Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητά μέλη του ΣΕΒ, είναι πραγματικά τιμή μου να απευθύνω χαιρετισμό στην ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου σας, στην επέτειο των 110 χρόνων από την ίδρυσή του.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, με την ευκαιρία να ξεκινήσω από μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Γιατί πιστεύω έχει συμβολική, αλλά και ουσιαστική αξία, να θυμηθούμε ότι η θεσμική σας παρουσία, ως κοινωνικός εταίρος, ξεκίνησε το μακρινό 1907. Όταν η χώρα μας βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση – και υπό καθεστώς επιτροπείας – γνωστή υπό τον όρο «διεθνής οικονομικός έλεγχος».
Τρία χρόνια έντονων τότε πολιτικών ζυμώσεων θα φέρουν το 1910 στο προσκήνιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να εφαρμόσει το ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της «Εθνικής Ανόρθωσης» και να βάλει την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης.
Μολονότι σε ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο σήμερα, ωστόσο το αίτημα μιας αυτοδύναμης, δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης εξακολουθεί να παραμένει σε εκκρεμότητα, καθώς, επίσης, θα έλεγα και το εθνικό σχέδιο ριζικών αλλαγών που θα το πραγματώσει.
Επτά χρόνια βαθιάς κρίσης, κατέδειξαν – θέλω να πιστεύω σε όλους μας – παρά τις επιμέρους διαφορετικές οπτικές μας για τα αίτια της κρίσης και για τα λάθη της διαχείρισής της, κατάδειξαν, πιστεύω σε όλους μας, μια προφανή αλήθεια. Ότι το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο, παρά την πρόσκαιρη εκτίναξη λίγο πριν από τη κρίση, είναι ένα μοντέλο που απέτυχε.
Και αν επιθυμούμε με ασφάλεια να οδηγήσουμε τη χώρα και την οικονομία έξω από τη κρίση, οφείλουμε να το επανασχεδιάσουμε, οφείλουμε να το αναδιαμορφώσουμε.
Γιατί η προσδοκία της επιστροφής στο 2009, πέρα από ουτοπία, αποτελεί και στρατηγικό λάθος.
Σήμερα, πιστεύω ότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μας δίνεται η δυνατότητα να κουβεντιάσουμε ανοιχτά και νηφάλια γι’ αυτό. Να παραδεχτούμε, εκατέρωθεν, λάθη και στρεβλώσεις και να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα με περισσότερη νηφαλιότητα και λιγότερη ένταση.
Η Ελλάδα έχει εκπληρώσει το σύνολο των δεσμεύσεών της προς τους εταίρους και τους δανειστές της. Και για πρώτη φορά προσέρχεται στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, διεκδικώντας από την άλλη πλευρά, να ανταποκριθεί στις δικές της δεσμεύσεις.
Και αναζητώντας μια συνολική συμφωνία, μια καθαρή λύση για το ζήτημα του ελληνικού χρέους, όχι για λόγους επικοινωνίας ή μικροπολιτικής διαχείρισης, αλλά για να κλείσει οριστικά αυτό τον φαύλο κύκλο της κρίσης και να διαβεί το κατώφλι των αγορών με αξιώσεις. Με υγιή δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά και με βιώσιμο, καθαρό διάδρομο, σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, την εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών της αναγκών.
Και επειδή δεν έχει νόημα σήμερα να μπερδέψω τους ακροατές μας και εσάς με πολύπλοκες τεχνικές λεπτομέρειες, θέλω να είμαι σαφής:
Καθαρή λύση για την ελληνική πλευρά, είναι εκείνη η λύση που δεν θα δημιουργεί ή θα επιτείνει την ανασφάλεια στους επενδυτές. Καθαρή λύση είναι εκείνη που δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα, που συνοδεύει τα ελληνικά προγράμματα από την πρώτη μέρα, για άλλη μια φορά στο μέλλον.
Και αυτή τη στιγμή, για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια κρίσης, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη, έχουν την δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση θα έλεγα, να αναζητήσουν και να δώσουν αυτή τη καθαρή λύση.
