Η υπερχρέωση των επιχειρήσεων είναι αναμφίβολα ένα από τα οξύτερα οικονομικά προβλήματα των τελευταίων ετών.

Πολλές επιχειρήσεις, όλων των μεγεθών, μολονότι είναι βιώσιμες, βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης. Μέχρι τώρα, η μόνη λύση που τους παρεχόταν, προκειμένου να διασωθούν, ήταν η διμερής ρύθμιση με κάθε έναν πιστωτή τους.

Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων, επιδιώκει τον συντονισμό όλων των πιστωτών της επιχείρησης συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Ο μηχανισμός αυτός δίνει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να διαπραγματευθεί σε μία μόνο διαδικασία με το σύνολο των πιστωτών της.

Η διαδικασία γίνεται με ηλεκτρονικό τρόπο, γεγονός, το οποίο μειώνει το διοικητικό κόστος της διαδικασίας όχι μόνο για την επιχείρηση, αλλά και για τους πιστωτές, αίροντας έτσι ένα πιθανό αντικίνητρο των πιστωτών από την εξέταση αιτημάτων ρύθμισης των μικρών επιχειρήσεων.

Περαιτέρω, το νομοσχέδιο προβλέπει τη συμμετοχή τόσο του Δημοσίου όσο και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ως πιστωτών με τους ίδιους όρους που συμμετέχουν και οι ιδιώτες πιστωτές.

Αυτό επιτρέπει μία ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης όχι δύσκαμπτη, όπως προέβλεπε η νομοθεσία έως τώρα, αλλά προσαρμοσμένη στη βιωσιμότητα της κάθε επιχείρησης.

Ιδιαίτερη προσοχή δώσαμε στα κριτήρια που πρέπει να πληροί μία επιχείρηση, προκειμένου να μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό.

Τα κριτήρια που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό κάθε βιώσιμη επιχείρηση, ανεξαρτήτως μεγέθους.

Αποκλείονται όμως εκ των προτέρων όλες οι επιχειρήσεις, οι οποίες είτε δεν έχουν βάσιμες πιθανότητες για μία θετική αξιολόγηση βιωσιμότητας είτε δεν χρειάζονται το μηχανισμό.

Με το σκεπτικό του αποκλεισμού των μη βιώσιμων επιχειρήσεων προβλέπεται ότι μία επιχείρηση μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό μόνο εφόσον κάλυπτε τα τρέχοντα έξοδά της σε τουλάχιστον μία από τις τρεις τελευταίες χρήσεις, παρουσιάζοντας θετικά καθαρά αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων.

Από την άλλη πλευρά, προβλέπεται ότι, για να μπορεί μία επιχείρηση να ενταχθεί στο μηχανισμό, θα πρέπει να έχει οφειλές σε καθυστέρηση και επιπλέον οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές της να υπερβαίνουν τις 20.000 ευρώ, καθώς μία επιχείρηση που δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν έχει ανάγκη το μηχανισμό.

Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να υιοθετηθεί η πρόταση που διατυπώθηκε για ένταξη των επιχειρήσεων που δεν πληρούν το κριτήριο της μίας χρήσης λειτουργικής κερδοφορίας στις τρεις ούτε η πρόταση για χαλάρωση του κριτηρίου αυτού.

Αν μία επιχείρηση επί τρία έτη δεν καλύπτει τα τρέχοντα έξοδά της, δεν θα κριθεί βιώσιμη.

Επίσης δεν μπορεί να υιοθετηθεί η πρόταση για πλήρη ένταξη στο μηχανισμό των ελεύθερων επαγγελματιών ή των αγροτών.

Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να υπαχθούν στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ενώ η περίπτωση των οφειλών τους προς το Δημόσιο ή προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αντιμετωπίζεται από την παράγραφο 21 του άρθρου 15.

Υποστηρίχθηκε επίσης ότι δεν πρέπει να αποκλείονται από το μηχανισμό οι κλειστές επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα δεν αποκλείονται, καθώς μία επιχείρηση, που διέκοψε την επιχειρηματική της δραστηριότητα, μπορεί να υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών και έτσι να μεταπέσει στην κατηγορία της ανοικτής επιχείρησης.

Προκειμένου μάλιστα να αποτρέψουμε τον κίνδυνο ερμηνευτικών αμφισβητήσεων ως προς τη δυνατότητα της κλειστής επιχείρησης να υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών και να ενταχθεί στο μηχανισμό, υποβάλλουμε σχετική νομοτεχνική βελτίωση, όπου προβλέπεται ρητά αυτή η δυνατότητα.

