Τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά… Μετά από επτά χρόνια Έλληνας πρωθυπουργός επισκέπτεται τη Σερβία.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που επισκέπτομαι ξανά τη Σερβία, μία χώρα με την οποία μας συνδέουν πολύ στενοί ιστορικοί, πνευματικοί και πολιτιστικοί δεσμοί αιώνων. Αποτελεί λοιπόν μια ιστορική σταθερά, η φιλία και η αλληλεγγύη ανάμεσα στον ελληνικό και το σερβικό λαό. Αυτό όμως δεν φτάνει. Σε αυτήν τη βάση πρέπει να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας με σύγχρονους όρους και να της δώσουμε μια νέα δυναμική, στο πλαίσιο ενός σύνθετου, διαρκώς μεταλλασσόμενου βαλκανικού, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου περιβάλλοντος.
Την Ελλάδα και τη Σερβία, εδώ και αιώνες, τις συνδέουν μια παραδοσιακή φιλία, η Συνθήκη Συμμαχίας που επεγράφη πριν από 150 χρόνια. Τι είναι αυτό που από κοινού θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε σε διμερές και πολυμερές επίπεδο;
Όπως είπατε, υπάρχει μια πολύ γερή βάση φιλίας, πάνω στην οποία χτίζουμε και αναπτύσσουμε τις σχέσεις μας. Είναι πολλά τα ζητήματα τα οποία θα έχω τη δυνατότητα να συζητήσω με τη σερβική πολιτική ηγεσία. Θα μιλήσουμε για την ενίσχυση της διμερούς οικονομικής συνεργασίας. Για το λόγο αυτό εξάλλου διοργανώνεται και το ελληνο-σερβικό επιχειρηματικό φόρουμ με τη συμμετοχή 70 και πλέον ελληνικών επιχειρήσεων. Μια πρωτοβουλία που αναδεικνύει τη σημαντική μας επιχειρηματική συνεργασία και παρουσία εδώ στη Σερβία. Πέραν όμως αυτών, σκοπεύουμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία στο θέμα των μεταφορών και συνολικά των υποδομών, με ιδιαίτερη έμφαση στη σιδηροδρομική διασύνδεση Πειραιά-Βελιγραδίου που προσβλέπουμε ότι θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του Κινεζικού σχεδίου «One Belt One Road». Ασφαλώς, θα συζητήσουμε τη συνεργασία μας στους τομείς του πολιτισμού και βέβαια του τουρισμού όπου έχουμε σημαντικές σχέσεις. Δεδομένη είναι και η κοινή μας πρόθεση να εργαστούμε εντατικά στον τομέα της ασφάλειας. Ο πολιτικός μας διάλογος είναι πολύτιμος δεδομένων των κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε – και πρέπει να τον αναβαθμίσουμε. Στο πλαίσιο αυτό συγκρατώ με ενδιαφέρον την αναφορά σας στη συμφωνία μας πριν 150 χρόνια. Η επίσκεψη αυτή θα μας δώσει την ευκαιρία να αναβαθμίσουμε συνολικά και σε θεσμικό επίπεδο τις σχέσεις μας.
Αντιμετωπίζετε αρκετά προβλήματα με τους γείτονες …….με την Αλβανία, το θέμα που εκκρεμεί με τα Σκόπια, η Τουρκία η οποία επιθυμεί την αλλαγή της Συνθήκης της Λοζάνης και δεν κάνει πίσω από τις διεκδικήσεις της στα ελληνικά νησιά….
Η Ελλάδα έχει συγκεκριμένες, πάγιες θέσεις στην εξωτερική της πολιτική και δη στις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες. Επιδιώκουμε ενεργά την ειρήνη και την συνεργασία και την ίδια στιγμή διαφυλάσσουμε σταθερά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στη βάση του διεθνούς δικαίου. Μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού μπορούν να χτιστούν υγιείς διμερείς σχέσεις. Η αναζωπύρωση του εθνικισμού- μεταξύ άλλων και μέσω της αμφισβήτησης των διεθνών συνθηκών στις οποίες οικοδομήθηκαν οι διπλωματικές μας σχέσεις- υπονομεύει τις συγκροτημένες προσπάθειές που καταβάλουμε εδώ και καιρό για ενίσχυση της καλής γειτονίας και της περιφερειακής συνεργασίας.
Πως βλέπετε το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Βαλκανίων και ποια η θέση της Σερβίας και της Ελλάδας;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναμφίβολα αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, είτε μιλάμε για την οικονομική κρίση είτε για την προσφυγική κρίση και τα ζητήματα ασφάλειας. Νομίζω όμως ότι από αυτή την δύσκολη περίοδο για το ευρωπαϊκό ιδεώδες, η ΕΕ μπορεί να βγει ακόμα πιο ισχυρή, να εμπεδώσει τη σταθερότητα και την ευημερία στο εσωτερικό της αλλά και να προσελκύσει και νέα μέλη στην οικογένεια μας. Θέση της Ελλάδας και βαθιά μας πεποίθηση, είναι ότι στο βαθμό που η Ευρώπη θα κάνει βήματα για να επιστρέψει σε ένα δρόμο που ενισχύει την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική δικαιοσύνη, τότε θα δυναμώνουν και οι δεσμοί στο εσωτερικό της. Παράλληλα, πρέπει να προτάξουμε ένα νέο όραμα όχι μόνο για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και για τον διεθνή και περιφερειακό ρόλο της ΕΕ. Εάν δεν μπορέσουμε να προωθήσουμε μια συγκροτημένη στρατηγική για τα Βαλκάνια, για την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή, δεν μπορούμε να βρούμε λύσεις ούτε για την ίδια την ΕΕ.
