Ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, συναντήθηκε σήμερα με τον Αντικαγκελάριο και Υπουργό Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Κατά την υποδοχή του κ. Γκάμπριελ ο Πρωθυπουργός ανέφερε:
«Θα ήθελα να σας καλωσορίσω στην Αθήνα, σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη στιγμή που θα πρέπει να πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις και για το μέλλον των χωρών μας, αλλά και για το μέλλον της Ευρώπης. Σε λίγες μέρες θα βρεθούμε στην Ρώμη για να γιορτάσουμε τα 60 χρόνια της Ευρώπης, όμως το κλίμα – θα έλεγε κανείς – δεν είναι εορταστικό καθώς πολλά σύννεφα πυκνώνουν στην Ευρώπη. Από τη μία η εγκατάλειψη του κοινωνικού συμβολαίου, η ατυχής διαχείριση της οικονομικής κρίσης, αλλά και από την άλλη οι νέες προκλήσεις, όπως η προσφυγική κρίση, η τρομοκρατία, μας εμποδίζουν να έχουμε έναν πανηγυρικό χαρακτήρα.
Μόλις πριν λίγο πληροφορήθηκα για μία ακόμη τυφλή επίθεση στο κέντρο του Λονδίνου και θέλω με την ευκαιρία να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους Βρετανούς πολίτες, στον βρετανικό λαό. Αυτά τα γεγονότα, αλλά και η άνοδος ακραίων δυνάμεων με ακραία ρατσιστική ρητορική στην Ευρώπη, μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε από τη μια πόσο σημαντικές ήταν οι κατακτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης 60 χρόνια τώρα, αλλά και πόσο σημαντικό είναι αυτές τις κατακτήσεις να τις κρατήσουμε, να τις διατηρήσουμε. Διότι τα τελευταία χρόνια, βήμα-βήμα, χάνουμε αυτά τα κεκτημένα και οδηγούμαστε σε μια Ευρώπη διαιρεμένη, σε μία Ευρώπη αδύναμη.
Κατά την άποψη μου, το δίλλημα που έχουμε μπροστά μας είναι σαφές: Ή θα επαναδιεκδικήσουμε το κοινωνικό συμβόλαιο και το κοινωνικό κεκτημένο της Ευρώπης ή θα αναπαράγουμε διαιρέσεις, ρατσιστικά στερεότυπα – που δυστυχώς τελευταία ακούγονται και από επίσημα χείλη – και θα οδηγούμαστε με μία ανακυκλούμενη εσωστρέφεια και σε μια ανακυκλούμενη κρίση. Εμείς, σε ότι αφορά την Ελλάδα, επιλέγουμε την πρώτη εκδοχή και θέλουμε να δουλέψουμε μαζί για την πρώτη εκδοχή.»
Απαντώντας στον Πρωθυπουργό, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών ανέφερε:
«Καταρχάς, αγαπητέ Αλέξη Τσίπρα, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την φιλική πρόσκληση και για την θερμή υποδοχή εδώ στην Αθήνα. Είναι μεγάλη χαρά για μένα, έχοντας αναλάβει μόλις πριν από λίγο καιρό τα νέα μου καθήκοντα ως Υπουργός Εξωτερικών, να επισκέπτομαι την Αθήνα σε μία από τις πρώτες επισκέψεις στην Ευρώπη.
Θα ήθελα και εγώ, όπως ανέφερε και ο Πρωθυπουργός, να δηλώσω ότι είμαι συγκλονισμένος για τις επιθέσεις που έγιναν στον Λονδίνο και αισθάνομαι, όπως όλοι μας στην Γερμανία βεβαίως, συγκλονισμένος για το γεγονός αυτό και οι σκέψεις μου είναι κοντά στα θύματα, τις οικογένειές τους αλλά και κοντά σε ολόκληρο τον λαό της Βρετανίας. Γιατί νομίζω ότι δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι η επίθεση αυτή έγινε κοντά στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, συμβολίζοντας έτσι μία επίθεση στην καρδιά της Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα είναι μια επίθεση εναντίον όλων εμάς και γι’ αυτό τον λόγο θα ήθελα να εκφράσω την συμπαράσταση μου και την απόλυτη αλληλεγγύη μας προς Βρετανούς φίλους μας.