Προτάθηκε επίσης η δυνατότητα ένταξης στο μηχανισμό των κοινωφελών ιδρυμάτων.

Η πρόταση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και μάλιστα μία προσεκτικότερη ανάγνωση του νομοσχεδίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα κοινωφελή ιδρύματα εντάσσονται στο μηχανισμό.

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2, στο μηχανισμό εντάσσεται κάθε νομικό πρόσωπο, που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του άρθρου 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όλα τα έσοδα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 45, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θεωρούνται έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Επομένως και τα κοινωφελή ιδρύματα μπορούν να ενταχθούν στο μηχανισμό, χωρίς να απαιτείται μεταβολή του νομοσχεδίου.

Ο εξωδικαστικός μηχανισμός διαμορφώθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε αφενός να μπορούν να υποβληθούν από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη προτάσεις τεκμηριωμένες, με σοβαρές πιθανότητες αποδοχής τους από τα υπόλοιπα μέρη, αφετέρου η διαδικασία να ολοκληρώνεται σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα.

Συγκεκριμένα, ο οφειλέτης, υποβάλλοντας την αίτησή του, ανακοινώνει προς τους πιστωτές, που πρόκειται να συμμετάσχουν, το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων, καθώς και όλα τα δεδομένα εκείνα, τα οποία θα επιτρέψουν την αξιολόγηση της βιωσιμότητάς του.

Ταυτόχρονα παραιτείται του τραπεζικού και του φορολογικού απορρήτου.

Η παροχή αυτών των πληροφοριών αφενός κάμπτει την τυχόν διστακτικότητα των πιστωτών να συναινέσουν σε μία πρόταση ρύθμισης, που θα μπορούσε να οφείλεται σε ασυμμετρία πληροφόρησης, αφετέρου αποτρέπει την κατάχρηση του μηχανισμού από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.

Στο νομοσχέδιο ασκήθηκε η κριτική ότι ταλαιπωρεί τους αιτούντες με τη συλλογή μεγάλου αριθμού δικαιολογητικών.

Στο άρθρο 16 προβλέπεται δυνατότητα διασύνδεσης ηλεκτρονικών και ψηφιακών αρχείων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, για τη διασταύρωση και την επαλήθευση των στοιχείων που υποβάλει ο οφειλέτης.

Κάτι τέτοιο θα μειώσει σημαντικά τη γραφειοκρατία της διαδικασίας.

Ωστόσο, μέχρι την ενσωμάτωση της λειτουργίας αυτής στην πλατφόρμα, η υποβολή των δικαιολογητικών αυτών είναι απαραίτητη, καθώς όσο πιο πλήρη εικόνα της επιχείρησης έχουν οι πιστωτές, τόσο πιο πιθανό είναι

είτε να αποδεχθούν την πρόταση ρύθμισης του οφειλέτη είτε να υποβάλουν μία αντιπρόταση, που θα γίνει αποδεκτή.

Η εναλλακτική λύση που προτάθηκε, για αυτεπάγγελτη αναζήτηση ορισμένων δικαιολογητικών από το συντονιστή, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να υιοθετηθεί, καθώς είναι προτιμότερο ο απαιτούμενος χρόνος για τη συλλογή των δικαιολογητικών να αφιερωθεί πριν την έναρξη της διαδικασίας παρά κατά τη διάρκεια αυτής.

Το σκοπό της παροχής πλήρους εικόνας στους πιστωτές, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας, εξυπηρετεί και η υποχρέωση συνυποβολής της αίτησης από όλους τους συνοφειλέτες, με την εξαίρεση φυσικά των εγγυητών του δημόσιου τομέα, οι οποίοι θεωρούνται εκ του νόμου ως συνυποβάλλοντες.

Παρέχεται μάλιστα ισχυρό κίνητρο στους συνοφειλέτες, προκειμένου να συνυποβάλουν την αίτηση, καθώς, ναι μεν οι εγγυητές, που δεν συνυποβάλουν την αίτηση, ωφελούνται από τη συμφωνία που ενδεχομένως θα επιτευχθεί, ωστόσο επί μη συνυποβολής της αίτησης δικαιούται ο εξασφαλισμένος πιστωτής να αρνηθεί τη συμμετοχή του στη διαδικασία, διατηρώντας ακέραιες τις αξιώσεις του.