Μια λύση που θα εμπεδώνει τη σταθερότητα, θα εγγυάται μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και θα ανοίγει τον δρόμο για την έξοδο στις αγορές χρήματος. Αρχικά και άμεσα θα έλεγα, με δοκιμαστικές εξόδους, οι οποίες όμως θα προετοιμάσουν το έδαφος, ώστε από τον Σεπτέμβρη του 2018 και μετά να έχουμε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας μόνιμα και σταθερά από τις αγορές, χωρίς τη στήριξη του επίσημου τομέα.
Αυτό είναι το κριτήριο της επιτυχίας. Μιας επιτυχίας χειροπιαστής και όχι επικοινωνιακής, όχι επίπλαστης, αλλά αληθινής.
Μιας επιτυχίας που δεν αφορά το αφήγημα, το πρόσκαιρο – είναι μια λέξη που τη συνηθίζουμε στις μέρες μας – το πρόσκαιρο αφήγημα μιας κυβέρνησης, αλλά αφορά το ίδιο το μέλλον της χώρας.
Διότι εδώ δεν κρίνονται οι επόμενες μέρες ή οι επόμενοι μήνες, μια εκλογική νίκη ή μια εκλογική ήττα. Εδώ, αυτές τις μέρες, κρίνεται το μέλλον της ελληνικής οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες.
Για αυτό πρέπει να είμαστε όλοι προσεκτικοί, στοχοπροσηλωμένοι, αποφασισμένοι, αλλά και ενωμένοι, απέναντι σε έναν εθνικής σημασίας στόχο.
Η λύση που μας προτάθηκε στο Eurogroup της 22ας Μάιου, δεν έγινε αποδεκτή για έναν και βασικό λόγο. Γιατί δεν εξασφάλιζε τα παραπάνω κριτήρια. Γεγονός που αναγνώρισαν και πάρα πολλοί από τους εταίρους μας. Διότι μια σειρά από χώρες, όπως και η πλειοψηφία του διεθνούς Τύπου, αναγνώρισαν ότι η Ελλάδα έχει κάνει το καθήκον της απέναντι στους δανειστές της. Και τώρα είναι καθήκον ηθικό, αλλά και νομικό, των δανειστών να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες.
Είναι λοιπόν αναγκαίο, και γι’ αυτό εργαζόμαστε, στο προσεχές διάστημα να γεφυρωθούν οι διαφορές και όλοι οι δανειστές μας και κυρίως οι Ευρωπαίοι, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να καταλήξουν σε θετικές εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η Ελλάδα, έχω καταστήσει σαφές, θα κάνει αποδεκτή μονάχα λύση, που θα εγγυάται την έξοδό της στις αγορές, άμεσα και με βιώσιμους όρους.
Λύση που θα αντιστοιχεί στις θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και στις μεγάλες δυνατότητες που ανοίγονται αυτή την περίοδο για την ελληνική οικονομία.
Διότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε – και πιστεύω οι περισσότεροι από εσάς το αντιλαμβάνεστε, το αναγνωρίζετε – το επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας είναι ιδιαιτέρως αυξημένο.
Και αυτό που αναμένουν τόσο οι επενδυτές όσο και οι αγορές χρήματος είναι ένα καθαρό σήμα, ένα μήνυμα βεβαιότητας ότι το τρίτο πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με επιτυχία και ότι θα είναι το τελευταίο. Και η Ελλάδα θα αφήσει οριστικά πίσω της, σαν έναν μακρύ εφιάλτη, που όμως τελείωσε. Την κρίση, τα μνημόνια, την ύφεση, την αποεπένδυση.
Κυρίες και Κύριοι,
Πιστεύω βαθιά, ότι σήμερα αποτελεί πλατιά κοινωνική απαίτηση να συστρατευτούμε σε αυτό τον στόχο.
Θα τολμούσα να πω ότι είναι κοινή, εθνική απαίτηση να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και όλες οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να συνδράμουνε στην επιτακτική προσπάθεια για την ανάταξη της οικονομίας και την απεξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό καταναγκασμό.
