ΑΠΕ-ΜΠΕ

Το πρόσφατο συνέδριο στην Εσθονία ανέδειξε τελικά την περιθωριοποίηση εκείνων των δυνάμεων, τόσο στην Ελλάδα, όσο κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες επιθυμούν να ανοίξουν με ρεβανσιστική διάθεση έναν νέο κύκλο αντικομμουνιστικών και αντιμαρξιστικών ιδεολογικών αφηγήσεων. Και αυτό προκύπτει ευθέως, όχι μόνο από τη μειωμένη συμμετοχή υπουργών της Ε.Ε., αλλά κυρίως από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν ακόμη και στο εσωτερικό της φιλοξενούσας χώρας.

Νεοσυντηρητικές, κεντροδεξιές αλλά και ακροδεξιές δυνάμεις επιδιώκουν να ταυτίσουν τον ναζισμό/φασισμό με την κομμουνιστική ιδεολογία και τα χειραφετητικά κινήματα της Αριστεράς σε όλο τον 20ο αιώνα, τον αγώνα των εργαζομένων και των απλών ανθρώπων του λαού για δημοκρατία, κοινωνική αναδιανομή και για έναν σοσιαλισμό ελεύθερο και δημοκρατικό. Προσπαθούν να προκαλέσουν ιστορική απελπισία και αίσθημα ματαιότητας, να ταυτίσουν την πάλη για την πρόοδο της ανθρωπότητας και την κοινωνική δικαιοσύνη κατά του απάνθρωπου καπιταλιστικού συστήματος με τα μοναδικά στην Ιστορία εγκλήματα των ναζί σε βάρος των Εβραίων, των κομμουνιστών, των δημοκρατών, σε βάρος λαών ολόκληρων με γενοκτονικό τρόπο.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός, ο οποίος δίνει πανευρωπαϊκά ένα σωρό ελαφρυντικά στους δωσίλογους και τους συνεργάτες των ναζί, εκφέρεται ειδικά στην Ελλάδα από τη Νέα Δημοκρατία και άλλα συντηρητικά και νεοφιλελεύθερα κόμματα, όπως και από επιφανή στελέχη της εγχώριας Σοσιαλδημοκρατίας. Σε μια χώρα δηλαδή όπου το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς και η συνέχειά του, η επτάχρονη δικτατορία, δεν στήθηκαν από τους «οπαδούς του κομμουνισμού», αλλά αντίθετα από τους οπαδούς του πιο ξέφρενου ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού, που ακριβώς επικαλούνταν τον νεφελώδη «κομμουνιστικό κίνδυνο» για να οργανώσουν στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες, αναμορφωτήρια, συνεχές κυνηγητό στην Αριστερά, ξερονήσια και καθεστώς διαρκών αποκλεισμών και διακρίσεων.

Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο γνώρισε έναν αντικομμουνιστικό ανάπηρο κοινοβουλευτισμό και μια στυγνή αντικομμουνιστική δικτατορία. Αυτά τα θυμάται, άραγε, n ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων κομμάτων; Ή μήπως έχουν γυρίσει σε έναν αντικομμουνισμό, τον οποίο ακόμη και οι πρώην ηγέτες της Ν.Δ. είχαν εξοβελίσει από τον πολιτικό λόγο της συντηρητικής παράταξης μετά το 1974;

Οι σημαιοφόροι ενός όψιμου αντικομμουνισμού δείχνουν υποκριτικά να αγνοούν το γνωστό τοις πάσι, ότι ο χώρος της κομμουνιστικής και ευρύτερης μαρξιστικής Αριστεράς ποτέ, εδώ και δεκαετίες τουλάχιστον, δεν μονοπωλήθηκε από φιλοσταλινικές πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις. Αντίθετα, υπήρξαν και υπάρχουν και άλλες παραδόσεις και ρεύματα, όπως το ευρωκομμουνιστικό, το διεθνιστικό κομμουνιστικό, τάσεις αριστερές και ριζοσπαστικές στο παγκόσμιο σοσιαλιστικό ρεύμα.

Το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στην Ευρώπη, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε σταματήσει να είναι σταλινικό και πάντοτε ασκούσε κριτική στα καθεστώτα του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Το ίδιο συνέβη στην Ελλάδα από το 1968 με τη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού.

Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουν οι φίλοι μας στην Ανατολική Ευρώπη, και αν το γνωρίζουν καλό είναι να μην το αποσιωπούν, ότι στη Δυτική Ευρώπη τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου τα κόμματα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς άσκησαν αταλάντευτη κριτική στο ΚΚΣΕ για τις φρικαλεότητες που γεννούσε το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης που λειτούργησε στη Σοβιετική Ένωση.

Ήταν τα ΚΚ της Δύσης αυτά που με λαϊκές κινητοποιήσεις και ψηφίσματα διαμαρτύρονταν για τις σοβιετικές επεμβάσεις στην Τσεχοσλοβακία και στο Αφγανιστάν, για τη δικτατορία του Γιαρουζέλσκι, για τη σφαγή στην Τιενανμέν. Οι κομμουνιστές της ανανέωσης και όχι η Δεξιά. Οι κομμουνιστές της ανανέωσης ήταν αυτοί που δεν δίστασαν να έλθουν σε σύγκρουση με τη Μόσχα και να προβάλουν το αίτημα του σοσιαλισμού με ελευθερία, δημοκρατία και ανθρώπινο πρόσωπο, που γεννήθηκε το 1968 στην Πράγα από τον λαό της Τσεχοσλοβακίας και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σήμερα, λοιπόν, πάει πολύ να μας κατηγορεί η Δεξιά για σταλινισμό. Αποτελεί προσβολή της ιστορικής μνήμης του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και του παρόντος της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Αυτά δεν τα αναφέρω εξισορροπητικά στον σύγχρονο αντικομμουνισμό και στους φορείς του. Ο καθένας έχει τη διαδρομή του, πολύ περισσότερο είναι γνωστές οι διαδρομές των πολιτικών φορέων που υπηρετήσαμε. Τα τονίζω για να δείξω πόσο ανιστόρητες και φθηνές είναι οι αντικομμουνιστικές αιτιάσεις και αφηγήσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης, οι οποίες εσχάτως ταυτίζουν ακόμη και το «Κεφάλαιο» του Μαρξ με το «Ο Αγών» μου του Χίτλερ. Αυτές οι ακρότητες αποδεικνύουν ότι οι δυνάμεις αυτές εμφορούνται από έναν ιδεολογικό φανατισμό και μια αδιαλλαξία, που μόνο κακό στη χώρα και στη Δημοκρατία μπορούν να προκαλέσουν.

Για την Ανανεωτική Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ ισχύουν πάντα τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Όπως το ’68, έτσι και σήμερα.