Εξυπακούεται ότι ο εγγυητής μπορεί να ενταχθεί αυτοτελώς για το σύνολο των οφειλών του είτε στον εξωδικαστικό μηχανισμό, αν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του, είτε στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, αν είναι φυσικό πρόσωπο χωρίς εμπορική ιδιότητα.

Μετά την υποβολή της αίτησης διορίζεται συντονιστής από ειδικό μητρώο που θα τηρεί η Ειδική Γραμματεία για τη Διαχείριση του Ιδιωτικού Χρέους.

Ασκήθηκε κριτική για τον περιορισμένο αριθμό των συντονιστών.

Ωστόσο ο αριθμός αυτός είναι επιβεβλημένος, προκειμένου να μπορεί η Ειδική Γραμματεία για τη Διαχείριση του Ιδιωτικού Χρέους να ασκεί αποτελεσματική εποπτεία στους συντονιστές.

Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των συντονιστών δεν είναι απόλυτα περιοριστικός, καθώς η παράγραφος 7 του άρθρου 6 προβλέπει συμπλήρωση του μητρώου των συντονιστών, αν προκύψει τέτοια ανάγκη.

Στο μητρώο συντονιστών εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές χωρίς διάκριση ανάλογα με την ειδικότητα, επομένως δεν εγγράφονται μόνο οι διαμεσολαβητές που είναι δικηγόροι.

Ο συντονιστής, αφού ελέγξει την πληρότητα του φακέλου, προσκαλεί τους πιστωτές να δηλώσουν αν προτίθενται να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

Από αυτό το χρονικό σημείο και όσο διαρκεί η διαπραγμάτευση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη.

Με νομοτεχνική βελτίωση που υποβάλλουμε, κατά παραδοχή πρότασης τόσο βουλευτών όσο και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, προβλέπεται ότι από αυτό το χρονικό σημείο αναστέλλεται η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών και όχι από την υποβολή της αίτησης.

Εφόσον συμμετάσχουν στη διαδικασία πιστωτές που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, προβλέπεται διορισμός εμπειρογνώμονα, υποχρεωτικός στις μεγάλες επιχειρήσεις και προαιρετικός στις μικρές. Ο εμπειρογνώμονας αξιολογεί τη βιωσιμότητα του οφειλέτη και, αν του ανατεθεί, εκπονεί σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών.

Σύμφωνα με νομοτεχνική βελτίωση που υποβάλλουμε, θα μπορεί στον εμπειρογνώμονα να ανατεθεί και η επαλήθευση αμφισβητούμενων απαιτήσεων.

Η δυνατότητα αυτή, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα κάθε συμμετέχοντα πιστωτή να ζητήσει πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη, θεωρούμε ότι διασφαλίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τους πιστωτές από τον κίνδυνο συμμετοχής εικονικών πιστωτών στη διαδικασία.

Εν συνεχεία τάσσεται προθεσμία στους πιστωτές, προκειμένου να υποβάλουν αντιπροτάσεις ρύθμισης.

Είναι σκόπιμο να υποβάλλονται μόνο τεκμηριωμένες αντιπροτάσεις, οι οποίες θα έχουν βάσιμες πιθανότητες αποδοχής τους.

Για το λόγο αυτό η παράγραφος 5 του άρθρου 8 προβλέπει ελάχιστο περιεχόμενο της αντιπρότασης.

Από την άλλη πλευρά, εφόσον οι αντιπροτάσεις έχουν αυτό το ελάχιστο περιεχόμενο, είναι ευπρόσδεκτες από όποιον πιστωτή κι αν προέρχονται.

Η πρόταση που υποστηρίχθηκε, κατά την οποία το δικαίωμα υποβολής αντιπροτάσεων θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στο βασικό πιστωτή, δεν μπορεί να υιοθετηθεί,

καθώς όσο περισσότερες τεκμηριωμένες προτάσεις διατυπωθούν τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας.

Από τις αντιπροτάσεις ο οφειλέτης επιλέγει ορισμένες, οι οποίες τίθενται σε ψηφοφορία.

Εφόσον μία πρόταση συμφωνηθεί ανάμεσα στον οφειλέτη και στην πλειοψηφία των 3/5 των συμμετεχόντων πιστωτών, υπογράφεται σύμβαση αναδιάρθρωσης, η οποία ισχύει άμεσα, από το χρόνο της υπογραφής της.