Η συμβολή του Συνδέσμου σας, των υπολοίπων κοινωνικών εταίρων, επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων, είναι πιστεύω καθοριστική σε αυτή την προσπάθεια.
Από την αρχή της ανάληψης της διακυβέρνησής μας, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, προσπαθήσαμε να εγκαινιάσουμε διαύλους επικοινωνίας, απευθείας μαζί σας.
Απευθείας τόσο με το πρωθυπουργικό γραφείο όσο και με τα υπουργεία, ώστε η ανταλλαγή απόψεων, των προτάσεων, η επεξεργασία προτάσεων, να είναι άμεση και αποτελεσματική. Και αυτή η ανταλλαγή απόψεων, η κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων και λύσεων είναι τώρα που πρέπει να συνεχισθεί και να εντατικοποιηθεί.
Δεν ήρθα σήμερα εδώ, ενώπιόν σας, για να κρύψω ότι έχουμε διαφορές, διαφορετικές προσεγγίσεις. Πολιτικές και ιδεολογικές. Αλλά, νομίζω, δεν αξίζει στη κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και η οικονομία, στο όνομα αυτών των υπαρκτών διαφορών, να επικοινωνούμε στρεβλά. Να επικοινωνούμε με ενημερωτικά δελτία μικροπολιτικής προπαγάνδας και αντιπαράθεσης.
Οι διαφορετικές μας απόψεις, μπορεί να είναι και πλούτος αν προσέλθουμε σε έναν υγιή διάλογο, με αμοιβαίο σεβασμό προς τον συνομιλητή και τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της διαλεκτικής. Αρκεί όλα τα μέρη να προσέρχονται καλόπιστα, χωρίς παραπλανητικά ή ψευδό-επιστημονικά επιχειρήματα, χωρίς την απόκρυψη σημαντικών στοιχείων ή την υποτίμηση προσπαθειών και επιτευγμάτων και, κυρίως, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς.
Οφείλουμε, λοιπόν, με αίσθημα του επείγοντος, να δουλέψουμε για να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο, σχεδιάζοντας την επόμενη μέρα για τη χώρα και την ελληνική οικονομία.
Η μείωση της ανεργίας και η αποτροπή της φυγής των νέων, κυρίως επιστημόνων μας, προς το εξωτερικό, δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτη προτεραιότητα μας. Η παρωχημένη -επιτρέψτε μου- αντίληψη περί ανταγωνιστικότητας μέσω υποτίμησης των μισθών, οδηγεί στην αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, οδηγεί στην περαιτέρω φτωχοποίηση των κατώτερων στρωμάτων και επιτείνει το φαινόμενο του brain drain.
Αντιθέτως, προϋπόθεση για τη δίκαιη και τη βιώσιμη ανάπτυξη, μέσα στο σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια, στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθεμένης αξίας, στην καινοτομία, αλλά και στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Δηλαδή, σε μια σύνθετη προσέγγιση της ανταγωνιστικότητας, που βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και στη δυνατότητα της χώρας να δημιουργεί καινούργια, μέσω της επένδυσης στην έρευνα και την τεχνολογία.
Οι βάσεις για τη μετάβαση στο νέο παραγωγικό πρότυπο, που προσπάθησα να περιγράψω, πιστεύω ότι έχουν τεθεί και έχουμε ήδη τις πρώτες ενθαρρυντικές ενδείξεις. Επιτρέψτε μου να αναφέρω ορισμένα από αυτά:
Τα δίδυμα ελλείμματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τείνουν πλέον να μετατραπούν σε μόνιμα πλεονάσματα. Το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ έφτασε το 30% το 2016, όταν το 2009 βρισκόταν στο 19%. Η δημοσιονομική εξυγίανση που πετύχαμε, έβαλε σε σταθερές βάσεις τα οικονομικά του κράτους, εξορθολογίζοντας τις δαπάνες και ομαλοποιώντας την πορεία των εσόδων.
Αυτό κατέστη εφικτό, αφενός χάρη στην εισαγωγή αδιάβλητων συστημάτων προμηθειών του δημοσίου και στη συστηματική παρακολούθηση των δαπανών και αφετέρου χάρη σ’ ένα ισχυρό πλέγμα παρεμβάσεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου.
