

Είμαστε πολύ κοντά στο να μετατρέψουμε ένα φαύλο κύκλο σε ενάρετο και μια αποφασιστική συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, θα ανοίξει σίγουρα το δρόμο για μια τέτοια στροφή. Ταυτόχρονα, το 2017, αναμένεται να είναι μια χρονιά που θα έχει δυσκολίες για όλους μας, δεδομένων των κρίσιμων εκλογών σε αρκετές χώρες, του Brexit, της συνεχιζόμενης προσφυγικής κρίσης και των αβεβαιοτήτων που εκρέουν από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Τι καλύτερος τρόπος για την Ευρώπη να αποδείξει ότι προπορεύεται των εξελίξεων, ότι μπορεί να λύσει τα προβλήματα έγκαιρα, με όλες τις πλευρές να καταλήγουν σε έναν βιώσιμο συμβιβασμό για το ελληνικό πρόγραμμα.  Bρισκόμαστε  πολύ κοντά έναν τέτοιο συμβιβασμό για να επιτρέψουμε στην Ευρώπη να αποτύχει, ενώ η δυνατότητα να πετύχει βρίσκεται πραγματικά στα χέρια της.