Η σύμβαση αυτή δεσμεύει και τους μειοψηφίσαντες, καθώς και τους μη συμμετέχοντες πιστωτές, με την προϋπόθεση ότι θα επικυρωθεί με δικαστική απόφαση.

Στο θέμα της επικύρωσης της συμφωνίας υποστηρίχθηκαν διάφορες προτάσεις.

Η πρόταση που υποστηρίχθηκε, για επικύρωση της συμφωνίας με απλή κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου, κατά το πρότυπο της κατάθεσης του πρακτικού διαμεσολάβησης του ν. 3898/2010, με δυνατότητα οποιουδήποτε διαφωνούντος να ασκήσει ανακοπή, δεν μπορεί να υιοθετηθεί.

Μία τέτοια ρύθμιση οδηγεί στο αποτέλεσμα, αν για οποιονδήποτε λόγο παρέλθει η προθεσμία ανακοπής, να δεσμεύεται ένας πιστωτής από μία συμφωνία ιδιωτών εις βάρος του, χωρίς να έχει προηγηθεί κανένας απολύτως κρατικός έλεγχος.

Η δε σύγκριση με το πρακτικό διαμεσολάβησης του ν. 3898/2010 είναι ατυχής, καθώς το πρακτικό διαμεσολάβησης υπογράφεται από όλα τα μέρη, ενώ το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εν προκειμένω είναι πώς θα δεσμευτεί από τη συμφωνία ένας πιστωτής που δεν την υπογράφει.

Λιγότερες αντιρρήσεις εγείρει η πρόταση για επικύρωση της συμφωνίας με διάταξη ενός μόνο δικαστή, με δικαίωμα οποιουδήποτε θιγόμενου να ασκήσει ανακοπή κατά της διάταξης.

Το πρόβλημα με αυτήν τη ρύθμιση είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη επιβράδυνση της οριστικής επικύρωσης, καθώς οι μεν ανακοπές θα ασκούνται κατά κανόνα προς το τέλος της προθεσμίας, θα δημιουργηθεί δε άσκοπη επιβάρυνση των πινακίων, αν κατά της ίδιας συμφωνίας ασκηθούν περισσότερες ανακοπές από διαφορετικούς πιστωτές.

Επιπλέον η επικύρωση της συμφωνίας με διάταξη εγκυμονεί τον κίνδυνο επιβάρυνσης τόσο του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την έκδοση της διάταξης, όσο και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, με την εκδίκαση της ανακοπής.

Θεωρούμε ότι η πρόταση αυτή είναι μεν υποστηρίξιμη, πρέπει όμως να εξεταστεί με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να εφαρμοστεί η διαδικασία της διάταξης μόνο στις περιπτώσεις, όπου μπορεί βάσιμα να προσδοκάται ότι η πιθανότητα άσκησης ανακοπής είναι μικρή.

Γι’ αυτό το λόγο δεν τροποποιούμε προς το παρόν το άρθρο 12 του νομοσχεδίου, συνεργαζόμαστε όμως με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκειμένου να διαμορφώσουμε με προσοχή τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας με διάταξη.

Το παρόν σχέδιο νόμου δεν περιέχει διάταξη, με την οποία προστατεύονται από άδικες διώξεις οι εκπρόσωποι των πιστωτών, οι οποίοι θα συναινέσουν σε ρύθμιση οφειλών.

Σχετική διάταξη προετοιμάζεται από το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και πρόκειται να εισαχθεί σε επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία.

Το παρόν σχέδιο νόμου δεν εγγυάται τη ρύθμιση οφειλών κάθε επιχείρησης, καθώς καμία ρύθμιση δεν μπορεί να επιβληθεί ενάντια στη βούληση της πλειοψηφίας των πιστωτών.

Αίρει όμως τα εμπόδια, που μέχρι τώρα δυσχεραίνουν την επίτευξη συνολικής ρύθμισης των οφειλών των υπερχρεωμένων πλην βιώσιμων επιχειρήσεων και δημιουργεί εκείνες τις θετικές προϋποθέσεις, που θα δώσουν ανακούφιση στις επιχειρήσεις, θα τις βγάλουν από το φάσμα της πτώχευσης και θα επιτρέψουν την απρόσκοπτη συνέχιση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Με αυτόν τον τρόπο πιστεύουμε ότι το παρόν σχέδιο νόμου θα αποτελέσει ένα μοχλό ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας.

Σας καλώ λοιπόν να υπερψηφίσετε αυτό τον νόμο.