Μέτρα όπως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και μελλοντικές παρεμβάσεις, όπως η ηλεκτρονική τιμολόγηση, η τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, φέρνουν έσοδα στο κράτος και δημιουργούν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για την επίσης αναγκαία ελάφρυνση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που πρέπει να γίνει και πρέπει να γίνει το γρηγορότερο δυνατό. Με αυτό τον τρόπο το κράτος γίνεται πιο γρήγορο, αξιοκρατικό και φιλικότερο στο επιχειρείν.
Αίρονται γραφειοκρατικά εμπόδια, οι αδειοδοτήσεις γίνονται ευκολότερες και παρέχονται κίνητρα για επενδύσεις.
Οι αλλαγές στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, επίσης, αποσκοπούν στην επιτάχυνση των διαδικασιών, ενώ ο επανασχεδιασμός των κοινωνικών προγραμμάτων διασφαλίζει ότι περισσότερες ενισχύσεις αποδίδονται σε αυτούς που πραγματικά τις χρειάζονται.
Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αυξάνεται και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία ενισχύουν τη ρευστότητα της οικονομίας, που δυστυχώς ακόμα δεν είναι αρκετή για να στηρίξει την παραγωγική επέκταση της οικονομίας, στο βαθμό που θέλουμε και χρειαζόμαστε, μετά από σχεδόν μια δεκαετία βαθιάς από-επένδυσης.
Αυτό βέβαια δεν οφείλεται πλέον σε εσωτερικούς λόγους.
Αποδείξαμε ότι η Ελλάδα δεν είναι «ανεπίδεκτη» αλλαγών, μετασχηματισμών και μεταρρυθμίσεων, όπως ορισμένοι στο εξωτερικό δυστυχώς ακόμα και σήμερα συνεχίζουν με διδακτικό ύφος μας κατηγορούν. Όχι όμως η πλειοψηφία.
Αναλάβαμε επιλογές με σημαντικό κόστος, με κριτήριο την όσο το δυνατόν γρηγορότερη απεμπλοκή μας από τα μνημόνια.
Τη σπουδαία προσπάθεια που έγινε την αναγνωρίζουν πλέον τόσο οι θεσμοί οι εταίροι μας, όσο όμως και αξιόπιστοι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία είναι και πάλι θετικές, αλλά η τεχνητή και άσκοπη συντήρηση της αβεβαιότητας γύρω από την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, δεν επιτρέπει ακόμη στη συμπιεσμένη δυναμική της οικονομίας μας να εκδηλωθεί.
Η αξίωση μας για μια καθαρή λύση για το χρέος, λοιπόν, θα επιφέρει μια σειρά από θετικές συνέπειες όπως η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η ανάκτηση της ζωτικότητας του τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Γιατί αλήθεια, για ποια ανταγωνιστικότητα να μιλάμε, όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις ξεκινούν πίσω από τη γραμμή εκκίνησης σε σχέση με τις ομοειδείς τους ευρωπαϊκές ως προς τα επιτόκια;
Για ποια προσαρμογή και υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων να μιλάμε, όταν οι φτωχότερες κοινωνικές ομάδες δεν βλέπουν θετικό αντίκτυπο στα εισοδήματα και το βιοτικό τους επίπεδο;
Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις διεθνών οργανισμών, αλλά και σύμφωνα με τις δικές μας προειδοποιήσεις πολλών εξ ημών, από την αρχή της κρίσης.
Υπάρχουν οι τεχνικές λύσεις που συμφιλιώνουν την αποπληρωμή του χρέους με την ανάπτυξη, χωρίς επιπλέον κόστος για τους ευρωπαίους φορολογούμενους και αυτές τις λύσεις αναζητούμε.
Μπορούμε να βρούμε το βέλτιστο ύψος πλεονασμάτων που εξυπηρετούν την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων και ταυτόχρονα δημιουργούν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές.
Προτάσεις τέτοιες έχουν κατατεθεί από την ελληνική πλευρά, από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και από θεσμικούς ή μη ξένους αναλυτές και αυτές οι προτάσεις πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν και να γίνουν αποδεκτές.