Ζούμε σε μία εποχή προκλήσεων στην Ευρώπη. Οι προκλήσεις είναι μεγαλύτερες από ποτέ άλλοτε μέσα στα 60 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τις Συνθήκες της Ρώμης. Ζούμε σε μια εποχή λοιπόν στην Ευρώπη, όπου είμαστε αντιμέτωποι αφενός με την επιστροφή πολεμικών συρράξεων και εμφυλίων, για παράδειγμα στην Ουκρανία. Είμαστε αντιμέτωποι με μια ανησυχητική κατάσταση και εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια, είμαστε αντιμέτωποι με γεγονότα στην Τουρκία, τα οποία την φέρνουν ολοένα και πιο μακριά από την Ευρώπη, αντί να την φέρνουν κοντύτερα σε αυτήν. Εξελίξεις στην Βόρεια Αφρική, όπου υπάρχουν πολεμικές συρράξεις και εμφύλιοι πόλεμοι, αλλά και τεράστιες μεταναστευτικές ροές. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι γύρω μας επικρατεί ένας κόσμος ο οποίος είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του γνωρίζαμε πριν 20 ή 30 χρόνια και τον οποίο θεωρούσαμε έναν ασφαλή κόσμο. Σε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο, λοιπόν, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας στην Ευρώπη δε θα έχουν πλέον μια φωνή που θα μπορεί να ακουστεί, αν αυτή [η Ευρώπη] δεν παραμείνει ενωμένη. Ακόμα και η Γερμανία που είναι μια μεγάλη και οικονομικά σχετικά ισχυρή χώρα, δε θα μπορεί να ακούγεται, να ακούγεται η φωνή της αν δεν είναι ολόκληρη η Ευρώπη ενωμένη. Θα μπορέσουμε να εκπροσωπήσουμε τα συμφέροντα των πολιτών μας, μονάχα αν η Ευρώπη διατηρήσει τη συνοχή της. Και υπό αυτή την έννοια, τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα τα οποία έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας, είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας.
Κανένα από τα μεγάλα ζητήματα δεν μπορούμε να το επιλύσουμε μόνοι μας. Για αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε την Ευρώπη ενωμένη, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την Κίνα και την οικονομική της δύναμη, τη γεωστρατηγική της Μόσχας, αλλά και τις εξελίξεις στις ΗΠΑ. Και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις αυτού του κόσμου δεν θα λαμβάνουν υπόψη τους την Ευρώπη, αν αυτή δεν είναι ενωμένη.
Αλλά μπορούμε να είμαστε πιο δυνατοί στην Ευρώπη μόνο εφόσον κι ο κόσμος πιστεύει στην Ευρώπη. Αν, δηλαδή, υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη διαίρεση στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα μεταξύ Βορρά και Νότου ή ακόμα και αξιακή διαίρεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τότε θα φτάσουμε σε ένα σημείο που πλέον δεν θα παίζει κανέναν ρόλο πλέον η Ευρώπη.
Η Ευρώπη δεν έδωσε ποτέ μια υπόσχεση μονάχα για τη διατήρηση της ειρήνης. Η Ευρώπη ήταν και μια υπόσχεση για ευημερία και κοινωνική ασφάλεια. Γι’ αυτό τον λόγο είναι καθήκον μας, και δικό μας ως Γερμανών, να βρούμε έναν τρόπο για να οδηγηθούμε και πάλι, στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική ασφάλεια σε όλα τα μέρη της Ευρώπης.
Η Ελλάδα ανέλαβε τεράστιες μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια και τις ολοκλήρωσε. Εγώ πάλι προέρχομαι από μια χώρα, όπου εμείς οι σοσιαλδημοκράτες το 2002, το 2003, προχωρήσαμε σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Συγκρινόμενες με τις μεταρρυθμίσεις που έχει πραγματοποιήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αυτές που κάναμε εμείς, είναι ένα «ελαφρύ καλοκαιρινό αεράκι». Μπορώ να θυμηθώ ότι εκείνες οι μεταρρυθμίσεις τότε στη Γερμανία είχαν γίνει αντιληπτές από τον κόσμο σαν μια καταιγίδα. Όταν, λοιπόν, αναλογίζεται κανείς αυτές τις δυο περιπτώσεις, κατανοεί πόσο τεράστιες ήταν οι επιδόσεις που τελικά επέτυχε η ελληνική πολιτική τα τελευταία χρόνια με τις μεταρρυθμίσεις αυτές.
Γνωρίζω, επίσης, ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί όλα και ότι εξακολουθούμε να βρισκόμαστε ενώπιον δύσκολων αποφάσεων, όμως νομίζω ότι ο δρόμος της λύσης οδηγεί και μέσα από τη δημόσια έκφραση σεβασμού, τον οποίο αισθανόμαστε για τον ελληνικό λαό και τους Έλληνες πολιτικούς για αυτές τους τις επιδόσεις. Και βεβαίως δεν θέλουμε να έχουμε ένα never ending story, μια ιστορία που ποτέ δεν θα φτάσει σε ένα τέλος, γι’ αυτό θα ήταν καλό να καταβάλλουμε την προσπάθειά μας ώστε τον Απρίλιο να φτάσουμε σε μια λύση. Κι αυτό που μένει να πραγματοποιηθεί ακόμα είναι αρκετά δύσκολο.
Νομίζω ότι είναι μέρος του καθήκοντος ενός πολιτικού να δηλώσει δημόσια – και ίσως εδώ επαναλαμβάνομαι – πόσο σημαντικές είναι οι επιδόσεις που έχουν επιτευχθεί από τους ανθρώπους στην Ελλάδα και από τους πολιτικούς. Και ότι αξίζουν απόλυτο σεβασμό.»