Η Ελλάδα στηρίζει και θα συνεχίσει να στηρίζει ενεργά την ενταξιακή πορεία της Σερβίας στην ΕΕ, ως μια εξέλιξη η οποία θα είναι επωφελής και για τα δύο μέρη. Ο ρόλος άλλωστε της Σερβίας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων είναι κομβικός και θα ήταν ευχής έργον για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη των Βαλκανίων, να προστεθεί η Σερβία στην οικογένεια των κρατών της ΕΕ.
Η μεταναστευτική κρίση ήδη έχει μεγάλο κόστος για την Ελλάδα. Πως θα επιλύσετε το πρόβλημα των πάνω από 60 και στο μέλλον ίσως και 100 χιλιάδων μεταναστών οι οποίοι μένουν επί μακρόν στην χώρα;
Το πρώτο που πρέπει να υπογραμμίσω είναι ότι το προσφυγικό από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε ένα ζήτημα πολύ πέραν των χωρών πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα. Αποτέλεσε και αποτελεί ένα ζήτημα ευρωπαϊκό και διεθνές και ξέρω ότι και η δική μας διμερής συνεργασία στον τομέα αυτό βασίστηκε σε αυτήν τη λογική. Δυστυχώς, κάποιες δυνάμεις στην Ευρώπη επέμειναν σε μονομερείς πρωτοβουλίες που οδήγησαν και στο κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου χωρίς συντονισμό και ευρύτερη συνεργασία. Η Ελλάδα, σήκωσε μεγάλα και δυσανάλογα βάρη, την περίοδο που ήταν αυξημένες οι ροές προς την Ευρώπη. Όμως, τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης αλλά πρωτίστως σε επίπεδο κοινωνίας, αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε το ζήτημα στη βάση του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης απέναντι σε πρόσφυγες πολέμου, μην το ξεχνάμε. Σε κάθε περίπτωση, αυτή την περίοδο βρίσκονται σε ύφεση οι ροές, αποτέλεσμα της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, αν και η επιβάρυνση ειδικά σε ορισμένα νησιά παραμένει μεγάλη. Αυτό που μένει είναι η στάση ευθύνης που έδειξε η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός στο προσφυγικό ζήτημα, να αποτελέσει τον κανόνα για ολόκληρη την Ευρώπη και όλα τα κράτη της ΕΕ να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους.
Για ποια σενάρια είστε έτοιμοι κατά τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές οι οποίοι δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους, και μέχρι ποιο σημείο είστε έτοιμοι να φτάσετε; Τι θα γίνει εάν δεν υπάρξει συμφωνία, εάν συνεχιστούν να ασκούνται νέες πιέσεις, νέα μέτρα λιτότητας;
Η Ελλάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, υλοποιεί τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμφωνία με τους πιστωτές της και βρίσκεται όχι μόνο εντός των προβλεπόμενων στόχων αλλά στα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη καταγράφει υπεραπόδοση. Αυτή η σταθερότητα που έχει επέλθει στην ελληνική οικονομία, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας η οποία αναμένεται, με αρχή το 2017, να γίνει κανόνας τα επόμενα χρόνια. Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις για να κλείσει η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, η οποία καθυστερεί εξαιτίας ορισμένων παράλογων απαιτήσεων για μέτρα λιτότητας, από ένα μειοψηφικό τμήμα των πιστωτών μας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα κλείσει άμεσα αυτή η εκκρεμότητα τόσο διότι είναι κοινός τόπος ότι η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει και περνά σε φάση ανάκαμψης αλλά και ότι δεν συμφέρει κανέναν στην Ευρώπη μια πιθανή αναθέρμανση του ελληνικού ζητήματος. Πρέπει όμως να είναι σαφές ότι ο ελληνικός λαός έχει κάνει πολύ μεγάλες θυσίες τα προηγούμενα χρόνια και τώρα βρίσκεται στο τέλος μιας δύσκολης πορείας αλλά βλέπει προοπτική. Αυτή η προοπτική όχι απλά δεν πρέπει να υπονομεύεται από κάποιους αλλά αντιθέτως να ενισχύεται από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο κόσμος αλλάζει και ίσως και οι σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων…. Πως αυτό φαίνεται από την ελληνική οπτική γωνία;
Είναι σίγουρο ότι ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς με μεγάλες αλλαγές και αναταράξεις. Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκή, μεσογειακή, βαλκανική χώρα της ευρύτερης παρευξείνιας γειτονιάς, παραμένει ενεργός παίχτης σε μία πολύ σημαντική περιοχή του πλανήτη. Έχουμε επιλέξει να ασκούμε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που ανοίγει διαύλους συνεργασίας με τις υπόλοιπες χώρες και ταυτόχρονα είναι μια στάση που ενισχύει τη σταθερότητα σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή.
Θα μπορούσε να επιτευχθεί μια διαρκής και σταθερή λύση για την κυπριακή κρίση;
Η Ελλάδα, σε σταθερό και διαρκή συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, εργάζεται σταθερά για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτος – μέλος της ΕΕ, προς όφελος του συνόλου του Κυπριακού λαού – ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων – με κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από το νησί. Θεωρώ ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα την τελευταία περίοδο αλλά παραμένουν πολύ κρίσιμα ζητήματα ανοιχτά. Είμαστε προσηλωμένοι στην διεξαγωγή ουσιαστικών συνομιλιών, χωρίς εκπτώσεις στις αρχές μας, αλλά και χωρίς υπεκφυγές και φοβικότητα.