Γιατί ας μη ξεχνάμε: οι υποκείμενες αιτίες της κρίσης στην Ευρώπη δεν έχουν εξαλειφθεί και τα θετικά αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να μας κάνουν να αναθαρρούμε, αλλά δεν πρέπει να μας εφησυχάζουν.
Οι διαχρονικές αναπτυξιακές προκλήσεις που θέτουν η δημογραφική γήρανση, το δημόσιο χρέος, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, η συμπίεση των μεσαίων εισοδημάτων και η αύξηση των ανισοτήτων, βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση κάτω από τα πόδια μας και απειλούν με συνολική απαξίωση το ευρωπαϊκό εγχείρημα και την πίστη των λαών σε αυτό, αν δεν αναλάβουμε δράση άμεσα.
Η οικονομική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα έδειξαν το έλλειμμα διακυβέρνησης και την ανελαστικότητα των ευρωπαϊκών κέντρων αποφάσεων μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση.
Επομένως, επιτρέψτε μου να πω ότι σήμερα είναι κοινός τόπος, δεν υπάρχει ελληνικό, ιταλικό ή πορτογαλικό πρόβλημα όπως παρουσιάζονται απλοϊκά, αλλά ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, ένα κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα με τις κατά περίπτωση εκδηλώσεις του. Και θα τολμούσα να πω ότι ίσως είναι η τελευταία μας ευκαιρία ως Ευρώπη.
Είναι η τελευταία ευκαιρία για την Ευρώπη.
Η τελευταία μας ευκαιρία, να εμβαθύνουμε τη συνεργασία μας με μια προωθητική αναπτυξιακή ατζέντα.
Που θα στηρίζει την καινοτομία και τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της ψηφιακής οικονομίας.
Επαναλαμβάνω ότι τα τελευταία θετικά εκλογικά αποτελέσματα στην Ευρώπη, έδωσαν τον απαιτούμενο χρόνο, προκειμένου να συζητήσουμε και να σχεδιάσουμε από κοινού, το μέλλον της ευρωπαϊκής μας οικογένειας, πρέπει να το κάνουμε χωρίς προκαταλήψεις, και ιδεοληψίες και κυρίως χωρίς διχαστικά και διαιρετικά – γεωγραφικά και εθνικά – σχήματα.
Είναι η τελευταία μας ευκαιρία, για να προχωρήσουμε στους απαραίτητους προοδευτικούς μετασχηματισμούς, τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ειδάλλως φοβάμαι, ότι η κρίση θα επιστρέψει στην Ευρώπη και θα είναι πολιτική και ίσως αυτό που ξορκίζουμε σήμερα όλοι θα είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα.
Είμαι λοιπόν αισιόδοξος ότι υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι για να έχουμε πολύ σύντομα μία καθαρή ουσιαστική λύση για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Είναι το κοινό μας συμφέρον και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης για όλους μας. Από την πλευρά μας είπα από την αρχή ότι είμαστε συνεπείς και τηρούμε τις δεσμεύσεις μας στο εξωτερικό αλλά το ίδιο προσπαθούμε, με μεγάλες δυσκολίες, να κάνουμε και σε ό,τι αφορά τα δικά μας.
Θέλω να σας θυμίσω ότι πέρυσι μίλησα από το ίδιο βήμα και έθεσα τους ενδιάμεσους στόχους και τα μέσα για την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Θέλω εν συντομία να αναφερθώ στο τι καταφέραμε στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε να κάνω ένα μικρό απολογισμό που αφορά ιδίως εσάς, τους παραγωγικούς φορείς.
Ξεκινώντας από το ΕΣΠΑ, καταφέραμε να ανεβάσουμε το ποσοστό απορρόφησης στο 11,4% από τον αρχικό στόχο του 7%. Θέλω να θυμίσω ότι τα προηγούμενα χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό, στην αντίστοιχη χρονική στιγμή στο προηγούμενο πακέτο ήταν στο 1,5% και οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους εδώ.
Επίσης, να αναφερθώ στην σημαντική αύξηση, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, του Εθνικού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που πλέον, για πρώτη φορά μέσα στην κρίση, φτάνει το 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα μάλιστα με τη συμφωνία που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα αυξάνεται κατά 300 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο από το 2019 μέχρι το 2021.
Δηλαδή ένα δις ευρώ στην τριετία και προσπαθούμε να βρούμε το δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει την επέκταση αυτής της αύξησης και τα επόμενα χρόνια.
Ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις θα μειωθεί σε 26% από 29%.
Σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα υπάρχει η πρόβλεψη για ένα σημαντικό δημοσιονομικό περιθώριο 5 δις ευρώ ως το 2021, που είμαστε σίγουροι ότι θα επιτευχθεί, το οποίο θέλουμε να χρησιμοποιηθεί για αναπτυξιακούς σκοπούς, όπως η περαιτέρω μείωση των φορολογικών βαρών, η παροχή κινήτρων και η βελτίωση των παρεχόμενων – με στοχευμένο τρόπο –κοινωνικών υπηρεσιών.
Εισάγουμε, επίσης, τη δυνατότητα αξιοποίησης καινοτόμων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Για παράδειγμα, η επενδυτική πλατφόρμα συμμετοχικής χρηματοδότησης Equifund, το Ταμείο Επιχειρηματικότητας, το Ταμείο Συνεπενδύσεων, το «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» και το Ταμείο Μικροπιστώσεων. Όλα αυτά μαζί θα διαθέσουν συνολικά, μέσα στο 2017, ρευστότητα πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ στην πραγματική οικονομία.
Πολύ σημαντικές όμως είναι και οι παρεμβάσεις, στις οποίες έχουμε προχωρήσει και στο θεσμικό πεδίο, για τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος, όπως το νέο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Θεσπίσαμε το θεσμικό πλαίσιο για έναν νέο εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρεών επιχειρήσεων, με βασικό στόχο την αποτελεσματικότητα και τη συνολική αντιμετώπιση και διευθέτηση τόσο των «κόκκινων» δανείων όσο και των ληξιπρόθεσμων οφειλών απέναντι στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Το νέο πλαίσιο εξωδικαστικών συμβιβασμών θα αντιμετωπίζει συνολικά τα χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δίκαιη μεταχείριση μικρών και μεγάλων οφειλετών.
Στόχος μας είναι η δημιουργία και λειτουργία ενός μηχανισμού αναδιάρθρωσης, κατάλληλα δομημένου ώστε να αποκλείονται επιχειρήσεις στρατηγικοί κακοπληρωτές, που δεν αποπληρώνουν χρέη κατ’ επιλογή τους, παράλληλα, όμως, να διευκολύνεται η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων.
Με αυτόν τον τρόπο θα επιταχυνθεί η επίλυση των χρεών και θα διαχωριστούν, σε εύλογο χρονικό διάστημα, οι βιώσιμες από τις λεγόμενες νεκρές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξει και αποσυμφόρηση στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
Έτσι, επιτυγχάνεται η ουσιαστική ελάφρυνση υποχρεώσεων για επιχειρήσεις που θα κρίνονται βιώσιμες, ώστε να επιτυγχάνεται σύγκλιση με το εξειδικευμένο πρόγραμμα αποπληρωμής που θα υποβάλλει η κάθε επιχείρηση.
Στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού προβλέπονται και κίνητρα που θα διευκολύνουν την εξωδικαστική διευθέτηση, όπως η κατάργηση φορολογικών επιβαρύνσεων από τη διαδικασία αναδιάρθρωσης τόσο για τον πιστωτή όσο και για τον οφειλέτη, καθώς και η παροχή κάλυψης για τους υπαλλήλους που λειτουργούν με καλή πίστη συμμετέχοντας στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης.
Επίσης, με το νέο πλαίσιο για την αδειοδότηση των επιχειρήσεων αίρονται γραφειοκρατικά βάρη και επιταχύνεται η υλοποίηση επιχειρηματικών σχεδίων.
Θα κάνω αναφορά στον νέο αναπτυξιακό νόμο. Ήταν κι αυτός ένας νόμος στο μεσοδιάστημα από την προηγούμενη συνέλευσής σας μέχρι σήμερα. Ένα πολύπλευρο εργαλείο που συντονίζει τα επενδυτικά κίνητρα με κλαδικές πολιτικές και προτεραιότητες.
Σε λίγους μόλις μήνες, από την έναρξη ισχύος του, υποβλήθηκαν πάνω από 770 επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι θετικές εξελίξεις, που διεκδικούμε για το δημόσιο χρέος, πιστεύω ότι θα σηματοδοτήσουν την οριστική επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα, θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό μας σύστημα οδηγώντας και στην οριστική εξάλειψη των κεφαλαιακών ελέγχων.
Σε κάθε περίπτωση ήδη αποσύρονται σταδιακά και με συγκεκριμένο οδικό χάρτη, δίνοντας μάλιστα προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συναλλαγών.
Στο πάγιο αίτημά σας, στο πάγιο αίτημα των βιομηχανιών για την ακριβή ενέργεια, που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, έγιναν σημαντικές αλλαγές.
Καταργήσαμε ήδη από πέρυσι τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για την ηλεκτροπαραγωγή και τον μειώσαμε για τη βιομηχανική παραγωγή.
Θέσαμε σε ισχύ το μέτρο της «Διακοψιμότητας» που περιορίζει τα ενεργειακά κόστη των ενεργοβόρων βιομηχανιών της χώρας μας, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αύξηση των εξαγωγών και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με άμεσα οφέλη στην εθνική οικονομία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, σκοπεύουμε να προχωρήσουμε στην παράταση του μηχανισμού της Διακοψιμότητας για ακόμη 3 έτη, κοινοποιώντας πολύ σύντομα και το σχετικό αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στις άμεσες ενέργειές μας εντάσσεται και η αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ, σε πλήρη συμφωνία και εναρμόνιση με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν υιοθετηθεί για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Το θετικό αντίκτυπο για το τελικό κόστος ενέργειας των επιχειρήσεων, και δη των ενεργοβόρων, πιστεύω ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Σε αυτή λοιπόν την κατεύθυνση έχει ήδη κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το σχετικό σχέδιο αναμόρφωσης.
Τέλος, τίθεται σε εφαρμογή εντός του 2018 το νέο μοντέλο οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το λεγόμενο Target Model.
Το νέο μοντέλο θα διαμορφώσει πιο ανταγωνιστικές τιμές, ενώ θα δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αντισταθμίζουν και να ελέγχουν πλήρως τα ενεργειακά τους κόστη, συμμετέχοντας οι ίδιες στην αγορά και συνάπτοντας διμερείς συμβάσεις με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Επίσης εξασφαλίσαμε, στα μέτρα τα οποία αναφέρθηκα της αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων κατά 300 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από το 2019 έως το 2021, τα 100 εκατομμύρια από αυτά να πηγαίνουν κάθε χρόνο στοχευόμενα για την ενεργειακή αναβάθμιση ενεργοβόρων βιομηχανιών, που θα εξασφαλίσουν σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και μείωση του κόστους παραγωγής.
Τέλος, να αναφερθώ στον τομέα των υποδομών: Δημιουργούνται -πιστεύω- σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες για τις ελληνικές επιχειρήσεις από πιθανές συνέργιες και συμπράξεις κατά τις διαδικασίες κατασκευής των έργων.
Βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη σημαντικά έργα υποδομών για την κατασκευή δρόμων, την αναβάθμιση λιμένων, έργα μεταφορών, έργα που κινδύνευαν να ακυρωθούν στα δικαστήρια ή να εγκαταλειφθούν ημιτελή.
Παράλληλα, προχωράμε και στην έναρξη των μεγάλων έργων παραχώρησης Τρίτης Γενιάς.
Ένα μακρόπνοο πρόγραμμα υποδομών που θα συμβάλλει, πιστεύω, καθοριστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αλλά με όρους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και των τοπικών κοινωνιών.
Θεσμοθετούμε την υποχρεωτική σύνταξη πραγματικών προϋπολογισμών για όλα τα έργα, ώστε να εκλείψει το φαινόμενο των μελετών με οικονομικά παράλογες εκπτώσεις. Και θέλουμε να πιστεύουμε ότι σε αυτή την προσπάθεια θα έχουμε σύμμαχο και τον κατασκευαστικό κόσμο.
Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες,
Η χώρα μας, δεν υπάρχει αμφιβολία, διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Συγκριτικά πλεονεκτήματα, που συγκεντρώνουν το παγκόσμιο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πρώτα απ’ όλα, η γεωγραφική μας θέση, η δυνατότητα ανάπτυξης σημαντικών υποδομών με διεθνή σημασία στα δίκτυα και στις μεταφορές.
Η ενεργειακή διασύνδεση και ο στρατηγικός μας ρόλος σε μια κρίσιμη περιοχή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αλλά και η δυνατότητα παραγωγής ποιοτικών αγροτικών προϊόντων. Αλλά και το ανθρώπινο κεφάλαιό μας. Το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, τα υψηλού επιπέδου ερευνητικά ιδρύματα, ο τουρισμός μας, η ναυτιλία μας, είναι χωρίς αμφιβολία πολύ σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Οφείλουμε αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα να τα εκμεταλλευτούμε, να τα αναδείξουμε.
Η κυβέρνηση κατήρτισε ένα πλήρες αναπτυξιακό σχέδιο, το λεγόμενο growth strategy, που θα παρουσιαστεί και θα συζητηθεί με το σύνολο των κοινωνικών φορέων το προσεχές διάστημα.
Ένα σχέδιο που συνολοκληρώνει για πρώτη φορά τις στοχευμένες δράσεις με τα βήματα για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μια ανάπτυξη, όμως, που θέλουμε να έχει διατηρήσιμα χαρακτηριστικά.
Μια δουλειά που -επιτρέψτε μου την παρατήρηση- έπρεπε να έχει γίνει δεκαετίες τώρα, αλλά προετοιμάστηκε σε συνθήκες κρίσης.
Παράλληλα, εγώ προσωπικά, αλλά και τα αρμόδια υπουργεία, έχουμε επιδοθεί σε μια συντονισμένη σειρά επαφών με ξένες επιχειρήσεις, επενδυτές, προκειμένου να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον γύρω από την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονο και όλοι παρακολουθούν τις σχετικές εξελίξεις με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Είμαι, λοιπόν, βαθιά πεπεισμένος ότι δεν αργεί ο καιρός εκείνος, η στιγμή εκείνη, που θα μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα για το ότι γύρισε σελίδα και νέες σημαντικές επενδύσεις θα αρχίσουν να έρχονται στη χώρα μας.
Αυτό θα είναι όμως και μια σημαντική επιβράβευση για όσους έδειξαν, τα προηγούμενα δύσκολα χρόνια, τον λεγόμενο επενδυτικό πατριωτισμό -ας μου επιτραπεί ο όρος- και παρά τις δύσκολες συνθήκες επένδυαν στη χώρα, συνέχισαν να επενδύουν. Αλλά και σε όσους ξένους επενδυτές δεν έσπευσαν να αποσύρουν τις τοποθετήσεις τους με το ξέσπασμα της κρίσης.
Με σεβασμό στο περιβάλλον και με κανόνες ίσης μεταχείρισης και δίκαιου ανταγωνισμού για όλους, η Ελλάδα μπορεί να είναι μια ευνομούμενη πολιτεία και προσκαλεί όσους επιθυμούν να επενδύσουν, να επενδύσουν σε παραγωγικές τοποθετήσεις στη χώρα.
Θέλω κλείνοντας, από αυτό εδώ το βήμα να επαναλάβω ένα κάλεσμα, ένα κάλεσμα προς όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να ενώσουν δυνάμεις, να συμπορευτούν στον κοινό μας αγώνα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, για την επόμενη μέρα της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας δίκαιης, αυτόνομης και παραγωγικής, γιατί σε τελική ανάλυση αυτή είναι η κοινή μας μοίρα και πρέπει πάση θυσία, δεν έχουμε άλλη επιλογή, να τα καταφέρουμε.
Σας ευχαριστώ